Χρίστος Ζουράρις: Δειπνοσοφιστής – η τελετουργική διάσταση της γεύσης

Βιβλιοπαρουσίαση του Α. Τσίγκα

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Ο Χρίστος Ζουράρις (γενν. το 1945) είναι δικηγόρος και συγγραφέας. Από το 1989 δημοσίευε στην Καθημερινή γαστρονομικά χρονογραφήματα με το ψευδώνυμο Δειπνοσοφιστής. Οι εκδόσεις Ίκαρος συγκέντρωσαν τα κείμενα αυτά σε τρία βιβλία, τα οποία γνώρισαν αλλεπάλληλες επανεκδόσεις. Οι εκδόσεις Edition Romiosini/Βερολίνο δημοσίευσαν τέλος Σεπτεμβρίου μια επιλογή τους σε μετάφραση της Μαρίας Θαφόν.

Πορτρέτο Χρίστου Ζουράρι
Χρίστος Ζουράρις
©Χ.Ζ.

Ευθέως και εξαρχής: Στη συλλογή αυτή δεν θα βρείτε συνταγές – ο συγγραφέας εξετάζει την ελληνική κουζίνα από ιστορική και φιλοσοφική σκοπιά. Έτσι δεν συστήνει το τι πρέπει να κάνετε, αλλά το τι θα ήταν καλό να αποφύγετε. Στα άρθρα του ο Χρίστος Ζουράρις εξετάζει τη μαγειρική ως σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται με τον τόπο, την ιστορία, τις ιδέες, τη θρησκεία και τις πολιτιστικές παραδόσεις του κάθε λαού. Αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία της ελληνικής μαγειρικής και μας εισάγει στο βαθύτερο νόημα των τελετουργιών τόσο στην κουζίνα όσο και στο τραπέζι.
Τα κείμενα ασχολούνται με την προέλευση, την ανάπτυξη και την οριοθέτηση της ελληνικής κουζίνας, τις απαρχές της στην αρχαιότητα, τις επιρροές της περσικής, βυζαντινής και οθωμανικής κουζίνας, την καθολίκευσή της με τη μικρασιατική μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών 1922-1923, την ουσία της γαλλικής κουζίνας και την επίδραση του διεθνισμού στη νεοελληνική γκουρμέ σκηνή – και είναι απολύτως ενδιαφέροντα.
Ο Ζουράρις είναι ένας μορφωμένος μεγαλοαστός που μοιράζεται με χαρά και χάρη τις γνώσεις του με το αναγνωστικό του κοινό. Διόλου επαρμένος ή «διδακτικός» μας εξιστορεί εκπληκτικά γεγονότα και εξελίξεις. Στα σύντομα άρθρα του μοιράζεται μαζί μας σκέψεις και απόψεις. Τα αποφθέγματα, οι αφορισμοί και οι τολμηρές, εύστοχες παρατηρήσεις του είναι πολύ παραστατικές και εντυπώνονται στη μνήμη. Οι τρεις Δειπνοσοφιστές του αποτελούν, με λίγα λόγια, το σαβουάρ βιβρ, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς στο ελληνικό τραπέζι. Ή μήπως γνωρίζετε ήδη ότι η ώρα του ούζου απαιτεί πειθαρχία στη στάση, στον ρυθμό, στην ποσότητα, στις γεύσεις – ακόμα και στην κουβέντα;
Κανόνες και άγραφοι νόμοι διέπουν τα κείμενα του Ζουράρι. Στην κλασική αρχαιότητα, το φαγητό ήταν απλό και λιτό, τα πιάτα χαρακτηρίζονταν από σαφήνεια οπτική (!), γευστική και οσφρητική. Κύριο γνώρισμα ήταν η ανάδειξη της γευστικής ατομικότητας του εδώδιμου προϊόντος. Το ανατολίτικο φαγητό –αυτό των Περσών, για παράδειγμα– ήταν πολύπλοκο και ερχόταν σε αντίθεση με το ελληνικό μέτρον άριστον. Το αττικηρώς δειπνίζειν ήταν η επιτομή του λιτοδίαιτου φαγητού. Το ψωμί, το λάδι και το κρασί υιοθετήθηκαν ως βασικά διατροφικά είδη και προάχθηκαν σε ιερά σύμβολα, που πολύ αργότερα τα οικειοποιήθηκε η χριστιανική θρησκεία. Ο Ζουράρις γράφει:«Η κουζίνα, τελικά, είναι ανθεκτικότερη από τη θρησκεία».

