Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Στην Ελλάδα του 1936 το ρεμπέτικο «Εγώ θέλω πριγκηπέσα» του Παναγιώτη Τούντα ήταν μεγάλη επιτυχία. Αλλά η «πιασάρικη» μελωδία του είχε βγει σε δίσκο των 78 στροφών ήδη το 1910. Ο Νίκος Ορδουλίδης αναζήτησε την πορεία της και κατέληξε σε εκπληκτικά συμπεράσματα. Ο φίλος του Σίμον Στάινερ επέλεξε μερικές από τις συνολικά 21 ηχογραφήσεις που συγκέντρωσε στη μελέτη του ο Ορδουλίδης και τις παρουσιάζει στο diablog.eu.
► Η μελέτη του Ορδουλίδη στα αγγλικά: «The Peregrinations of a Princess» στο περιοδικό ARSC Journal, φθινόπωρο 2021, εδώ
Η μελωδία της Πριγκηπέσας είχε ηχογραφηθεί ήδη το 1910 από την εβραϊκή μπάντα κλέζμερ Stupels Vilna Orchestra στη Βίλνα της Λιθουανίας, ως φινάλε του «Karaite Medley» (► εδώ στα 2:00). Πώς βρέθηκε λοιπόν στην Ελλάδα 26 χρόνια αργότερα;

©Kounadis Archive Virtual Museum/Nikos Ordoulidis
Υπεύθυνος γι΄ αυτό ήταν ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1868 και πέθανε στην Αθήνα το 1942. Σπούδασε μουσική στην Αίγυπτο και έζησε στην Αιθιοπία μέχρι το 1921. Από το 1924 έως το 1941 εργάστηκε για τις δισκογραφικές εταιρείες Odeon, British Columbia και His Master’s Voice. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Τούντας είχε πρόσβαση στα δισκογραφικά αρχεία και ταλέντο στην ανεύρεση ελκυστικών μελωδιών με τις οποίες εμπλούτιζε τις συνθέσεις του.
Μια ασυνήθιστη ιστορία αγάπης
Το 1936 ο Τούντας και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσαν μέσω του Τύπου το ειδύλλιο μεταξύ της κόρης του ιρακινού βασιλιά, της πριγκίπισσας Αζάχ Φαϊζάλ, και ενός έλληνα ξενοδοχοϋπαλλήλου που ξεκίνησε το 1935, ενώ η πριγκίπισσα περνούσε τις διακοπές της στη Ρόδο. Το ζευγάρι κλέφτηκε το 1936 και παντρεύτηκε κρυφά (φωτογραφία του ζεύγους στην αρχική σελίδα). Κληρονομικά ζητήματα που αφορούσαν ιρακινές πετρελαιοπηγές οδήγησαν στο τέλος του γάμου. Ο Τούντας εμπνεύστηκε από αυτή την ιστορία, ανακάλυψε την κλέζμερ μελωδία και δημιούργησε την επιτυχία του. Η μουσική κλέζμερ αποτελεί ενόργανη μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Περιλαμβάνει χορευτικές και τελετουργικές μελωδίες και αυτοσχεδιασμούς που παίζονταν σε γάμους και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου η μουσική αυτή γινόταν δημοφιλής. Ενσωματώνει στοιχεία από πολλά άλλα μουσικά είδη όπως της οθωμανικής (κυρίως ελληνικής και ρουμανικής) αλλά και της μπαρόκ μουσικής, της εβραϊκής θρησκευτικής μουσικής και των γερμανικών και σλαβικών λαϊκών χορών. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μουσικοί της Stupels Vilna Orchestra που ηχογράφησαν το Karaite Medley ανήκαν στην ομώνυμη εβραϊκή μειονότητα των καραΐτών με ρίζες –όπως και η πριγκίπισσα Αζάχ Φαϊζάλ– στο Ιράκ. Φυσικά ο Τούντας ενσωμάτωσε στο τραγούδι του και τον υπόκοσμο του Πειραιά: το χασίς και το πάθος, τους χορούς των δερβίσηδων και τον μπαγλαμά, το κακόφημο μουσικό όργανο των ρεμπέτηδων. Οι στίχοι εκφράζουν την επιθυμία για γρήγορο πλουτισμό, και αποτελούν αντανακλαστικό στις οικονομικά επισφαλείς συνθήκες της εποχής που επικρατούσαν τότε όχι μόνο στην Ελλάδα.
