Πώς το ρεμπέτικο ήρθε στη Στουτγάρδη

Μια αναζήτηση του Σίμον Στάινερ

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σήμερα ζουν στη Στουτγάρδη περίπου 15.000 Έλληνες, 45.000 στην περιφέρειά της. Οι πρώτοι ήρθαν το 1960 με ειδικά ναυλωμένα τρένα από τη Θεσσαλονίκη: η γερμανική οικονομία είχε μεγάλη άνθηση και χρειαζόταν επειγόντως εργατικά χέρια. Οι μετανάστες έφεραν φυσικά μαζί τους και τη μουσική που άκουγαν. Ο Σίμον Στάινερ συγκέντρωσε σχετικό υλικό.

Το ρεμπέτικο είναι επηρεασμένο από την κλασική οθωμανική μουσική, τη λαϊκή μουσική των κατώτερων κοινωνικών τάξεων των αστικών κέντρων της ελληνόφωνης Ανατολικής Μεσογείου και την ευρωπαϊκή μουσική. Είναι ουσιαστικά μια πτυχή της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Χαρακτηριστικό της είναι οι κλίμακες με ανατολίτικο ήχο και τον ρυθμό 9/8.
::: Με λατινική γραφή το συναντάμε στα γερμανικά συνήθως ως Rembetiko και Rempetiko, στα αγγλικά ως Rebetiko

Το 2022 και το 2023 η Ελλάδα τιμά τη μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής τού 1922: την πυρπόληση της Σμύρνης και τη σφαγή των χριστιανών κατοίκων της ως αποτέλεσμα της ελληνικής επεκτατικής πολιτικής. Η ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε ξέβρασε πάνω από 1,2 εκατομμύρια χριστιανούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στην παλαιά Ελλάδα. Πολυάριθμοι Έλληνες της Στουτγάρδης είναι απόγονοι αυτών των εκτοπισμένων. Ο διωγμός και η φυγή από τη Μικρά Ασία αποτελούν το ιστορικό υπόβαθρο αυτού του μουσικού είδους.
Το ρεμπέτικο δημιουργήθηκε σε δυο μέρη: Στους τεκέδες, δηλαδή στα καταγώγια της δεκαετίας του 1930 στον Πειραιά όπου συχνάζουν οι χασισοπότες, και στα Καφέ Αμάν της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης (πρβλ. εδώ). Το 1937 το καθεστώς Μεταξά απαγόρευσε τους αμανέδες, κατέστρεφε τα λαϊκά μουσικά όργανα και συλλάμβανε τους μουσικούς. Η ανατρεπτική ενέργεια και η πολιτική δύναμη του είδους εκφράζεται σε τραγούδια της φυλακής και της διαμαρτυρίας κατά του κράτους και των δισκογραφικών παραγωγών. Η οικονομική ανέχεια ανάγκασε πολλούς ρεμπέτες να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Οι καιροί όμως αλλάζουν: το 2017 το ρεμπέτικο αναγνωρίστηκε ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.

Οι απαρχές στη Στουτγάρδη – οι «γκασταρμπάιτερ» από την Ελλάδα

Οι Έλληνες «γκασταρμπάιτερ» (κατά λέξη: φιλοξενούμενοι εργάτες) έφεραν το ρεμπέτικο στη Στουτγάρδη. Το κουβαλούσαν στις αποσκευές και στην ψυχή τους. Ο μπαγλαμάς, η μικρή αδελφή του μπουζουκιού, είναι τόσο ντελικάτος που χωράει εύκολα σε κάθε βαλίτσα. Υπό τους ήχους του οι Έλληνες γιόρταζαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη δυτική Στουτγάρδη, στο τσιγαροκαπνισμένο μαγαζί Pireus επί της Hasenbergstraße. Εκεί συναντιόντουσαν οι παράγοντες και οι ποδοσφαιριστές των συλλόγων VfB Stuttgart και Kickers. Μόνο λίγοι θαμώνες γνώριζαν τότε τι είδους ήχοι αιωρούνταν στην αίθουσα. Ο κορυφαίος χορογράφος John Cranko και τα αστέρια τού Stuttgarter Ballett χόρευαν στα τραπέζια της ταβέρνας.
::: Stuttgart Ballett και John Cranko (3η παράγραφος) εδώ

Ο Joe Bauer, αρθρογράφος και επαγγελματίας φλανέρ της εφημερίδας «Stuttgarter Nachrichten», μου έγραψε επί του θέματος: «Γεγονός είναι, ότι εκείνη την εποχή σχεδόν κανείς από εμάς τους «καρτόφελ» (κατά λέξη: πατάτες· περιφρονητική έκφραση των αλλοδαπών για τους γηγενείς Γερμανούς) δεν είχε ιδέα τι εστί ρεμπέτικο. Τα «ελληνικά μπλουζ» ήταν σχεδόν άγνωστα. Ήταν για μας απλώς ελληνική μουσική, που, όπως και όλα τα άλλα μουσικά στυλ, καθοριζόταν από κλισέ. Πιθανότατα να ήταν για μας τότε όλα ένα – το συρτάκι, το σπάσιμο των πιάτων και τα συναφή φολκλόρ». Οι νέες, κομψές ταβέρνες ενσωμάτωναν το ρεμπέτικο στο ζωντανό τους πρόγραμμα και αναμείγνυαν χασισοτράγουδα με επιτυχίες τής ελαφράς και της λαϊκής μουσικής. Μόνο οι Έλληνες και οι «περπατημένοι» Γερμανοί καταλάβαιναν την αργκό και τους θλιβερούς στίχους του ρεμπέτικου και μπορούσαν να το ξεχωρίσουν από τη μουσική άλλης τεχνοτροπίας.

Ζωντανό ρεμπέτικο!

