Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το (τυπικό) τέλος του εμφυλίου πολέμου, τα τότε γεγονότα εξακολουθούν να αναστατώνουν. Ο εθνικός διχασμός εκείνης της εποχής έχει αφήσει τα ανεξίτηλα σημάδια του. Ακόμη και σήμερα, οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις δυσκολεύονται να βρουν έναν κοινό παρονομαστή. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης εντάσσει το μυθιστόρημά του σε εκείνη την εποχή, αλλά αυτό μιλά και για τους ασίγαστους και σιωπηλούς εμφυλίους που συνεχίζουν -όχι υποχρεωτικά αιματηρά- να διεξάγονται γύρω μας.

Το βιβλίο
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ενυφαίνει στο ιστορικό πλαίσιο του ανελέητου εμφυλίου πολέμου (βλ. παρακάτω το πλαίσιο της εποχής και την ιστορική αναδρομή της πορείας) τις προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών του. Η ζωή του αγροτικού πληθυσμού εκτός πολέμου περιγράφεται ως εξίσου τραχιά και δύσκολη – ο πόλεμος μοιάζει συχνά με φυσική προέκταση της σκληρής καθημερινότητας. Συγκρατημένος αλλά με εντυπωσιακή λογοτεχνική ακρίβεια στον ρυθμό, την περιγραφή και τη σύνθεση της ιστορίας, μάς μεταφέρει στον κόσμο και στην συναισθηματική κατάσταση των πρωταγωνιστών του (που δεν έχουν συνήθως κάτι το ηρωικό): είμαστε, όπως αυτοί, πληγωμένοι και κουρασμένοι, ξεπαγιασμένοι και πεινασμένοι, απελπισμένοι (ή σπάνια ευτυχισμένοι) και θύματα παράλογων διαταγών.
Κάθε κεφάλαιο είναι στην ουσία ένα αυτοτελές διήγημα, που περιγράφει μια διαφορετική φάση της πορείας και δομείται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο. Στο διήγημα «Οι ασύρματοι» ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος Σιάτρας θέλει να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, στη «Χειμερινή Ολυμπιάδα» ο Χαράλαμπης Σουρούτσης έχει υπογράψει μια δήλωση μετανοίας, στις «Εκκαθαρίσεις» ο Αποστόλης (Π)ουλιόπουλος είναι τρελά ερωτευμένος με τη Θεανούλα, στο «Μοναχά Σωτήρης» η βιασμένη Σωτηρία πασχίζει να ξεφύγει από τον κτηνώδη πατέρα της, στα «Ολοκαυτώματα» ο Αβραάμ Πολυχρονίδης έχει αιματηρές εμπειρίες και στο «Πιο θάνατος» ο Γεώργιος Γεωργιάδης σωριάζεται με τα μάτια ανοιχτά. Η σπονδυλωτή μορφή του τόμου αποδίδει τελικά μια πανοπτική εικόνα.

© booksjournal.gr
Ο Χατζημωυσιάδης αντιπαραβάλλει το ανιδιοτελές θάρρος και την αυτοθυσία των πρωταγωνιστών του -ακόμη και όταν συνειδητοποιούν ότι έχουν προδοθεί- με τον Γούσια, τον επικεφαλής της Άοπλης Ταξιαρχίας και υποστράτηγο του ΔΣΕ, του οποίου η φιλοδοξία να ανέβει στην ιεραρχία του ΚΚΕ τον οδηγεί εμμονικά στο να πραγματοποιήσει αυτή την αυτοκτονική προσπάθεια χωρίς να λογαριάζει τις απώλειες. Ο συγγραφέας αναφέρεται συχνά στην απάνθρωπη συμπεριφορά του Γούσια, ο οποίος νοιάζεται μόνο για τη δική του καλοπέραση, μη διστάζοντας να στείλει συντρόφους στον θάνατο για να σώσει το τομάρι του.
«Το χιόνι των Αγράφων» είναι ένα πολυεπίπεδο και βαθιά ανθρώπινο βιβλίο που χρησιμοποιεί ένα τραγικό και παράλογο γεγονός (αν και δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός από έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο) για να γράψει και να ωθήσει σε προβληματισμό για την ανθρώπινη μοίρα, και να μεταφέρει ένα αντιπολεμικό μήνυμα.
Η προετοιμασία
Ο συγγραφέας ερεύνησε διεξοδικά τα γεγονότα της πορείας της Ταξιαρχίας Αόπλων. Επισκέφθηκε μέρη και χωριά κατά μήκος της διαδρομής και πήρε συνεντεύξεις. Για 15 χρόνια είχε το υλικό στην άκρη. Το 2019 έγραψε το βιβλίο μέσα σε δύο μήνες που εκδόθηκε στα τέλη του 2021.
Απόσπασμα
από το διήγημα/κεφάλαιο 1: Οι ασύρματοι
Μέχρι το μεσημέρι βόσκησε τα ζωντανά, νωρίς το απόγευμα τα ‘κλεισε στη στάνη. Μοίρασε χόρτο, τους άλλαξε νερό και άρμεξε τις προβατίνες. Όταν με το καλό τελείωσε, τράβηξε πίσω του την πόρτα, σφύριξε στον σκύλο και πήρε τ’ άλλο μονοπάτι. Απόψε δεν θα γύρναγε στο χωριό, δεν θα επέστρεφε στο σπίτι. Για πέντε, έξι, εφτά μήνες, για έναν χρόνο, για όσο χρειαζόταν, θα ‘ταν αλλού, εκεί που έπρεπε να είναι απ’ την αρχή. Ξεσκάλισε ο μικρός του αδελφός, απ’ αύριο κιόλας μπορούσε να πάρει τη θέση του στη στάνη.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει, όταν έφτασε στη Βράχα. Κατευθύνθηκε λίγο έξω απ’ το χωριό, στην πλαγιά που ‘τανε τα έμπεδα. Το ‘ξερε κάπως αυτό το μέρος — πριν από τέσσερα χρόνια μετέφερε προμήθειες και μηνύματα απ’ τον πατέρα του. Αλλά τότε δεν υπήρχαν καλύβες και παραπήγματα ούτε μονοπάτια, σκάμματα και ορύγματα. Ρώτησε να μάθει πού θα παρουσιαζόταν. Σιάτρας Κυριάκος, του Γιαννάκου και της Σοφούλας, ετών δεκάξι, δήλωσε το όνομα του σ’ έναν αξιωματικό που βρήκε. Πολλές μέρες το βασάνιζε στον νου του, πήγε τελικά και το ‘κανε. Γράφτηκε στους αντάρτες, αντάμα με τον σκύλο του, τον Άρη.
Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκε καλά. Οι πιο πολλοί μοιράστηκαν στα σπίτια και στους αχυρώνες του χωριού, μερικοί μόνο πήγανε σε κανονικούς κοιτώνες. Ο δικός του κοιτώνας ήταν μια παρατημένη αποθήκη χωρισμένη στη μέση, από δω οι άντρες και από κει οι γυναίκες. Τριάντα άτομα ξαπλωμένα στο χώμα με λίγα μόνο άχυρα για στρώμα. Δεκέμβρης μήνας στα Άγραφα· ούτε σόμπα δεν είχαν αναμμένη, να μάθουν ν’ αντέχουνε στην παγωνιά. Στο όνειρο είδε τον πατέρα του, όπως τον θυμόταν την τελευταία φορά: πέντε σφαίρες στην κοιλιά, μία ψηλά στο στήθος κι ο Άρης από δίπλα να σκούζει. Τον σηκώνει αγκαλιά, ανοίγει αυτός, πεθαμένος άνθρωπος, τα μάτια, τον κοιτάει και χαμογελάει. «Εγώ, πατέρα, θα το βρω το δίκιο σου», έλεγε και ξανάλεγε στον ύπνο του. «Μπράβο, παιδί μου», τον άκουσε να του απαντάει. «Την ευχή μου να ‘χεις».
Το άλλο πρωί τον ξύπνησαν νωρίς. Όλος ο θάλαμος στο πόδι. Ο Άρης ήρθε κουνώντας την ουρά του. Μυρμήγκιαζε η πλαγιά, από παντού ξεφύτρωναν αντάρτες. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε απ’ το μαγειρείο μ’ ένα κομμάτι κουραμάνα και τσάι του βουνού. Κάθισε μονάχος σε μια πέτρα, βουτούσε το ψωμί στο τσάι και κοίταζε τριγύρω. Εκεί, στα έμπεδα της Βράχας, ένας νέος κόσμος ανοιγόταν. Κι αυτός, που στη ζωή του δεν ήξερε άλλο από προβατίνες, χειμαδιά, γελάδες και βοσκήματα, χαιρότανε που ήταν στο ξεκίνημα του. Τέλειωσε το τσάι και σηκώθηκε. Οι άλλοι άρχισαν να επιστρέφουν στους κοιτώνες. Από μακριά κάποιος φώναξε τ’ όνομα του. « Εγώ είμαι», αποκρίθηκε. Τον πρόσταξαν να παρουσιαστεί αμέσως στο Αρχηγείο.
Το Αρχηγείο ήταν ένα μεγάλο σπίτι, επιταγμένο, λίγο πιο κάτω από τα έμπεδα, στην άκρη του χωριού, με φράχτη και αυλή’ δίπατο, ξεχώριζε απ’ τα άλλα. Στην είσοδο ο φρουρός κλότσησε τον Άρη. «Ο Αρχηγός δεν θέλει ζωντανά στα πόδια του». Πέρασε μέσα, μια ξυλόσομπα έκαιγε στη γωνία, το παράθυρο θολό από τη ζέστη. Ο Αρχηγός καθόταν στο γραφείο, σκυμμένος πάνω από έναν χάρτη- κάτι κοιτούσε και σημείωνε. Εκείνος στάθηκε πλάι στην πόρτα με το κεφάλι χαμηλωμένο από σεβασμό και έκπληξη. Πού να φανταζόταν ότι θα τον ξανάβρισκε εδώ, διοικητή σ’ ολόκληρο στρατόπεδο.
Πέντε μέρες τον είχανε κρυμμένο στη στάνη τους· Γούσιας στο επώνυμο, μα σύντροφο Γιωργή ήθελε να τον φωνάζουν. Η ομάδα του είχε πέσει σε ενέδρα, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και τους πήρε στο κατόπι ο στρατός. Εφτά δικοί του σκοτώθηκαν εκεί, ο ίδιος λούφαξε σε μια σπηλιά για να γλιτώσει. Να τον λυπηθούν τους παρακάλαγε· άρρωστο και πεινασμένο τον πήρανε μαζί τους, τον βάλανε στον αχυρώνα. Με γάλα, τυρί και κρέας τον στύλωσαν στα πόδια του, τον έκαναν περδίκι. Αλλά, και όταν έφυγε, δεν πάψαν να του στέλνουν τρόφιμα, μαλλί, προβιές και να του μηνούνε τις κινήσεις του εχθρού. Άμα τους βλέπαν να πλησιάζουν, άναβαν πετρέλαιο στο τζάκι να βγει μαύρος καπνός. Κάπως έτσι τον υποψιάστηκαν τον πατέρα του οι Σούρληδες: Αύγουστο μήνα να καίει πετρέλαιο η φωτιά. Μισή μέρα τον είχαν κρεμασμένο σε μια καρυδιά έξω απ’ τη στάνη γυρεύοντας να μάθουν ονόματα απ’ τους συνδέσμους των χωριών, λημέρια, θέσεις, μονοπάτια. Όσο κι αν τον βασάνισαν, δεν άνοιξε το στόμα. Στο τέλος τον σκότωσαν.
Απέφυγε τώρα να αναφερθεί σ’ εκείνη την παλιά τους γνωριμία – για τη δική του την αξία ήθελε να τον λογαριάζουνε οι άλλοι. Έτσι είχε μάθει από μικρό παιδί. Εφτά χρονών βόσκησε ολόκληρο κοπάδι, δεκατριών έφερνε βόλτα μονάχος του τη στάνη. Είναι από δω κοντά, από τα γύρω χωριά, είπε. Ήρθαν και έψαχναν για επίστρατους’ ο αγώνας τον χρειάζεται, οι Σούρληδες αλωνίζουν κάτω, ρημάζουν σπίτια, χαλάνε κορίτσια, σκοτώνουν κόσμο. Δεν είναι σωστό να πολεμάνε οι άλλοι κι αυτός να βοσκάει τα πρόβατα και τα γελάδια σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Ο Αρχηγός σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Αν μαζευτούνε εδώ χίλιοι, χίλιοι διακόσιοι επίστρατοι κι άλλοι τριακόσιοι που του ‘ταξαν στον κάμπο, σύνολο χίλιοι τριακόσιοι ή, καλύτερα, χίλιοι πεντακόσιοι, ετοιμάζονται και ξεκινάνε αμέσως· απ’ τα Αγραφα στον κάμπο των Φαρσάλων και απ’ τα Πιέρια Όρη στην Ελεύθερη Ελλάδα. Δέκα, δώδεκα άλματα, νυχτερινές πορείες δηλαδή, κάτω απ’ τη μύτη του εχθρού, πάνω σε βουνά, μέσα από λίμνες. Δύσκολο όσο να πεις, μα, αν γίνουν ένα σώμα, μια ψυχή, μπορούν να τα καταφέρουν. Αρκεί να υπακούνε στις διαταγές, να ‘χουν κλειστό το στόμα και ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά, γιατί απλώνουν τα πλοκάμια τους παντού οι πράκτορες του εχθρού, μη νομίζει ότι δεν έχει και εδώ, ανάμεσα τους, καμουφλαρισμένους. Ό,τι ακούει ή βλέπει πρέπει να το αναφέρει αμέσως στον διμοιρίτη ή στον λοχαγό του –τρίτος λόχος, πρώτη διμοιρία η θέση του–, κι αν είναι κάτι σοβαρό, να ‘ρχεται αμέσως στον ίδιο να το λέει.
