Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Γεννήθηκε στο Κονγκό, μεγάλωσε στην Αθήνα και βρίσκεται τώρα στο Βερολίνο: αυτή είναι η καριέρα του Alexander di Vasos, το έργο τού οποίου το πρωτοείδα σε μια εκδήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών του Βερολίνου με τον όμορφο τίτλο «So klingt Griechenland» (Ο ήχος της Ελλάδας). Έλληνες μουσικοί (Σαββίνα Γιαννάτου, Ελένη Καραΐνδρου και Σωκράτης Σινόπουλος) προσκλήθηκαν να παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά έργα τού πολιτιστικού τους κύκλου. Και ο Alexander di Vasos κλήθηκε να δημιουργήσει ζωντανά μπροστά στα μάτια του κοινού ένα έργο τέχνης.
Ο πατέρας του Αλέξανδρου ήταν Έλληνας και ένθερμος αριστερός, η μητέρα του Γερμανίδα από τη Δρέσδη που μεγάλωσε στη Βρέμη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών η οικογένειά του έζησε μερικά χρόνια στο τότε Ζαΐρ και επέστρεψε μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Το 1999, η χρονιά του μεγάλου σεισμού, αποτέλεσε για τον Alexander di Vasos σημείο καμπής: αποστροφή από την άνετη και προσοδοφόρα εργασία του γραφίστα εμπορικών μηνυμάτων και στροφή προς την τέχνη και το οικονομικό ρίσκο. Κύριος λόγος ήταν μια επίσκεψη στο Μουσείο Leopold της Βιέννης, όπου τον άγγιξαν βαθιά τα έργα του Kokoschka και του Schiele. Αυτό αποτέλεσε τον εσωτερικό του σεισμό που τον οδήγησε τελικά στη σπουδή των Καλών Τεχνών και το 2004 στο Βερολίνο, θέλοντας να αποφύγει την «ψευτιά» των Ολυμπιακών Αγώνων για τους οποίους δεν ήθελε να πληρώσει τη νύφη.
Είχες ξανακάνει παλιότερα αυτήν τη μορφή του live painting που έγινε στο Υπουργείο Οικονομικών του Βερολίνου;
Όχι, και μάλιστα δεν είχα ποτέ ζωγραφίσει μπροστά σε κοινό, δεν θέλω κόσμο όταν ζωγραφίζω.
Ώστε δεν πρόσεχες τον κόσμο…
Όχι. Όταν μου έγινε η πρόταση αυτή, η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική. Μετά το ξανασκέφτηκα και είπα «Σοβαρέψου, είσαι επαγγελματίας, είναι μια καλή στιγμή να κάνεις κάτι για να δοκιμαστείς με κάτι που δεν έχεις ξανακάνει – αν το σκεφτείς πολύ, δεν θα γίνει τίποτα.» Κάποιες φορές πρέπει, για να γίνει κάτι, να βουτήξεις στο κρύο νερό, πράγμα που κάνω γενικά στη ζωή μου. Οπότε κλείστηκα στο εργαστήρι κι άρχισα να κάνω δοκιμές.
Στην αρχή μου είχαν μιλήσει για 4 ώρες δουλειάς. Μετά μου τις κατέβασαν στις 3 και τελικά μου ’παν ότι θα είναι μόνο 2,5. Είχα κι ένα άλλο πρόβλημα, έπρεπε να λύσω ένα τεχνικό θέμα στις σιλικόνες που δουλεύω: το πιστόλι σιλικόνης είναι πιεστικό κοινής σιλικόνης μαύρου χρώματος και όχι θερμικό για κόλλα σιλικόνης. Αλλά το θέμα είναι ότι με τα χρόνια άρχισα να έχω προβλήματα με τα χέρια μου. Πέρυσι το καλοκαίρι μου κόπηκε ο τένοντας ενός δαχτύλου από τη σκανδάλη οπότε έκανα μια επένδυση και αγόρασα ένα πολύ ακριβό εργαλείο σιλικόνης με πεπιεσμένο αέρα.