Προσοχή: Το ρεμπέτικο είναι ένα σπάνιο είδος! «Το ρεμπέτικο δεν υπάρχει πια», αυτό λένε οι περισσότεροι Έλληνες με του οποίους μίλησα. Συνήθως είναι μέλη παραδοσιακών χορευτικών συλλόγων. Αλλά στη Στουτγάρδη πλανάται μια πνοή ρεμπέτικου σε ταβέρνες, κλαμπ και θέατρα, στο ραδιόφωνο, σε ηχογραφήσεις, στον κινηματογράφο, σε βιβλία και συναυλίες.

Όταν η Taverne Diogenes της Μαρίας Πετσάνη στην Silberburgstraße ήταν τα Σάββατα γεμάτη, οι παρευρισκόμενοι έπαιρναν τα μουσικά όργανα, έπαιζαν ρεμπέτικα και δημοτικά και άρχιζε ο χορός: κάποιος γνώστης του ρεμπέτικου χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, δύο-τρεις γονατίζουν γύρω του και τον επευφημούν χειροκροτώντας και σφυρίζοντας. Ο χορευτής πέφτει σε έκσταση, αιωρείται και βυθίζεται συμβολικά στον κάτω κόσμο, στον Άδη. Ξαφνικά είναι χειροπιαστή η ελληνική χαρά της ζωής, πάει όμως χέρι-χέρι με τη βαρυθυμία που κρύβεται σε πολλά ρεμπέτικα.

Από το 1997 μέχρι το 2000 το Rembetico στην Rosenbergplatz ανήκε στη Μαρία και στον πρόσφατα αποθανόντα σύζυγό της Ντίμη. Εκείνη την εποχή ο Ντίμης άπλωνε τις mix tapes, αυτοσχέδια ηχογραφημένες μουσικοκασέτες, τού ρεμπέτικου στον πάγκο του. Ήξερε τα πάντα για τη μουσική αυτή και του άρεσε να λέει ιστορίες για το Can Can στην πόλη Κορνβέστχαïμ (10 χλμ. βόρεια της Στουτγάρδης), ένα μπουζουκομάγαζο όπου πετούσαν τριαντάφυλλα και έσπαγαν πιάτα. Το μαγαζί αυτό ήταν από τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 θρυλικό, γινόταν της τρελής! Η μουσική ως οργιαστική διασκέδαση και ηδονιστική διέξοδος της καθημερινότητας που ταξιδεύει τους ανθρώπους και τους κάνει να ξεχνούν τους καημούς τους.

Η Μαρία Κ., που σήμερα εργάζεται σε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ επί της πλατείας Marienplatz, σύχναζε εκεί την εποχή εκείνη: «Ξοδεύαμε με τη σέσουλα τα χρήματα που με κόπο είχαμε κερδίσει, ξεχνούσαμε τα πάντα, διασκεδάζαμε μέχρι τελικής πτώσης και μετά νοιώθαμε λυτρωμένοι!» Τις προάλλες μου είπε: «Τι καιροί τότε! Ήμασταν νέοι, τα δίναμε όλα, ξενυχτούσαμε και μετά πηγαίναμε από το μπουζουκομάγαζο κατευθείαν στη δουλειά. Ζούσαμε!» Και η Αντίσσα, που εργάζεται στην κουζίνα του Γραφείου κοινωνικής πρόνοιας νέων της Στουτγάρδης και κατάγεται από την πρώην Γιουγκοσλαβία, μου είπε: «Στα μπουζούκια συναντούσαμε μετά τα μεσάνυχτα όλους τους εστιάτορες, όλους τους εργάτες και οικοδόμους. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, ξεφορτωνόμασταν εκεί όσα είχαν μαζευτεί μέσα στη βδομάδα! Όχι, δεν είχε Γερμανούς εκεί, ήμασταν μόνο εμείς οι εργάτες!» Ρεμπέτικο, από μόνη της η λέξη λειτουργεί ως μαγνήτης. Ο μαγαζάτορας Χρήστος Στάνης μου είπε: «Ήταν τρελάδικο! Είχα συνεταίρο τον πατέρα μου. Κυρίαρχη μουσική ήταν μάλλον το λαϊκό και το δημοτικό. Το αυθεντικό ρεμπέτικο παιζόταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατόπιν «παραγγελιάς», έπρεπε να καταβάλλεις χαρτονόμισμα.

Διαφήμιση του «DO RE MI»

Το DO RE MI (1991/92 μέχρι τις 28/5/2011) στην πλατεία Rotebühlplatz ήταν ένα κελάρι χωμένο βαθιά: είχε τελείως παραμορφωμένα ηλεκτρικά μπουζούκια, κομψές γυναίκες, εξαιρετικούς τύπους, έπλεε σε θάλασσες από τριαντάφυλλα, πολύχρωμες φρουτοπιατέλες, φλαμπέ ουίσκι και σπασμένα πιάτα. Το DO RE MI το είχε στήσει ο Σωκράτης που έχει τώρα την ταβέρνα Arigato στην Tübinger Straße. Ο Σωκράτης έφερε μερικά μεγάλα ονόματα στα μαγαζιά του. «Ναι, φυσικά ήταν ανάμεσά τους και μερικοί γνήσιοι ρεμπέτες!», θυμάται αόριστα. «Αλλά στο Ρόιτλιγκεν και στο Τύμπιγκεν», λέει, «να, εκεί ήταν τα άντρα!» Και πράγματι, σχεδόν κάθε Σάββατο το Traube στο Τύμπιγκεν πρόσφερε ζωντανό ρεμπέτικο, παιγμένο από εξαιρετικούς μουσικούς όπως ήταν ο Νίκος Χατζηλιάδης. Ακόμα και ο τηλεοπτικός σταθμός της ET3 είχε ενδιαφερθεί. Ο Νίκος διηγείται: «Από το 1977 μέχρι το 1984 έπαιζα τα σαββατόβραδα στο Bierkeller («κελάρι μπύρας») της φοιτητικής εστίας στο Τύμπιγκεν.
Σημείωση: Ο Σίμον Στάινερ έχει συγγράψει το κλασικό πλέον έργο «Wie der Punk nach Stuttgart kam» (Πως το πανκ ήρθε στη Στουτγάρδη). Ένας εκπληκτικός αριθμός συγκροτημάτων πανκ προερχόταν από τη μείζονα περιοχή της Στουτγάρδης, κυρίως από τις πόλεις Ρόιτλιγκεν/Τύμπιγκεν και Βίνεντεν/ Βάιμπλιγκεν. Το ίδιο ίσχυε για τους ρεμπέτες. Και οι δύο υποκουλτούρες εξαπλώθηκαν κυρίως στην περιφέρεια και τις αγροτικές περιοχές της Στουτγάρδης.