αναπαράσταση ανδρώνα
Μικρός ανδρώνας στην Πριήνη
©U. Juch-Neubauer

Έτσι λοιπόν, χωρίς ποτέ να είναι στεγνός, μας ταξιδεύει όχι μόνο στην ιστορία και την πολιτιστική ιστορία της αρχαιότητας, αλλά και σε εκείνη του Μεσαίωνα και της νεώτερης εποχής. Μέχρι τη εξάπλωση των ψυγείων και των καταψυκτών, η εναλλαγή των εποχών καθόριζε τα προϊόντα της κουζίνας. Η εποχιακή αυτή ποικιλία δημιουργούσε έναν ετήσιο κύκλο και αποτελούσε γαστρονομική ευλογία. Συμπεραίνει λοιπόν: «Φτωχή μεν αλλά τίμια η κουζίνα μας», χωρίς όμως να παραλείπει την επισήμανση κάθε είδους γαστρονομικών διασυνδέσεων. Κατονομάζει τα συγγενικά τουρκικά πιάτα και αναφέρεται στην επιρροή της ανατολίτικης κουζίνας. Από τα γαστρονομικά ρεύματα της Δύσης (η κουζίνα των παλαιοελλαδιτών) και της Ανατολής (η κουζίνα των μικρασιατών προσφύγων) προήλθε τελικά η σημερινή ελληνική κουζίνα. Τα επιχειρήματά του είναι εύλογα. Γράφει για τον χρόνο ως παράγοντα στην προετοιμασία των φαγητών (δηλαδή την ακρίβεια του ενδεδειγμένου μαγειρικού χρόνου), πλέκει το εγκώμιο της μελιτζάνας, ασχολείται σε αρκετά κεφάλαια με την λογία και την αστική κουζίνα ή ορίζει τα χαρακτηριστικά ενός πετυχημένου μουσακά (που αποτελεί επιμειξία ελληνικής και λογίας δυτικής κουζίνας). Επαινεί τις «καθαρές γεύσεις» που σερβίρονται στις κουζίνες των καφενείων της υπαίθρου, καταγγέλλει την ανεξέλεγκτη αναρχία που επικρατεί στη σημερινή μαγειρική και εκφράζει μέχρι και συμβουλές για τον χρόνο και τον τόπο συγκομιδής συγκεκριμένων τροφών.

Στον δεύτερο και τρίτο Δειπνοσοφιστή περιλαμβάνονται δοκίμια που αναφέρονται σε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως «γαλλική κουζίνα», στην ανανέωση και καθολίκευση της μάλλον λιτής κουζίνας της παλαιάς Ελλάδας μέσα από την πλούσια κουζίνα των μικρασιατών προσφύγων, στην οινοποσία στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και στα εστιατόρια ως έκφραση δημοκρατικής αντίληψης. Αξίζει να τα διαβάσετε!

Το 2019, σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις που έχει δώσει, ο Χρίστος Ζουράρις ρωτήθηκε εάν θα υπάρξει και τέταρτος Δειπνοσοφιστής. Απάντησε ότι «Οι Δειπνοσοφιστές μου αγωνίστηκαν –μεταξύ άλλων– για την ανακαίνιση της ελληνικής κουζίνας. Δεν νομίζετε ότι ήλθε η ώρα να βρεθεί κάποιος που θα ανακαινίσει τους Δειπνοσοφιστές;»

γερμανική και ελληνική έκδοση

Το απόσπασμα (πολυτονικά)
Η ΣΑΦΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ (4)
Ὅταν ὁ Ἔρμιππος (πρόσωπο τοῦ Καβάφη, ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων) ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἑλλάδα κατευθυνόμενος πρός κάποια ἀπό τίς ἐκτεταμένες ἐπικράτειες τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς κι ἐνῶ ἡ τριήρης του ἔπλεε στά νερά τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου («ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερά…»), κατελήφθη ἀπό μιά ἀκατανίκητη ἐπιθυμία νά φιλοσοφήσει. Εἶχε, ὑποθέτουμε, προηγηθεῖ μιά μακρά καί γόνιμη παραμονή του στήν Ἑλλάδα, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας θά τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά γνωρίσει τούς ἀνθρώπους, νά ἐξοικειωθεῖ μέ τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους καί νά ἀποκομίσει τίς προσήκουσες ἐμπειρίες. (Τά ψώνια, τήν ἐποχή ἐκείνη, δέν εἶχαν ἀναχθεῖ ἀκόμα σέ ἐπιβεβλημένη δραστηριότητα τῶν ταξιδιωτῶν.) Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἔρμιππος, τήν ὥρα πού ἀγνάντευε σιωπηλός τό πέλαγος, στρέφεται ξαφνικά πρός τὸ συνταξιδιώτη του (περί τοῦ ὁποίου, ἐπίσης, οὐδέν γνωρίζομεν) καί ἀποφαίνεται:
«Ἄς τήν παραδεχθοῦμε τήν ἀλήθεια πιά
–εἴμεθα Ἕλληνες κι ἐμεῖς– τί ἄλλο εἴμεθα;
ἀλλά μέ ἀγάπες καί συγκινήσεις τῆς Ἀσίας
πού κάποτε ξενίζουν τoν Ἑλληνισμό.»
Ὡς ἄθλιος γαστρονόμος θά χρησιμοποιήσω αὐτούς τούς στίχους πρός ἴδιον ὄφελος. Ὡς ἕνα ἀπό τά κλειδιά πού θά μᾶς ἐπιτρέψουν νά ἐξηγήσουμε τίς διαφορές τῶν δύο μεγάλων ρευμάτων τῆς ἑλληνικῆς κουζίνας (πρίν αὐτά συναντηθοῦν κατά τή δεκαετία τοῦ 1920) καί νά καταλάβουμε, ἴσως, γιατί ἡ κουζίνα τῆς Ἀνατολῆς εἶναι κουζίνα σύνθετη καί ἐξεζητημένη καί γιατί ἡ κουζίνα τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἡ κουζίνα τῆς λιτότητας καί τῆς ἐκφραστικῆς σαφήνειας.
Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀντιμετώπισαν πάντοτε μέ δυσπιστία τήν Ἀνατολή. Τόπο ἄξενο, ὑπερμεγέθη, αἰνιγματικό. Μέ τήν ἴδια δυσπιστία ἀντιμετώπισαν ἐπίσης τίς «συγκινήσεις» τῆς Ἀνατολῆς καί τόν λεγόμενο «αἰσθησιασμό» της, διότι ἔκριναν ὅτι αὐτά τά πράγματα ὑπερέβαιναν τήν ἑδραία περί τοῦ «μέτρου» ἀντίληψη τῶν Ἑλλήνων. (Εἶναι προφανές ὅτι ἐδῶ ἀναφέρομαι ὁπωσδήποτε σέ ἄλλη ἐποχή καί κατά πᾶσα πιθανότητα σέ ἄλλο λαό.)
Αὐτό ὅπως πού προβλημάτισε περισσότερο τούς Ἕλληνες ἦταν ἡ δύσκολη (καί ἴσως ἀδύνατη) σχέση πού διατηροῦσαν οἱ κάτοικοι αὐτῶν τῶν περιοχῶν μέ τό περιβάλλον τους: ἡ τιθάσευση τῆς φύσης ἀπαιτοῦσε ἔργα κολοσσιαῖα, ὅπως ἐκεῖνα τῆς Μεσοποταμίας, ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας ἐπετυγχάνετο μόνον μέ τήν ἐγκαθίδρυση δεσποτικῶν καθεστώτων, ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς ἔπρεπε νά ἀκολουθεῖ τίς σκολιές ὁδούς τοῦ ἐρωτισμοῦ, ἡ ἀγωνία, τέλος, τῶν ἀνθρώπων γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου κατέληγε πάντοτε εἴτε σέ ἀφελεῖς μανιχαïσμούς εἴτε σέ βλοσυρές ἐσχατολογίες.
Στήν κουζίνα (διότι, ὡς γνωστόν, μ’ αὐτήν ἀσχολούμαστε) ἡ ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ἔχουν προσοικειωθεί τόν χῶρο πού τούς περιβάλλει, ἐκδηλώνεται μέ ἄλλα σημάδια: μέ τήν ἔνταση τῶν γεύσεων, μέ τήν πολυπλοκότητα τῶν συνθέσεων, μέ τήν ἐκζήτηση καί (ὅσο κι ἄν φαίνεται περίεργο) μέ τίς σάλτσες.
Ἡ κουζίνα τῆς Ἀνατολῆς ἔχει ἀκριβῶς αὐτά τά χαρακτηριστικά. Εἶναι, σέ σχέση μέ τήν ἑλλαδική, κουζίνα ἐντονότερου ἤθους καί ρωμαλεότερων τόνων, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀντιδικεῖ μέ τό περιβάλλον της ἐλπίζοντας νά τό χειραγωγήσει.
Εἴδαμε στό προηγούμενο κείμενο τήν ἐξαντλητική ποικιλία τῶν μεταποιήσεων, στήν ὁποία ἡ ἀνατολίτικη κουζίνα ὑποβάλλει τή μελιτζάνα. Ἀνέφερα πάνω ἀπό δέκα τρόπους ἐπεξεργασίας της, καί οἱ ἀνατολίτες εἰδήμονες μιλοῦν γιά παραλλαγές καί ἐπεξεργασίες πού ὑπερβαίνουν τίς διακόσιες. Ἡ ἀγωνία τῆς κουζίνας εἶναι ἐδῶ ἐμφανῆς: ὅσο θά τιθασεύεται ἡ μελιτζάνα τόσο θά «ἐξανθρωπίζεται» ἡ φύση.
Ἀλλά ἡ περιπλοκότητα τῆς ἀνατολικῆς κουζίνας ἐπιβεβαιώνει καί μιά ἄλλη σταθερά τῶν ἀνατολικῶν πολιτισμῶν: ἡ ἡδονὴ ἐν γένει, καὶ ἕν προκειμένω ἡ ἡδονὴ ποὺ προσφέρει ἕνα ἔδεσμα, δὲν μπορεῖ –γιὰ τοὺς Ἀνατολίτες– νὰ προκύπτει ἀπὸ ἁπλᾶ καὶ «ἀποκαθαρμένα» γευστικὰ στοιχεῖα. Ἀπαιτοῦνται ποικίλα ἐρεθίσματα καὶ μαγειρικὲς φαντασμαγορίες.
Τὸ κρέας, γιὰ νὰ γίνει ἔναυσμα ἡδονῆς, πρέπει νὰ μετατραπεῖ σὲ κιμᾶ, νὰ ἀναμιχθεὶ μὲ κρεμμύδια, σκόρδα, μαϊντανό, κίμινο, κρασί, πιπέρια καὶ καρυκεύματα πολλῶν εἰδῶν, νὰ τηγανιστεῖ, νὰ μπεῖ στὸ φοῦρνο μὲ σάλτσα ντομάτας καὶ νὰ προσφερθεῖ μὲ μιὰ ποικιλία ἄλλων ὑλικῶν.
Στὴν ἀπὸ δῶ Ἑλλάδα ἡ κατάσταση ἦταν τελείως διαφορετική. (Ἕπονται κοινοτοπίες, δηλαδὴ πολὺ σημαντικὰ πράγματα.)
Τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἐδῶ εἶναι ἤπιο, ἤρεμο, φιλικὸ καὶ προσαρμοσμένο στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Τοπίο ἀπόλυτης διαύγειας, ὅπου τὰ πάντα φαίνονται καὶ τὰ πάντα εἶναι ὁρατά. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τῆς πολυθρύλητης «ἑλληνικῆς γραμμῆς» τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου «παντοῦ ἥμερα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης, εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία, χάρις, ἱλαρότης, πόθος φωτομέθης, λίκνισμα μακαριότητος…»….
Ἀντίστοιχη εἶναι καὶ ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν κόσμο. Πλήρης ἀπουσία αὐστηρότητας καὶ βλοσυρότητας. «Ὁ Ἕλλην δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του –δηλαδὴ τοὺς Θεούς του– παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ εἶχε μὲ τοὺς βουλευτάς του»… Σ’ ἕνα τέτοιο λοιπὸν τοπίο, φυσικὸ καὶ πνευματικό, εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ κουζίνα ποὺ θὰ ἀναδυθεῖ μέσα ἄπ΄ αὐτὸ θὰ ἔχει ἀκριβῶς τὰ ἴδια χαρακτηριστικά.
Ἡ ἑλληνικὴ κουζίνα, πράγματι, εἶναι κι αὐτὴ ἤρεμη, φωτεινή, εὔρυθμη, ἱλαρὴ καὶ πολιτεύεται σὲ ἤπιους τόνους (τὸ εἴδαμε στὸ προηγούμενο κείμενο). Ἡ κουζίνα τῆς Ἑλλάδας «οὐ φυσιοῦται, οὐ περπερεύεται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τα ἑαυτῆς», βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ἁρμονία μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐμπνέεται ἄπ΄ αὐτὸ καὶ τὸ ὑπηρετεῖ πιστά.
Ἐπιχειρῆστε ἕνα πείραμα: πηγαίνετε, ἂς ποῦμε, στὴν Ἄνδρο. Καθίστε ἕνα ἀνοιξιάτικο μεσημέρι στὴν παραλία καὶ δοκιμάστε νὰ φᾶτε μιὰ ἀντρεκὸτ μὲ μανιτάρια καὶ κρέμα καὶ νὰ πιεῖτε ἕνα κόκκινο κρασὶ ἀπὸ τὴν ἐξ ἑσπερίας ὁρμώμενη ποικιλία cabernet sauvignon (ποὺ κατακλύζει ἐσχάτως τὴν Ἑλλάδα). Ἡ ἀσυμφωνία τοπίου, φαγητοῦ καὶ κρασιοῦ εἶναι πλήρης, οἱ ἐντυπώσεις ἀλληλογρονθοκοπούμενες καὶ τὸ ἀποτέλεσμα καταστροφικό. Ἐξίσου καταστροφικὸ μὲ τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης τιτανομαχίας ποὺ διεξάγεται λίγο παρακάτω, μέσα στὸ παρακείμενο Μουσεῖο Γουλανδρή, ὅπου καθημερινῶς διαπληκτίζονται οἱ πίνακες τοῦ ἐρασιθάνατου Μπουζιάνη μὲ τὰ ἀνοιγμένα πρὸς τὸ ἀχανές (;) Αἰγαῖο παράθυρα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ τελειώσουμε. Ἀφήσαμε καὶ πάλι ἀναπάντητα πολλὰ ἐρωτήματα: μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «κουζίνα», ὅταν ἡ μεταποιητικὴ παρέμβαση τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὰ ἐδώδιμα ὑλικὰ εἶναι τόσο περιορισμένη ὅσο στὴν Ἑλλάδα; Μήπως ἡ «σαφήνεια» τῶν γεύσεων δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἔνδειξη ἔνδειας καὶ στέρησης; Μήπως ἡ φαντασμαγορία τῆς ἀνατολικῆς κουζίνας ὀφείλει πολλὰ στὸν συγκεντρωτισμὸ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ στὶς γαστρονομικὲς ἀναζητήσεις τῆς ἄρχουσας τάξης;
Θὰ τὰ δοῦμε ἐν καιρῷ. Ἤδη πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ἀρκετὰ ἱκανοποιημένοι. Ἀπὸ «συνειδητοὶ» συμπολῖτες μεταβληθήκαμε σὲ «συνειδητοὺς» ὁμοτράπεζους.

