Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Η συγγραφέας μας Έλλεν Κάτια Γιέκελ αναπολεί ένα συγκεκριμένο ζωικό είδος που φαινομενικά είχε σχεδόν εξαφανιστεί: το ελληνικό «καμάκι». Το τι οδήγησε στην αναβίωσή του και ποιες ομορφιές διαθέτει το νησί αυτό, θα το μάθετε στη νέα ταξιδιωτική σειρά του diablog.eu με πρωτότυπη εικονογράφηση του σκιτσογράφου μας Γιώργου Κωνσταντίνου. Μεταφράζει η Μαριάννα Χάλαρη. Περισσότερα για τη συγγραφέα μπορείτε να βρείτε στο Λεξικό Προσώπων μας.

Η Πάρος βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανάμεσα σε πολλά από τα Κυκλαδονήσια και, προς μεγάλη λύπη των πολυάριθμων απασχολούμενων στον τουριστικό τομέα κατοίκων και εποχιακών εργαζομένων, δεν διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο. Η έλλειψη όμως αεροπορικής σύνδεσης εξισορροπείται από ένα ολοζώντανο λιμάνι. Η Πάρος είναι όντως ένα από τα πιο εύκολα προσβάσιμα Κυκλαδονήσια, ένας πραγματικός συγκοινωνιακός κόμβος στον οποίο δένουν κάθε μέρα κάμποσες φορές τα μεγάλα φεριμπότ και τα ιπτάμενα δελφίνια από τον Πειραιά και τη Σαντορίνη, αλλά κι εκείνα που πάνε για τα γειτονικά νησιά, τη Νάξο και την Ίο, κι ας μην ξεχνάμε βέβαια και τις μικρότερες ακτοπλοϊκές συνδέσεις με το αδερφάκι της Πάρου, την Αντίπαρο.
Τις καλές εποχές – πριν την κρίση – και στο αποκορύφωμα της σεζόν, δηλαδή από μέσα Ιουλίου μέχρι τέλη Αυγούστου, έρχονταν κοντά στα είκοσι πλοία καθημερινά. Ένας ιδανικός χώρος εργασίας για τον Γιάννη, ο οποίος εδώ και δεκαπέντε χρόνια, από τον Μάιο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, κερδίζει τα προς το ζην δουλεύοντας ως καμάκι στην Πάρο.

Η σημασία της λέξης καμάκι δεν είναι μόνο εκείνη του ανεξάντλητου ερωτύλου που όσο να ‘ναι τον πήραν εντωμεταξύ τα χρόνια· εκτός από την ιταλική εκδοχή του, του λεγόμενου «παπαγκάλλο» τον οποίο συναντά κανείς στις πλαζ του Ρίμινι, χαρακτηριστική είναι βέβαια και η ελληνική: ηλιοκαμένος, με χρυσή καδένα και ορθάνοιχτο πουκάμισο, το οποίο αφήνει να φανεί ελεύθερα το δασύτριχο και μυώδες στήθος. Εδώ ο άντρας επιτρέπεται ακόμη να είναι άντρας, και δεν χρειάζεται να υποκύπτει στις κάθε λογής νεοφερμένες μόδες από τη Βόρεια Ευρώπη, όπως στη γενική αποτρίχωση ή και στα ολόσωμα τατουάζ.
Το ελληνικό καμάκι δεν γνωρίζει τις έγνοιες που έχει στην καθημερινότητά του ο βορειοευρωπαίος ομόφυλός του, του οποίου το δέρμα είναι κατάστικτο από κοκκινίλες, που φέρουν τα ίχνη απεγνωσμένων προσπαθειών αποτρίχωσης με ξυράφι ή και κερί, στον καθημερινό του αγώνα ενάντια στην ασταμάτητη τριχοφυΐα. Η γενέθλια ώρα αυτού του καρδιοκατακτητή σήμανε λίγο μετά την πτώση της χούντας το 1974, ενώ το απόγειο της ακμής του το ζει κατά τη δεκαετία του ’80 στις αμμουδιές κάπου ανάμεσα στη Ρόδο και στην Κέρκυρα. Τα –συχνά πειθήνια– θύματά του: ξανθές νεαρές γυναίκες από τη Βόρεια Ευρώπη, οι οποίες δεν είναι διόλου απρόθυμες να ζήσουν μικρές ερωτικές περιπέτειες, απολαμβάνοντας έτσι τους καρπούς της επανάστασης του Μάη του ’68. Δεν έχουν μείνει όμως πολλά καμάκια πια, άλλωστε ο φόβος του AIDS στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα μετέτρεψε εν μια νυκτί ακόμα και τους πιο κατεργάρηδες σε πιστούς συζύγους, ενώ η επόμενη γενιά προτίμησε να δοκιμάσει τα προ πολλού όχι πια τόσο σεμνότυφα ντόπια κορίτσια.

Με τη δεύτερη σημασία της, η λέξη «καμάκι», που μπορεί να αποδοθεί σε άτομα και των δύο φύλων, χρησιμοποιείται σχεδόν πάντοτε στον πληθυντικό και αναφέρεται στο επάγγελμα του Γιώργου, σε αυτό δηλαδή του κράχτη που μαζεύει τουρίστες από το λιμάνι του νησιού. Και λειτουργεί κάπως έτσι: Πριν καλά καλά ανοίξει η μεγάλη μπουκαπόρτα για να ξεβράσει στο λιμάνι το φορτίο της –μητέρες με καροτσάκια, μοτοσικλετιστές, μερικοί Αμερικανοί τουρίστες με σακίδιο στην πλάτη και τον χοντρό ταξιδιωτικό οδηγό «Go Europe» στο χέρι, παπάδες με παραφουσκωμένες πλαστικές σακούλες, καθώς και λίγες οικογένειες που δεν ενέδωσαν σε πακέτα διακοπών, μα προτίμησαν την περιπλάνηση από νησί σε νησί, φορτωμένες άβολα με υποστρώματα, υπνόσακους, παιχνίδια για την παραλία και φουσκωτούς κροκόδειλους– πριν λοιπόν ξεβραστούν όλοι αυτοί, τα καμάκια έχουν ήδη λάβει θέσεις.
Εδώ και λίγα χρόνια τούς επιτρέπεται να στέκονται μόνο έξω από τον κυρίως χώρο του λιμανιού, προκειμένου να μετριαστεί κάπως η κραυγαλέα εικόνα ενός φορτικού κοπαδιού. Και μάλιστα έχει επιτραπεί μόνο για αυτούς που καταβάλλουν κανονικά τους φόρους τους και είναι ασφαλισμένοι. Οι έλεγχοι της εφορίας έχουν γίνει πλέον αυστηρότεροι. Κι έτσι, τα καμιά δεκαριά καμάκια που έχουν απομείνει, περιμένουν καρτερικά πίσω από μια περίφραξη, μαντρωμένα σαν τα πρόβατα. Δεν προλαβαίνουν να ξεχυθούν μπροστά τους οι τουρίστες που έχουν καταφτάσει και αμέσως βελάζουν όλα μαζί τα καμάκια σε όλες τις γλώσσες, κρατώντας κι επιδεικνύοντας κιτρινισμένες μπροσούρες, προσπέκτους από ιλουστρασιόν χαρτί και αυτοσχέδιες πινακίδες: ρουμς, ρουμς, ρουμς, δωμάτια, δωμάτια –αυτό το «ρουμς» ακούγεται περισσότερο σαν βροντερό «βρουμ-βρουμ»– τσίμμερ, σαμπρ, κάμερε… προσφάτως μάλιστα διευρύνθηκε η προσφορά κατά κάμποσες μεμονωμένες σλαβικές ασυναρτησίες.
Κι αν τελικά όντως κοντοσταθεί κάποιος από τους άρτι αφιχθέντες, θα τον περικυκλώσουν στο άψε σβήσε πεντέξι καμάκια και θα του συστήσουν τα εκάστοτε καταλύματα αποθεώνοντάς τα, θα του κουνάνε τα προσπέκτους πέρα δώθε μες στη μούρη και θα του υπόσχονται πολύ καλές τιμές. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ο Γιάννης ξεροσταλιάζει στο λιμάνι της Πάρου για λογαριασμό ενός ξενοδόχου· το πρώτο πλοίο έρχεται στις έξι το πρωί, το τελευταίο αφήνει την Πάρο μες στη νύχτα. Ο ξενοδόχος διαθέτει μάνι-μάνι τρία σπίτια διαφόρων κατηγοριών σε προσφορά. Ο Γιάννης φορτώνει στο αυτοκίνητο τους πελάτες που προσέλκυσε, τους πηγαίνει έπειτα να τους δείξει τις διάφορες δυνατότητες διανυκτέρευσης και παίρνει για κάθε άτομο που θα πληρώσει για τη διαμονή μια μικρή προμήθεια, η οποία προστίθεται στον βασικό μισθό, τον ελάχιστο που απαιτείται για να έχει κανείς την απαραίτητη κοινωνική ασφάλιση.
Εκτός τουριστικής περιόδου ο Γιάννης βοηθάει σε επισκευαστικές εργασίες και μικροδουλειές. Τον περισσότερο καιρό του όμως τον περνάει περιμένοντας το ένα πλοίο μετά το άλλο. Με τους συναδέλφους και συγχρόνως ανταγωνιστές του διατηρεί φιλικές σχέσεις. Ένα είδος κώδικα τιμής τούς απαγορεύει να αποσπούν ο ένας την πελατεία του άλλου. Ο ξενοδόχος μπορεί να βασίζεται στον Γιάννη˙ ποτέ άλλωστε δεν έχει τύχει να τον πάρει ο ύπνος περιμένοντας, ακόμα κι όταν το πλοίο φτάνει στο λιμάνι με μεγάλη καθυστέρηση. Υπομονή, αξιοπιστία, καλή συμπεριφορά – αυτές είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα καμάκια. Αυτά είναι εξάλλου τα άτομα που έρχονται πρώτα σε επαφή με τους πελάτες, πάντοτε με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα στο στόμα, κι είναι αυτά που τους συνοδεύουν πάλι στο τέλος της διαμονής τους για να πάρουν το πλοίο της επιστροφής, ενώ στο μεταξύ τους έχουν προσφέρει χρήσιμες συμβουλές εκ των έσω – και μερικές φορές ίσως και κάτι παραπάνω.

Έτσι κάπως ήταν τα πράγματα και πριν δεκατέσσερα χρόνια, τότε που ο Γιάννης δούλευε ακόμη στο κάμπινγκ «Κούλα» κι έπιασε στα δίχτυα του την όμορφη Σεσίλ από τη βελγική Λιέγη. Η Σεσίλ αποφάσισε στο πι και φι να γυρίσει την πλάτη της στη βροχερή κι επίπεδη πατρίδα της, έμαθε ελληνικά σε σύντομο χρονικό διάστημα κι έκτοτε εργάζεται ως νηπιαγωγός και παραδίδει και ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών, προκειμένου να φροντίσει για τα προς το ζην του ζευγαριού κατά τους ατέλειωτους χειμωνιάτικους μήνες, όταν δηλαδή ο Γιάννης μένει μονάχα μ’ ένα αξιοθρήνητο επίδομα ανεργίας.
Μετά από δέκα χρόνια εργασίας ως γαλλόφωνη παιδαγωγός σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο στο ευκατάστατο αθηναϊκό προάστιο της Φιλοθέης, η Σεσίλ έχει φτάσει να παίρνει έναν ταπεινό μισθό 600 ευρώ τον μήνα, ενώ και εκείνη με τη σειρά της αντιμετωπίζει την κοροϊδία των εποχικών συμβάσεων κάθε χρόνο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα μέσα Ιουνίου, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει αν το φθινόπωρο θα υπάρξει ανανέωση της σύμβασής της. Τους καλοκαιρινούς μήνες παίρνει κι εκείνη επίδομα ανεργίας, το οποίο μόλις που φτάνει για το ενοίκιο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας τους στην Πάρο.
Οι περισσότεροι από τους γλωσσομαθείς μαθητές της πρώτης γενιάς που δίδαξε η Σεσίλ, οι οποίοι προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας, φοίτησαν αργότερα στην Ελληνογαλλική Σχολή, και δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που στοχεύουν σε μια διεθνή καριέρα. Με κάποιους διατηρεί ακόμη επαφή η Σεσίλ, τους κάνει ιδιαίτερα και τους βοηθά όταν χρειάζεται να υποβάλουν κάποια αίτηση στα γαλλικά. Οι μαθητές της θα ακολουθήσουν κατά πάσα πιθανότητα τον αντίστροφο δρόμο, θα εγκαταλείψουν την πατρίδα τους με τη σειρά τους και θα κοιτάξουν για καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές στο εξωτερικό.
Ένα τρίτο περίπου του εργαζόμενου πληθυσμού της Ελλάδας ζει με αβέβαιες εποχικές συμβάσεις, ιδίως στον τουριστικό κλάδο. Ανάλογα με τον τόπο εργασίας, μια εποχική σύμβαση μπορεί να διαρκεί από τρεις έως επτά μήνες. Πρόκειται για λογιστικό και οικονομικά αβέβαιο ρίσκο-μαμούθ: πόσοι γιατροί, πόσες νοσοκόμες, πόσοι υπάλληλοι καθαριότητας, πόσες ρεσεψιονίστ, πόσοι σερβιτόροι, μπάρμαν, αστυνομικοί, κομμωτές και ταξιτζήδες χρειάζονται για την επόμενη σεζόν και σε ποιο νησί;

Η λίστα των επαγγελμάτων που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τον τουρισμό είναι μεγάλη, οι μισθοί χαμηλοί και οι προοπτικές για συνέχιση της εργασίας και την επόμενη σεζόν δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τις επιδόσεις των εργαζομένων. Δεν υπάρχει μια υπηρεσία που να έχει εποπτικό και συντονιστικό ρόλο. Κι έτσι κάθε νομός, κάθε δήμαρχος, κάθε ιδιοκτήτης ξενοδοχείου ή ταβέρνας τα βολεύει όπως-όπως, εκφράζει τις επιθυμίες του στην όσο το δυνατόν πιο αρμόδια υπηρεσία και, την τελευταία στιγμή, όταν πια έχει φανεί η αναμενόμενη τουριστική κίνηση βάσει των κρατήσεων, καταφεύγει στην ίδια του την οικογένεια, σε γνωστούς, φίλους και συστάσεις, για να κάνει τη δουλειά του. Η προκήρυξη θέσεων αποτελεί μάλλον εξαίρεση στον ιδιωτικό τομέα, οι περισσότεροι από όσους απασχολούνται στους σχετικούς κλάδους δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο, και γενικώς επικρατεί η αρχή του learning on the job – της πρακτικής εκπαίδευσης, με άλλα λόγια.
Ο Γιάννης, μετά το σχολείο και τον στρατό, είχε μπαρκάρει μούτσος στα μεγάλα φορτηγά βαπόρια του κόσμου – πολλά χρόνια χωρίς να δει την πατρίδα του, γνώρισε και την μοναξιά και καταπονήθηκε πάρα πολύ. Η θάλασσα δεν τον έχει ελευθερώσει ακόμη από τα δεσμά της, τώρα όμως προτιμά να την ατενίζει από το λιμάνι της Παροικιάς –δουλεύοντας ως καμάκι κι αυτό το καλοκαίρι.
Απόσπασμα από: Griechische Einladung in die Ägäis, επιμ. Andreas Deffner. Frankfurt/Main, Größenwahn Verlag. Μετάφραση: Μαριάννα Χάλαρη. Φωτό: Ellen Katja Jaeckel. Εικονογράφηση: Yorgos Konstantinou, www.imagistan.com.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)