Ταβέρνα «Traube» στο Τύμπιγκεν γύρω στο 2000, ο Νίκος Χατζηλιάδης (αριστερά) με τον Ευάγγελο Δημόπουλο, δυστυχώς κρυμμένο

«Με την κομπανία Από τα πέριξ δίναμε συναυλίες σε αίθουσες νεολαίας και συναυλιών, στο κέντρο Ochsen στο Γέτενμπουργκ που στη δεκαετία του ’90 ήταν θρυλικό, και τέλος στο Traube και στο Café Nepomuk. Στο Ρόιτλιγκεν παίζαμε στο πολιτιστικό κέντρο franz K. Είχαμε τα κότσια να απορρίπτουμε το ελαφρό τραγούδι και το κοινό μάς στήριξε», καταλήγει ο Νίκος Χατζηλιάδης.

Το Varieté στη συνοικία Κίλλεσμπεργκ της Στουτγάρδη ήταν στη δεκαετία του ’90 κάτι πολύ ιδιαίτερο. Οι φωτογραφίες στον τοίχο με τους μεγάλους ρεμπέτες και τους ένοπλους Μικρασιάτες Ζεϊμπέκες με τους ναργιλέδες και τους μπαγλαμάδες τους ταξίδευαν τους θαμώνες σε άλλες εποχές. «Ξαφνικά βρίσκεται ανεβασμένη σε μια καρέκλα κάποια γυναίκα και ανοίγει πλατιά τα χέρια της, τα δάχτυλά της ελίσσονται στον αέρα, το κορμί της ίσα που κάνει έναν υπαινιγμό να χορέψει τσιφτετέλι, χορό της κοιλιάς, και η παρέα της αφήνει ένα μακρόσυρτο συριγμό, ένα σσσ», θυμάται ο Άρης. Δεν είχε σημασία εάν παιζόταν ρεμπέτικο, δημοτικό ή λαϊκό. Σημασία είχε η αίσθηση, μια και τα όρια της μουσικής είναι ρευστά.

Ο Φέλιξ Λέοπολντ μεγάλωσε στη Στουτγάρδη, ζει όμως εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το 1992 ήταν ιδρυτικό μέλος του κουιντέτου Παρέα, που έπαιζε ρεμπέτικα και μπαλάντες στο εστιατόριο Arigato και στo Retsinadiko στη Στουτγάρδη-Φόιερμπαχ. Ως σολίστας έρχεται συχνά στη Στουτγάρδη, έχοντας στο μουσικό του πρόγραμμά πάντα και μερικά ρεμπέτικα. Μετέφρασε τις τρεις ποιητικές συλλογές του θαλασσοπόρου ποιητή Νίκου Καββαδία στα γερμανικά και μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του, εδώ (στα DE).

Το ρεμπέτικο ντουέτο Λεφτά είχε συχνές εμφανίσεις στο εστιατόριο Brett (Σανίδα) στη συνοικία Μπόνενφιρτελ προς μεγάλη χαρά της εστιατόρισσας Βούλας. Το ντουέτο παίζει μόνο γνήσια ρεμπέτικα και προβάλλει παράλληλα στον τοίχο ιστορικές φωτογραφίες και ταινίες του είδους. Μέλη του είναι ο Κλάους Πφάιφερ, που γεννήθηκε στη Βραζιλία, και ο ντόπιος Σίμον Στάινερ. Σε μπαγλαμά, τζουρά και μπουζούκι παίζουν τους παλιούς σκοπούς που εκφράζουν τόσο τον πόνο και το πάθος, όσο και τη χαρά της ζωής και τον έρωτα.
::: Ντουέτο Λεφτά εδώ

Το ρεμπέτικο δεν είναι ωστόσο μόνο ηδονιστική ψυχαγωγία, αλλά πολλά παραπάνω: για μια παρουσίαση στη γκαλερί Abtart ο Στάινερ αναζήτησε το πολιτικό ρεμπέτικο και βρήκε για παράδειγμα το Χαϊδάρι του Μάρκου Βαμβακάρη, που μιλά για το ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον Σαλταδόρο του Μιχάλη Γενίτσαρη με θέμα την αντίσταση κατά των ναζί στη Θεσσαλονίκη, και το Γουέστ του Πιπεράκη, που αναφέρεται στα μεταναστευτικά κύματα προς τη βόρειο Αμερική. Ο Γιώργος Μπάτης μιλάει στα τραγούδια του για την εργατιά, τις τσιμινιέρες, τους σφουγγαράδες, θερμαστές, κουρείς, σερβιτόρους και τους φυλακισμένους. Τα ρεμπέτικο δεν περιλαμβάνει μόνο τραγούδια του χαμαιτυπείου, της φυλακής και της πιάτσας, αλλά με ειρωνεία, χιούμορ και συμπόνια για μια κοινωνία που παράδερνε μεταξύ φτώχειας και πολέμου.

Το οπτικό υλικό, δηλαδή οι διαφάνειες, του Alessandro Oertwig για τις παραστάσεις των Λεφτά, εξέπληξε πολύ θετικά το κοινό. Ο Oertwig σχολίασε: «Προσπάθησα να ερμηνεύσω το „παρελθόν“ ως pop art. Όπλα, βία, ναρκωτικά και σεξ λειτουργούν αρνητικά στο πλαίσιο αυτό. Όπως και το θέμα των γυναικών. Μου φάνηκε ο μόνος βατός τρόπος για να μην τα „μυθοποιήσω“. Αναζήτησα κάτι ελαφρύ, κάτι ποπ. Ιστορικές φωτογραφίες ή απεικονίσεις θα ήταν μάλλον βαρετές.» Μαζί επί σκηνής ήταν ο Κωνσταντίνος Σκόπας και ο Βασίλης Αλεξιάδης από την Αθήνα, που έμειναν για τον σκοπό αυτό προσωρινά στη Στουτγάρδη. «Παίζετε και Τσιτσάνη;», μας ρώτησε μια Ιρλανδή στο Brett. «Όχι, αλλά Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά – όλοι τους από τη χρυσή εποχή του ρεμπέτικου, τη δεκαετία του 1930 στον Πειραιά», ήταν η απάντηση. Ο Γιάννης Κομίνης, γιος «γκασταρμπάιτερ», θυμάται: «Τη δεκαετία του ’90 είχαμε  στη Στουτγάρδη κάθε Πέμπτη τις ρεμπέτικες βραδιές στο Inside Club στη Στουτγάρδη-Φόιερμπαχ, μετά ακολούθησαν και άλλες ταβέρνες και μπαρ. Οι μεγάλες συναυλίες στη γιγαντιαία αίθουσα Liederhalle με τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά και η μεγάλη συναυλία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη έμειναν αξέχαστες. Είχα τότε μια Ελληνίδα φιλεναδίτσα που δεν της άρεσε κάποια συναυλία και τη χώρισα αμέσως.»

Το ρεμπέτικο έφτασε μέχρι στο Βίνεντεν, μια πόλη 20 χλμ. βορειοανατολικά της Στουτγάρδης. Ήταν εκεί δυο αδέλφια, ο Νίκος και ο Κώστας Χατζής, γεννημένοι στη Γερμανία με πατέρα Έλληνα και μητέρα ντόπια, Σουηβή. Έκαναν την κομπανία Greek Blues Band.

Μαζί τους ήταν και ο Ευάγγελος Δημόπουλος, έπαιξε από το 1991 με τον Μέγα Ανατολικό, γύρω στο 2000 με τους Από τα πέριξ στο μαγαζί Traube στο Τύμπιγκεν και από το 2007 και μετά με την κομπανία Δροσοσταλίδες. «Πολλές παρέες έπαιζαν σε χορευτικές εκδηλώσεις, ο ήχος είχε τα δικά του… Ενισχυτές, μικρόφωνα, κραυγαλέο ηλεκτρικό μπουζούκι… Αλλά σε πολλούς αυτό ακριβώς άρεσε. Ήταν για μας τους Έλληνες ένα κομμάτι πατρίδας», συμπλήρωσε.

Διαφήμιση για την κομπανία Omega. 2004

Η κομπανία Ωμέγα από το Έσσλιγκεν ήταν από το 1979 το «πρόσωπο και η ψυχή της Ελλάδας». Τα ρεμπέτικα ήταν φυσικά μέρος του ρεπερτορίου τους, αλλά όχι μόνο οι «κλασικοί» ύμνοι από τον Πειραιά αλλά και τα ανατολίτικα τραγούδια των Καφέ Αμάν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Κύπριος καλλιτέχνης ήχου και συνθέτης Γιάννης Κυριακίδης συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα των The Ex Andy Moor για να ερμηνεύσουν αυθεντικές εκδοχές ρεμπέτικων. Πέντε χρόνια αργότερα είχαν την ιδέα να επιστρέψουν στο ρεπερτόριο αυτό και να τα εκτελέσουν ως ηλεκτροακουστικούς αυτοσχεδιασμούς. Το αποτέλεσμα του πειραματικού CD Rebetiko ήταν εκπληκτικό (εδώ).
Τον Μάρτιο του 2023 αυτός ο Andy Moor έδωσε μια πειραματική συναυλία στον μουσικό χώρο Stromraum του Bad Cannstatt όπου είχε συνυφάνει αποσπάσματα ρεμπέτικου από το Walkman του. Όταν μετά ο διοργανωτής της συναυλίας Eckhart Holzboog τού έδωσε στην κουζίνα έναν μπαγλαμά, ο Moor ξετρελάθηκε: «Τέλειο, πρώτη φορά κρατάω στα χέρια μου αυτό το μπιμπελό!» Αυτοσχεδίασε λοιπόν σε παραζάλη μέχρι πρωίας όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι.

Στην κουζίνα του Stromraum 2023. Από αριστερά: o Andy Moor με τον μπαγλαμά, S. Steiner, E. Rein, E. Holzboog, Σ. Ανδρίκου)

Στις εκδηλώσεις του Sommerfest 2023 στη Στουτγάρδη-Βάιχινγκεν ο Πέτρος Πανταζής μας ταξίδεψε μουσικά στο Αιγαίο. «Ναι, παίξαμε βέβαια και ρεμπέτικα!», μου είπε τηλεφωνικά. Στη Στουτγάρδη και την ευρύτερη περιοχή δεν υπάρχει ωστόσο έντονη ρεμπέτικη μουσική σκηνή ( 🙂 όπως δεν υπάρχει και στην  Αθήνα γερμανική χιπ χοπ μουσική σκηνή).