Χαιρέτησε και γύρισε να φύγει. Γάλα ζεστό, καφές, αυγά, ψωμί κι ένα λουκάνικο το πρωινό του Αρχηγού. Μια συναγωνίστρια το ‘φερε σε δίσκο. Θυμήθηκε τότε τον πατέρα του- έτρωγαν πρώτα τα παιδιά, αν έμενε κάτι, έτρωγε κι ο ίδιος. Απ’ όσα του ‘πε ο Γούσιας τούτη η μυρωδιά απ’ το ψημένο λουκάνικο έμελλε να γραπωθεί στη μνήμη του, μαζί με το καθαρό βλέμμα και τα μαλλιά της κοπέλας – πλεγμένα τα ‘χε σε πλεξούδα, σαν της μάνας του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και βιάστηκε να φύγει. Είχαν μαζευτεί στην ανοιχτωσιά μπροστά απ’ τις αποθήκες για την πρωινή συγκέντρωση. Ρώτησε και βρήκε τους δικούς του.
Ήταν η διμοιρία του δεκατρία άτομα μονάχα, οχτώ άντρες και πέντε γυναίκες. Ο λόχος του επίσης λειψός: πενήντα έξι άτομα στο σύνολο, τριάντα άντρες κι οι υπόλοιπες γυναίκες. Στην αναφορά έκανε ένα βήμα μπροστά. Εφτά ακόμη άτομα παρουσιάστηκαν μαζί του τη μέρα εκείνη, το δικό του όμως όνομα ακούστηκε πιο δυνατά από των άλλων. Ήταν και τυπικά γραμμένος στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας· επιστρέφοντας στη θέση του είχε ψηλώσει κάποιους πόντους.
Ο πολιτικός επίτροπος τους έλεγε για την κατάληψη του Μετσόβου, την απεργία των καπνεργατών στην Καβάλα, στην Ξάνθη, στις Σέρρες και στη Σαλονίκη, αλλά το δικό του το μυαλό σχεδίαζε νικηφόρες μάχες στον Βόλο, στα Φάρσαλα και στο Καρπενήσι και ετοίμαζε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των παρακρατικών ομάδων της περιοχής: του Σούρλα, του Βελέντζα, του Βουρλάκη, του Ύσαντούλα.
Μέχρι το μεσημέρι είχαν εκπαίδευση. Διάταξη πορείας, σχηματισμός μάχης, ο ρόλος των συνδέσμων και οι πρώτες βοήθειες για τα κρυοπαγήματα και τους τραυματισμούς. Σταμάτησαν μετά για φαγητό, πήρε την καραβάνα και περίμενε στη σειρά” κοτόσουπα με παξιμάδι το ‘λεγαν, μα, όσο κι αν έψαξε, ούτε ένα κοκαλάκι κότας δεν βρήκε. Πήγε κι έκατσε κοντά σε δύο άλλους· τους ήξερε απ’ τη διμοιρία. Συνέχεια έσκυβαν, κάτι περίεργα έλεγε ο ένας στον άλλον, όλο ίντζι, ίντζι, ίντζι άκουγε, δεν έδινε όμως σημασία. Από μπροστά του πέρασε η βοηθός του Γούσια μ’ έναν σκεπασμένο δίσκο – πολύ θα ήθελε να μάθει τι έτρωγε για μεσημεριανό ο Αρχηγός. Δεύτερη φορά την ίδια μέρα έμεινε να θαυμάζει την πλεξούδα της. Άδειασε ό,τι είχε απομείνει στην καραβάνα και σηκώθηκε.
Μιάμιση ώρα ξεκούραση στους κοιτώνες και το απόγευμα ξανά εκπαίδευση· κάποια πουρνάρια στην αντικρινή πλαγιά ο εχθρός. Από ‘να όπλο είχε η κάθε διμοιρία και στη δική του έλαχε να το κρατάει ο ίδιος. Έτρεχε μπροστά με τ’ όπλο στο χέρι κι ακολουθούσαν οι άλλοι μ’ ένα ξερό κλαρί. Φώναζαν όλοι μαζί «Κάτω οι μοναρχοφασίστες!» κι έκαναν την τελική επίθεση. Σε πέντε λεπτά είχανε καταλάβει ολόκληρο τον λόφο χωρίς καμία απώλεια. Κάποιοι μάλιστα ξεθύμαναν τη φούρια και τη γενναιότητα τους στα πουρνάρια· έπεφταν πάνω τους μ’ ορμή, τα τσάκιζαν, τα τσαλαπατούσαν, τα ξερίζωναν. Στάθηκαν ύστερα στην κορφή, να πάρουν μια ανάσα. Ένα βαρύ, μαύρο σύννεφο απλώθηκε απ’ τη Βράχα ίσαμε τη Νεράιδα και το Κλειτσό. Θα ‘ρθει κάποτε εποχή να γλιτώσει ο τόπος από την καταχνιά κι από τη λάσπη, μια αχτίδα φώτισε το μυαλό του. Στο κατέβασμα αντηχούσε όλη η πλαγιά:
Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σειέται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Έριξε πολλή βροχή τη νύχτα εκείνη. Πού και πού έβγαινε στην πόρτα και κοιτούσε. Υπηρεσία φύλαξης κοιτώνων, αυτό το πόστο τού ορίσαν. Έσπρωχνε όσους ροχάλιζαν να αλλάξουνε πλευρό, σκέπαζε όσους έμεναν ξεσκέπαστοι, να μην παγώσουν απ’ το κρύο· κάποια στιγμή πήγε και ησύχασε έναν που ‘βλεπε εφιάλτες· μικρό παιδί, τη μάνα του ζητούσε, του κράτησε το χέρι μέχρι να κοιμηθεί. Ξύπνησε μετά τους σκοπούς να αναλάβουνε υπηρεσία. Απ’ τις δύο και μετά, που ησύχασαν τα πράματα, μαζεύτηκε στη γωνιά του. Κουκουλώθηκε με την κουβέρτα πασχίζοντας να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Τουρτούριζε.