► «Εγώ θέλω πριγκηπέσα» του Παναγιώτη Τούντα, ερμηνεία Στελλάκη Περπινιάδη, εδώ
Οι στίχοι
ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΗΠΕΣΑ
Στην Ελλάδα δεν μπορώ μια γυναίκα για να βρω
έχει όμορφες πολλές μα είναι, μάνα μου, φτωχές.
Εγώ θέλω πριγκηπέσα από το Μαρόκο μέσα
να ‘χει λίρα με ουρά να, γυναίκα μια φορά.
Πέρσι πέρασ’ από ‘δω κι έψαχνε να βρει γαμπρό
χωρίς να το ξέρω εγώ, μάνα μου, να σε χαρώ.
Με είδε κάτω στον Πειραιά, στου Τζελέπη με παρέα
κι από τότε μ΄ αγαπά και μου στέλνει και λεφτά.
Θα με κάνει βασιλιά πέρα ‘κεί στην Αραπιά
κι όλα της θα τα ‘χω εγώ, μάνα μου, να σε χαρώ.
Δεκαοχτώ βαγόνια λίρες, κοκαΐνες και νταμίρες
κάθε είδους άργιλε με διαμάντι όλο ντουμπλέ.
Θα μου πάρει μπαγλαμά, φίλντισι και μάλαμα
κι ό,τι άλλο θέλω εγώ, μάνα μου, να σε χαρώ.
Πεντακόσιοι ντερβισάδες θα μας φτιάνουν τους λουλάδες
να φουμάρουμε γλυκά στο χρυσό μας τον οντά.
Εγώ θέλω πριγκηπέσα από το Μαρόκο μέσα
να ‘χει λίρα με ουρά να, γυναίκα μια φορά.

©Kounadis Archive Virtual Museum/Νίκος Ορδουλίδης
Σταθμοί της περιπλανώμενης μελωδίας
Ο μουσικός ερευνητής Tony Klein ανακάλυψε τη μελωδία της «Πριγκηπέσας» στο τραγούδι «Gib mir Bessarabia» της Columbia (Νέα Υόρκη 1946): ερμηνευτής είναι ο Aaron Lebedeff, που συνοδεύεται από την ορχήστρα του Sholom Secunda. Ο Λεμπέντεφ γεννήθηκε το 1873 στο Γκόμελ της σημερινής Λευκορωσίας, και ο Σεκούντα το 1894 στην Αλεξάνδρεια (Oleksandrija) της σημερινής Ουκρανίας. Και οι δύο περιοχές ανήκαν τότε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τόσο ο Λεμπέντεφ όσο και ο Σεκούντα ήταν Εβραίοι. Ο Σεκούντα μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αμερική το 1907 σε ηλικία 13 ετών, λόγω των επανειλημμένων πογκρόμ κατά του εβραϊκού πληθυσμού στη Ρωσία. Οι στίχοι του «Gib mir Bessarabia» ήταν στα γίντις, μια δυτικογερμανική γλώσσα ηλικίας περίπου χιλίων ετών. Αναπτύχθηκε ως συγχώνευση γερμανικών διαλέκτων της κεντρικής Ευρώπης με εβραϊκά, αραμαϊκά και σλαβικά στοιχεία, όπως και κατάλοιπα ρομανικών γλωσσών. Την ομιλούσαν κυρίως οι Εβραίοι Ασκενάζι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
► «Gib mir Bessarabia», με τους Lebedeff και Secunda, εδώ
Η περιπλανώμενη μελωδία κατακτά τα Βαλκάνια
Το «Moja mati cilim tka» (Η μάνα μου υφαίνει ένα κιλίμι) ηχογραφήθηκε επανειλημμένα από το 1927 και μετά με μια «τσιγγάνικη» ορχήστρα στο Ζάγκρεμπ.
Ο Δημήτρης «Σαλονικιός» Σέμσης γεννήθηκε το 1883 στην τότε οθωμανική Στρώμνιτσα (σήμερα Βόρεια Μακεδονία). Σημειωτέον ότι ο Τούντας, ο συνθέτης της ελληνικής «Πριγκηπέσας», γεννήθηκε το 1886, οπότε οι δύο πρωταγωνιστές του ρεμπέτικου ήταν σχεδόν συνομήλικοι. Ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο ερμηνευτής της πιο δημοφιλούς εκδοχής της «Πριγκηπέσας», είχε επιβεβαιώσει τη συνεργασία των τριών ρεμπέτηδων. Ο Σέμσης μπορούσε να παίζει διάφορες τεχνοτροπίες: τούρκικα, αραβικά, σέρβικα, ισπανικά, ρουμάνικα, ουγγρικά, βουλγάρικα και «τσιγγάνικα». Σύμφωνα με τις διηγήσεις της κόρης του εργάστηκε γύρω στο 1896 ως μουσικός σε ένα τσίρκο που έκανε στάση στο Βελιγράδι, την πρωτεύουσα του τότε Βασιλείου της Σερβίας.
Το τραγούδι είναι πολύ δημοφιλές στη Σερβία, εκδόθηκε ως παρτιτούρα τη δεκαετία του 1920 και αναμορφώθηκε αρκετές φορές. Ενδεικτικό της δημοτικότητας του τραγουδιού είναι το γεγονός ότι η σερβική εφημερίδα Pravda αναφέρει στις 12 Δεκεμβρίου του 1932 ότι παίχτηκε στην πόλη Νίτρα της σημερινής Σλοβακίας.
Η περιπλανώμενη μελωδία ταξιδεύει στην Ουκρανία, τη Ρουμανία και τις ΗΠΑ
Η ουκρανική ορχήστρα του Dymytro Kornienko ηχογράφησε το ποτπουρί «Rumunka Kolomyjka» (Румунка коломийка) στη Νέα Υόρκη το 1929, στο οποίο περιλαμβάνεται και η μελωδία της «Πριγκηπέσας». Ο kolomejka φαίνεται να είναι ένας λαϊκός ουκρανικός χορός, ενώ η Kolomeja μια περιοχή στη νοτιοδυτική Ουκρανία.
Ένας άλλος σταθμός στη δισκογραφία της «Πριγκηπέσας» είναι το Βουκουρέστι: ο Grigoraș Dinicu παίζει τη μελωδία με βιολί σε μια ηχογράφηση της Grammophone που έγινε το 1939 στο Βουκουρέστι και στη συνέχεια κυκλοφόρησε αποκλειστικά στις ΗΠΑ.
Υπάρχει άλλη μια ρουμάνικη ηχογράφηση. Τραγουδήθηκε από την Ioana Radu, (γενν. το 1917) και κυκλοφόρησε το 1945 από την Electrecord.
► Η ερμηνεία της Ioana Radu, εδώ
Στα αρχεία του ουγγρικού Κοινοβουλίου υπάρχει το «Cine-a făcut crâșma-n drum, mândrulița mea» (Όποιος κι αν έχτισε αυτό εδώ το πανδοχείο, αγάπη μου). Ηχογραφήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1955 στο χωριό Pécel. Η διάλεκτος αναφέρεται ως «erdely» (η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «τρανσυλβανική») ενώ η εθνικότητα ως «ρομά».
Η μελωδία επιστρέφει στην Ελλάδα
Η Χάρις Αλεξίου ηχογράφησε το 1975 ένα τραγούδι του Βασίλη Βασιλειάδη, ο οποίος είχε τη φήμη «διαβόητου κλέφτη ρεμπέτικων τραγουδιών». Η επιτυχία που ερμηνεύει η Αλεξίου έχει τον τίτλο «Πώς το λένε» και είναι ατόφια η μελωδία της «Πριγκηπέσας».
► Η ερμηνεία της Χάρις Αλεξίου, εδώ
Τελευταίο προς το παρόν σταθμό της περιπλανώμενης μελωδίας αποτελούν οι επιτόπιες ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε ο Αλμπέρτο Ναρ τη δεκαετία του 1990 στη Θεσσαλονίκη, που πριν τον Β΄ΠΠ ονομαζόταν –λόγω του πολυάριθμου πληθυσμού εβραϊκής πίστης– και Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. Ο Ναρ ηχογράφησε ηλικιωμένους Έλληνες Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Το τραγούδι ονομάζεται «Decidi de me kazar», που σημαίνει «Αποφάσισα να παντρευτώ». Οι στίχοι είναι στα λαντίνο –την ισπανοεβραϊκή γλώσσα που μιλούσαν οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης– γραμμένοι από τον Μοσέ Καζές, ο οποίος αποδίδει τη μελωδία του τραγουδιού στον συνθέτη της «Πριγκηπέσας» Παναγιώτη Τούντα.
► Η μουσική συλλογή του Ναρ ως τρίγλωσσο βιβλίο με CD: «Θυμάμαι», εδώ
Οι 21 ηχογραφήσεις της περιπλανώμενης μελωδίας της «Πριγκηπέσας»
Ο Νίκος Ορδουλίδης γράφει ότι η μελέτη των σταθμών της «Πριγκηπέσας» αποκαλύπτει κάτι που έχει ήδη εξεταστεί εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία: Την ανάγκη οργανωμένων και πλήρως τεκμηριωμένων δισκογραφικών αρχείων.
Το ταξίδι μάλλον δεν έχει τελειώσει ακόμα, γιατί πρέπει να υπάρχουν ακόμα αναρίθμητες παραλλαγές. Είναι αυτονόητο ότι στο μέλλον θα εμφανιστούν περισσότερες ηχογραφήσεις πάνω στο ίδιο μουσικό θέμα. Εάν εμβαθύνουμε στις ενορχηστρώσεις θα ακούσουμε τις ιδιαιτερότητες και τα κοινά σημεία της μελωδίας και θα καταλάβουμε γιατί ενθάρρυνε μουσικούς από τη Λιθουανία, τη Σερβία, την Ουκρανία, τη Σλοβακία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία να αξιοποιήσουν τη μελωδία και να την συμπεριλάβουν στο ρεπερτόριό τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χριστιανοί των βαλκανικών χωρών (με έναν όχι αμελητέο ελληνόφωνο πληθυσμό) ήταν κατά κύριο λόγο ορθόδοξου δόγματος που αντάλλασαν μεταξύ τους το ρεπερτόριο.
Ο Ορδουλίδης γράφει, ότι «Η Πριγκηπέσα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα περιπλανώμενης μελωδίας που εμφανίστηκε τον 20ό αιώνα σε διαφορετικές εκδοχές και περιοχές, εποχές και πλαισιώσεις. Η δισκογραφία απεικονίζει το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ρεπερτορίων καθώς και την οικειοποίηση και μετατροπή των τραγουδιών από τους μουσικούς».
► Νίκος Ορδουλίδης, ερμηνεία της Πριγκηπέσας με πιάνο εδώ και ως ψυχεδελική αποδόμηση με πιάνο (Νίκος Ορδουλίδης) και φωνή (Άκης Πιτσάνης) εδώ
► Συνέντευξη του Νίκου Ορδουλίδη που έδωσε στον Σίμον Στάινερ στις 31/3/2021 (στα γερμανικά και με περαιτέρω συνδέσμους), εδώ
► Ο Σίμον Στάινερ και ο Alain Domagala αναμετρήθηκαν με τον ήχο της Πριγκηπέσας, ενώ ο ηχητικός τάπητας υφάνθηκε από τον Eckhart Holzboog και τον Oliver Prechtl, εδώ

Ο μουσικολόγος και πιανίστας Νίκος Ορδουλίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και δημιουργός του ερευνητικού εγχειρήματος «Το λαϊκό πιάνο». Αναζητά τρόπους επανερμηνείας και κατανόησης της λαϊκής μουσικής της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Μεσογείου.

Ο Σίμον Στάινερ είναι συγγραφέας και ρεμπέτης. Τον μισό χρόνο ζει με τη σύζυγό του στα Βασιλικά της βόρειας Εύβοιας.
Κείμενο: Simon Steiner. Φωτογραφίες: Kounadis Archive Virtual Museum, Νίκος Ορδουλίδης, Γιώργος Ευαγγέλλου, Simon Steiner. Σύνταξη και μετάφραση: Α. Τσίγκας.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)