Μηντιακό ρεμπέτικο – ηχογραφήσεις, βιβλία και ταινίες

Η δισκογραφική εταιρεία trikont κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ «Fünf Griechen in der Hölle – und andere Rembetika Lieder» (Πέντε Έλληνες στην Άδη– και άλλα ρεμπέτικα τραγούδια) το 1982. Στο Lerche στην Königstraße βρισκόταν καταχωρημένο στη world music και απολάμβανε μεγάλης δημοτικότητας μεταξύ των Γερμανών «περπατημένων» (εδώ). Το trikont έβγαλε το 2001 το διπλό CD «Rembetika (Songs Of The Greek Underground 1925-1947)» (εδώ).

Ευρήματα στο δισκάδικο «Tommes Records», Στουτγάρδη 2023

Αυτή η επιτυχημένη ανθολογία ρεμπέτικων με ένθετο μπούκλετ ήταν σχεδόν κρυμμένη στο βιβλιοπωλείο-δισκοπωλείο Zweitausendeins στην Charlottenstraße ανάμεσα σε φλαμένκο, φάντο και τάνγκο. Στο M & L records στην Seelbergstraße του Cannstatt μπορούσες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 να ψαχουλεύεις δίσκους και CD με ρεμπέτικα και να συζητάς διεξοδικά για μουσική με τους καταστηματάρχες, τα δύο αδέρφια που μου διαφεύγει το όνομά τους. Οι τουρίστες που είχαν περάσει τις διακοπές τους στην Ελλάδα και επέστρεφαν με φολκλορικά CD, δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στα ρεμπέτικα κομμάτια των δίσκων τους, αυτά έμεναν συνήθως αφανή. Στο δισκοπωλείο Tommes Records στην Olgastraße υπήρχαν στοίβες ελληνικών δίσκων, ανάμεσά τους και μερικοί με ρεμπέτικα. «Τους αγοράζουν συνήθως Έλληνες τουρίστες που έρχονται εδώ για διακοπές», εξηγεί ο ιδιοκτήτης.

Εγώ ως καθηγητής μουσικής και συγγραφέας κατάφερα να σώσω τους ηχογραφημένους θησαυρούς της πρώτης γενιάς των Ελλήνων «γκασταρμπάιτερ», γιατί τα παιδιά τους τούς έφερναν στα μαθήματα της μουσικής. Ο Γιάννης Αδάκτυλος (Jean Adaktylos) είχε στην Katharinenstraße 15 στη Στουτγάρδη-Μίττε ένα πολύ ενημερωμένο βιβλιοπωλείο, το Gr. Bücher – Musik – Video (Ελλ. βιβλία– μουσική – βίντεο). Εκεί συσσωρεύονταν αληθινοί θησαυροί σε CD: σχεδόν η πλήρης σειρά «Συνθέτες του Ρεμπέτικου» από το αρχείο Κουνάδη, αλλά και το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα» για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένας άλλος «θεσμός» ήταν από το 1998 έως το 2005 το βιβλιοπωλείο alpha beta του Νίκου Ταμπάκη στο Bad Cannstatt. Το 1990 το λογοτεχνικό περιοδικό Lettre δημοσίευσε το άρθρο «Rebetologia, eine monotone Schwätzerei in 24 Paragraphen» (Ρεμπετολογία, μια μονότονη φλυαρία σε 24 παραγράφους) του Ηλία Πετρόπουλου. Στις αρχές του 2000 δανείστηκα από την Κρατική Βιβλιοθήκη της Βυρτεμβέργης τη διδακτορική διατριβή «Das Rebetiko» του Eberhard Dietrich (εκδ. 1987) και το κλασικό πια «Rembetika» (εκδ. 1979) της Gail Holst. Παρόμοια βιβλία που εκδόθηκαν στα γερμανικά, όπως το «Rebetiko – Die Karriere einer Subkultur» (Ρεμπέτικο – η καριέρα μιας υποκουλτούρας) του Ιωάννη Ζελεπού (εκδ. 2001) και το «Rebetiko – Die Musik der städtischen Subkultur Griechenlands» (Ρεμπέτικο – η μουσικη τής ελληνικής αστικής υποκουλτούρας) του Ηλία Πετρόπουλου (εκδ. 2002) έχουν εξαντληθεί. Στην σαγηνευτική graphic novel «Rembetiko» του David Prudhomme, τέσσερις ρεμπέτες βρίσκουν απάγγιο από τη μιζέρια και την καταπίεση στις κακόφημες ταβέρνες του λιμανιού. Το υπέροχο αυτό βιβλίο εμφανίστηκε το 2009 στα βιβλιοπωλεία της Στουτγάρδης και ενθουσιάζει  ακόμα και σήμερα όχι μόνο τους μουσικόφιλους.

Ήδη το 1983 η βιογραφική ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο» έφερε τη μουσική αυτή στο προσκήνιο. Βασίζεται στη ζωή της ρεμπέτισσας Μαρίκας Νίνου. Τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο στο 34ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου 1984 και η μουσική της ταινίας είναι του Σταύρου Ξαρχάκου. Μικροί κινηματογράφοι art house της πόλης και ο σύλλογος Argonauten Verein, που ιδρύθηκε το 1999, πρόβαλαν τη δραματική αυτή ταινία με θέματα εκδίωξη και φυγή, ναρκωτικά και βία, αλλά και τη μουσική.
::: Kριτική της ταινίας εδώ
::: Ολόκληρη η ταινία στο YouTube εδώ