Μπορεί να ‘ταν και απ’ τη νύστα… Σαν να άκουσε ψιθυρίσματα και αγκομαχητά. Έκανε να σηκωθεί, δεν μπόρεσε· μυρωδιά από σούβλα υπνώτιζε το μυαλό του. Τα μάτια του έκλειναν. Ήτανε, λέει, της Λαμπρής και ψήναν στην αυλή τους. Η μάνα του έφερνε τα φαγιά, ο πατέρας του έπινε κρασί, τα αδέλφια του παίζανε κρυφτό κι αυτός έκλαιγε την Αμαλίτσα, το σουβλισμένο τους αρνί. Από χτες που τη σφάξανε, δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα, αλλά, όταν στρώσαν το τραπέζι, δεν άντεξε, πήρε ένα μικρό κομμάτι και μετά έφαγε και δεύτερο και τρίτο. Τώρα έβλεπε την Αμαλίτσα. Ο πατέρας του κρατούσε το μαχαίρι να τη σφάξει, τραβιότανε εκείνη στο σχοινί, άνοιγε το στόμα της, αλλά δεν βέλαζε κανονικά, σαν σκυλί έσκουζε που το κλοτσάνε. Ξύπνησε ιδρωμένος, πονούσε η κοιλία του, αναγούλα τού ερχόταν. Απ’ τη διπλανή κάμαρα, του πατέρα και της μάνας του, ακούγονταν ψιθυρίσματα και αγκομαχητά. Βγήκε έξω, το χιόνι σκέπαζε την αυλή τους, πιάστηκε από ένα δοκάρι και ξέρασε ό,τι είχε φάει. Σήκωσε το κεφάλι, το χιόνι της αυλής έμοιαζε με το μαλλί της Αμαλίτσας.
Ένα χέρι κούνησε δυνατά τον ώμο του — πόσο θα ‘θελε να ‘ναι του πατέρα του. Απ’ τα χαράματα τον ξύπναγε ν’ ανεβούνε στη στάνη. Μπορεί να γκρίνιαζε, αλλά του άρεσε να βαδίζει δίπλα του και να βλέπει την ανατολή ανάμεσα στα έλατα και στις οξιές. Άνοιξε τα μάτια. Η θαλαμφύλακας απ’ τους γυναικείους κοιτώνες τον έσπρωχνε να σηκωθεί. Είχε ήδη σημάνει εγερτήριο, αλλά ο δικός του ο κοιτώνας κοιμόταν του καλού καιρού. Στην πρωινή σύναξη τον έβγαλαν αναφερόμενο.
Σαν τσεκούρι έπεσε απάνω του το μάτι του Γούσια. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν ξέρουν από κούραση, πείνα και νύστα – αγγαρεία στα μαγειρεία η τιμωρία του. Έσκυψε το κεφάλι και γύρισε στη θέση του. Για δέκα μέρες πρωί-απόγευμα είχε εκπαίδευση, το μεσημέρι αγγαρεία. Δεν το ‘βαλε όμως κάτω, κι ας μην ξανάδε όπλο κανονικό. Παρακολουθούσε την εκπαίδευση, έτρωγε το μεσημεριανό, έτριβε τα καζάνια και το απόγευμα έτρεχε μ’ ένα κομμάτι κλαδί να κατακτήσει τις απέναντι κορφές. Αργά το βράδυ γυρνούσε πίσω, τα τσαρούχια κολλούσανε στα πόδια όταν τα ‘βγαζε, μα δεν παραπονιόταν. Είχε μάθει απ’ τον πατέρα του. Όταν κάποτε γύρισε απόγευμα στη στάνη μ’ ένα λειψό αρνί, τον έστειλε πίσω να το βρει. Όλη νύχτα τριγύρναγε μονάχος με τον Άρη, ψάχνοντας στα βουνά και στα λαγκάδια την Αμαλίτσα. Δώδεκα χρονών παιδί, άκουγε κουκουβάγια κι έτρεμε το φυλλοκάρδι του. Κατά τα ξημερώματα τη βρήκε να κοιμάται στη ρίζα ενός έλατου. Κούρνιασε δίπλα της για να ξεκουραστεί και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Νωρίς το μεσημέρι επέστρεψε στη στάνη – το πρόσωπο του πατέρα του έλαμψε όταν τον είδε.
Θαλαμοφύλακας ξανάκανε όταν τέλειωσε η τιμωρία· μάτι δεν έκλεισε κείνη τη νύχτα. Πηγαινοερχόταν στην αποθήκη, μουρμούριζε τραγούδια· με το που νύσταζε, έβγαινε στο κρύο να ξυπνήσει. Όταν ησύχασε για τα καλά ο θάλαμος, να σου τα πάλι τα ψιθυρίσματα και τ’ αγκομαχητά. Τούτη τη φορά ήξερε ότι δεν ήτανε απ’ το όνειρο του. Στο βάθος του κοιτώνα δυο σώματα ενωμένα, το ‘να πάνω στο άλλο. Πλησίασε καλύτερα να δει. Κείνοι οι περίεργοι ήταν, που όλο ίντζι, ίντζι έλεγαν. Τώρα αγκαλιάζονταν στο στρώμα, τρίβονταν και αναστέναζαν. Έκανε αναστροφή να φύγει. Απ’ την απέναντι σειρά κάποιος είχε ανασηκωθεί και τους κοιτούσε. Τον πλησίασε και του ‘κανε με τα χέρια νόημα να ξαπλώσει. Χαμογέλασε αυτός, φάνηκαν τα δόντια του μες στο σκοτάδι κι έπεσε πάλι στ’ άχυρα να κοιμηθεί.
Κανονικά θα ‘πρεπε να τους αναφέρει, κάτι όμως τον εμπόδιζε. Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να μένουνε κρυφά, το ‘ξερε καλά απ’ το χωριό του. Τα πιο ένοχα μυστικά σε ρουμάνια, βουνοκορφές και απόμερα φαράγγια αγκομαχούσαν· εκεί ήταν μόνο η θέση τους, όχι στα μάτια, στα αυτιά, στα στόματα των άλλων. Νωρίς τα ξημερώματα αναγκάστηκε να τους ξυπνήσει, δεν έπρεπε να τους δουν μαζί στο ίδιο στρώμα. Στο μεσημεριανό πήγαν και κάθισαν κοντά του, αποφεύγοντας ν’ ανοίξουνε κουβέντα για το θέμα. Είπαν για την εκπαίδευση, για το κρύο στους κοιτώνες και για την κορακίστικη τη γλώσσα τους· μια παιδική ιδιοτροπία ήτανε τα ίντζι, ίντζι που μιλούσαν μεταξύ τους. Ούτε δεκαπέντε, δεκαέξι χρονών παιδιά, βά-ζανε από ένα ίντζι σε κάθε συλλαβή, για να μην τους καταλαβαίνουνε οι άλλοι. Του άρεσε και του ίδιου- «ίντζι το ίντζι φα ίντζι γη ίντζι τό ίντζι ού ίντζι τε ίντζι ο ίντζι Ά ίντζι ρης ίντζι το ίντζι σκυ ίντζι λί ίντζι μου ίντζι δεν ίντζι θα ίντζι το ίντζι έ ίντζι τρω ίντζι γε». Κάποιοι στράφηκαν προς το μέρος του και τον κοιτούσανε με περιέργεια, οι δυο καινούργιοι φίλοι τού κάνανε σινιάλο με τα χέρια να χαμηλώσει τη φωνή. Συνέχιζε αυτός το ίδιο δυνατά γελώντας – ποιον είχε να φοβάται;
Σηκώθηκε να πάει στους κοιτώνες. Ο Άρης έτρεξε από πίσω του χαρούμενος. Ύστερα από τόσες μέρες μπόρεσε επιτέλους να ξεκουραστεί το μεσημέρι. Νωρίς το απόγευμα ξεκίνησαν πορεία. Από τη Βράχα μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Άννης, εφτά χιλιόμετρα να πάνε, εφτά χιλιόμετρα να ‘ρθούνε. Οι επίστρατοι βάδιζαν με τάξη, οι σύνδεσμοι λειτούργησαν, οι οδηγίες μεταφέρθηκαν, οι αξιωματικοί κοιτούσαν ευχαριστημένοι. Στον γυρισμό πιάσανε το τραγούδι.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στον πεδινό οικισμό Δυτικό τού Δήμου Πέλλας/Κεντρική Μακεδονία, όπου συνεχίζει να ζει. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Το συγγραφικό του έργο αριθμεί τρεις συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και τέσσερα μυθιστορήματα.
Το μυθιστόρημα του «Έξοδα Νοσηλείας» έλαβε το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για βιβλίο που προωθεί ευαίσθητα κοινωνικά θέματα (2021) και το σπονδυλωτό μυθιστόρημά του «Το Χιόνι των Αγράφων» έλαβε το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2022).
::: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: κριτικές για «Το χιόνι» και συνεντεύξεις του εδώ // Τα έργα του και πολυάριθμες βιβλιοκριτικές εδώ // Σχετικά με «Το χιόνι» με περίληψη του περιεχομένου και 38 (!) διεξοδικές βιβλιοκριτικές εδώ // Η πορεία της Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης μέσα από μαρτυρίες στο YouTube εδώ (16m16s)
Στοιχεία του βιβλίου
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Το χιόνι των Αγράφων
Κίχλη, Αθήνα 2021
χαρτόδετο, 160 σελίδες
ISBN: 978-618-5461-32-4 εδώ
Το ιστορικό πλαίσιο
1_Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949
Της καθηγήτριας Dr. Nicole Immig, Έδρα Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Justus Liebig Giessen· πηγή: «Nikos Kavvadias | Felix Leopold, Die drei Gedichtbände des griechischen Seemannsdichters», δίγλωσση έκδοση, εδώ // στο diablog.eu εδώ
Όταν οι Γερμανοί κατακτητές υποχώρησαν τον Απρίλιο του 1944 από την Ελλάδα, την άφησαν πίσω τους λεηλατημένη, κατεστραμμένη και τραυματισμένη. Ωστόσο, μετά το πέρας της από κοινού αντίστασης κατά των Ναζί, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ κομμουνιστών, βασιλικών και συντηρητικών δυνάμεων – που είχαν διχάσει την κοινωνία ήδη πριν από τον πόλεμο, απέκτησαν νέα δυναμική. Η χώρα βυθίστηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος παγίωσε τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων και τα οδήγησε στα άκρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στοίχισε μέχρι το τέλος του 1949 τουλάχιστον 85.000 ζωές, μεταξύ αυτών και πολυάριθμα θύματα πολιτικών εκτελέσεων. Μετά την παράδοση των κομμουνιστικών μονάδων, περίπου 20.000 άτομα κατέληξαν σε κυβερνητικές φυλακές ή εξορίστηκαν σε νησιά. Περίπου 80-100.000 προτίμησαν την αυτοεξορία σε σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κράτη, μεταξύ αυτών στη Ρωσίας, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, αλλά και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία).
Πολλοί Έλληνες πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι αυτός ο εμφύλιος πόλεμος είχε πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις για την Ελλάδα απ΄ ό,τι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Διότι παρόλο που η γερμανική κατοχή τραυμάτισε σωματικά και ψυχικά τους ανθρώπους, τους ένωνε η κοινή αντίσταση κατά των κατακτητών. Ο εμφύλιος πόλεμος, ωστόσο, χώρισε την ελληνική κοινωνία σε δύο ασυμβίβαστα ιδεολογικά στρατόπεδα που συχνά χώρισαν οικογένειες και κατέστρεψαν φιλίες. Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι Γερμανοί είχαν στρατολογήσει συνεργάτες κυρίως από τους βασιλόφρονες και εθνικοσυντηρητικούς κύκλους, οι φιλελεύθεροι αριστεροί και οι δημοκράτες είχαν ενταχθεί κυρίως στην κομμουνιστική αντίσταση. Έτσι η πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένη σύγκρουση μεταξύ «δεξιών» και «αριστερών» ή φασιστών και κομμουνιστών περιόρισε τα επόμενα χρόνια την πολιτική συζήτηση σε χονδροειδώς απλουστευμένες «ασπρόμαυρες» εικόνες του πολιτικού αντιπάλου που δύσκολα μπορούσαν να περιγράψουν τις περίπλοκες εθνικές, κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες.
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949 και η επαναφορά του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα δεν οδήγησαν στη διάλυση των εκάστοτε εχθρικών εικόνων των δυο παρατάξεων. Αντίθετα, συχνά εξυπηρετούσαν τις συντηρητικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν στην προώθηση των ιδίων πολιτικών συμφερόντων, που δύσκολα συμβιβάζονταν με τις αρχές μιας λειτουργούσας δημοκρατίας. Για πολλούς οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 επέφεραν βελτίωση και εκσυγχρονισμό των συνθηκών διαβίωσης, που οφείλονταν συχνά στην εγκατάσταση αγροτικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκης και στις μακροοικονομικές επενδύσεις στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ. Για άλλους ωστόσο τα χρόνια αυτά σήμαιναν πολιτική δίωξη και παρακολούθηση στα πλαίσια του αυστηρώς επικρατούντα πολιτικού αντικομμουνισμού και του άκαμπτου πελατειακού σύστημα που χαρακτηριζόταν κυρίως από δυσπιστία και διαφθορά; μόνο λίγοι επωφελούνταν από αυτό.
Λόγω της συνεχιζόμενης ένδειας σε πολλές αγροτικές περιοχές της χώρας, αλλά και για πολιτικούς λόγους, υπήρξε κατά τη διάρκεια αυτών των ετών νέο κύμα αποδημίας με προορισμό την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Μετά τη γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία του 1962 μετανάστευσαν πολλοί νέοι, ιδιαίτερα από τη βόρεια Ελλάδα, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Η τεταμένη οικονομική κατάσταση, οι συνεχιζόμενες εσωτερικές εντάσεις, ο αμφιλεγόμενος ρόλος της Αυλής και της μοναρχίας, αλλά και η διεθνής κατάσταση και το Κυπριακό στη δεκαετία του 1950 δεν άφηναν περιθώρια πολιτικής ανάπαυλας. Το βίαιο πραξικόπημα από μια μικρή ομάδα δεξιών στρατιωτικών τη νύχτα της 21ης Απρίλιος 1967 έθεσε απότομο τέλος στην προσπάθεια πολλών πολιτικών ομάδων για ένα πραγματικό κοινωνικό και δημοκρατικό καταστάλαγμα. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να κυβερνήσουν τη χώρα μέσω μιας βίαιης και βάναυσης στρατιωτικής δικτατορίας χωρίς σαφή πολιτική ιδεολογία ή ατζέντα. Επίσης τους έλειπε η ευρεία πολιτική αποδοχή. Βασιζόμενοι σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ασφαλείας παρέμειναν μέσω τρομοκρατίας, εκφοβισμού, συστηματικής παρακολούθησης, δίωξης και βασανισμού των πολιτικών αντιπάλων στην εξουσία μέχρι το 1974. Τα χρόνια της στρατιωτικής χούντας αποτυπώθηκαν βαθιά στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων και η επιστροφή στις δημοκρατικές δομές συντελέστηκε σε αργούς ρυθμούς.

© greekhistoryrepository
2_Η πορεία της «Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης» του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1948
πηγή: Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001-2002, Τόμος 1, σελίδες 482-487, εδώ
H πορεία αόπλων της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1948 με κύριο σκοπό τη μετάβαση στις περιοχές του Γράμμου, που έλεγχε ο ΔΣΕ, 1.300 περίπου νεαρών νεοσύλλεκτων μελών του για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ. Οι νεοσύλλεκτοι προέρχονταν κυρίως από επιστράτευση που έχει πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Για την πραγματοποίηση της πορείας, οι άοπλοι μαχητές μαζί με ένοπλα συνοδευτικά τμήματα του ΔΣΕ συγκρότησαν μια ταξιαρχία, που έμεινε γνωστή ως «Ταξιαρχία αόπλων Ρούμελης» και η οποία είχε ως επικεφαλής τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Γιώργη Γούσια.
Η φάλαγγα ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου του 1948 και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από αυτή που είχαν ακολουθήσει αντίστοιχες φάλαγγες με μαχητές του ΔΣΕ. Η φάλαγγα ακολούθησε πορεία μέσω του βουνού Όθρυς, του θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα, των βουνών Κίσσαβος, Όλυμπος και Πιέρια για να καταλήξει στον Γράμμο μέσω Χασίων στις 25 Μάρτη του 1948. Από το ξεκίνημα της πορείας η φάλαγγα είχε γίνει αντιληπτή από τις κυβερνητικές δυνάμεις που σε όλη τη διάρκεια της πορείας προσπάθησαν να τη διαλύσουν, έχοντας σύμμαχο τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν την πορεία της ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά από μεγάλο αριθμό μαχών, χωρίς τρόφιμα και με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η φάλαγγα έφτασε στον Γράμμο έχοντας όμως απολέσει (νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι και λιποτάκτες) τα τρία τέταρτα των μελών της.
Διήγημα: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης. Απόσπασμα με φιλική παραχώρηση των Εκδόσεων Κίχλη. Βιβλιοπαρουσίαση και μετάφραση τού κειμένου Immig: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: Εκδόσεις Κίχλη, booksjournal.gr, greekhistoryrepository, Δημήτρης Λέτσιος.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)