Ουσιαστικά δεν χρειάζεται πια να βάζω δύναμη, πατάω μόνο ένα κουμπάκι και βγαίνει η σιλικόνη. Αλλά χρειάζεται ένα μεγάλο κομπρεσέρ αέρα και όταν αφήνω το κουμπί ακούγεται ένας ήχος. Αυτό το «πσσσσ». Άρα δεν γινόταν να δουλέψω έτσι και έπρεπε το έργο αυτό να γίνει πάλι με συμβατικά μέσα όπως παλιά. Είχα λοιπόν να λύσω τεχνικά θέματα και να σκεφτώ το πώς να το δουλέψω, τί θα κάνω, αν μπει πάλι εξαρχής κείμενο.
Έκανες μια επιλογή Γερμανών και Ελλήνων συγγραφέων, προ πάντων ποιητών όπως ο Καβάφης, ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καββαδίας, ο Χιόνης και ο τραγουδοποιός Αγγελάκας.
Ναι, βέβαια, εκεί κατέληξα τελικά.
Κατά κάποιο τρόπο τα κείμενα αποτελούν τη βάση του ζωγραφικού σου πίνακα. Αναρωτήθηκα γιατί τα κείμενα μεταφράστηκαν στα αγγλικά.
Γιατί ήθελα μια κάποια επικοινωνία.
Να το διαβάσει ο κόσμος επιτόπου;
Ήθελα να το διαβάσει ο κόσμος, ήθελα να το διαβάσουν και οι Γερμανοί φίλοι μας και άμα τα ’λεγα στα γερμανικά δεν θα μπορούσαν να το καταλάβουν οι Έλληνες φίλοι μας. Έτσι είπα να το κάνω στα αγγλικά να μπορούν να το διαβάσουν όλοι.
Πώς μπορούμε να ονομάσουμε αυτό που κάνεις; Είναι κολάζ, είναι μοντάζ, είναι παλίμψηστο; Πώς το ονομάζεις;
Αυτό δεν το γνωρίζω. Δεν ξέρω, μάλλον δεν είναι η δουλειά μου να το ονοματίσω εγώ. Αυτό πρέπει να το κάνουν οι θεωρητικοί της τέχνης. Το κείμενο μού βγήκε το 2008 κάποια στιγμή, αλλά όχι σαν συνεχόμενο κείμενο, περισσότερο σαν γράμματα. Ο τρόπος που δούλευα ήταν: έλεγα ιστορίες με βάση τα έργα μου, που μετά τα αποδομούσα με το χρώμα. Δηλαδή ξεκίναγα να δουλεύω με σιλικόνη και μετά έμπαινε το χρώμα. Όλο αυτό που είχα φτιάξει ήταν σαν μια επιφάνεια, σαν να έμπαιναν στρώματα, σαν να γινόταν ένας ιστός αράχνης από τις ιστορίες που λέω. Κι αυτό με έκανε μετά να βάζω κάποιες λέξεις στα έργα μου.
Τα κείμενα για το event στο Υπουργείο Οικονομικών πώς τα διάλεξες;
Ήθελα να βάλω κείμενα. Ήθελα να επικοινωνήσω, να περάσω κάποια μηνύματα ξεκάθαρα, να μην αφήσω αιωρούμενο ένα «τι θέλει να μας πει». Καθένας μπορεί να το καταλάβει όπως θέλει, εγώ όμως ήθελα να πω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω, άρχισα να διαβάζω, γυρόφερνα πολιτικά τσιτάτα, τελικά κράτησα τον Άντεναουερ και τον Μπρεχτ.
Και σιγά σιγά άρχισα να καταλήγω στους Έλληνες ποιητές. Έβαλα ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες ποιητές και τον Γιάννη Αγγελάκα γιατί τον θεωρώ κι αυτόν πολύ μεγάλο σύγχρονο Έλληνα ποιητή που γράφει πολύ απλά. Για μένα είναι εκπληκτικός ο τρόπος που εκφράζει κάποια πράγματα.
Και η σιλικόνη; Σ’ αυτό το υλικό πώς κατέληξες;
Έψαχνα και δοκίμαζα όλα τα υλικά, τα γνωστά υλικά με τα οποία μπορεί κανείς να ζωγραφίσει, μολύβι, κηρομπογιά. Αλλά αυτά δεν με βοηθούσαν στο να συνεχίσω. Και πάνω σ’ αυτό θυμήθηκα ένα κουτί που είχα αγοράσει στην Ελλάδα πριν έρθω Γερμανία και το ’φερα μαζί με τα βιβλία μου. Έφερα κάτι μαύρες σιλικόνες που είχα αγοράσει στην Αθήνα κάποια στιγμή στις αρχές του 2000. Όταν τις είχα δει, κάτι ξύπνησαν μέσα μου, μου άρεσαν χωρίς να ξέρω τι είναι και σε τι θα χρησιμεύσουν, δεν το γνώριζα. Και ξαφνικά λέω, κάτσε να δοκιμάσω αυτό με τη μαύρη σιλικόνη. Και αυτή η ελαστικότητα που έχει η σιλικόνη, αυτό το μαύρο που όταν πέφτει το φως πάνω του μεταμορφώνει τον πίνακα με τη γυαλάδα του, άρχισε να με γοητεύει. Μετά έγιναν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα, που δεν ήταν μια ιστορία δύο ημερών. Ήταν μεγάλη ιστορία που κράτησε πολύ καιρό και άρχισε να εξαπλώνεται σ’ όλη την Ελλάδα. Εγώ εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι, ναι, θα γίνει επανάσταση. Ρομαντικός όπως είμαι, πίστεψα εκείνη τη στιγμή ότι θα ξεκινήσει η επανάσταση.
Αυτό όμως έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου εξέλιξη. Μου βγαίνει μία βία, ένα μίσος, μία δύναμη, ένα πράγμα πιο στρατευμένο. Έτσι άρχισα να δουλεύω και αφηρημένα. Αλλά και πάλι, άρχισα στα έργα μου να βάζω μορφές, σκυλιά, λύκους, τέρατα, τέτοια πράγματα. Και μετά μπαίνει το χρώμα και το χρώμα αυτό τα γλυκαίνει, γλυκαίνει τη βία. Τραβάει τα μάτια μας απ’ τη βία γιατί δεν θέλουμε να τη δούμε. Βάζουμε κάτι σαν νεκροσέντονο, γιατί μας φοβίζει ο θάνατος, το άκουσμα των ειδήσεων στην τηλεόραση για βομβαρδισμούς, θανατώσεις και βιασμούς και συγχρόνως διαβάζουμε τα γυαλιστερά περιοδικά.
Μπορείς να μου μιλήσεις για το σκεπτικό του livepainting, ξεκινώντας από τον συμβολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περνώντας από τα ποιητικά κείμενα στην Λαμπεντούζα και στους πρόσφυγες;
Τα κείμενα μπήκαν και έπρεπε να τοποθετηθούν στην αρχή για να διαβάζονται. Κανονικά ξεκινάω τη διαδικασία με σιλικόνη. Όπως σου είπα έκανα 3-4 έργα πριν από αυτό που έγινε εκεί. Δεν ήθελα ν’ αφήσω κάτι στην τύχη γιατί ήξερα ότι το τυχαίο θα συμβεί έτσι κι αλλιώς – όπως και έγινε κάποια στιγμή όταν έπαιζε μουσική ο Σινόπουλος. Αυτή η μουσική με συνεπήρε εκεί που δούλευα τόσο πολύ, που ήθελα ν’ αρχίσω να χορεύω πάνω στον πίνακα. Τα χέρια μου λυθήκαν πλέον. Άρχισα να κάνω πράγματα που δεν τα είχα μελετήσει και που ούτε είχα σκοπό να τα κάνω. Αυτό με πήγε από μόνο του.
Έτσι είναι η διαδικασία, όταν εργάζομαι βάζω πάντα μουσική. Είναι μουσική από παραδοσιακά ελληνικά και κλασική τζαζ ως και, ας πούμε, τα γκρουπ Rammstein ή RageAgainsttheMachine, για να βγει κιόλας ο θυμός. Δεν ήθελα να κάνω κάτι για την Ελλάδα, δεν ήθελα να κάνω έναν ελληνικό πίνακα, αλλά έναν ευρωπαϊκό.
Εμένα πάντως μου άρεσε η μονολεκτική απάντηση που έδωσες όταν σε ρώτησαν για το μήνυμα ή το νόημα της τέχνης σου: UΜDENKEN! (Αναθεωρήστε!)
www.alexanderdivasos.com, βίντεο για τον τρόπο εργασίας του καλλιτέχνη θα βρείτε επίσης εδώ.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)