«Κισμέτ» ή η χειραφέτηση στα τούρκικα

Εντυπώσεις από το 33ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης του Τέο Βότσου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Οι τούρκικες σαπουνόπερες είναι εξαιρετικά δημοφιλείς σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα συγκαταλέγονται εδώ και χρόνια στις τηλεοπτικές εκπομπές με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα. Ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης εξερευνεί τον τρόπο που αυτό το τηλεοπτικό είδος, συχνά αντικείμενο χλευασμού, υποβοηθά τη γυναικεία χειραφέτηση και αποδομεί βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και στερεότυπα. Επιπλέον, μια ελληνο-τουρκική συμπαραγωγή βραβεύτηκε με τη Χρυσή Τουλίπα, το σημαντικότερο βραβείο του φεστιβάλ.

Το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο τον Απρίλιο δίνει παραδοσιακά ιδιαίτερη βαρύτητα στην κινηματογραφική δημιουργία της δυτικής γειτόνισσας της Ελλάδας. Με τρεις ταινίες – το βραβευμένο οικογενειακό δράμα Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά, το Σεπτέμβρης, το πορτραίτο μιας μοναχικής Αθηναίας, που σκηνοθέτησε με μεγάλη ευαισθησία η Πέννυ Παναγιωτοπούλου και προβλήθηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2013 στο διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, καθώς και το θρίλερ εκδίκησης Ο εχθρός μου (The Enemy within) του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που διαδραματίζεται στο φόντο μιας κοινωνίας ρημαγμένης από την κρίση – το πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης (5.-20.04.2014) περιλάμβανε τρεις πρόσφατες παραγωγές, οι οποίες συνεχίζουν την επιτυχημένη και με πολλές διακρίσεις σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ πορεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου.

Filmplakat KISMET

Αντίστοιχα μεγάλη ήταν και η απήχηση που είχαν στο τουρκικό κοινό οι ταινίες, όπως και οι παρευρισκόμενοι στο φεστιβάλ σκηνοθέτες τους. Αν και στο επίσημο Διεθνές Διαγωνιστικό πρόγραμμα δεν υπήρχε ελληνική συμμετοχή, το ουσιαστικά σημαντικότερο βραβείο του φεστιβάλ, τη Χρυσή Τουλίπα για την καλύτερη ταινία στο Εθνικό Διαγωνιστικό πρόγραμμα, έλαβε η ελληνο-τουρκική συμπαραγωγή Δεν είμαι αυτός (Iam not him) τουΤαϊφούν Πιρσελιμόγλου. Το συνολικό έργο του γνωστού σκηνοθέτη είχε παρουσιάσει πριν από δύο χρόνια η Ταινιοθήκη της Ελλάδος σ’ ένα μεγάλο αναδρομικό αφιέρωμα. Οι δυο τελευταίες ταινίες (όπως το βραβευμένο με τη Χρυσή Τουλίπα του 2012 έπος Hair) του Πιρσελιμόγλου, του αναμφίβολα επιφανέστερου σύγχρονου κινηματογραφιστή στην Τουρκία μαζί με τον Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν, δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με τον Νίκο Μουστάκα και την Graal, την εταιρεία παραγωγής του.

Το Δεν είμαι αυτός αρχίζει με τη λιγόλογη ερωτική σχέση μεταξύ του μοναχικού πενηντάρη και εκ πεποιθήσεως εργένη Νιχάτ, που εργάζεται σε μια μεγάλη καντίνα, και μιας συναδέλφου του, της οποίας ο σύζυγος βρίσκεται στη φυλακή εκτίοντας πολύχρονη ποινή. Σταδιακά ο Νιχάτ οικειοποιείται την ταυτότητα του φυλακισμένου συζύγου. Η ταινία του Πιρσελιμόγλου πείθει με το ανατρεπτικό σενάριο της, την οπτική γλώσσα της που παρακολουθεί με ευαισθησία τα πρόσωπα (υπεύθυνος για την κάμερα ήταν ο γνωστός από τις ταινίες του Αγγελόπουλου διευθυντής φωτογραφίας Ανδρέας Σινάνος) και την εξαιρετική ερμηνεία του Έρτσαν Κεζάλ στο ρόλο του Νιχάτ. Στην Κωνσταντινούπολη το Δεν είμαι αυτός κέρδισε επίσης τα βραβεία του καλύτερου σεναρίου και της καλύτερης μουσικής, την οποία παρεμπιπτόντως έγραψε ένας άλλος Έλληνας, ο Γιώργος Κουμεντάκης.

Η ελληνική πάντως συμμετοχή στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης που προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν ένα αμιγές ντοκιμαντέρ. Και αυτό χωρίς αμφιβολία διότι η νεαρή Αθηναία κινηματογραφίστρια Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου στο «Κισμέτ» ασχολείται με την πιθανότατα μεγαλύτερη εξαγωγική επιτυχία της σύγχρονης Τουρκίας: τις τούρκικες σαπουνόπερες που προβάλλονται σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, των Βαλκανίων και της Ασίας και μάλιστα σε ώρες μεγάλης ακροαματικότητας.

Διαφυγή από την κρίση ή ώθηση της γυναικείας χειραφέτησης;

Kismet-4

Εδώ και κάμποσα χρόνια οι τουρκικές σαπουνόπερες αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του προγράμματος των μεγάλων ιδιωτικών ελληνικών καναλιών. Σαν θύελλα, σήριαλ όπως η «Φατμαγκιούλ» ή ««Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» κατέκτησαν τις καρδιές κυρίως του γυναικείου τηλεοπτικού κοινού καθηλώνοντας κάθε βράδυ χιλιάδες γυναίκες, αλλά και πολλούς άντρες ακόμη, μπροστά στη μικρή οθόνη. Δεν είναι όμως μόνο στην Ελλάδα, είναι επίσης στα Βαλκάνια και σε πολλές αραβικές χώρες όπου οι Soaps made in Turkey έχουν κερδίσει ένα μεγάλο κοινό σημειώνοντας υψηλά ποσοστά ακροαματικότητας.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2013 τα σήριαλ αγάπης και ηρωισμού, μαζικά προϊόντα της βιομηχανίας της διασκέδασης, διατίθενται συνολικά σε 73 χώρες. Η εκρηκτική εμπορική επιτυχία ξεκίνησε με το σίριαλ «Γκιμίς», που διηγείται την ιστορία μιας σύγχρονης σταχτοπούτας, η οποία παντρεύεται έναν νέο από τον κύκλο των πλουσίων οικογενειών της Κωνσταντινούπολης και παρ’ όλες τις δυσχέρειες κατορθώνει να έχει με τον άντρα της μια ισότιμη σχέση. Στον αραβικό κόσμο το «Γκιμίς» προβαλλόταν από το 2008 με τον τίτλο «Νουρ» σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Όπως λέγεται, ο αριθμός των ατόμων από τη Μέση Ανατολή που επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη για να δουν τα μέρη που γυρίστηκε το σίριαλ έχει από τότε τετραπλασιαστεί.

Kismet-5

Στο ντοκιμαντέρ της, η Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου επιχειρεί να ιχνηλατήσει το μυστικό της επιτυχίας των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών καταλήγοντας σε απροσδόκητα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, όποιος θεωρεί ότι η παρατεταμένη κατανάλωση των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών αποτελεί απλώς μια συνειδητή-ασυνείδητη φυγή από την δυσχερή καθημερινή πραγματικότητα πολλών γυναικών, θα αναγκαστεί να αλλάξει γνώμη βλέποντας την ταινία της Πασχαλίδου. Αν και πολλοί θεωρούν ότι οι συγκεκριμένες σειρές επιβραβεύουν τις πατριαρχικές οικογενειακές δομές, και μάλιστα υπό το κράτος των κοινωνικο-ψυχολογικών επιπτώσεων της κρίσης, ή τις αντιμετωπίζουν ως ακόμα μια έκφραση του νέου τουρκικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού (μια ερμηνεία, η οποία ειδικά στην Ελλάδα και στο φόντο των βεβαρημένων ιστορικών σχέσεων της χώρας με την Τουρκία είχε σαν αποτέλεσμα ακόμη και επιθετικές διαμαρτυρίες εθνικιστικών ομάδων μπροστά από τα κτίρια των τηλεοπτικών σταθμών), η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.