Στο ρόουντ-μούβι «Djam – μποέμικη ψυχή» (2017) ο Γαλλοαλγερινός σκηνοθέτης Tony Gatlif διαπλέκει το ρεμπέτικο με το θέμα της καταγωγής, της επιλεγμένης ή μη εξορίας και τις σημερινές προσφυγικές διαδρομές. Ο πολυχώρος Theater Rampe στην Filderstraße και ο σύλλογος Deutsch-Griechische Gesellschaft Böblingen/Sindelfingen (Γερμανοελληνικός Σύνδεσμος Μπέμπλιγκεν/Σίντελφιγκεν) παρουσίασαν την ταινία αυτή το 2022.
::: Djam hier
::: Theater Rampe εδώ
::: Deutsch-Griechische Gesellschaft Böblingen/Sindelfingen εδώ

Ρεμπέτικο ραδιόφωνο

Στον ραδιοφωνικό σταθμό Freies Radio für Stuttgart (Ελεύθερο Ραδιόφωνο Στουτγάρδης) είχε επιληφθεί του θέματος στη δεκαετία του 1990 ο Alexander Kurz παρουσιάζοντας τις μεγάλες ρεμπέτισσες Ρίτα Αμπατζή και Ρόζα Εσκενάζυ.
Το 2005 ο Christoph Wagner παρουσίασε στον σταθμό SWR 2 μια ραδιοφωνική εκπομπή για το ρεμπέτικο, που ο σταθμός επανέλαβε το 2022. Πολλοί «γκασταρμπάιτερ», αλλά και γερμανοί θαμώνες του είδους, είχαν συντονίσει τα ραδιόφωνά τους στα βραχέα κύματα για να μπορούν να ακούν την ΕΡΤ. Έτσι, έφτανε τότε, με λίγο παραμορφωμένο και ασταθή ήχο, το ρεμπέτικο στους φίλους ακροατές της Στουτγάρδης.
::: Ρίτα Αμπατζή εδώ
::: Ρόζα Εσκενάζυ εδώ

Οι επίγονοι του ρεμπέτικου: Η σχολή μπουζουκιού

Ο Χρήστος Σουραντανόπουλος, διευθυντής της μουσικής σχολής X.S.Music στην Sophienstraße, παραδίδει μεταξύ άλλων και μαθήματα μπουζουκιού. Οι μαθητές του σημειώνουν εκπληκτικές επιτυχίες, «παίζουν στα δάκτυλα» τα ρεμπέτικα και άλλα είδη ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Τα μουσικά καταστήματα της Στουτγάρδης και περιχώρων δεν διαθέτουν ωστόσο μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Τα εισάγει η σχολή απευθείας από την Ελλάδα.
::: X.S.Music εδώ

Η κομπανία της σχολής, το Λαϊκό σεργιάνι,  παίζει όλα τα ελληνικά μουσικά είδη. Το αγαπημένο ρεμπέτικο του Σουραντανόπουλου είναι το «Πέντε μάγκες στον Περαία» που μιλάει για μάγκες, τζογαδόρους και τους γνήσιους ρεμπέτες του υπόκοσμου στο λιμάνι. Ο Χρήστος δεν έχει κανένα πρόβλημα να έρθουν οι μαθητές του σε επαφή με αυτή την «υποκουλτούρα». «Το ρεμπέτικο είναι πολιτιστικό αγαθό, κάνω αγώνα για χάρη του!», μου λέει. Παραδίδει όμως και τα πιο ελαφριά ρεμπέτικα που μιλούν για τη διασκέδαση και τη χαρά της ζωής, την αγάπη και τον έρωτα. «Μαθαίνουμε, εξασκούμαστε και παίζουμε όλα τα στυλ!», τονίζει, ανυπομονώντας να παρουσιάσει με μαθητές και κομπανία σύντομα μια άψογη συναυλία ρεμπέτικου. «Μια Γερμανίδα μαθήτριά μου, η Σιμόνε, αγαπάει το ρεμπέτικο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο!», μου λέει ο Χρήστος. Στο διαδίκτυο ανακάλυψε την τηλεοπτική σειρά «Το μονόρε της αυγής» (1983-1984). Η Σιμόνε συμπληρώνει: «Η ατμόσφαιρα του σήριαλ και φυσικά η μουσική του με έκαναν να αντικαταστήσω το μαντολίνο μου με ένα τρίχορδο μπουζούκι. Παίζω κομμάτια του Μάρκου Βαμβακάρη όσο γίνεται πιο απέριττα, σε τόνο που να μπορώ να τα συνοδεύω φωνητικά. Από τότε η συλλογή των μουσικών μου οργάνων έχει μεγαλώσει. Έχω μπαγλαμάδες, τζουράδες και μπουζούκια. Το αγαπημένο μου μπουζούκι έχει ένα μοτίβο δικής μου επινόησης.»
::: Πέντε μάγκες στον Περαία, η ιστορία του τραγουδιού εδώ
::: Η σειρά Το μονόρε της αυγής εδώ

Ο Σάββας και ο Άλεξ, και οι δύο 21 ετών, παίζουν με ξέφρενη ταχύτητα, σωστά και έξοχα. Ο Σάββας γράφει στα social media: «Παίζω μπουζούκι από το 2015 και είμαι βαθιά ευγνώμων!» Η μαθήτρια του λυκείου Φιλίνα επέλεξε το ρεμπέτικο ως θέμα της γραπτής της εργασίας για τις τελικές εξετάσεις στο σχολείο της και είχε μεγάλη επιτυχία. Ο βαθμός της: άριστα με τόνο!

Αν και διεθνώς πολλοί νέοι μουσικοί προσθέτουν στα ρεμπέτικα ηλεκτρονικά και άλλα ποπ στοιχεία, το ρεμπέτικο παραμένει λαϊκή μουσική προσηλωμένη στην παράδοση, που παίζεται και τραγουδιέται ακουστικά και με αγαλλίαση στην παρέα, σε μικρό κύκλο, στην ταβέρνα ή σε μικρές σκηνές, ακόμα και από τη νέα γενιά. Το ρεμπέτικο παραμένει είδος σπάνιο, κρυφό, όπου συμβιώνουν θλίψη και χαρά. Αν είσαι τυχερός να το γνωρίσεις σε κάποια ταβέρνα, θα νιώσεις στο τέλος της βραδιάς κάποια μελαγχολία. Μάλλον δεν θα είναι από το κρασί, αλλά από το ρεμπέτικο …
::: Ο Σίμον Στάινερ στο diablog.eu εδώ
::: Το άρθρο του στην εφημερίδα taz εδώ (στα DE)

Ο συγγραφέας

Ο Σίμον Στάινερ σπούδασε ιστορία και γερμανική φιλολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία Έσσλιγκεν. Διετέλεσε καθηγητής, μεταξύ άλλων σε διεθνείς προπαρασκευαστικές τάξεις και ως δάσκαλος εκπαιδευτικών. Σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται στον τομέα της γλωσσικής υποστήριξης στο Γραφείο κοινωνικής πρόνοιας νέων της Στουτγάρδης.
Το 1976 τον αιφνιδίασε το πανκ που έγινε η πρώτη του μουσική αγάπη. Για το πανκ στη Στουτγάδη ο Στάινερ εξέδωσε ένα ογκώδες έργο βάρους 3,5 κιλών (εδώ, στα DE). Εδώ και δεκαετίες βιώνει ωστόσο μιαν άλλη αντεργκράουντ μουσική: το ρεμπέτικο. Ως μουσικός και ανεξάρτητος δημοσιογράφος/συγγραφέας ζει και στην Ελλάδα, όπου γράφει άρθρα για τη μουσική της χώρας που τον φιλοξενεί.
::: Περισσότερα για τον Σίμον Στάινερ εδώ (στα DE)


Η συνέντευξη

Το diablog.eu ρώτησε τον Σίμον Στάινερ σχετικά με την «ελληνική» του μουσική εξέλιξη.

Πότε άκουσες για πρώτη φορά συνειδητά ρεμπέτικο;

Το 1979 σε «κονσέρβα» ακριβώς δίπλα στη θάλασσα στην ταβέρνα του Βαγγέλη στο Ψαροπούλι των Βασιλικών της Βόρειας Εύβοιας. Και λίγο αργότερα ζωντανά στα Βασιλικά. Εκεί έπαιζαν νεαροί ντόπιοι με τους οποίους διατηρώ φιλία μέχρι σήμερα. Η Διδώ Σωτηρίου (που απεβίωσε το 2004, εδώ) συνήθιζε να πηγαίνει περίπατο στα Βασιλικά. Ρώτησα τη Βαγγέλη να μάθω γι’ αυτήν και το βιβλίο της «Ματωμένα χώματα» και ήθελα βέβαια να μάθω και τα πάντα για το ρεμπέτικο. Στη Στουτγάρδη δανείστηκα βιβλία της Σωτηρίου από τη δημόσια βιβλιοθήκη και παράλληλα το ρεμπέτικο έγινε μέρος της ζωής μου, ακόμα και των μαθημάτων μουσικής που παρέδιδα.
Το 2000 αγόρασα στην Αθήνα ένα μικρό μπουζούκι, αργότερα έναν μπαγλαμά και έναν τζουρά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στα γενέθλια της γυναίκας μου το 2012 ξεκίνησα με τον μουσικό Κλάους Πφάιφερ το ντουέτο Λεφτά. Κλείσαμε μια παράσταση στο επώνυμο Theater tri-bühne (εδώ, στα DE), κι έτσι κάναμε 2 μήνες πρόβες για 12 ρεμπέτικα. Με τα χρόνια τα εμπλουτίσαμε πειραματικά με ηλεκτρονικά εφέ και ηχογραφήσεις πεδίου, κάναμε νέες, δικές μας ενορχηστρώσεις και ριφς και τα αναμείξαμε με άλλα στυλ όπως σαϊκεντέλικ, πανκ και τζαζ. Τον καιρό αυτό εμφανίζομαι μουσικά με τη γυναίκα μου, που παίζει μπαγλαμά και κρουστά.

Πότε σου έκαναν κλικ τα ρεμπέτικα; Και πάνω απ’ όλα: γιατί σου έκαναν κλικ;

Κλικ έκανε αμέσως το 1978! Ένοιωσα αυτοστιγμί ότι τα ρεμπέτικα ήταν λαϊκά τραγούδια που συχνά ακούγονταν σαν ευρωπαϊκές παιδικές μελωδίες, αν και κάπως θλιμμένες και ανατολίτικες. Ακριβώς αυτό «μου μίλησε». Μου θύμισαν τον πατέρα μου Luis, ιδρυτή και διευθυντή της Μουσικής Σχολής της Στουτγάρδης που ενορχήστρωνε γερμανική δημοτική μουσική. Χορείες, δηλαδή κυκλικούς χορούς που συνοδεύονται από τραγούδι, μάθαινα ως παιδί από τη μητέρα μου Lucie, που στη δεκαετία του ’60 είχε εφεύρει τη ρυθμική-μουσική εκπαίδευση για νήπια. Με γοήτευσε επίσης η σύνδεση ιστορίας και μουσικής, δηλαδή η συνειδητοποίηση ότι στο ρεμπέτικο η ιστορία λειτουργεί ως φορέας της μουσικής, εκφράζοντας πόνο και δυστυχία – φυγή, εκδίωξη και μετανάστευση – αλλά και τη χαρά της ζωής, αγάπη, έρωτα και ανατρεπτική περιπλάνηση (φαίνεται ούτως ή άλλως ότι έχω έμφυτη μια κλίση προς το ανατρεπτικό και την υποκουλτούρα). Το 1981 έγραψα τη διπλωματική μου εργασία με θέμα Νεολαία και υποκουλτούρα – το κίνημα του πανκ. Όταν ήμουν ακόμα έφηβος η αδελφή μου DJ Elly με έπαιρνε μαζί της στα ομοφυλοφιλικά στέκια της Στουτγάρδης. Γρήγορα γνώρισα τα κατατόπια της πόλης μου.

Πώς βρέθηκες από τη δυτική μουσική στο ρεμπέτικο, το οποίο παίζεις πλέον εδώ και δεκαετίες; Με τι άλλο ασχολείσαι παράλληλα;

Στην πραγματικότητα προέρχομαι χρονολογικά από τα μπλουζ, την τζαζ, το πανκ και το new wave. Αλλά λόγω της αγάπης μου για την Ελλάδα – την οποία επισκέπτομαι από το 1978 και στην οποία ζω με τη γυναίκα μου από το 2000 – ήθελα να παίξω την ντόπια μουσική για να έχω πρόσβαση στη νοοτροπία. Για να καταλάβω τους στίχους του ρεμπέτικου έμαθα ελληνικά.
Ο συμμουσικός μου στα Λεφτά Κλάους Πφάιφερ παίζει τώρα μπόσα νόβα κι εγώ πειραματίζομαι και υλοποιώ ηχητικά κολάζ με βάση τα ρεμπέτικα. Σε ελεύθερες σέσσιονς αυτοσχεδιασμού στον μουσικό χώρο Stromraum στο Bad Cannstatt της Στουτγάρδης παίζω επιπλέον σαξόφωνο. Στο κλαρίνο είμαι πια σε θέση να εκφραστώ στο ηπειρώτικο στυλ. Δεν υπάρχει συναυλία στην οποία να μην αποδώσω μουσικά την αγάπη μου για τα ρεμπέτικα και οι συμμουσικοί μου με ακολουθούν. Τα τελευταία χρόνια έχω δημοσιεύσει ορισμένα άρθρα σχετικά με τα ρεμπέτικα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα – και μου αρέσει να συχνάζω στο φόρουμ www.rembetiko.gr  🙂
::: Άρθρα του Στάινερ στο diablog.eu εδώ

Ποιες είναι οι μουσικές σου επαφές στη Στουτγάρδη;

Θέλεις πραγματικά να τις απαριθμήσω; Σίγουρα δεν πρέπει να τα ξέρεις όλα 🙂
Είχαμε ένα υπόγειο χώρο για τζαμ σέσσιονς στον εμπορευματικό σταθμό τραίνων της Στουτγάρδης, το λεγόμενο GBH. Τα υπόγεια Maybachkeller της Στουτγάρδης ήταν επίσης ένας τέτοιος χώρος συνάντησης. Σήμερα τζαμάρουμε στον μουσικό χώρο Stromraum στο Bad Cannstatt της Στουτγάρδης. Και τα τρία στέκια ήταν ή είναι προσανατολισμένα μάλλον προς την ροκ, τζαζ, free ή την ηλεκτρονική μουσική αλλά παντού και πάντοτε αφήνω να εισρεύσει η αγάπη μου για το ρεμπέτικο. Στις μέρες μας δεν παίζει ρόλο ο τόπος διαμονής των μουσικών, μια και μπορείς πολύ απλά μέσω των ηλεκτρονικών μέσων να στέλνεις πέρα-δώθε τα ηχογραφημένα κομμάτια σου. Μουσικά είναι λοιπόν πολύ εύκολο να συνδέεις την Ελλάδα με τη Στουτγάρδη, αυτό γίνεται ψηφιακά. Έτσι, για μένα, τα δωράκια από την Ελλάδα δεν είναι μόνο η σπιτική ρίγανη ή το ελαιόλαδο δικής μου παραγωγής, αλλά και η μουσική και οι ηχογραφήσεις πεδίου!
::: Σχετικά με το πειραματικό ρεμπέτικο hier

Με τι απασχολείσαι πέρα από τη μουσική;

Με την ελληνική μαγειρική, την Ελλάδα, την ποδοσφαιρική μου ομάδα VfB και τη νεότερη μουσική ιστορία της Στουτγάρδης. Μετά την έρευνα «Πώς το πανκ ήρθε στη Στουτγάρδη» ήταν λογικό να ασχοληθώ με το ερώτημα «Πώς το ρεμπέτικο ήρθε στη Στουτγάρδη». Αυτό ακριβώς κάνω αυτό τον καιρό. Έχω επαφές με πολλούς από αυτούς που έφεραν το ρεμπέτικο στη Στουτγάρδη, με την τοπική ελληνική μουσική σκηνή καθώς και με τις ταβέρνες και άλλους χώρους που προώθησαν και προωθούν ακόμα τη μουσική αυτή. Δεν περνάει μέρα που να μην πέσω πάνω σε Έλληνες, διαισθάνομαι αστραπιαία ποιος απ΄ αυτούς αγαπάει τα ρεμπέτικα. Νομίζω ότι όπως και ο πατέρας μου θα στραφώ αργότερα περισσότερο στη νέα μουσική και, ειλικρινά αυτό το πιστεύω, στη παραδοσιακή μουσική της Σουαβίας (Schwaben) και της Βαυαρίας! Ανακαλύπτω παραλληλισμούς με το ρεμπέτικο και χαίρομαι πολύ που όλα αυτά είναι Ένα.

Συναρπαστικό! Το diablog.eu σού εύχεται κάθε επιτυχία!

Κείμενο έρευνας: Simon Steiner. Παρουσίαση, επιμέλεια και συνέντευξη: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: αρχείο Simon Steiner. Εικονίδιο ανάρτησης: Julia Rein.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε