Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Οι 413 μέρες δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε ημερολόγιο, άλλα μια ρεαλιστική και πολλές φορές ποιητική αφήγηση των ημερών που έζησε μια νεαρή Ελληνίδα στη Βιέννη μετά τη σύλληψή της από τα Ες-Ες στην Αθήνα.
Το βιβλίο γράφτηκε στα ελληνικά, αλλά εκδόθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1983. Σήμερα είναι εξαντλημένο. Το 1958 κυκλοφόρησε σε μετάφραση της ίδιας της Τερέντσιο στα γαλλικά, το 1961 στα ισπανικά. Η γερμανική μετάφραση δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις bahoe books το 2021.

Η περιπέτειά της είναι λιγότερο καταθλιπτική από άλλες αφηγήσεις της εποχής εκείνης. Εάν το βιβλίο τραβάει την προσοχή, εντυπωσιάζει και συναρπάζει είναι γιατί έχει έναν ασυνήθιστο τόνο που αιχμαλωτίζει από τις πρώτες σελίδες, εάν όχι ήδη από τις πρώτες γραμμές. Αυτή η κάπως άγρια περηφάνια, αυτή η εσωτερική αξιοπρέπεια, αυτή ή αλύγιστη αντίσταση που δεν διστάζει ν’ αψηφήσει τον κίνδυνο, είτε μπρος στους Γερμανούς είτε μπρος στους εισβάλλοντες Ρώσους, αποτελεί γνώρισμα της ιδιοσυγκρασίας της Τερέντσιο και της ψυχικής της δύναμης.

Η Γιολάντα Τερέντσιο (δεξιά στη φωτογραφία) ήταν κόρη του Τόνι Τερέντσιο και της Τζούλιας Αμπελά και είχε μία αδελφή κατά δύο χρόνια μικρότερη, την Άλμπα. Τελείωσε το Γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών το 1940 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από την οποία δεν αποφοίτησε. Στις 10 Ιουνίου 1944 συνελήφθη από τα Ες-Ες λόγω της αντιστασιακής της δράσης και στάλθηκε για καταναγκαστική εργασία στην Αυστρία. Μετά τον πόλεμο αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δημοσιογραφίας του Παρισιού και εργάστηκε για πολυάριθμες εφημερίδες. Μετά το πραξικόπημα του 1967 πήγε στο Λονδίνο και συνέβαλε σημαντικά στην ενημέρωση του ελληνικού κοινού και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κατάσταση στην Ελλάδα μέσω των εκπομπών της στο BBC, για τις οποίες αργότερα τιμήθηκε επανειλημμένα. Μετά την πτώση της δικτατορίας η Τερέντσιο εργάστηκε και πάλι για ελληνικές εφημερίδες.
Υπήρξε ιδιαιτέρως μαχητική μέχρι το τέλος της και πίστευε βαθύτατα στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Παρά τη σημαντική προσφορά της δεν επιζήτησε ποτέ την αναγνώριση από το κράτος και τους θεσμούς του. Για το δημοσιογραφικό της έργο τής απονεμήθηκε το 2003 το βραβείο εθνικής αντίστασης «Μανόλης Λίτινας» από το (ιδιωτικό) Ίδρυμα Μπότση. Πέθανε στην Αθήνα το 2006.

Η καταναγκαστική εργασία
Η χρήση σκλαβιάς και καταναγκαστικής εργασίας στη Ναζιστική Γερμανία (γερμανικά: Zwangsarbeit) και σε όλη τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη κατά το Β΄ ΠΠ είχε πρωτοφανή έκταση, επιβλήθηκε συνολικά σε είκοσι εκατομμύρια άτομα. Στο απόγειό τους οι εργάτες αυτοί αποτελούσαν το 20% του γερμανικού εργατικού δυναμικού. Αποτελούσαν ζωτικό τμήμα της γερμανικής οικονομικής εκμετάλλευσης των κατακτημένων εδαφών και συνέβαλε παράλληλα στη μαζική εξόντωση πληθυσμών της κατεχόμενης Ευρώπης.
Η εφαρμογή της στην Ελλάδα: Στην Κρήτη υποχρεώθηκαν 20.000 άτομα να εργαστούν για τις αρχές κατοχής, κυρίως κάτω από σκληρές συνθήκες στα ορυχεία. Από το 1943 και μετά η Βέρμαχτ στρατολόγησε άλλους 100.000, συμπεριλαμβανομένων και 16χρονων. Στη Γερμανία στάλθηκαν 23.000 άνδρες και γυναίκες και στη συνέχεια άλλοι 12.000 ως καταναγκαστικοί εργάτες και 1.000 ως αιχμάλωτοι πολέμου, συνολικά 156.000 άτομα. Καταναγκαστική εργασία εδώ
Εισαγωγή στο βιβλίο
Την καλύτερη εισαγωγή στο βιβλίο της Γιολάντα Τερέντσιο αποτελεί μια συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο, συγγραφέα και μεταφραστή Κρίστιαν Γκόνζα πριν από 24 χρόνια. Δημοσιεύθηκε στις 30 Απριλίου 1999 στην καθημερινή εφημερίδα της Βιέννης Die Presse.

Το περιεχόμενο του άρθρου:
Αθόρυβα, σε μακριές σειρές
Τα ξημερώματα της 10ης Ιουνίου 1944 η γερμανική αστυνομία συλλαμβάνει τη Γιολάντα Τερέντσιο στο σπίτι των γονέων της στη Φιλοθέη, στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στον εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε «εθελοντική» εργασία στο Ράιχ. Επιλέγει την «εθελοντική» εργασία. Προορισμός της η Βιέννη. Μια συνάντηση.
«Άγνωστοι σταθμοί, άγνωστα μέρη και κανείς δεν σε περιμένει στο τέλος της διαδρομής. Αυτοί οι εγκαταλελειμμένοι σταθμοί μέσα στη νύχτα!» Ένα ταξίδι στα Βαλκάνια προς το άγνωστο μέσα από τα μάτια μιας νεαρής Ελληνίδας.
Οι κραυγές των βασανισμένων στα θολωτά υπόγεια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν στην Αθήνα έκαναν την απόφασή της εύκολη. Υπογράφει το συμβόλαιο εργασίας και επιβιβάζεται στο τρένο για τη Βιέννη.
Μπροστά από την ατμομηχανή υπήρχε ένα ανοιχτό βαγόνι γεμάτο με ομήρους σε μια «κλούβα» από συρματόπλεγμα. Κάθε σαμποτάζ από Έλληνες ή Γιουγκοσλάβους αντάρτες θα σήμαινε τον θάνατο αυτών των ζωντανών ασπίδων. Η αποστολή περιλάμβανε 400 εργάτες. Στη φοιτήτρια δεν ήταν συμπαθείς: «Μερικοί έχουν φρικτά εξανθήματα σε χέρια και πόδια. Είναι αποκρουστικοί και βρώμικοι, τους περιφρονώ που πηγαίνουν στη Γερμανία με τη θέλησή τους. Αλλά όταν βλέπω τα λιανά τους κορμιά και τα δυστυχισμένα τους μάτια, που μοιάζουν με μάτια πεινασμένων σκύλων, τους λυπάμαι», θα έγραφε αργότερα. Η πρώτη εντύπωση ήταν απατηλή. Όταν ο συρμός πέρασε τα σύνορα του Γερμανικού Ράιχ μετά από δέκα ημέρες, η Τερέντσιο είχε γνωρίσει αρκετά άτομα που ερχόντουσαν απευθείας από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ή είχαν επιστρατευτεί. Το 1944 ήταν χιλιάδες αυτοί που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Το ταξίδι του Τερέντσιο μέσα από τα ανταρτοκρατούμενα εδάφη σηματοδότησε την αρχή μιας οδύσσειας 413 ημερών. Στο τέλος του μεγάλου ταξιδιού της, πάνω από ένα χρόνο αργότερα, χαμογελούσε ξανά: μια φωτογραφία από τον Ιούλιο του 1945 την δείχνει σε μια ομάδα Ελλήνων επαναπατριζόμενων κάπου στα Βαλκάνια και καθ’ οδόν προς τον νότο. Πάνω στο εμπορευματικό βαγόνι φαίνεται η ελληνική σημαία, ο φίλος της ο Γιάννης έχει περασμένο το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
«Απογοητεύτηκα. Φυσικά και απογοητεύτηκα», λέει η Τερέντσιο για την παλιννόστησή της. Σήμερα είναι 77 ετών. Η ηλικιωμένη κυρία ζει στη Γλυφάδα στη νότια ακτή της Αθήνας, ακριβώς δίπλα στη θάλασσα. Όταν έχει διαύγεια διακρίνονται από την ταράτσα του σπιτιού της τα βουνά της Πελοποννήσου πίσω από την Αίγινα. Ο θόρυβος από τον μεγάλο παραλιακό δρόμο υπενθυμίζει την κυκλοφορία και κίνηση της μητρόπολης Αθήνα-Πειραιά των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων. Για ώρες καθόμαστε στο μεγάλο καθιστικό του πρώτου ορόφου ανάμεσα σε βιβλία, φωτογραφίες συγγενών της και τις ανυπόμονες γάτες της. Χτυπάει το τηλέφωνο: «Πάρε με αργότερα, έχω εδώ έναν Αυστριακό που με ανακάλυψε», λέει ειρωνικά στο ακουστικό.
«Τις κοπέλες από την Ουκρανία και τη Λευκορωσία που είχαν παντρευτεί Έλληνες για να μην υποχρεωθούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, δεν τις άφηναν να μπουν στην Ελλάδα. Υπήρξαν αυτοκτονίες και μέσα στο τρένο ακόμα. Αμέσως μετά τα σύνορα μας πήγαν σε ένα άλλο στρατόπεδο. Εκεί πέρασα έλεγχο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να με ανακρίνουν, αλλά δεν είχα να περιμένω και τίποτα το καλό, δεν ήμουν εθνικόφρων.» Όσο έλειπε, είχαν ξεσπάσει μάχες στην Αθήνα μεταξύ του φιλοκομμουνιστικού ΕΛΑΣ και των Βρετανών συνεπικουρούμενων από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Η Τερέντσιο ήταν οργανωμένη στην ΕΠΟΝ, τη νεολαίας του ΕΑΜ. Μέχρι το 1948 δεν της έδιναν διαβατήριο και δεν μπορούσε να βγει από την Ελλάδα.

Μετά από 413 ημέρες: Ιούλιος 1945, η Γιολάντα Τερέντσιο (δεύτερη από δεξιά) με μια ομάδα Ελλήνων επαναπατριζόμενων
«Μετά την επιστροφή μου δεν ήμουν καθόλου καλά. Το γράψιμο ήταν όμως η θεραπεία μου.» Κρατούσε ημερολόγιο και από αυτό προέκυψε το χειρόγραφο για τις «413 ημέρες» της ως στρατολογημένη εργάτρια. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία το 1958 και πρωτοτυπώθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1982. «Ένας εκδότης ενθουσιάστηκε, θα το τυπώσουμε αμέσως, είπε – αλλά χωρίς το κομμάτι μετά την εισβολή των Ρώσων στη Βιέννη. Ένας άλλος ήθελε μόνο το μέρος μέχρι το τέλος του πολέμου. Εγώ επέμεινα: η ιστορία πρέπει να μείνει ολόκληρη!» Το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα γερμανικά. Αλλά το χειρόγραφο ήταν μόνο η αρχή. Η Γιολάντα Τερέντσιο έγινε δημοσιογράφος και έκανε καριέρα στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ελλάδα. Μιλάει για τα χρόνια της στην παγκόσμια υπηρεσία του BBC, όταν 1967-1974 πολέμησε το καθεστώς των συνταγματαρχών μέσω του ραδιοφώνου. Στη συνέχεια μιλάει για την Αθήνα και τους διεφθαρμένους αστυνομικούς, για τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου, όπου οι διακινητές μεταναστών ρίχνουν μερικές φορές το ζωντανό φορτίο τους από το Πακιστάν ή το Κουρδιστάν στη θάλασσα όταν πλησιάζουν τα λιμενικά σκάφη. «Ζούμε σε μια εποχή χωρίς ηθική», καταλήγει.
Η Γιολάντα Τερέντσιο θυμάται πιο έντονα τις μυρωδιές. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά από τις μπότες των Γερμανών στρατιωτών. Πρέπει να ήταν φτιαγμένες από ένα ιδιαίτερο, κατώτερης ποιότητας δέρμα.» Η δυσοσμία πλανιόταν ακόμα στο πατρικό της εβδομάδες αφότου είχαν φύγει οι στρατιώτες του Άφρικα Κορπς που το είχαν επιτάξει. Τον Απρίλιο του 1941 η Βέρμαχτ είχε νικήσει τα ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα. Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι κατέλαβαν τη χώρα. Οι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε ιδιωτικά σπίτια. Οι λεηλασίες των νέων αφεντικών και ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός προκάλεσαν την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τον χειμώνα της πείνας του 1941/42 πέθαναν μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας περίπου 50.000 άνθρωποι από λιμό. Το 1942 άρχισε η στρατολόγηση εργατών για τη Γερμανία. Τους υποσχέθηκαν εξασφαλισμένη εργασία και καλούς μισθούς. Το μεγαλύτερο επιχείρημα ήταν όμως η πείνα. Το δεύτερο στη σειρά επιχείρημα ήταν ο εξαναγκασμός. Παρόλ΄ αυτά, μόνο 22.000 εργάτες και εργάτριες περίπου επιβιβάστηκαν συνολικά στα τρένα – ένα απειροελάχιστο ποσοστό σε σύγκριση με τη μάζα των εννιάμισι εκατομμυρίων που «εργάζονταν» συνολικά στο Ράιχ.
Μια άλλη μυρωδιά που έμεινε ανεξίτηλη ήταν αυτή της πίσσας στις στέγες των ο παραπηγμάτων στο στρατόπεδο διέλευσης Στράσχοφ (Strasshof) στο οροπέδιο Μάρχφελντ (Marchfeld) ανατολικά της Βιέννης. Εκεί έγινε ο έλεγχος των Ελλήνων του μεταγωγικού συρμού που προορίζονταν για τις βιομηχανίες της Βιέννης και εκεί έγιναν θεατές της «τελικής λύσης». Στο Στράσχοφ έκαναν το 1944 στάση και οι αποστολές των Ούγγρων Εβραίων. Οι φρουροί δεν έκαναν καμία διάκριση: τους χτυπούσαν όλους. Ωστόσο κόσμοι ολόκληροι χώριζαν αυτές τις δυο ομάδες. Οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν στον διοικητή του στρατοπέδου για κακομεταχείριση. Το επιχείρημα ότι είχαν έρθει οικειοθελώς απέφερε καρπούς.
Η διοίκηση της Βιέννης έστειλε την Τερέντσιο στη Siemens. «Φοβόμουν ότι στο εργοστάσιο θα γινόμουν ένα μάτσο πετσί και κόκαλα», λέει η Γιολάντα. Μαζί με τον «μνηστό» της, τον Γιάννη, βγήκε στην παρανομία. Ένας Αυστριακός τους βρήκε χαρτιά, σπίτι και δουλειά. Ήταν αντικαθεστωτικός. Σε αντάλλαγμα το ζευγάρι επισκεύαζε γραφομηχανές. Τα πρώτα τους χρήματα τα ξόδεψαν στο Βούρστελπρατερ (Wurstelprater), ένα βιεννέζικο λούνα παρκ διασκέδασης.
Η συναναστροφή τους εκεί δεν ήταν καλή: φυγάδες στρατολογημένοι εργάτες, μαυραγορίτες, εγκληματίες. Η Τερέντσιο γράφει για τους Έλληνες: «Με τον καιρό την βρίσκω με στους συμπατριώτες μου. Κανείς δεν θρηνεί άπραγος τη μοίρα του. Την παίρνουν ελαφρά τη καρδία και δεν τους νοιάζει. Δίνουν μια χαρούμενη νότα στη μελαγχολία της χώρας αυτής. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κάνει με τα διάφορα περιουσία, και όσοι δεν έχουν, δεν ξεμυτίζουν δημόσια. Είναι γενναιόδωροι και τρελαίνονται για τις σερβιτόρες και τις ευγένειες των ταβερνιάρηδων. Η αστυνομία είναι πάντα στο κατόπι τους και τα στρατόπεδα γεμάτα από Έλληνες. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Ήρθαν εδώ για να ζήσουν τη μεγάλη ζωή που στην πατρίδα τους δεν μπορούσαν καν να την ονειρευτούν». Σήμερα, η κρίση της είναι πιο αυστηρή: «Αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν πουλήσει ακόμα και την ψυχή τους στον διάβολο για να γλιτώσουν από την πείνα», μου λέει.
Το στέκι των Ελλήνων είναι το «Ο. Κ.» στην οδό Κέρντερστρασσε 61 (Kärntner Straße), δίπλα στην πλατεία Κάρλσπλατς (Karlsplatz), το επίκεντρο του λαθρεμπορίου. «Σκληρά» νομίσματα είναι τα τσιγάρα και τα –συχνά πλαστά– δελτία τροφίμων. Όλα αυτά αποτελούν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό – κάθε άλλο παρά ρομαντικό. Η εναλλακτική λύση για τους εργάτες είναι η θλιβερή ζωή στα παραπήγματα των στρατοπέδων, εβδομάδες 60-70 ωρών εργασίας, θάνατος στα εργοστάσια που βομβαρδίζονται, πείνα και εξευτελισμός στα χέρια της «άριας κυρίαρχης φυλής». Όσοι είχαν την ατυχία να συλληφθούν σε μπλόκο στέλνονταν σε «στρατόπεδο εργασιακής εκπαίδευσης» ή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το 1964 η Τερέντσο επισκέφθηκε ξανά τη Βιέννη. Την τράβηξε ιδιαίτερα στο Λάντγκεριχτ (Landgericht), το πρωτοδικείο της Βιέννης, ο τόπος όπου πέρασε τις χειρότερες στιγμές της στην πόλη αυτή. Τον Νοέμβριο του 1944 η νεαρή Ελληνίδα ακροβατεί στον γκρεμό. Μια γυναίκα από την έντιμη κοινωνία του «Ο. Κ.» κατηγορεί τον Γιάννη για κλοπή. Η Γιολάντα θέλοντας να τον βοηθήσει τίθεται κι αυτή υπό κράτηση. Το ζευγάρι συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Πρωτοδικείο. Εκεί η Γιολάντα περιμένει δύο μήνες τη δίκη της. Αυτό της έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ βάθρων τις αβύσσους του καθεστώτος. Βλέπει τους καταδικασμένους στην «απονομή δικαιοσύνης», δηλαδή να εκτελούνται. Σιωπηλά, σε μακρές σειρές, ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, τα θύματα βαδίζουν προς τη λαιμητόμο. Οι περισσότερες από τις γυναίκες στα κελιά έχουν βοηθήσει λιποτάκτες, τον σύζυγο, τον αδελφό, τον μνηστήρα.
Μια 60χρονη γυναίκα καταδικάζεται σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για διακρίσεις σε βάρος των Γερμανών στα συσσίτια – φέρεται να μεταχειριζόταν καλύτερα τους Αυστριακούς, τους Γερμανούς πρόσφυγες από τη Σουδητία και τους στρατολογημένους εργάτες. Μια γυναίκα έχει ερωτική σχέση με έναν Γάλλο αιχμάλωτο πολέμου – γεγονός που εκείνα τα χρόνια αποτελούσε έγκλημα. Την είχε καταδώσει ο σύζυγός της που ήταν σε άδεια από το μέτωπο. Η γυναίκα καταδικάζεται σε τριών ετών κάθειρξη, τα παιδιά της πάνε σε ίδρυμα. Μια 17χρονη κοπέλα εκτίει ποινή στη θέση του ηθοποιού πατέρα της που την είχε στείλει σε ένα καφενείο να του αγοράσει τσιγάρα στη μαύρη αγορά.
Πριν από τη μάχη της Βιέννης η Γιολάντα και ο Γιάννης αποφυλακίζονται. Τρέχουν από συναγερμό σε συναγερμό αεροπορικής επιδρομής από καταφύγιο σε καταφύγιο. Στις 12 Μαρτίου 1945 επιβιώνουν τον σφοδρό βομβαρδισμό του κέντρου της Βιέννης στα υπόγεια του Χόφμπουργκ (Hofburg), τα εκτενέστατα ανάκτορα των Αψβούργων. Όταν σύρονται πάλι στο φως, βλέπουν τον καπνό της φλεγόμενης όπερας. Το περίφημο οικοδόμημα Φίλιπχοφ (Philipphof) δίπλα στο μουσείο τέχνης Αλμπερίνα (Albertina) είχε πληγεί και καταρρεύσει. Τις επόμενες ημέρες, οι συγγενείς των 280 εκεί θαμμένων κατασκηνώνουν στα γύρω χαλάσματα και παρακολουθούν εναγωνίως τους Ούγγρους στρατιώτες που ανασκάβουν τα ερείπια. Από καιρό σε καιρό ακούγονται από τα έγκατα κραυγές που αναζητούν βοήθεια. Οι περισσότεροι θαμμένοι δεν επαναφέρθηκαν ωστόσο ποτέ στην επιφάνεια. Το σημείο όπου βρισκόταν το συγκρότημα αυτό είναι σήμερα πλατεία με αντιπολεμικό μνημείο φιλοτεχνημένο από τον Alfred Hrdlicka. «Ένιωσα αλληλεγγύη με τους Αυστριακούς, απόλυτη αλληλεγγύη. Δεν ήξερα πια ποιος ήταν φίλος και ποιος εχθρός», λέει η Τερέντσιο.
Καθώς οι Ρώσσοι αρχίζουν την έφοδο στην πόλη, φυλακές, στρατόπεδα και στρατιωτικά νοσοκομεία εκκενώνονται. Οι πορείες αυτές μετατρέπονται σε πορείες θανάτου. Τα καταστήματα δεν διαθέτουν πια τρόφιμα στους ξένους Στην πόλη τα Ες-Ες πηγαίνουν από υπόγειο σε υπόγειο και εκτελούν εν ψυχρώ ξένους εργάτες, λιποτάκτες και όσους Εβραίους βρίσκουν ακόμα. Η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων δίνει στη Γιολάντα την αίσθηση θριάμβου. Όμως ο ενθουσιασμός της δεν διαρκεί. Η χαρά δίνει τη θέση της στον πανικό, στον φόβο των αχαλίνωτων στρατιωτών που κυνηγούν ρολόγια και γυναίκες. Οι κάτοικοι της οδού Λιχτενστάινστράσσε 13 (Liechtensteinstraße) οχυρώνουν την είσοδο του σπιτιού τους – κάθε νύχτα η Τερέντσιο ακούει τους επίδοξους λεηλάτες να χτυπούν επί ώρες την πόρτα.
Σκαλίζουμε τους θησαυρούς της Γιολάντα Τερέντσιο: μια λίστα με τους συλληφθέντες τον Ιούνιο του 1944, το πεισματικό πρόσωπό της στη φωτογραφία διαβατηρίου των γερμανοελληνικών εγγράφων της, μια φωτογραφία από το ταξίδι τής επιστροφής και ένα χαρτάκι με κυριλλικά γράμματα που επιβεβαιώνει την καλή υγεία της. Γιατί την είχαν εξετάσει και οι Ρώσσοι στη βιομηχανική συνοικία Βίνερ Νόισταντ (Wiener Neustadt) 50 χλμ. νότια της πρωτεύουσας. Αρχές Μαΐου 1945 ο Ερυθρός Στρατός είχε διατάξει τους ξένους να φύγουν από τη Βιέννη. Ατελείωτες φάλαγγες εργατών κινήθηκαν τότε προς την Βίνερ Νόισταντ. Από εκεί θα έφευγαν τα τρένα για την πατρίδα τους. Περίπου 3000 Έλληνες είχαν πάει εκεί με τα πόδια, ανάμεσά τους και η Γιολάντα Τερέντσιο. Υπήρξαν όμως και πολλοί που έμειναν: εγκληματίες, ερωτευμένοι, δοσίλογοι, αλλά και υποστηρικτές των κομμουνιστών που στην τότε Ελλάδα είχαν για την ώρα ηττηθεί.
Στην κατεστραμμένη χώρα διασταυρώνονταν οι δρόμοι των εργατών από όλη την Ευρώπη με εκείνους των απελευθερωμένων κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των απελευθερωμένων Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου, μερικοί από τους οποίους πήγαιναν στη Σιβηρία, και με τις πρώτες φάλαγγες εκτοπισμένων Γερμανών από τις ανατολικές περιοχές. Καθένας επιβιώνει με όσα μπορεί να ανταλλάξει ή να κλέψει. Μια νύχτα σε ένα χωριό έξω από το Σόπρον της Δυτικής Τρανσδανουβίας συγκρούονται Έλληνες και Αυστριακοί. «Το χωριό χτυπά συναγερμό, ακόμα και παιδιά βγαίνουν από τα σπίτια με ρόπαλα στα χέρια.» Στις συμπλοκές της ομάδας ασφαλείας του χωριού και των Ελλήνων υπάρχουν θύματα. Στη Βουδαπέστη οι Έλληνες καταφέρνουν να καταλάβουν εμπορευματικά βαγόνια που κατευθύνονται προς την πατρίδα τους. Τα στολίζουν με ελληνικές σημαίες και κλαδιά.
Η ηχογράφηση έχει προ πολλού τελειώσει, ο καφές επίσης, έξω έχει πέσει σκοτάδι. Η ηλικιωμένη κυρία μου δίνει μια μικρή ανθολογία ελληνικών ποιημάτων. Είναι πατριωτικοί, αντιγερμανικοί στίχοι από την εποχή της κατοχής. Το όνομα του συγγραφέα είναι Ροδόλφος Κράους. Είναι θείος της Γιολάντας, ετεροθαλής αδελφός του πατέρα της. Ο Κράους είναι γιος του αυστριακού «αυτοκρατορικού και βασιλικού» αξιωματικού του ιππικού Καρόλου (Καρλ) Κράους, ο οποίος βρήκε τον θάνατο πέφτοντας από το άλογό του στην Τεχεράνη. Ο Ροδόλφος ήρθε στην Ελλάδα για να μεγαλώσει τα ορφανά παιδιά από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του. Ο δεύτερός της σύζυγός, ο Αντόνιο Τερέντσιο από την Τεργέστη, ήταν «αυτοκρατορικός και βασιλικός» πρόξενος στον Πειραιά και πράκτορας των αυστριακών Lloyd. Μέχρι το 1937 η εγγονή του Γιολάντα είχε αυστριακό διαβατήριο. Στη Γερμανική Σχολή Αθηνών μαθαίνει τη γλώσσα των Αυστριακών συγγενών της. Τότε πιθανότατα να φανταζόταν διαφορετικά την πρώτη επαφή της με τη χώρα των προγόνων της.
Το 1964 ο Ροδόλφος συνοδεύει την ανιψιά του στη Βιέννη. Στο οινοποτείο το προσωπικό επεμβαίνει ευγενικά και θέτει όρια στον ηλικιωμένο κύριο που τραγουδούσε δυνατά τραγούδια από τα νιάτα του – με στίχους που εξυμνούν τον παλιό Κάιζερ της Αυστρίας.
Το βιβλίο στα γερμανικά
Jolanda Terenzio, 413 Tage
Μετάφραση από τα ελληνικά από τον Martin Scharnhorst
bahoe books, Βιέννη 2021
Σκληρό εξώφυλλο, 300 σελίδες, 20 €
ISBN 978-3-903290-49-5
Η γερμανική έκδοση εδώ
Σκληρό εξώφυλλο, 334 σελίδες, εξαντλημένο
Η Γιολάντα Τερέντσιο εδώ
Η Γιολάντα Τερέντσιο στο biblionet.gr εδώ
Ο Martin Scharnhorst εδώ (στα γερμανικά)
Ο Κρίστιαν Γκόνζα στο diablog.eu εδώ
Συνέντευξη: Κρίστιαν Γκόνζα. Κείμενο και σύνταξη: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, bahoe books, Ίδρυμα Μπότση, ιδιώτες.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)