Στο ντοκιμαντέρ οι τούρκικες σαπουνόπερες δεν παρουσιάζονται, ή τουλάχιστον όχι ως εξ ολοκλήρου, ως φτηνά προϊόντα ψυχαγωγίας, ή για να χρησιμοποιήσει κανείς την παλιά μεταφορά του Μαρξ, ως «όπιο του λαού», αλλά αντίθετα η ταινία δείχνει πως πολλές γυναίκες αντιλαμβάνονται το σήριαλ ως προτροπή να υψώσουν τη φωνή τους διεκδικώντας περισσότερα δικαιώματα. Τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τις συνεντεύξεις που έκανε η Πασχαλίδου για την ταινία της με γυναίκες από την Τουρκία, την Αίγυπτο, ή τα Αραβικά Εμιράτα. Στις χώρες αυτές τα τουρκικά σήριαλ και ο αγώνας των πολύπαθων πρωταγωνιστριών τους για αυτοδιάθεση έχουν συνδράμει στο να αυξηθεί για παράδειγμα ο αριθμός των διαζυγίων και να μειωθούν οι καταναγκαστικοί γάμοι, όπως επίσης και να καταργηθούν οι εξετάσεις παρθενίας, και γενικά οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερο σεβασμό.

Ταύτιση των Ελληνίδων με την εικόνα της Τουρκίας που προβάλλουν τα σίριαλ

Στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία ή τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη αντιθέτως η πρόσληψη των σήριαλ αυτών είναι τελείως διαφορετική. Τα αντιμετωπίζουν ως την προβολή ενός προ πολλού εξαφανισμένου ηθικού και ακέραιου κόσμου. Αντιπροσωπευτική γι’ αυτό είναι η άποψη μιας ηλικιωμένης κυρίας από τη Βέροια, η οποία λέει σε συνέντευξη στην ταινία: «Οι γυναίκες [στα τούρκικα σήριαλ, σημ. του συγγ.] δεν παρουσιάζουν εκείνη την αχρειότητα και την προστυχιά που χαρακτηρίζουν τους γυναικείους ρόλους στα ελληνικά σήριαλ. Διατηρούν ακόμη το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της αιδούς. Η οικογένεια κάθεται μαζί στο τραπέζι για το βραδινό φαγητό […] Βλέπω τις ιστορίες τους και αισθάνομαι ότι γυρίζω πίσω στα εφηβικά μου χρόνια, στις πρώτες μου αγάπες». Της ίδιας άποψης είναι και μια θεατής από την Αθήνα, η οποία εκφράζει την έκπληξή της για το πόσο τρυφερά συμπεριφέρονται στις μέρες μας οι Τούρκοι σύζυγοι στις συμβίες τους.

Kismet-08-560x373

Έτσι λοιπόν, ενώ στον αραβικό κόσμο οι τούρκικες τηλεοπτικές σειρές ενθαρρύνουν τις καταπιεσμένες κοινωνικά γυναίκες να αμφισβητήσουν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων διαρρηγνύοντας κοινωνικά ταμπού, στις Ελληνίδες αντίθετα διεγείρουν προφανώς την επιθυμία μιας επαναφοράς στις παραδοσιακές και σχεδόν ολοκληρωτικά χαμένες -λόγω του εκδυτικισμού- οικογενειακές αξίες. Είναι φανερό ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα ταυτίζονται πολύ πιο εύκολα με την εικόνα της Τουρκίας που μεταφέρουν τα σήριαλ -την αναμφίβολα εξιδανικευμένη εικόνα μιας Τουρκίας που ελίσσεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και νεωτερικότητας, μουσουλμανισμού και φεμινισμού- παρά με την πραγματική εικόνα της ξεχαρβαλωμένης από την παγκοσμιοποίηση και την κρίση ελληνικής κοινωνίας.

Το γεγονός όμως, ότι αυτή η νοσταλγική, συντηρητική ουσιαστικά, τάση δεν διαμεσολαβείται από ντόπιους, αλλά από τουρκικούς (και μουσουλμανικούς) χαρακτήρες, προσδίδει ταυτόχρονα στα δημοφιλή σήριαλ ένα χαρακτήρα σχεδόν μοντέρνο, προοδευτικό θα έλεγε κανείς, μια και προϋποθέτει ότι οι Ελληνίδες τηλεθεάτριες έχουν υπερβεί τις προκαταλήψεις απέναντι στον Άλλο, στην περίπτωση εδώ στον Τούρκο (και Μουσουλμάνο!). Αν και συντελείται σιωπηλά μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες, αυτή η αποδόμηση βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων δεν είναι δα κάτι ασήμαντο στις μέρες μας, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, από μια έξαρση εχθρικών στερεοτύπων και αυξανόμενη επανεθνικοποίηση, που ενίοτε λαμβάνουν την μορφή ανοικτής νεοφασιστικής κινητοποίησης, όπως αποδεικνύουν π. χ. η ραγδαία άνοδος της Χρυσής Αυγής και οι βίαιες επιθέσεις της ενάντια σε μετανάστες και άτομα με αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις.

Kismet_SzeneIII

Ως εκ τούτου θα έπρεπε κανείς, ξέχωρα από τη ριζική κριτική στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό είδος με το αναμφίβολα ευτελές επίπεδο να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τον ειρωνικό και κάπως αλαζονικό τόνο, ο οποίος κυριαρχεί στη δημόσια αντιπαράθεση με τις σαπουνόπερες, και να αντιμετωπίσει με ένα μίνιμουμ κατανόησης και αμεροληψίας τις οπαδούς των τούρκικων σαπουνόπερων, είτε στην Ελλάδα είτε αλλού. Στο ντοκιμαντέρ της η Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου τηρεί μια υποδειγματικά συγκρατημένη και απροκατάληπτη στάση, και μάλιστα τόσο απέναντι στους δημιουργικούς συντελεστές των σίριαλ –των οποίων τα σενάρια είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους γραμμένα από γυναίκες!-, στους ηθοποιούς, καθώς και στις τηλεθεάτριες των σαπουνόπερων.

Διαφορετικά θα ήταν πολύ δύσκολο για τη σκηνοθέτη να κερδίσει την εμπιστοσύνη των γυναικών, ειδικά στον αραβικό κόσμο, ώστε να δεχτούν να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται εξάλλου το μεγάλο κατόρθωμα της ταινίας, στο ότι δηλαδή λαμβάνει την αδιαφιλονίκητα σημαντική επιρροή των τούρκικων σαπουνόπερων απλά ως αφορμή, ώστε να παρουσιάσει την καταπιεστική βιοτική πραγματικότητα αυτών των γυναικών, και συνάμα την αντίστασή τους. Γι’ αυτό το λόγο είναι άστοχη η κριτική που ασκείται ενίοτε στην ταινία, ότι τάχα δεν αμφισβητεί την πολιτική σκοπιμότητα των συγκεκριμένων τηλεοπτικών σειρών και αρνείται να στοχαστεί πάνω στο συσχετισμό με την ευρύτερη προβληματική της τουρκικής κοινωνίας, της αυξανόμενης αυταρχικής διακυβέρνησης του Ερντογάν και της λογοκρισίας που επιβάλει στο διαδίκτυο.

Kismet-2

Σε τελική ανάλυση, πρόθεση της ταινίας δεν είναι να θέσει τις σαπουνόπερες υπό κριτικό έλεγχο, αλλά αντίθετα να καταδείξει το γεγονός πώς ένα κατ’ αρχήν απλό φαινόμενο τηλεθέασης παίρνει πολιτικό χαρακτήρα δια μέσου της απρόβλεπτα θετικής πρόσληψης του από ένα μεγάλο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού ειδικά στον αραβικό κόσμο. Στο φαινόμενο αυτό -και σε τούτο τουλάχιστον συνηγορούν ο αυξημένος αριθμός των διαζυγίων ή και η αναφορά που κάνει η ταινία στην επίσημη προειδοποίηση της κυβέρνησης των Αραβικών Εμιράτων ενάντια «στην καταστροφική επίδραση που έχουν τα γλυκανάλατα σήριαλ πάνω στις μουσουλμάνες γυναίκες, που θεωρούν τον εαυτό τους μοντέρνο και πολιτισμένο- πρέπει να αποδοθεί αν όχι οπωσδήποτε μια κοινωνικά εκρηκτική δύναμη, σίγουρα πάντως μια κάποια διαλεκτική.

Για να στρέψουμε τελικά και πάλι το βλέμμα στην Ελλάδα, παραμένει το ερώτημα αν η παρατεταμένη προσήλωση του ελληνικού τηλεοπτικού κοινού στις τουρκικές σαπουνόπερες εκτός από την αποδόμηση των προκαταλήψεων ενάντια στον Τούρκο γείτονα, θα οδηγήσει μια μέρα και σε μια κοινωνία καλύτερη, απελευθερωμένη από εθνικισμό και ρατσισμό, ή τουλάχιστον θα αποξηράνει το ναζιστικό τέλμα της Χρυσής Αυγής. Αλλά αυτό θα το μάθουμε σε ένα από τα επόμενα επεισόδια.

Η ταινία-ντοκιμαντέρ «Κισμέτ» της Νίνας-Μαρίας Πασχαλίδου, που ολοκληρώθηκε μετά από τρία χρόνια γυρισμάτων, έχει ήδη να παρουσιάσει μια πολύ επιτυχημένη σταδιοδρομία. Η παγκόσμια πρεμιέρα έλαβε χώρα στα τέλη του 2013 στο παγκοσμίως σπουδαιότερο για ταινίες τέτοιου είδους φεστιβάλ, το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ (IDFA), στο οποίο ήταν και υποψήφια στο διαγωνιστικό τμήμα ταινιών μεσαίου μήκους. Εν των μεταξύ έχει προβληθεί σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Η ελληνική της πρεμιέρα έγινε στα πλαίσια του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης στις 20 Μαρτίου 2014, μια εβδομάδα αργότερα προβλήθηκε και στις ελληνικές αίθουσες. Η περιοδεία της ταινίας στον διεθνή κόσμο των φεστιβάλ συνεχίζεται αμείωτη.

Kismet_Szene_ Forest Troop_arte

Επιπλέον η ταινία -παραγωγοί της οποίας είναι η Forest Troop και η Anemon Productions και συμπαραγωγοί τα τηλεοπτικά κανάλια Al Jazeera, ARTE, SVT (Σουηδία), Knowledge Network (Καναδάς), YLE (Φιλανδία), RTS (Ελβετία), Channel 8 (Ισραήλ) και RIK (Κύπρος)- προβλήθηκε ήδη και στην τηλεόραση, εκτός των άλλων με τον τίτλο «Κισμέτ – Χειραφέτηση στα τούρκικα» στις 9 Μαρτίου στο γερμανικό-γαλλικό πολιτιστικό κανάλι ARTE, στα πλαίσια του αφιερώματος «Δυναμικές γυναίκες» με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας. Στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, εκτός από τις τρεις προβολές της ταινίας, έλαβε χώρα και μια συζήτηση με το κοινό με τον τίτλο «Δεν διαμαρτύρομαι, η ζωή είναι ένα Κισμέτ», συζήτηση στην οποία πήραν μέρος εκτός από την σκηνοθέτη και ο γνωστός Τούρκος ανθρωπολόγος, εθνολόγος και ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής Ταϊφούν Ατάϊ.

Podiumsdiskussion_Kismet

Η σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και παραγωγός Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου διαθέτει μεγάλη πείρα στα ντοκιμαντέρ πάνω σε κοινωνικά θέματα, στον πόλεμο και τις εθνοτικές μειονότητες. Δημοσίευσε άρθρα για τις ελληνικές εφημερίδες «Το ΒΗΜΑ» και «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» και φοίτησε στην σχολή School of Foreign Service στην Ουάσιγκτον. Από το 2007 είναι παραγωγός της βραβευμένης σειράς ταινιών-ντοκιμαντέρ «Εξάντας». Εκτός των άλλων ίδρυσε την ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής Forest Troop και είναι συνεργάτης του ελληνικού Blog ειδήσεων «protagon». Το 2010 διαπραγματεύτηκε τη κρίση στην Ελλάδα με το «The Prism GR2011», ένα πρότζεκτ πολυμέσων, καθώς και την ταινία «Κρίση».

Κισμέτ, Σενάριο/Σκηνοθεσία: Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου. Ελλάδα/Κύπρος 2013, 58΄. Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία και την σκηνοθέτη: www.foresttroop.com

Το προφίλ του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης

FestivalPoster

Το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης που ιδρύθηκε πριν από 33 χρόνια αποτελεί μαζί με το Φεστιβάλ του Χρυσού Πορτοκαλιού στην Αττάλεια το πιο σημαντικό κινηματογραφικό γεγονός στην Τουρκία και με τις 16 μέρες που διαρκεί ανήκει στα κινηματογραφικά φεστιβάλ με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Είναι ένα φεστιβάλ με μεγάλη απήχηση στο κοινό της μεγαλύτερης τουρκικής πόλης, αλλά περιλαμβάνει και διαγωνιστικό τμήμα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Ο Διεθνής και ο ουσιαστικά σημαντικότερος Εθνικός Διαγωνισμός λαμβάνουν χώρα την δεύτερη εβδομάδα του φεστιβάλ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας η προσφορά ταινιών που κατανέμεται σε 25 κατηγορίες απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο κοινό. Φορέας του φεστιβάλ είναι το Ίδρυμα Πολιτισμού και Τεχνών Κωνσταντινούπολης (IKSV) που χρηματοδοτείται από την επιχειρηματικό όμιλο Eczacibasi. Εκτός από το φεστιβάλ το ίδρυμα διοργανώνει και άλλα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα στην μεγαλύτερη τουρκική πόλη (μεταξύ άλλων φεστιβάλ θεάτρου, τζαζ και μουσικής, μια Μπιενάλε Τέχνης και μια Σχεδιασμού).

Το φεστιβάλ λαμβάνει χώρα σχεδόν δίχως κρατική ή άλλη δημόσια χορηγία. Με αυτόν τον τρόπο διατηρεί την σχετική ανεξαρτησία του και προσφέρει ένα φόρουμ σε σχετικά κριτικές συμμετοχές. Πολλές ειδικά συμμετοχές από τον χώρο του ντοκιμαντέρ στο φετινό φεστιβάλ είχαν παραδείγματος χάριν ως θέμα τις κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών και τις διαμαρτυρίες για το πάρκο Γκεζί που ξεσήκωσαν σάλο το τελευταίο καλοκαίρι. Το κινηματογραφικό φεστιβάλ είναι αδιαμφησβήτητα μαγνήτης για το κοινό: μόνο φέτος τις συνολικά 539 προβολές παρακολούθησαν 135.000 θεατές. Εκτός αυτού το φεστιβάλ 2014 γιόρτασε τα 100 χρόνια τουρκικού κινηματογράφου και με την ευκαιρία αυτή πρόβαλε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από παλιότερες και νεότερες παραγωγές.

Περισσότερες πληροφορίες: www.film.iksv.org. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε σε συντομευμένη μορφή στην εβδομαδιαία εφημερίδα Griechenland Zeitung. Φωτό παρμένα από τη σελίδα facebook της ταινίας.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε