Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Το μυθιστόρημα περιγράφει τη φιλία δύο κοριτσιών που συναντιούνται στην Αθήνα της δεκαετίας του 1970. Η δικτατορία στην Ελλάδα μόλις τελείωσε. Η Μαρία γεννήθηκε στην Αφρική και επιστρέφει στην πατρίδα της, όπου στην αρχή δεν της αρέσει καθόλου. Μέχρι που γνωρίζει την Άννα, που κατάγεται από το Παρίσι. Τα δύο κορίτσια είναι πολύ διαφορετικά. Αλλά γι’ αυτό γίνονται καλύτερες φίλες – και οι μεγαλύτερες ανταγωνίστριες …
Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου απάντησε σε δέκα ερωτήσεις που της έθεσε για το έργο της ο δημοσιογράφος Raphael Irmer.
Πώς γίνατε συγγραφέας;
Κοιτάζοντας τα σχέδια στο χαλί, στο σαλόνι μας. Πάντα κάτι συνέβαινε εκεί, τα φυλλαράκια οδηγούσαν σε λουλούδια κι εγώ φανταζόμουν μια πεταλούδα ή μια μέλισσα ή ένα παιδί που έρχεται να κόψει το τριαντάφυλλο και το τριαντάφυλλο του λέει, σε παρακαλώ μη με κόψεις. Οι πρώτες μου ιστορίες ήταν παραμύθια που έλεγα στον εαυτό μου για να μη βαριέμαι, σουρεαλιστικοί μονόλογοι για τη μυστική ζωή των ζώων και των χαλιών.
Ποιοί νεοέλληνες συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει;
Πρώτη η Άλκη Ζέη που τη διάβασα στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο διάβασα Μάρω Δούκα κι αργότερα Τίτο Πατρίκιο κι όλους τους ποιητές και τις ποιήτριες της γενιάς του. Βαθιά με επηρέασε η Μαργαρίτα Καραπάνου. Έγραφε τόσο απλές αλλά ριζοσπαστικές φράσεις, ήταν η Κλαρίσε Λισπέκτορ μας! Ακόμη αργότερα ανακάλυψα τον Δημήτρη Χατζή, τον Νίκο Καχτίτση και τη Μέλπω Αξιώτη που με επηρέασαν βαθιά με τον τρόπο του ο καθένας. Αγαπώ βαθιά της ελληνίδες ποιήτριες, από τη Σαπφώ ως τη Μάτση Χατζηλαζάρου και την Τζένη Μαστοράκη και τη Δανάη Σιώζιου.
Τι σας ενέπνευσε για το βιβλίο «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη»;
Ο τρόπος που τα κορίτσια ετεροκαθορίζονται μέσα από το βλέμμα άλλων κορίτσιών. Οι παιδικές και εφηβικές φιλίες που περιέχουν εν σπέρματι ένα δειγματολόγιο όλων των ανθρώπινων σχέσεων που θα έχουμε στη συνέχεια της ζωής μας. Σε αυτές τις σχέσεις μαθαίνουμε να είμαστε συγχρόνως οπαδοί και αρχηγοί. Μαθαίνουμε τον θαυμασμό, τη ζήλεια, τον ανταγωνισμό, τη συμμαχία, την εκλεκτική συγγένεια, την αγάπη, την εγκατάλειψη, τον πόνο.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Ελλάδα των δεκαετιών 1970 και ΄80. Γιατί διαλέξατε αυτό το παρελθόν;
Είναι εποχές που ξέρω, τις έζησα. Είναι τα παιδικά μου χρόνια και η εφηβεία μου. Ήθελα να μεταφέρω στο μυθιστόρημα το κλίμα της μεταπολεμικής Αθήνας κι αν είναι δυνατόν να ακολουθήσω και τις υπόλοιπες πολιτικές εξελίξεις, την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων και τη διάψευσή του.
Υπάρχουν, λοιπόν, αυτοβιογραφικές πτυχές στο βιβλίο;
Εννιά χρονών ζούσα κι εγώ στα Εξάρχεια. Δεν είχα έρθει όμως ούτε από την Αφρική, ούτε από το Παρίσι. Σήμερα πιστεύω ότι κι οι δυο αυτοί κόσμοι που διάλεξα λειτουργούν ως σύμβολα. Η Αφρική συνδέεται με τον κόσμο των ενστίκτων, το Παρίσι με τη διανόηση. Καρδιά και νους είναι τα πραγματικά τοπωνύμια αυτού του μυθιστορήματος.
Η αναρχική Άννα γίνεται καλλιτέχνις. Ποια είναι η σχέση του πολιτικού ακτιβισμού με την τέχνη;
Ό,τι κάνουμε είναι πολιτικό. Ο τρόπος που λέμε καλημέρα, που βοηθάμε κάποιον να περάσει απέναντι στο φανάρι ή τον κοιτάμε με απάθεια, ο τρόπος που ακούμε ή διακόπτουμε, που επιτρέπουμε στους άλλους να εκφράσουν τη γνώμη τους. Η τέχνη είναι ακτιβισμός, πριν απ’όλα είναι η οργάνωση του αχανούς κόσμου σε μια πλοκή. Επιλέγουμε κάθε στιγμή ήρωες, λέξεις, δράσεις, δρόμους στους οποίους θα κινηθούν οι ήρωες. Αλλά και σε λιγότερο γραμμικές πλοκές, σε πιο ανοιχτές αφηγήσεις επιλέγουμε, πάντα επιλέγουμε. Κι αυτό δεν γίνεται δημαγωγικά ή ρητορικά, αλλά ασυνείδητα. Όσο πιο ασυνείδητες οι συνδέσεις τόσο πιο βαθιές και φυσικές.
Ταυτίζεστε περισσότερο με την Άννα ή με τη Μαρία;
Και με τις δυο. Ακριβώς όπως στα όνειρά μας είμαστε ο ήρωας που τρέχει στο σκοτάδι και ο κακοποιός που τον κυνηγάει. Στο μυθιστόρημα οι ήρωες θα έπρεπε στην ιδανική περίπτωση να κινητοποιούν όλες τις καταπιεσμένες εκδηλώσεις της προσωπικότητάς μας, τις ιδιορρυθμίες μας, τους βαθύτερους φόβους μας. Μόνο τότε συμπάσχουμε και οδηγούμαστε στην κάθαρση. Αν και δεν πιστεύω μόνο στην ευθύβολη κάθαρση. Πιστεύω επίσης στην ατμόσφαιρα, στη δύναμη των λέξεων. Στις καθαρές σκέψεις.
Θα λέγατε ότι ως φίλους επιλέγουμε πάντα αυτούς που στην προσωπικότητά τους έχουν κάτι που δεν έχουμε εμείς;
Πάντα ψάχνουμε το άλλο μισό, την εκδήλωση μιας ασυνείδητης δυνατότητας να είμαστε άλλοι, να ξεφύγουμε από το στενό ρούχο της προσωπικότητάς μας και να αναπνεύσουμε πιο ελεύθερα.
Τι διακρίνει την αληθινή φιλία;
Αυτό που προσφέρουν οι αληθινοί φίλοι είναι αγάπη, κατανόηση, φροντίδα, έμπνευση και ελευθερία. Μας δέχονται όπως είμαστε και ταυτόχρονα υποστηρίζουν την αλλαγή μας σαν ένας σιωπηλός καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να καθρεφτιστούμε.
Τι κάνετε όταν δεν γράφετε;
Ό, τι κάνουμε όλοι. Διαβάζω, χορεύω, περπατάω, πηγαίνω στο σινεμά, συζητάω με φίλους, με την οικογένειά μου. Αλλά ακόμη και τότε γράφω στο μυαλό μου, είναι μια διαστροφή το γράψιμο. Ακούς μια φράση και τη σημειώνεις νοερά. Μα ακόμη κι αν την ξεχάσεις, της έχεις κάνει χώρο μέσα σου, της έχεις επιτρέψει να σε αναστατώσει ως μια ενδεχόμενη αφήγηση.

Η συγγραφέας
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου, γεννημένη στην Αθήνα το 1966, είναι βραβευμένη συγγραφέας και αρθρογράφος που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το έργο της περιλαμβάνει οκτώ μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Ζει στην Αθήνα, όπου διδάσκει δημιουργική γραφή.
Το βιβλίο
Αμάντα Μιχαλοπούλου: Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη
Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα Φεβρουάριος 2003
ISBN 97896003334975
Ο Raphael Irmer γεννήθηκε στο Βολφενμπύτελ. Είναι απόφοιτος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Ζει από το 2022 στο Μαγδεμβούργο όπου εργάζεται στην τοπική ημερήσια εφημερίδα «Volksstimme»..
Αμάντα Μιχαλοπούλου, εδώ και εδώ
Raphael Irmer εδώ
Συνέντευξη: Raphael Irmer. Σύνταξη: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: bahohe books, εκδόσεις Καστανιώτη, Αμάντα Μιχαλοπούλου.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)