Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο Ντ. Μπ. Μπλέττενμπεργκ ανήκει στους καλύτερους Γερμανούς συγγραφείς πολιτικών θρίλερ. Εδώ και κάμποσα χρόνια περνά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στη Λέρο. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που γεννήθηκε εκεί, αναζητά τώρα τον δρόμο της έκδοσης. Στο diablog.eu μπορείτε να διαβάσετε εν είδει «ορεκτικού» ένα διήγημα που διαδραματίζεται στη Λέρο. Μεταφέρθηκε στα ελληνικά από το συντακτικό μας μέλος Θανάση Τσίγκα.
«Προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης το Ισλάμ βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν αντικατοπτρισμό του εαυτού του. Ο Χριστιανισμός ήταν μια ανταγωνιστική μονοθεϊστική θρησκεία με μια παρόμοια αίσθηση αποστολικής συνείδησης και την ίδια ζέση στον προσηλυτισμό αλλοθρήσκων.» Roger Crowley, Κωνσταντινούπολη 1453 – η τελευταία μάχη
Το πτώμα του Τούρκου βρισκόταν στην πλακόστρωτη λωρίδα στάθμευσης πάνω από την παραλία του Παντελιού.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Οι κύματα έγλειφαν ήσυχα την άμμο και τα βότσαλα και η τεράστια πανσέληνος κρεμόταν ψηλά στον νυχτερινό ουρανό πάνω από τη Λέρο. Η ακτή της Μικρασίας απείχε μόνο επτά μίλια. Όσα ακριβώς χρειάστηκε και η θαλαμηγός που έφερε τον Τούρκο για ημερήσια εκδρομή στο ελληνικό νησί.
Ο άνθρωπος αυτός θα ήταν γύρω στα εικοσιπέντε του. Ακόμη και στο θάνατο κρατούσε το αλαζονικό χαμόγελο που τον έκανε για τελευταία φορά αντιπαθή τα μεσάνυχτα. Εξωτερικά δεν φαινόντουσαν τραυματισμοί. Αν είχε πεθάνει από αιμορραγία, τότε θα ήταν εσωτερική. Ως προς αυτό ο Νίκος Γεράκης δεν είχε καμία αμφιβολία. Μια κι ο άνθρωπος αυτός βάραινε τη συνείδησή του. Μάρτυρες υπήρχαν αρκετοί. Αλλά σχεδόν κανένας από τους Λεριανούς που ήταν παρόντες ή περνούσαν τώρα από εδώ για να χαζέψουν, δεν παρεξήγησαν και πολύ τον Νίκο που είχε δείξει σ’ έναν Τούρκο ότι δεν έπαιρνε άλλο. Ούτε καν η αστυνομία του νησιού δεν τον είχε αντιμετωπίσει άσχημα.
Ναι βέβαια, του είχαν περάσει χειροπέδες. Ήταν ίσως λίγο υπερβολικό, αλλά σε τελική ανάλυση εντάξει. Μια και αρχές Αυγούστου υπήρχαν πολλοί τουρίστες στη Λέρο. Όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά και από την Ευρώπη. Από εκεί ερχόντουσαν τα εμβάσματα που ήταν να σώσουν την Ελλάδα. Για αυτόν τον λόγο τον τελευταίο καιρό είχε μεγάλη σημασία να τηρούνται οι κανόνες. Φυσικά, εκτός από τα πακέτα βοήθειας από τις Βρυξέλλες ερχόντουσαν κι ένα σωρό τουρκικά λεφτά στη χώρα. Ήταν όμως οι μονέδες των νεόπλουτων γειτόνων που τους άρεσε να κοµπάζουν με το οικονομικό θαύμα τής χώρας τους όταν το Σαββατοκύριακο έκαναν εισβολή στα ελληνικά νησιά για ταξιδάκια αναψυχής. Και ας μην ξεχνάμε τους επενδυτές εξ Ανατολής που έφερναν κύκλους σαν τα όρνια πάνω από τη Λέρο για να πετύχουν φτηνό θήραμα. Διασκέδαση και μπίζνες. Ήταν ξεκάθαρη εισβολή.
Και πού έμενε χώρος για τους τίμιους Λεριανούς;
Ένα ερώτημα που απασχολούσε εδώ και καιρό τον Νίκο και για το οποίο ευχαρίστως θα ήθελε να έχει μια απάντηση.
Ο νεκρός ήταν εν πάση περιπτώσει από το Τουργκούτρεϊς. Οι αστυνόμοι είχαν ελέγξει τα χαρτιά του. Ο τόπος αυτός ήταν απέναντι, στην ηπειρωτική Τουρκία. Από εκεί και από το Μποντρούμ –ή την Αλικαρνασσό, όπως εξακολουθεί να το λέει ο καθωσπρέπει Έλληνας– ερχόντουσαν τα περισσότερα απ΄ αυτά τα ξιπασμένα πατριωτάκια. Αλλά αυτό δεν ήταν βέβαια λόγος για να σκοτώσεις. Έτσι το έβλεπε κι ο ίδιος ο Νίκος. Ακόμα κι αν δεν το τήρησε.
Μαγνητισμένος κοίταζε το πτώμα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω του. Μα πώς ακριβώς έγινε; Σίγουρα δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Να τον βγάλει νοκάουτ, αυτό ναι. Αλλά τίποτα παραπάνω. Γιατί, για τ΄ όνομα του Θεού, δεν σταμάτησε εκεί, όταν ο αντίπαλός του έπεσε εξουδετερωμένος στο έδαφος; Γιατί, διάολε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι; Καταραμένη μέρα. Κάτι παραπάνω: Καταραμένη εβδομάδα αυτή που πέρασε.

Είχε πάει στραβά από την αρχή.
Ο ήχος ήταν δυνατός και πολύ μονότονος.
Ένα ρυθμικό κτύπημα ανέσυρε τον Σρέντερ σιγά-σιγά από τον βαθύ ύπνο στην επιφάνεια και τον έκανε τελικά να ξυπνήσει ολότελα. Ήταν ακόμα νωρίς το πρωί, αλλά το φωτεινό φως του Αιγαίου γλιστρούσε ήδη μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του δωματίου – αν και του έλειπε ακόμα η λάβρα που θα έφερνε το μεσημέρι.
Όταν πριν από λίγες εβδομάδες είχε πρωτακούσει τον ήχο αυτόν, ήρθαν στο μυαλό τού βετεράνου δημοσιογράφου φωτογραφίες από τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Γυναίκες στις όχθες του ποταμού, που έπλεναν τα ρούχα χτυπώντας τα επανειλημμένα πάνω σε μεγάλες πέτρες. Έτσι ακριβώς ακουγόταν. Αλλά όπως στο μεταξύ ήξερε, υπεύθυνος για τα δυνατά αυτά κτυπήματα ήταν ο Θόδωρος. Κάθε φορά που ο γεροψαράς κτύπαγε τα καλαμάρια που μόλις είχε πιάσει.
Ο Σρέντερ δεν είχε ανάγκη να σηκωθεί για να δει την εικόνα αυτή. Την είχε δει πολλές φορές. Ο Θόδωρος άρπαζε με το χέρι το κοντόχοντρο σώμα του θηράματός του και χτύπαγε τα πλοκάμια με απλωτές κινήσεις στα βράχια της ακτής για να μαλακώσουν. Ξανά και ξανά έστελνε το χταπόδι στον βράχο. Ο γέρος συνέχιζε ανελέητα το τελετουργικό του. Κάθε τόσο έκανε μια μικρή παύση, έβαζε το μαλάκιο σε ένα δίχτυ και το ξέπλενε στο θαλασσινό νερό. Και αυτό γινόταν με ρυθμικές ταλαντώσεις που πρόδιναν μεγάλη υπομονή.
Αυτή λοιπόν ήταν η διαδικασία. Και γι αυτό ήταν τόσο νόστιμο το καλαμάρι, που σέρβιραν στον Σρέντερ στις ταβέρνες του Παντελιού. Η αντίθεση, ωστόσο, δεν του διέφυγε: Ένα φορτηγό πλησίασε στην ακτή. Δύο άνδρες έσυραν έναν μεγάλο πλαστικό κάδο με κατεψυγμένα χταπόδια στη θάλασσα, τον έβαλαν σ΄ ένα μεγάλο δίχτυ και τον κρέμασαν στο αλμυρό νερό. Μετά από κάποιες ώρες ήρθαν και πήραν τη «φρέσκια ψαριά». Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν στην περίοδο αιχμής ο ανεφοδιασμός για τους τουρίστες.
Ο Σρέντερ σηκώθηκε. Το μπαλκόνι ήταν ακόμα στη σκιά και αποτελούσε ένα ευχάριστο μέρος για να περάσει τις πρώτες ώρες της ημέρας. Έστειλε έναν χαιρετισμό στον γέρο στα βράχια της ακτής και απόλαυσε τη θέα. Στη δεξιά του μπορούσε να διακρίνει ακόμα τον μόλο του λιμανιού. Σάλπαρε ένα μικρό καΐκι. Με τον ζήλο ενός κυνηγόσκυλου το αλιευτικό ορμούσε στη θάλασσα και γέμιζε τον κόλπο με ανατολίτικη μουσική ραδιοφώνου. Πέρα από το λιμάνι απλωνόταν η παραλία με τις ταβέρνες. Στην πλαγιά από πάνω της ήταν αγκιστρωμένοι οι κύβοι των σπιτιών. Όταν κοίταζε πέρα από τη θάλασσα μπορούσε να δει ακριβώς απέναντι τα βουνά της γειτονικής Καλύμνου. Και προς τα αριστερά του, πίσω από το νησάκι της Αγίας Κυριακής με το λευκό του εκκλησάκι, τα παράλια της Μικράς Ασίας φάνταζαν σαν ένα φράγμα κατά μήκος του ορίζοντα. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαινόταν τόσο κοντινή που έλεγες ότι θα την πιάσεις, ενώ άλλες φορές δεν ήταν ούτε καν ορατή. Εξαρτιόταν από τον καιρό.
Ο Σρέντερ πήγε στο κουζινάκι να φτιάξει έναν καφέ και άνοιξε την πόρτα προς την αυλή για να δημιουργηθεί κάποιο ρεύμα. Μπροστά από το γειτονικό μπανγκαλόου, όπου διανυκτέρευε συνήθως ο Νίκος Γεράκης, κρεμόταν το σχοινί των ρούχων με μια ντουζίνα αντρικά εσώρουχα. Ο Σρέντερ χαμογέλασε. Μετά από μια μακριά περίοδο «ξηρασίας» ο Νίκος φαινόταν τελικά να βρήκε πάλι μια γυναίκα που είχε περάσει τη νύχτα μαζί του – και του ‘κανε και την μπουγάδα.

Ήταν πάντα το ίδιο σενάριο. Ο Νίκος συσσώρευε βρώμικα εσώρουχα, υπέφερε από την τελμάτωση του σπέρματός του και ήταν απογοητευμένος – μέχρις ότου έβρισκε την τελευταία στιγμή μια λύση για τα προβλήματά του. Κάθε μέρα τα πράγματα στένευαν για το καμάκι που γερνούσε. Καμάκια – οι εγχώριοι γυναικάδες που στην περίοδο αιχµής αναλάμβαναν να «περιποιούνται» τις αλλοδαπές ξανθές. Ωστόσο είχε περάσει προ πολλού η χρυσή εποχή του Νίκου στις παραλίες και στις ταβέρνες της Ρόδου. Αλλά κι εδώ στη Λέρο, ώριμος πια και μακριά από τον μαζικό τουρισμό, το πεπρωμένο του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Ο πολύχρωμος συνδυασμός από τολμηρά στρινγκ τα έλεγε όλα.
Και ενώ ο Σρέντερ είχε ακόμα τα μάτια του στο σχοινί με τα ρούχα, έτριξε η πόρτα του γείτονά του. Ο Νίκος βγήκε στην αυλή και πήγε τη μοτοσικλέτα του για να πάει στην οικοδομή. Όσον αφορά το εργασιακό ήθος ήταν αψεγάδιαστος. Πρωινός και ακριβής στην ώρα του, σε οποιοδήποτε σημείο του νησιού και να μυριζόταν αμειβόμενη εργασία. Ο Νίκος ήταν πελεκάνος, δηλαδή λιθοξόος. Αλλά επιτηδευόταν και σε οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν στις οικοδομές. Από τα ηλεκτρικά μέχρι τα υδραυλικά.
Όπως πάντα όταν ο Νίκος πήγαινε στη δουλειά, είχε μαζέψει τα ανοιχτόγκριζα μαλλιά του κάτω από ένα καπέλο του μπέιζμπολ, που ανοιχτά έφταναν μέχρι τους ώμους του. Χοντροκομμένα στρατιωτικά σορτς κάλυπταν τους δυνατούς του μηρούς. Γύρω από τη μέση έδενε μια φθαρμένη δερμάτινη ζώνη εργαλείων. Φορούσε κάτι ογκώδη παπούτσια εργασίας, πιτσιλισμένα με ασβέστη και κονιάματα. Ο γυμνός του κορμός ήταν έντονα μαυρισμένος, οι τρίχες του στέρνου φέγγιζαν άσπρες. Και οι δυνατοί μύες του θώρακα και των χεριών έδειχναν ότι είναι άνθρωπος δουλευταράς. Μόνο το δέρμα ήταν χαλαρό όπως αντιστοιχούσε στην ηλικία του. Όσο εμφανιζόταν ως καθωσπρέπει τεχνίτης, ο Νίκος ήταν χωρίς αμφιβολία ο εαυτός του. Τίποτα πάνω του δεν σε έφερνε σε αμηχανία. Μετά τη δουλειά τα πράγματα ήταν συχνά διαφορετικά.
«Καλημέρα», φώναξε ο Σρέντερ προς την αυλή.
Ο Νίκος αποκρίθηκε στον χαιρετισμό με ένα συγκρατημένο μειδίαμα και πάτησε τη μανιβέλα της εντούρο μηχανής του. Καβάλησε, μαρσάρισε και άφησε την σπασμένη εξάτμιση να βρυχηθεί στη σιωπή του πρωινού, ορμώντας έξω από την αυλή. Η μοτοσικλέτα ανήκε μάλλον στο πρόγραμμα αναψυχής: τα χρώματά της, κίτρινο καναρινί και μελανό μπλε, είχαν σκοπό να προσελκύσουν κυρίως Σουηδέζες, όπως αρεσκόταν να λέει το καμάκι.
Ο καφές του Σρέντερ μόλις είχε γίνει όταν άκουσε να τρίζουν πάλι οι μεντεσέδες της πόρτας του γειτονικού μπανγκαλόου. Πάλι έριξε μια ματιά στην αυλή και είδε μια γυναίκα να φεύγει. Δεν ήταν πια νέα και σίγουρα δεν ήταν σκανδιναβή. Πιθανώς Ελληνίδα. Ή Αλβανίδα. Η γυναίκα αυτή κάποτε ήταν όμορφη. Οι καμπύλες της διαφαίνονταν ακόμα κάτω από το λίπος που είχε μαζέψει. Αλλά τα στενά της σορτς και ένα μικροσκοπικό τοπ τα χάλαγαν όλα. Παρ΄ όλ΄ αυτά. Η κυρία ταίριαζε στον Νίκο. Ήταν της ηλικίας του. Δεν είχε άλλα περιθώρια. Έπρεπε να το πάρει απόφαση.
Ο Σρέντερ είχε ωστόσο τις αμφιβολίες του αν και ο Νίκος το έβλεπε έτσι.

Για άλλη μια φορά όλα πήγαν στον βρόντο.
Ο Νίκος προσπαθούσε να ελέγξει τον θυμό του. Δύο εβδομάδες είχε τίμια μοχθήσει και στο τέλος αυτή η απροσδόκητη είδηση: «πάγωμα της οικοδομής»! Και φυσικά για την ώρα χωρίς να γίνει καμία πληρωμή. Μπορεί στο τέλος του μήνα. Ίσως.
Παρακολούθησε τον εργολάβο που πήγαινε στο πολυτελές του SUV γκαρίζοντας στο κινητό. Ο Νίκος τους ήξερε καλά αυτούς του τάχατε σπουδαίους. Αλλά και τι να έκανε; Αν ήθελε δουλειά έπρεπε να τα βρει μαζί τους.
«Και να τακτοποιήσεις την οικοδομή», είχε ζητήσει ο Κροίσος. Ήταν ασύλληπτο. Πάντα έτσι ήταν, σου έπαιρναν τη δουλειά, σου έδιναν ψεύτικες υποσχέσεις για κάποια μακρινή μελλοντική πληρωμή και από πάνω σε εκβίαζαν κιόλας με αυτή την αόριστη ελπίδα. Αν ήθελες να δεις κάποτε τα χρήματά σου και να κρατήσεις εν ζωή την πιθανότητα μιας καινούργιας δουλειάς, δεν είχες άλλη επιλογή από το να χορέψεις στους ρυθμούς τους. Στο νησί τα πάντα μαθαίνονταν γρήγορα. Κι αν ένας τίμια εργαζόμενος αποκτήσει τη φήμη του γκρινιάρη…
Όπως και να ΄χει το πράγμα. Αλλά σήμερα ο Νίκος δεν είχε καμία διάθεση για οποιανδήποτε επιπλέον παραχώρηση. Περίμενε να εξαφανιστεί το SUV και πήγε στη μοτοσικλέτα του.
Τακτοποίηση, όχι δα.

Όταν μπήκε λίγες ώρες αργότερα στον Πατημένο, ο Νίκος φόραγε τα καλά του.
Σαν γερο-ινδιάνος είχε ανοιχτά τα ασημένια μαλλιά που του έφταναν μέχρι τους ώμους. Μόνο η κορδέλα των μαλλιών έλειπε. Το λευκό του παντελόνι ήταν λίγο κλος στους αστραγάλους και ήταν κατά τα άλλα στενό σαν τα οικονομικά του. Μια πόρπη μεγέθους παλάμης από μαργαριτόριζα στόλιζε τη ζώνη κροκό και έκανε μπαμ, γιατί από πάνω φορούσε ρεγιόν πουκάμισο, πράσινο φωσφοριζέ. Και ήταν ξεκούμπωτο σχεδόν μέχρι τον αφαλό. Αυτό έκανε τη βαριά και μόνο ελαφρά επιχρυσωμένη αλυσίδα με το δόντι της τίγρης να χτυπάει στο μάτι.
Ο Σρέντερ κάθισε σε ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα και απολάμβανε το ελαφρύ βραδινό αεράκι που χάιδευε παραλία και ταβέρνα, ενώ η θερμοκρασία είχε πέσει στους τριάντα μόλις βαθμούς. Είδε τον Νίκο να ανεβαίνει στο σκαμνί του μικρού μπαρ παίρνοντας τη στάση λαγωνικού που παραφυλάει. Με την πλάτη προς τον πάγκο, στηριγμένος τους αγκώνες, και το βλέμμα στραμμένο από το υπαίθριο κέντρο στη νυχτερινή παραλία, τον μόλο, τα σκάφη και τις γειτονικές ταβέρνες. Προς όλες τις κατευθύνσεις απ΄ όπου θα μπορούσε να φανεί η λεία του.
Ο Σρέντερ έμενε κάθε φορά άναυδος βλέποντας τον τελευταίο Απάτσι, όπως είχε βαφτίσει κρυφά τον Νίκο, με αυτό το σουλούπι – ακόμη και αν είχε τις τελευταίες εβδομάδες άφθονο χρόνο στη διάθεσή του για να συνηθίσει το θέαμα αυτό. Ο δημοσιογράφος χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι διασκεδάζοντάς το, έγνεψε έναν χαιρετισμό σε αυτόν τον ξεπεσμένο κατακτητή και επανήλθε στο βραδινό του φαγητό. Ήξερε ότι ο Έλληνας δεν ενδιαφερόταν για συνομιλίες με άλλους άνδρες.
Ο Νίκος βρισκόταν σε αποστολή και απέφευγε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή της «λείας» του από εκείνον.

Αλλά παρ΄ όλ΄ αυτά μετά από μια ώρα ο Σρέντερ τον πλησίασε στον πάγκο του μπαρ.
Ο Νίκος στραβοκαθόταν τώρα με κρεμασμένους τους ώμους στο σκαμνί του. Είχε φάει ήδη τρεις γερές χυλόπιτες. Δυο φορές από ξανθιά, μια από κοκκινομάλλα. Οι δυο ξανθές γύρω στα σαράντα. Η κοκκινομάλλα στα είκοσι συν. Εκτός του ότι δεν ήταν πια ένας νεαρός Άδωνις, το πλεύρισμα του Νίκου ήταν απλοϊκό και κάπως χοντροκομμένο. Όπως και να ΄χει το πράγμα γι αυτόν δεν ήταν καλή βραδιά. Το ένοιωθες ότι είχε παραδώσει τα όπλα.
«Γεια σου Μέρκελ», είπε ο Νίκος.
Ο Σρέντερ κούνησε μόνο το κεφάλι του. Όλοι εδώ έτσι τον φώναζαν. Σε αυτό έφταιγε η κρίση. Οι Έλληνες δεν πήγαιναν τους Γερμανούς που τους έλεγαν τι να κάνουν. Και οπωσδήποτε δεν πήγαιναν «μια κάποια» που πίστευαν ότι τους έκανε το αφεντικό. Εξυπακούεται. Αλλά ήταν ιδιαίτερα πικρό να σε φωνάζουν έτσι όταν το όνομά σου είναι Σρέντερ. Η πρότασή του να τον λένε «Καγκελάριο» δυστυχώς δεν έπιασε.
«Έναν Μύθο;» Ο Νίκος σήκωσε το μπουκάλι της μπύρας όπου έβρισκε αποκούμπι όλο το βράδυ.
Ο Σρέντερ ήξερε τις βλέψεις του Νίκου και συγκατένευσε. Ο καλός μας τα έφερνε δύσκολα βόλτα. Μια φορά είπε να τον κεράσει ένα γεύμα, αλλά ο Νίκος το αρνήθηκε περήφανα. Αλλά μια μπύρα δεν θα την αρνιόταν.
Ο Νίκος παράγγειλε αμέσως άλλη μια στο γκαρσόνι.
«Έχεις καινούργια φιλενάδα;», ρώτησε ο Σρέντερ.
Ο Νίκος ανασήκωσε τους ώμους.
«Κατάλαβα.»
«Τίποτα το ιδιαίτερο.» Ο Σρέντερ σώπασε, αλλά κούνησε το κεφάλι με κατανόηση.
«Τίποτα δεν κρατάει αιώνια, Μέρκελ. Ούτε ο έρωτας … ούτε η δουλειά.»
«Δουλειά;»
«Πάγωμα της οικοδομής από σήμερα. Χωρίς δουλειά. Χωρίς λεφτά.»
«Λυπάμαι.»
Ήρθε η μπύρα, ήπιαν μια γουλιά.
«Πώς πάει το ρεπορτάζ σου;»
«Καλά, προχωράει.»
«Για τι πράγμα γράφεις είπαμε;»
«Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης έξω από την Αθήνα.»
«Η κρίση!» Ο Νίκος γέλασε πικρά και ήπιε. «Όλα κρίση είναι, Μέρκελ. Πουλημένοι πολιτικοί, καμιά δουλειά για απλούς ανθρώπους σαν εμένα που να πληρώνεται τίμια. Και από γυναίκες; Αυτές τώρα πάνε με τους Τούρκος …» Έκανε μια κίνηση προς τον όρμο όπου αγκυροβολούσαν καμιά σαρανταριά θαλαμηγοί και ιστιοφόρα. Τα φώτα τους έλαμπαν προκλητικά μέσα στη νύχτα.
Ο Σρέντερ ήξερε, ότι τα περισσότερα σκάφη έπλεαν υπό την κόκκινη σημαία με το λευκό μισοφέγγαρο. Ουσιαστικά μια εγγυημένη πελατεία για τους Λεριανούς. Καλοπληρωτές, αλλά για ιστορικούς λόγους όχι και πάντα δημοφιλείς. Τόσα κοινά μεταξύ Αθήνας, Άγκυρας και Βρυξελλών.
«Τι στραβοκάθεσαι έτσι στο σκαμνί σου;», ρώτησε ο Νίκος.
Ο Σρέντερ είχε διώξει, όσο μπορούσε, τους πόνους του, αλλά τώρα επανερχόντουσαν.
«Έπεσα άσχημα.»
«Πού;»
«Πέρα σε μας. Στην απότομη σκάλα προς την ακτή. Θέλησα να κάνω ένα διάλειμμα από το γράψιμο και να κάνω μια μικρή βουτιά στη θάλασσα. Καθώς βιαζόμουν αντιλήφτηκα δυστυχώς πολύ αργά τον σωλήνα και τα βρεγμένα πλακάκια. Γλίστρησα στο πρώτο σκαλί και τα μέτρησα όλα μέχρι και το τελευταίο. Όλα με τη ράχη. Ευτυχώς όλα εντάξει με τη ραχοκοκαλιά και το κεφάλι. Αλλά έχω κάτι μεγάλες μελανιές στην πλάτη. Θα πάρει καιρό.»
Ο Νίκος γέλασε. «Γι αυτό πάς σαν γέρος. Αν δούλευες στην οικοδομή θα ήσουνα αλλιώς και θα υπέφερες λιγότερο.»
«Χωρίς παυσίπονα δεν μπορώ να κάνω τίποτα αυτή τη στιγμή. Κατάλαβα πώς είναι να σ΄ έχουν δείρει και να σου έχουν τσακίσει από πάνω τα παΐδια στις κλωτσιές.»
«Αυτό δεν μπορεί να σου συμβεί εδώ», είπε ο Νίκος σοβαρός και ήπιε μια γουλιά μπύρα. «Δεν τον αποτελειώνεις. Να βγάλεις κάποιον νοκάουτ, εντάξει. Αλλά τέρμα εκεί. Παλιός ελληνικός πολεμικός κανόνας.»
Η περηφάνια που κρύβονταν πίσω από τα λόγια αυτά ολωσδιόλου δεν διέφυγε του Σρέντερ.

Ο καύσωνας είχε καταβάλει τους πάντες στο νησί.
Ήδη από τις αρχές Ιουλίου επικρατούσαν θερμοκρασίες καμινιού που έφταναν στους σαράντα βαθμούς. Ίσα που αρκούσε η νύχτα, για να αρχίσει το πρωινό με είκοσι έξη βαθμούς. Και ο Αύγουστος που βρισκόταν προ των θυρών δεν φαινόταν ότι θα ‘ναι πολύ διαφορετικός. Όσο έφτανε το μάτι ούτε συννεφάκι. Μόνο το μελτέμι από τα βόρεια ανακούφιζε κάπως τον μονότονο καιρό. Σπάνια υπήρχε μόνο ένα ελαφρό αεράκι, συνήθως όμως σηκωνόταν ένας ενοχλητικός αέρας επτά με οκτώ μποφόρ, φέρνοντας σύννεφα σκόνης, που μάλλον σε αποξήραινε παρά σε δρόσιζε.
Τα τζιτζίκια δεν έλεγαν να σταματήσουν και σου έσπαγαν τα νεύρα. Όταν θα φτάσουν στο φόρτε τους θα είναι ώριμα τα σύκα. Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν ο Νίκος. Ο Σρέντερ είχε δυο μέρες να τον δει. Φαίνεται πως ήταν κλεισμένος στο μπανγκαλόου του. Μάλλον έπινε για να ξεχάσει την ανεργία, την έλλειψη χρήματος και τον ανταγωνισμό εξ ανατολής. Όταν ο Σρέντερ πήγαινε να πετάξει τα σκουπίδια στον κάδο έβλεπε τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία όπως άδεια κουτάκια μπύρας και μπουκάλια ποτών.
Ο ίδιος σερνόταν μέρες τώρα με την πονεμένη του πλάτη και προσπαθούσε να γράψει. Τα θέματα οικονομική κρίση και διαφθορά δεν τράβαγαν καθόλου με αυτή την ζέστη.

«Νίκο, όταν έχεις γυναίκα στο σπίτι κοστίζει εξτρά. Έτσι τα ‘χαμε συμφωνήσει.»
«Αντώνη, σε μένα δεν μένει κανένας.»
«Εγώ είδα όμως μιά.»
«Απλώς την πήδηξα. Αυτό ήταν όλο.»
«Και πότε έκανε όλη την μπουγάδα; Νίκο, μη με παραμυθιάζεις. Σε αφήνω να μένεις τζάμπα, μην το ξεχνάς. Αλλά εξτρά κοινόχρηστα δεν έχει. Ξέρεις πόσο πήγαν όλ΄ επάνω.»
«Λίγο ρεύμα και νερό παραπάνω είναι. Μένω εδώ γιατί μου χρωστάς. Κανονικά θα έπρεπε να μου πληρώνεις και το φαγητό.»
«Χαζομάρες τούμπανο.»
«Το διαμέρισμα που μένει ο Γερμανός δεν θα υπήρχε χωρίς εμένα. Όλα εγώ τα ‘φτιαξα. Από το λουτρό μέχρι την εντοιχισμένη κουζίνα.»
«Τι σχέση έχει ο Μέρκελ;»
«Καμιά. Το διαμέρισμά του έχει. Τα μεροκάματα ακόμα μού τα χρωστάς. Και τα ξεπληρώνεις με το νοίκι, θα μείνω εδώ μέχρι τον Νοέμβριο. Αυτό είχαμε συμφωνήσει.»
«Αλλά όχι να μένεις στο μπανγκαλόου μου με την αρραβωνιάρα.»
«Τώρα μην τα παραλές, Αντώνη.»
«Σε προειδοποίησα. Μπορώ να το νοικιάσω σε τουρίστες και να τα ‘κονομήσω.»
«Βλέπεις εσύ τουρίστες; Ελάχιστοι είναι φέτος.»
«Αυτό μπορεί ν΄ αλλάξει. Λέει: Antonis Kanaris, Studios and Apartments. Και οχι Το Άσυλο του Αντώνη. Βάλτο βαθιά στο μυαλό σου.»
«Μαλάκα.»
«Αν κάποιος είναι ο μαλάκας, τότε είσ΄ εσύ Νίκο! Και μην τα τσούζεις τόσο. Δεν κάνει καλό στα νεύρα. Κυρίως με αυτές τις θερμοκρασίες.»

Από επιλογή ο Σρέντερ έγραφε για πράγματα που κανείς δεν ήθελε να τυπώσει.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε βάλει προσωρινά στην άκρη το ρεπορτάζ για την ελληνική κρίση και εργαζόταν πάνω σε ένα θέμα που τον γοήτευε πολύ περισσότερο: Ελλάδα και Μικρά Ασία. Μόλις είχε πάρει στα χέρια το εξειδικευμένο βιβλίο ενός συγγραφέα ονόματι Roger Crowley, που τον ενέπνεε. Όπως πάντα πύκνωνε πρώτα τα όσα διάβασε, για να τα επεξεργαστεί αργότερα στο στυλ, για το οποίο ήταν γνωστός.
Ανατολή στα ελληνικά δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από την κατεύθυνση εξ ανατολών, έγραφε. Οι Οθωμανοί από τη φυλή του Οσμάν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ακριβώς έτσι ή απλώς αυτοαποκαλούνταν μουσουλμάνοι. Η υποτιμητική λέξη «Τούρκος» χρησιμοποιούνταν μόνο στο δυτικό κόσμο. Μόλις το 1923, μετά την ίδρυση της νέας δημοκρατίας με τη νέα πρωτεύουσα Άγκυρα, συντελέστηκε η γλωσσική αποδοχή του «Τούρκος» και της «Τουρκίας» στην Ευρώπη.
Ήδη το 1453, στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολυπολιτισμική. Απορροφούσε τους λαούς των υποτελών περιοχών και δεν έδινε μεγάλη σημασία στην εθνική ταυτότητα. Έτσι ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτικών μονάδων αποτελείτο από Σλάβους υπό την ηγεσία Έλληνα στρατηγού. Ο ναύαρχος των οθωμανικών ναυτικών δυνάμεων ήταν Βούλγαρος. Και ακόμη κι ο σουλτάνος ήταν πιθανώς κατά το ήμισυ Σέρβος ή Μακεδόνας.

«Δεν είναι η μέρα μου», είπε ο Νίκος στη γυναίκα που βρισκόταν ακίνητη από κάτω του.
Αναστέναξε, γλίστρησε από πάνω της κι άναψε τσιγάρο.
«Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου;», είπε η Όλγα ειρωνικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Ήταν ποτέ αλλιώς;»
«Σίγουρα την επόμενη φορά», έκανε ο Νίκος, περισσότερο για να τ’ ακούσει ο ίδιος.
«Ήταν όμως σίγουρα η τελευταία φορά που έκανα τη λάτρα σου.»
Αμίλητος την παρακολούθησε να ντύνεται και να φεύγει.
Τι άλλο του έμενε;
Το κορμί του πια ήταν μόνο για δουλειά, για τίποτ΄ άλλο.

Μετά ήρθε το Σαββατοκύριακο.
Σάββατο και Κυριακή αποδείχτηκαν, παρά τον μικρό αριθμό των τουριστών στο Παντέλι, αρκετά ζωντανές μέρες για να ξεκολλήσουν τον Νίκο από την αυτολύπηση και την κατάθλιψη. Ανασκουμπώθηκε, έβαλε τη «στολή» του, καβάλησε τη μοτοσικλέτα και αντιλάλησε το χωριό απ’ τη φασαρία. Ήταν μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μέχρι τον Πατημένο, αλλά το να πάει με τα πόδια θα ήταν πλήρης ταπείνωση.
Το βραδάκι είχε στο μπαρ μια πολλά υποσχόμενη συζήτηση με μια νεαρή Δανέζα που της άρεσαν οι «πραγματικοί» Έλληνες και που τον κέρασε τρεις μεγάλες μπύρες. Άλλες τόσες ήπιε ωστόσο και η ίδια. Γι αυτό και μέθυσε πολύ γρήγορα και αποτραβήχτηκε στον ξενώνα της, χωρίς ο Νίκος να προλάβει να της βάλει χέρι.
Λίγο αργότερα ήρθε ο Μέρκελ για φαγητό. Καθόταν στο τραπεζάκι του και διάβαζε εφημερίδα. Όπως πάντα ο Γερμανός δεν θα του έφερνε γούρι. Κανένα καμάκι που έκανε, δεν έπιασε – και στο τέλος κατέληξαν όλα όπως πάντα: ο Μέρκελ τον κέρασε άλλη μια μπύρα, μετά σηκώθηκε και την κοπάνησε. Τάχα για να δουλέψει.
Έτσι το Σαββατόβραδο τέλειωσε άδοξα.
Ο Νίκος πάλι βρέθηκε στα πρόθυρα της αυτολύπησης. Οι σκέψεις του έτρεχαν στο μισοπιωμένο μπουκάλι Pampero που είχε αφήσει στο μπανγκαλόου. Αυτό το ρούμι από τη Βενεζουέλα το εύρισκε εδώ και κάτι μήνες σε καλή τιμή στο σούπερ μάρκετ, και είχε συνηθίσει να πίνει τακτικά ένα ποτηράκι στην υγεία του Ούγκο Τσάβες. Άλλος ένας πολιτικός. Αυτός τουλάχιστον ήταν τρελός για δέσιμο. Δεν είχε αφήσει ποτέ ούτε μύγα των Ιμπεριαλιστών στο σπαθί του. Και μόνο αυτό ήταν λόγος αρκετός να επιτρέπει ο Νίκος στον εαυτό του ένα Cuba Líbre. Παρ’ όλο που τα εισαγόμενα λεμόνια από τη Βραζιλία ήταν πανάκριβα.
Hasta la victoria siempre!
Όμως προτού ο Νίκος αρχίσει την υποχώρηση προς το εσωτερικό μέτωπο των ποτών, άρχισαν οι φωνές. Ερχόντουσαν από το παρκινγκ πάνω από την παραλία, ακριβώς μπροστά από το Castelo, το προπύργιο των νεόπλουτων Τούρκων. Ο Νίκος άφησε τη μηχανή του και πήγε να τσεκάρει την κατάσταση. Λόγω της μικρής απόστασης ήταν επαρκές να κινηθεί με ταχύτητα ανέμελης βόλτας.
Μια ντουζίνα Λεριανοί όλων των ηλικιών είχαν συσπειρωθεί και τα είχαν βάλει με κάποιους Τούρκους που κάθονταν στη βεράντα του μπαρ του ξενοδοχείου και συμπεριφέρονταν σαν να ήταν δικά τους, όχι μόνο τα ελλιμενισμένα σκάφη πολυτελείας, αλλά και ολόκληρο το νησί. Οι Ανατολίτες φορούσαν φανταχτερά ρούχα σινιέ και είχαν τζελ στα μαλλιά. Για τον Νίκο κάτι βαθύτατα αποκρουστικό.
Αρχικά οι φιγουρατζήδες αγνοούσαν τις προσβολές των ντόπιων, μετά έγιναν καταδεκτικότεροι και ανταποκρίθηκαν βρίζοντας. Οι άνδρες από το Παντέλι όλο και πλησίαζαν. Ο Νίκος άρχισε να βρίσκει διέξοδο στη δυσαρέσκειά του. Είχε κάτι το απελευθερωτικό μετά από όλες αυτές τις απογοητεύσεις των τελευταίων ημερών να έχεις έναν καλό λόγο για να κάνεις φασαρία.
Οι Έλληνες είχαν φτάσει σιγά σιγά στα πρώτα τραπέζια της βεράντας του ξενοδοχείου. Οι Τούρκοι συνέχιζαν να κάθονται με προκλητική άνεση και χλεύαζαν τους ντόπιους προλετάριους. Απόμεναν περίπου δέκα μέτρα ανάμεσα στις δυο πλευρές. Δεν ήταν πολλά. Για τη συμπλοκή έλειπε όμως ακόμα η κατάλληλη σπίθα. Συνεχιζόταν το δυνατό βρισίδι με το προσβλητικό λεξιλόγιο.
Μετά οι Τούρκοι το παράκαναν.
Τραγούδησαν τον εθνικό τους ύμνο.
Πέρα από το λιμάνι ακουγόταν έντονη φασαρία.
Ο Σρέντερ άφησε το γράψιμο και βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιός ήταν ο λόγος της βραδινής ανησυχίας. Μάλλον ήταν μια από αυτές τις έντονες λογομαχίες μεταξύ των ντόπιων που κατέληγαν σε καυγάδες. Ξανακάθισε στο πληκτρολόγιο και συνέχισε να γράφει.
Οι Οθωμανοί σκόπευαν να καταβάλουν τελειωτικά τους ελληνόφωνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα ονομάζουμε αυτούς τους Έλληνες Βυζαντινούς, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1853, ακριβώς τετρακόσια χρόνια μετά τη μεγάλη πολιορκία της πόλης που σήμερα ονομάζεται Ισταμπούλ. Ακόμα οι σύγχρονοι Έλληνες την ονομάζουν επίμονα Κωνσταντινούπολη.
Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ονομάζονταν για τον λόγο αυτόν Ρωμαίοι-Ρωμιοί. Σε πολλά πράγματα αποτελούσαν τον αντικατοπτρισμό του οθωμανικού αντιπάλου. Ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν κατά το ήμισυ Σέρβος και κατά ένα τέταρτο Ιταλός, τα στρατεύματά του ήταν σε μεγάλο ποσοστό Δυτικοί, που οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν Φράγκους. Αυτοί οι Φράγκοι ήταν από την Καταλονία, τη Γένουα και τη Βενετία. Και στο πλευρό τους πολεμούσαν άντρες από την Κρήτη, ακόμα και Τούρκοι στην καταγωγή.

Με το που οι ανατολίτες ξεκίνησαν τον πρώτο στίχο του εθνικού τους ύμνου, άρχισε το πελεκούδι.
Σε μια σφοδρή συμπλοκή οι άνδρες από τη Μικρά Ασία κατόρθωσαν να απωθήσουν τους Λεριανούς από τη βεράντα προς τον χώρο στάθμευσης. Οι ντόπιοι όμως μπόρεσαν να ανασυνταχθούν και σιγά-σιγά να πάρουν το πάνω χέρι.
Ο Νίκος συνέβαλε το κατά δύναμη.
Ήταν πλαισιωμένος από δύο νεαρά «καλόπαιδα» από το Παντέλι. Τον Τάσο, που στο νησί τον φώναζαν όλοι εξαιτίας του Νεοζηλανδού πατέρα του Κίβι, και τον Τάκη, που χρωστούσε το παρατσούκλι του Οράνγε στην Ολλανδέζα μητέρα του. Οι νέοι δρούσαν κάπως ασυντόνιστα. Ο Νίκος αντίθετα ακολουθούσε πιστά τους κανόνες της κλασικής πυγμαχίας. Είχε ως πρότυπο τον Διαγόρα, τον θρυλικό πυγμάχο από τη Ρόδο, που στα μέσα του πέμπτου αιώνα π. Χ. είχε θριαμβεύσει σε όλους τους μεγάλους ελληνικούς αγώνες.
Με κάθε χτύπημα που έδινε, ο Νίκος εξαγριωνόταν όλο και περισσότερο. Είχε βρει επιτέλους μια διέξοδο για να εκτονωθεί. Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς γυναίκα – και παντού πολλοί, μα υπερβολικά πολλοί πλούσιοι Τούρκοι που σου έπαιρναν τα πάντα. Καλά λοιπόν να πάθουν. Έτρωγαν ξύλο. Αυτό ήταν καλό.
Αιμόφυρτοι οι νεόπλουτοι υποχώρησαν στο ξενοδοχείο και στα γιοτ τους. Μόνο ο ένας με τον οποίο είχε να κάνει ο Νίκος, ήταν σκληρό καρύδι. Αμυνόταν τόσο απεγνωσμένα που το γερασμένο καμάκι έχανε τις δυνάμεις του. Κατάφερε όμως να πετύχει τον Τούρκο στο σαγόνι έτσι που αυτός σωριάστηκε κάτω, βαριά χτυπημένος.
Ως εδώ όλα θα ήταν μια χαρά.
Αλλά ακόμα και ξαπλωμένος αυτός ο μαλάκας δεν σταμάτησε να τον προκαλεί. Και γι αυτό του Νίκου του γύρισαν τα μυαλά. Τον κλώτσησε στα αχαμνά. Σίγουρα δεν ήταν σωστό, αλλά δεν σήμαινε και τη συντέλεια του κόσμου.
Ο Νίκος όμως δεν έλεγε να σταματήσει. Ό,τι δεν μπορούσαν να κάνουν πια τα χέρια και οι γροθιές του, τα ανάλαβαν αυτόματα τα πόδια. Τον κλώτσησε ξανά και ξανά. Υπογάστριο. Κοιλιά. Συκώτι. Πλευρά. Νεφρά. Μόνο το κεφάλι απέφυγε. Τουλάχιστον τόσο έλεγχε ακόμα τον εαυτό του. Και όμως δεν μπορούσε να σταματήσει. Άλλη μια κλωτσιά. Κι άλλη μια. Μέχρι που τον άρπαξαν δυο Λεριανοί από τα μπράτσα, τον ηρέμησαν και τον απομάκρυναν.
Ο Νίκος δέχτηκε το άγγιγμα ευχάριστα.
Σιγά-σιγά ήρθε στα συγκαλά του.
Στις κρίσιμες στιγμές είναι καλό να βρίσκεσαι μεταξύ φίλων.
Φωτό: D. B. Blettenberg. www.dbblettenberg.de. Μετάφραση: Θανάσης Τσίγκας.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)