Η ελληνική έκδοση στις Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα
Χρίστος Ζουράρις:
Δειπνοσοφιστής, πρώτη έκδοση 1991, ISBN: 978-960-7233-18-9
Ο δεύτερος Δειπνοσοφιστής, πρώτη έκδοση 1999, ISBN: 978-960-7721-38-9
Ο τρίτος Δειπνοσοφιστής, πρώτη έκδοση 2003, ISBN: 978-960-7721-95-2
 
Η γερμανική έκδοση
Christos Zouraris, Gastmahl eines Gelehrten: Ein kulturphilosophisches Rezeptbuch
Edition Romiosini, Βερολίνο 2022, 102 σελίδες
ISBN-13: 978-3-946142-93-5

νέο πορτρέτο
©Μαρία Θαφόν

Η μεταφράστρια της γερμανικής έκδοσης
Η Μαρία Θαφόν σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Έχει εργαστεί πάνω από τριάντα χρόνια ως καθηγήτρια ελληνικών, μεταφράστρια και διερμηνέας μεταξύ των άλλων για στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών. Διευθύνει το σχολείο ξένων γλωσσών Ellada στην Ελβετία. Έχει μεταφράσει (εν μέρει ως Maria Petersen) μ.τ.α. κείμενα των Μουρσελά, Καββαδία, Σφακιανάκη, Τατσόπουλου, Κούρτοβικ, Καραπάνου, Φάις, Στίγκα και Αξιώτη στα γερμανικά.

Η μετάφραση της Μαρίας Θαφόν στα γερμανικά είναι εξαιρετικά ζωντανή. Δαμάζει τα ατίθασα κείμενα που γράφτηκαν για τους γηγενείς, ξεπερνά άριστα τις αμέτρητες και παντός είδους φραστικές παγίδες, κάνει τα κείμενα κατανοητά και ευκολοανάγνωστα χωρίς να υπεξαιρεί την ειρωνεία, καυστικότητα ή τα πλάγια κτυπήματα του συγγραφέα. Δεν φείστηκε κόπων να αναζητήσει τα πολυάριθμα πρωτότυπα σπαράγματα τόσο στα αρχαία και νέα ελληνικά όσο και στα γαλλικά, γεγονός άξιο θαυμασμού. Το Κέντρο Νέου Ελληνισμού (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βερολίνου (FU Berlin) έκανε μια πολύ σωστή επιλογή στην ανάθεση της μετάφρασης αυτής.

Οι εκδόσεις Edition Romiosini
δημοσιεύουν ελληνική ή σχετική με την Ελλάδα λογοτεχνία στα γερμανικά. Η συλλογή προσφέρεται, όπως και όλα τα βιβλία των εκδόσεων Edition Romiosini για δωρεάν online ανάγνωση.
Μπορείτε να διαβάσετε τα χρονογραφήματα στα γερμανικά online εδώ: https://bibliothek.edition-romiosini.de/catalog/book/81
Για την online ανάγνωση πρέπει να εγγραφείτε – δωρεάν και με εξαιρετική φιλικότητα προς τον χρήστη.

Απόσπασμα, με φιλική παραχώρηση των εκδόσεων Ίκαρος: Χρίστος Ζουράρις. Βιβλιοπαρουσίαση και σύνταξη: Α. Τσίγκας. Απεικονίσεις: Χρίστος Ζουράρις, Ursula Juch-Neubauer, Μεταίχμιο, Edition Romiosini, Maria Zafón.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε