Extra Ball

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Βαλτή

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Διάγνωση: Καρκίνος. Ο Γιάννης Βαλτής δεν τα βάζει κάτω και κάνει τη νόσο βάση του πρώτου του βιβλίου: Extra Ball. Ο όγκος δεν του στερεί το χιούμορ. Αναθαρρήστε με τον θρασύ και λεύτερο τρόπο με τον οποίο ο Βαλτής αντιμετωπίζει και το σαρκίον και τη «μοίρα» του. Η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ μετέφρασε ένα απόσπασμα για τις εκδόσεις Ποταμός και το diablog.eu.

Ο Γιάννης Βαλτής και το alter ego του

ΠΑΡ’ ΤΟ ΑΛΛΙΩΣ

«Γιάννη. Γιάννη». Η φωνή πλησίαζε μες στο σκοτεινό διάδρομο.

Έπρεπε ν’ αντιδράσω, αλλά δεν καταλάβαινα σε τι.

«Πάρ’ το αλλιώς».

«Ποιο; Τι;»

«Γιάννη. Πάρ’ το αλλιώς».

«Ποιος είναι;»

Με χτύπησε κάτι ημίσκληρο στο πρόσωπο.

«Πάρ’ το αλλιώς», φώναξε εκνευρισμένος ο Παναγιώτης.

Συνειδητοποίησα πως μου πέταξε μαξιλάρι.

«Τι θες, ρε μαλάκα;» μούγκρισα.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ροχαλίζεις».

«Ωχ, σόρι, ρε Πάνο», είπα και γύρισα πλευρό.

Από τότε που μετακόμισα στη Βουρβουρού, κάθε Τρίτη πρωί κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για ψυχοθεραπεία, πίνω στη συνέχεια καφέ με κάποιο φίλο, κάνω τίποτα γραφειοκρατίες, τρώω το μεσημέρι με τη μανούλα και το βράδυ κοιμάμαι στον Παναγιώτη, δίπλα στη Μηχανιώνα, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα απ’ τη Θεσσαλονίκη.

Προτού ξεραθώ για τα καλά, ο Παναγιώτης με βάζει να στοιβάξω δίπλα στο κρεβάτι του δυο μαξιλάρια, το αρκουδάκι της κόρης του Κώστα του δύτη κι οτιδήποτε άλλο μου ’χε πετάξει την περασμένη νύχτα για να ξεσπάσει το θυμό του απ’ το άγριο ροχαλητό.

Στεναχωριέμαι που τον ταλαιπωρώ. Στη Βουρβουρού που είχε έρθει για διακοπές και κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο για μια βδομάδα, δεν παραπονέθηκε όμως.

«Εγώ ροχαλίζω όσο ροχαλίζω. Εσύ πάλι γιατί ενοχλείσαι; Τα νεύρα σου είναι τσατάλια, κατάλαβέ το».

«Μαλάκα, άι μαλάκα, σήμερα θα σε βάλω έξω να κοιμηθείς».

Ευτυχώς, όταν πλησιάζει η νύχτα, με λυπάται.

Πενήντα χρόνια δεν κατάφερα να συγχρονιστώ με τα πεφταστέρια. Τα χάζευα να καίγονται στην ατμόσφαιρα μα ποτέ δεν πρόλαβα να κάνω μια ευχή. Κάθε φορά έλεγα να βρω μια να την έχω έτοιμη, αλλά μετά το ξεχνούσα. Δύσκολη η μία ευχή. Τώρα πια την έχω.

Ματαίως ασχολήθηκα με επιχειρηματίες. Ματαίως με τη νεύρωση του marketing. Ματαίως φλέρταρα, ματαίως χαμογέλασα, ματαίως άκουσα με τις ώρες ανοησίες, ματαίως προσπάθησα να ενταχθώ. Πολλοί λόγοι φαντάζομαι με οδήγησαν σ’ αυτή τη ματαιότητα. Παγιδεύτηκα στην πεποίθηση πως όσο ανεβαίνεις, τόσο πιο ελεύθερος γίνεσαι.

Πρώτα εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις, μετά η υπομονή, μετά το ενδιαφέρον, μετά τα χρήματα στην αγορά, τέλος η υγεία κι η αυταπάτη.

Νοέμβριος στη Βουρβουρού. Στη Σιθωνία, μετά τον Όρμο Παναγίας. Σ’ έναν οικισμό με 120 άδειες μονοκατοικίες. Στο προ δεκαετίας ανακαινισμένο τύπου Bauhaus σπίτι, μόνος, με καλό ίντερνετ, καθημερινό μαγείρεμα, νοικοκυρέματα, μικροεπισκευές, βόλτες, γράψιμο, μοντάζ και Skype. Πάνω στο βράχο, μπροστά στη θάλασσα, με φόντο τον Άθω.

Δεκαοχτώ χρονών άραζα μετά το ζεστό αφρόλουτρο στον καναπέ του σαλονιού, τυλιγμένος στο όχι και πολύ αφράτο καφέ μπουρνούζι. Άκουγα σε LP το Music for Airports του Brian Eno περιμένοντας να νυχτώσει για να βγω στα μπαρ, όταν μπήκε η μαμά, όπως πάντα διακριτικά, έκανε να φύγει, τη ρώτησα αν ήθελε κάτι.

«Ββε αγόβι μου, μη θυμώσεις, αλλά τι θα κάνεις στη ζωή σου;»

«Ρε μαμά, να σε ρωτήσω: δε φτάνουν τα ενοίκια;»

«Ε, δε φτάνουν, ββε αγόβι μου, αφού θα μοιβαστούν στα τβία».

Δε μ’ ενδιέφερε καμιά επιστήμη, η φωτογραφία μου άρεσε, είχα μηχανή, φακούς, σκοτεινό θάλαμο κι όλα τα συμπράγκαλα, εμφάνιζα ήδη Cibachrome.

Έκανα τα χαρτιά μου για Γερμανία, γιατί δεν είχε στην Ελλάδα να το σπουδάσεις.

Είναι εντυπωσιακό το πώς βολτάρουν οι ανατολές του ήλιου και του φεγγαριού σε σχέση με το Άγιο Όρος. Τη μια βγαίνουν αριστερά απ’ το βουνό, την άλλη δεξιά, την άλλη μέσ’ από τη θάλασσα, την άλλη από κει που υπολογίζω το Πόρτο Κουφό. Το πρωί οι γλάροι μαλώνουν για το ποιος θα καθίσει στο βράχο που το καλοκαίρι κάνουμε βουτιές, οι μέλισσες ρουφάνε τη μοβ σουσούρα, ζωντανεύουν τα βράχια με το βουητό τους, η Vodafone δεν έχει σήμα, το κρίταμο μαραίνεται, η βροχή μυρίζει χώμα και πεύκο, οι βοριάδες ξεσκονίζουν το γαλάζιο, το κοντράστ σφίγγει, ο θερμοστάτης κάνει κλικ, ωραίο το τζάκι, τα τζάμια γεμίζουν αλμύρα. Στη βεράντα παίζει η γάτα με τ’ ασπρόμαυρα μικρά της. Ο Καζαντζίδης, ο νταβραντισμένος γάτος, παρακολουθεί.

Ξινόμαυρο Merlot Cabernet του 2007, Ληθηνόη Οικογένειας Παναγιωτίδη, κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας, παρμεζάνα Lidl, Johannes Cernota plays Erik Satie.

Με δέχτηκαν στην Κολωνία, δυσκολεύτηκα στην προσαρμογή, στα αισθηματικά, μάνιασα να μπω στην κλίκα του καθηγητή, τα κατάφερα, γνώρισα τη μέλλουσα γυναίκα μου στην ιππασία, έπιασα δουλειά, πήρα πτυχίο.

Μετακομίσαμε στην Ελλάδα γιατί τρόμαξα που η ζωή μου μπήκε σε ράγες. Στην Κολωνία, όχι εκεί που μεγάλωσα, που είχα φίλους, μάνα, αδερφές, όνομα, περιουσία.

Μετά δε θυμάμαι ακριβώς. Πώς και γιατί παντρεύτηκα, πώς ήρθαν τα παιδιά, πώς πήγα στο στρατό, πώς απολύθηκα, πώς έστησα τη δουλειά, πώς ερωτεύτηκα, πώς χώρισα, πώς πόνεσα, πώς θέριεψε το πάθος, ο πόνος, η χαρά, το σεξ, πώς ζήλεψα, πώς πληγώθηκα, πώς ανακυκλώθηκα, πώς απογοητεύτηκα. Πώς έφυγα στο Βερολίνο, πώς ανακάλυψα την καρδιά και τον καρκίνο μου, πώς ζορίστηκα στο Έσσεν, πώς επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, πώς ένιωσα ξένος, πώς έφυγα και ζω στη Βουρβουρού.

Και γιατί ματαίως; Μια χαρά έπαιξα με τη δουλειά. Συνεχώς ταξίδια, γνωριμίες, συμπάθειες, αντιπάθειες, καβγάδες, φλερτ, μεθύσια, αναποδιές, επιτυχίες, δικαστήρια. Έβγαλα λεφτά, κέρδισα αναγνώριση, έκανα τη φιγούρα μου.

Έμαθα χίλια δυο πράματα για τους ανθρώπους κι άλλα τόσα για την εικόνα και τον ήχο. Μα γιατί τα ’κανα αυτά; Τι είχα στο μυαλό μου στον σομόν καναπέ;

Είναι η τέταρτη μέρα που φυσάει δαιμονισμένα. Η τζαμαρία είναι υπέροχη για το καλοκαίρι, που τραβιέται στην άκρη κι ενοποιεί το μέσα του σπιτιού με την ξύλινη βεράντα, μα το χειμώνα μπάζει κρύο. Σηκώνω το βλέμμα μου απ’ το λάπτοπ και χαζεύω αφηρημένος τη θάλασσα. Αγριεμένα κύματα. Λυσσομανάει.

Πόσοι θα πνιγούν σήμερα; Πότε θ’ αρχίσει να ξεβράζει πτώματα; Γιατί είμ’ εδώ;

«Μη φωνάζεις, ρε παπάρα, ταράζομαι».

«Ναι, είσαι κι ευαισθητούλης», κορόιδεψε ο Παναγιώτης.

«Και τι πα να πει “πάρ’ το αλλιώς”;»

«Ξέρω ’γώ; Άλλαξε ρότα, κάνε κάτι, ξύπνα».

Ο Γιάννης Βαλτής εν είδει Μότσαρτ

H ΖΙΓΚΥ

«Τελευταία φορά που με πήγαν με το ασθενοφόρο, ε; Νομίζω τότε που τρύπησε το στομάχι μου».

«Μόνη ήσουν πίσω;»

«Εγώ και… αν θυμάμαι καλά, ήταν κι ο γάιδαρος».

«Ο γάιδαρος; Ποιος γάιδαρος;»

«Τρόπος του λέγειν. Έτσι λέμε όταν ξεκινάμε την πρόταση με το εγώ».

Γέλασα.

Αυτή θυμήθηκε το γάιδαρο, τον τελευταίο της σύντροφο που πέθανε πέρσι δίπλα της, κι άρχισε να κλαίει. Της χάιδεψα την πλάτη για ώρα, γύρισε, μ’ αγκάλιασε με την κίτρινη ρόμπα της και συνέχισε να κλαίει στον ώμο μου. Μου είπε ότι δε θέλει άλλο να κλαίει, ότι την πονάει πολύ το στόμα όταν καταπίνει τους λυγμούς. Τη φίλησα στο μέτωπο και την έκανα να γελάσει. Με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε ευχαριστώ.

Πάνε τρεις βδομάδες που γνώρισα τη Ζίγκριντ. Ζίγκυ τη βάφτισε ο γάιδαρος. Εξήντα πέντε χρονών, όμορφη, κοντοκουρεμένο ξανθό μαλλί με λειψές τούφες, συνταξιούχος του γερμανικού στρατού, πρησμένο πρόσωπο, καρκίνος στο στόμα.

Κάθισα τυχαία δίπλα της στο παγκάκι κάτω από την Κλινική. Μιλούσε αυστηρά σε κάποιον κι έστησα αυτί. Αυτός κοιτούσε το πάτωμα.

«Δε μ’ αρέσει καθόλου η συμπεριφορά σου. Σου τέλειωσαν τα τσιγάρα και τα λεφτά. Το καταλαβαίνω, σε όλους μπορεί να συμβεί. Γι’ αυτό σου έδωσα χθες βράδυ το πακέτο μου. Σήμερα, γιατί δε μου λες ούτε μια καλημέρα; Ή έστω ένα χαμόγελο;»

Όσο τον μάλωνε, χάζεψα τη φιάλη με το παχύρρευστο μπεζ υγρό που κυλούσε από τα σωληνάκια και χανόταν μες στο μανίκι της.

«Τι τρως;» τη ρώτησα μόλις έφυγε ο μαλωμένος.

«Φιλέτο με σάλτσα πιπέρι και τηγανητές πατάτες με μπέικον», μου απάντησε. «Χωρίς σαλάτα».

«Μμμ, νοστιμιές», είπα εγώ.

«Αλήθεια σου λέω, αυτό φαντασιώνομαι. Πέντε μήνες υπομονή ακόμη και θα τα φάω στ’ αλήθεια. Σε δύο μήνες η αφαίρεση του όγκου, μετά η εξαγωγή όλων των δοντιών κι έπειτα τα εμφυτεύματα. Ή η μασέλα, αν δε μου φτάσουν τα λεφτά. Πες μου όμως. Παραήμουν αυστηρή μαζί του; Γιατί να μη με χαιρετήσει, ρε γαμώτο, σήμερα;»

«Όχι», είπα εγώ, «καλά του τα είπες».

Με τις μέρες προστέθηκαν κι άλλες στο παγκάκι, όλες χήρες. Αναπολούσαν τους μακαρίτες τους, μελαγχολούσαν, δακρύζαν, μετά πάλι γελούσαν. Χαίρονταν πολύ που είχαν το τζόβενο στην παρέα, τις αναζωογονούσα. Με όλες χαριεντιζόμουν από λίγο, αλλά η Ζίγκυ με είχε καπαρώσει. «Κοντά τα χέρια σας γιατί θα σας ξηλώσω τους ορούς», τους έλεγε και σκάζανε στα γέλια. Τα βράδια μαζευόμασταν πού και πού σ’ ένα άδειο δωμάτιο και παίζαμε μπαρμπούτι. Όποιος κέρδιζε, έπρεπε την επόμενη να κυκλοφορεί μ’ ένα κόκκινο δερμάτινο καουμπόικο καπέλο. Ρέιντζερ μας βγάλανε το παρατσούκλι οι νοσοκόμες.

Βαρέθηκα να κοιτάω τον ορό μου να στάζει και κατέβηκα στο παγκάκι. Δεν ήταν καμία τους εκεί. Ξεκίνησα για το σαλόνι κι ευτυχώς πέτυχα στη διαδρομή τον Κωστή. Νεαρός Έλληνας γιατρός, συμπαθέστατος, που δραπέτευσε απ’ την Ελλάδα κι εργάζεται εδώ. Έκανε το διάλειμμά του, οπότε ήρθε μαζί μου για παρέα. Τα λέγαμε όταν εμφανίστηκε η Ζίγκυ. Κάθισε μαζί μας, κι ο Κωστής κατευθείαν της έπιασε την κουβέντα.

«Βγήκαν τ’ αποτελέσματά σας», της είπε. «Ο όγκος μίκρυνε πολύ, θα εγχειριστείτε τελικά».

Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να της πάρω το κλάμα. Έκλαιγε και πονούσε κι έκλαιγε και πονούσε. Και με χάιδευε. Και με φιλούσε.

Το απόγευμα με άφησαν να βγω, καλά τα νούμερα απ’ τα αίματα. Την αναζήτησα στο δωμάτιό της κι ανταλλάξαμε κινητά. Θα έφευγε την άλλη μέρα για άλλο νοσοκομείο.

Δε θυμάμαι τι έκανα το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όταν το κινητό μου έπαιξε τις πρώτες νότες απ’ το ρεφρέν του «Ziggy Stardust». Το άρπαξα και διάβασα το μήνυμα.

«Αγαπημένε μου ψευτο-Ολλανδέ», έτσι μ’ έλεγε γιατί την παραξένευε η προφορά και τα μπλε μου μάτια, «θέλω να μου υποσχεθείς ότι μόλις βάλω δόντια, θα έρθεις να φάμε μαζί το φιλέτο. Με σάλτσα πιπέρι και πατάτες με μπέικον. Καληνύχτα».

Το παγκάκι όπου ο Γιάννης Βαλτής γνώρισε την Ζίγκυ

ΓΑΣΤΡΟΓΡΑΦΙΝΗ

Ξέπλυνα το μυρωδάτο αφρό του σαπουνιού, πάτησα το στρογγυλό κουμπί, έβαλα τα χέρια μου κάτω απ’ το ζεστό αέρα, τα στέγνωσα στα μπατζάκια μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. «Πάμε παρακάτω», είπα μέσα μου.

Βγήκα απ’ τον προθάλαμο των WC και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ. Πάτησα το μείον 1.

Κάθισα στο σαλόνι αναμονής, χάζεψα κρυφά τους γύρω μου, μειδίασα με την προειδοποίηση: «Αν νομίζετε πως είστε έγκυος, παρακαλούμε να ενημερώσετε το προσωπικό», περιεργάστηκα τους νευρικούς αστραγάλους και τις προκλητικές γαλάζιες φλέβες της διπλανής μου μεσήλικης κυρίας, ώσπου με κάλεσε η νεαρή ξανθιά νοσοκόμα με τα σαμπό και τις πετσωμένες φτέρνες για να μου βάλει την πεταλούδα.

Ήμουν ήδη δυο ώρες στο ιδιωτικό νοσοκομείο, είχα πάρει τη γαστρογραφίνη μου μετά το κλασικό αστειάκι των χειριστών περί τσίπουρου και περίμενα την ώρα της αξονικής θώρακος και άνω-κάτω κοιλίας.

Μια μικρή αγωνία για τ’ αποτελέσματα πεταλούδιζε στο στομάχι μου, μα περισσότερο με ανησυχούσε η στιγμή που η νοσοκόμα θα μου έλεγε, λίγο πριν ξαπλώσω στο ταψί του τομογράφου, «Κατεβάστε, παρακαλώ, το παντελόνι σας ως τα γόνατα».

Δε φορούσα βρακί.

Ήξερα πως δε θα ντρεπόμουν για τη γύμνια μου, μα για το μέγεθος του πέους μου, που είχε συρρικνωθεί απ’ τις σκέψεις και θύμιζε σφυρίχτρα. Έτσι τουλάχιστον το αποκαλούσε η πρώην όταν το έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση. Σφυριχτράκι.

«Ο Πολυκλείτιος Κανών», έλεγε η μορφωμένη άλλη.

Ανασηκώθηκα μερικούς πόντους από την αναπαυτική μαύρη πολυθρόνα, άφησα τα εκατό κιλά μου να πέσουν πάλι με φόρα, ανοιγόκλεισα τα μπούτια μου, πρόταξα διακριτικά τη μύτη και ρούφηξα στα μουλωχτά τον αναδυόμενο αέρα. Ούτε ίχνος σκατίλας. Χαλάρωσα.

Πάντοτε η γαστρογραφίνη μού προκαλούσε διάρροια. Αυτή τη φορά όμως η παρενέργειά της είχε οργιάσει.

Την είχα πιει δυο ώρες πρωτύτερα, τέσσερα γεμάτα ποτήρια με γεύση γλυκερού γλυκάνισου, και μου είχε φανεί αστείο που στη Γερμανία την προσφέρουν σε φρουτένια γεύση.

Βαρέθηκα να περιμένω στο υπόγειο σαλονάκι μέχρι να δράσει το φάρμακο. Εξάλλου η κομψή κυρία με τους αστραγάλους δεν ανταποκρίθηκε ούτε μία φορά στο επίμονο βλέμμα μου. Αποφάσισα ν’ ανέβω στο ισόγειο, να πιω έναν εσπρέσο, να κάνω ένα τσιγάρο και με την ευκαιρία να τραβήξω τα εξήντα ευρώ που δικαιούμουν για σήμερα από το ΑΤΜ της Εθνικής, γύρω στα εκατό μέτρα παρακάτω.

Τη στιγμή που το μηχάνημα ξεφύλλιζε μέσα του τα μπλε εικοσάρικα, άφησα αφηρημένα μια πιεστική κλανιά.

Τη στιγμή που τα ευρώ έβγαιναν απ’ την οριζόντια μεταλλική φακλάνα, η καυτή ευκοίλια έγλειφε ήδη τα μπούτια μου.

Άνοιξα αμέσως τα πόδια για να εμποδίσω την επαφή με το παντελόνι. Ίδρωσα. Το πουλόβερ άρχισε να τσιμπάει και να γαργαλάει. Ίδρωσα κι άλλο.

Διέσχισα αργά το προαύλιο σαν να ’χα ανοιχτά ξυλοπόδαρα βιδωμένα στη φαρδιά λεκάνη, μπήκα μαζί μ’ έναν άλλο κύριο στην αστραφτερή γυάλινη περιστρεφόμενη πόρτα, ίδρωσα πάλι, προσπέρασα τους τεχνητούς καταρράχτες που πήγαζαν μέσ’ από τα μαύρα λαμπερά μάρμαρα, τράβηξα δεξιά, έφτασα στις τουαλέτες, μπήκα στον προθάλαμο, έκλεισα την πόρτα πίσω μου, μπήκα στην αντρική τουαλέτα, έκλεισα, κλείδωσα, έβγαλα τα παπούτσια, το μπουφάν, το πουλόβερ, το φανελάκι, έλυσα τη ζώνη, κατέβασα προσεκτικά το παντελόνι, τράβηξα με το κουντεπιέ προσεχτικά τα πόδια μου έξω απ’ το σωριασμένο μπόξερ, κατέβασα το καπάκι του καμπινέ και χωρίς να ελέγξω για κίτρινους πηχτούς λεκέδες με κολλημένες τριχούλες, έσκασα στη λεκάνη κλάνοντας εκρηκτικά.

Τα σταγονίδια εκτοξεύθηκαν σαν βόμβα διασποράς και κάλυψαν τη λευκή πορσελάνη.

Δεν είχε χαρτί.

Σήκωσα από το πάτωμα το παντελόνι, ανίχνευσα με το χέρι τη μέσα πλευρά, βρήκα το υγρό πεδίο και το έφερα στη μύτη. Ήταν αρπαγμένο, ευτυχώς λίγο μόνο, στο ύψος των μπουτιών.

Άνοιξα προσεκτικά την πόρτα, έβγαλα το κεφάλι στον προθάλαμο και βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή.

Ξανάκλεισα την πόρτα, σκούπισα με τα στεγνά σημεία του μπόξερ μπούτια και κωλοτρυπίδα, το έκανα ρολό και το έθαψα βαθιά στο μικρό ανοξείδωτο κάδο.

Άνοιξα πάλι την πόρτα, έτρεξα γυμνός με τις μαύρες κάλτσες στη γυναικεία τουαλέτα, άρπαξα καμιά δεκαριά χαρτοπετσέτες, γύρισα στο νιπτήρα του προθάλαμου, τις μούλιασα και όρμησα πάλι πίσω στην αντρική τουαλέτα.

Οι κάλτσες μου έγιναν μούσκεμα. «Καριόλα», σκέφτηκα, «δίπλα κατούρησες;» Τις στούμπωσα κι αυτές στον κουβά, πάνω απ’ το ρολό μπόξερ.

Πασαλείφτηκα όσο καλύτερα μπορούσα με τις υγρές χαρτοπετσέτες και σκουπίστηκα με το άσπρο μου φανελάκι. Έβαλα στον κάδο τις λεκιασμένες υγρές χαρτοπετσέτες και τα κάλυψα όλα με την άσπρη φανέλα.

Φόρεσα πάλι τα ρούχα μου και βγήκα στον προθάλαμο.

Ξέπλυνα τα χέρια, τα στέγνωσα και κατευθύνθηκα προς τα ασανσέρ.

«Ο κύριος Βάλτης;» φώναξε η νοσοκόμα στο σαλονάκι.

«Βαλτής», είπα εκνευρισμένος από το λάθος τονισμό, που δήλωνε πως της ήταν άγνωστο το επίθετο.

«Περάστε, κύριε Βάλτη», απάντησε αυτή.

Μπήκα στο δωμάτιο του αξονικού, ακούμπησα το σακίδιό μου στον τοίχο, έβγαλα το μπουφάν και το πουλόβερ και κοντοστάθηκα μπροστά στο φορείο του μηχανήματος.

«Ξέρετε», είπα με σταθερή φωνή στη νεαρή νοσοκόμα, «με τη γαστρογραφίνη δεν τα πήγαμε καλά σήμερα και τα έκανα επάνω μου. Έχετε μήπως ένα σεντονάκι για να καλυφθώ;»

«Βεβαίως, θα σας φέρω αμέσως», είπε αυτή και βγήκε από το δωμάτιο.

Γύρισε σε λίγο, με σκέπασε, συνέδεσε την πεταλούδα, μου ευχήθηκε καλά αποτελέσματα κι έφυγε πάλι.

Το σκιαστικό μού ζέστανε ευχάριστα τ’ αρχίδια.

Χορεύοντας με το τέρας: ο Γιάννης Βαλτής στο Βερολίνο

ΕΞΑΛΛΟΣ

Το ασανσέρ του ξενοδοχείου έκανε πάντα έναν απότομο σπασμό στο σταμάτημα. Στην κάθοδο για τη σάλα του πρωινού στον ημιώροφο, αυτό δε μου δημιουργούσε πρόβλημα. Όταν όμως ανέβαινα στο δωμάτιο με γεμάτο το φλιτζάνι του καυτού καφέ, έπρεπε να κάνω με τα πόδια σισπανσιόν για ν’ απορροφήσω τον κραδασμό, αλλιώς ζεματιόταν το χέρι μου.

Με την τσίμπλα στο μάτι, έσπρωξα τη βαριά πόρτα του ασανσέρ που ήθελε λάδωμα, είπα τραγουδιστά το κλασικό γκούτεν μόργκεν στον αέρα και προχώρησα δεξιά προς τον μπουφέ. Δύο τραπέζια ήταν μόνο κατειλημμένα, δύο ζευγάρια μεταξύ σαράντα και πενήντα.

Διάλεξα δύο ειδών αλλαντικά, τρία κυβάκια βούτυρο, ένα κουτάκι μέλι και δυο λαχταριστά ψωμάκια. Το ενάμισι θα το έτρωγα με τα σαλάμια και το μισό στο τέλος με το μέλι. Εδώ κι έξι εβδομάδες, ακόμη δεν είχα αποφασίσει αν προτιμούσα το πάνω ή το κάτω μισό.

Όταν μ’ επισκέφθηκε η κόρη μου, προσπάθησα να βγάλω άκρη ρωτώντας την άποψή της, μα ήταν κι αυτή διχασμένη.

Άρχισα να πασαλείβω το πρώτο μου κάτω μισό με βούτυρο.

Τα ζευγάρια είχαν στο μεταξύ ζωηρέψει και μιλούσαν μεταξύ τους. Κυρίως οι γυναίκες. Οι άντρες πετάγονταν σαν κομπάρσοι για να προσθέσουν μια ατάκα, να διορθώσουν κάποια εξαιρετικά ασήμαντη λεπτομέρεια ή για να επιβεβαιώσουν, κατά παραγγελία, ένα τετριμμένο συμπέρασμα. Την υπόλοιπη ώρα έδειχναν ότι συμφωνούσαν με τα λεγόμενα της συμβίας τους επαναλαμβάνοντας για, για ή κουνώντας το κεφάλι. Το πρώτο πληθυντικό έμοιαζε να είναι η μοναδική επιτρεπτή φόρμα επικοινωνίας των συνοδών γυναικών: «Θα πάμε, θα ’ρθούμε, θα χειρουργηθούμε» κ.ο.κ.

Το ένα απ’ τα δύο ζευγάρια το γνώριζα ήδη εξ όψεως. Καθόταν παραδίπλα μου το περασμένο βράδυ στο σε γενικές γραμμές καλό ιταλικό εστιατόριο «Venezia». Είχαν πάρει κι αυτοί την πίτσα σπετσιάλε, μια απ’ τις πιο νόστιμες πίτσες που έχω φάει ποτέ, αλλά φεύγοντας είχαν παρατήσει τη μισή σχεδόν στο τραπέζι. Μου έκανε εντύπωση η ανορεξία τους και παραλίγο να σηκωθώ να την κλέψω, μα στο μεταξύ ήμουν τόσο εκνευρισμένος με το υποκριτικό ιταλιάνικο ταμπεραμέντο της πρόστυχα κακοβαλμένης Τουρκάλας ιδιοκτήτριας, που ζήτησα παγερά το λογαριασμό και αποχώρησα.

Τα περισσότερα ιταλικά εστιατόρια του Έσσεν τα λειτουργούν πλέον αγενείς χοντροκομμένοι Τούρκοι απ’ τα βάθη της Ανατολής που το παίζουν Ιταλοί, κι οι Γερμανοί το χάβουν. Με το που μπαίνεις στα μαγαζιά τους, σ’ αρχίζουν με την αηδιαστική τους προφορά, μπον τζιόρνο, κόμε στάι; βα μπένε; Στην αρχή γινόμουν έξαλλος με την ξεδιαντροπιά των μαυριδερών μεταλλαγμένων και έξαλλος με την αφέλεια των ροζέ παιδοβούβαλων. Τώρα πια τους απαντάω απευθείας στα ιταλικά, τους ρωτάω κάτι δύσκολο, δεν καταλαβαίνουν και κόβουν εκνευρισμένοι τις αηδίες. Όταν με σερβίρουν, με ρωτάν αν πασάν από πού είμαι, «Έλληνας», λέω, κι αρχίζουν το χυδαίο γλείψιμο ότι και καλά οι λαοί είναι φίλοι – οι κυβερνήτες φταίνε, ότι έχουν πάει στο σπίτι του Κεμάλ, ότι η Θεσσαλονίκη είναι πολύ ωραία, ειδικά η Άνω Πόλη, κι εγώ απαντάω ψυχρά, μονολεκτικά, έτσι για να τους τη σπάσω ακόμη περισσότερο. Το θέμα είναι πως τα ιταλικά είναι τα μόνα εστιατόρια στην περιοχή που μπορείς να φας σχετικά ελαφριά. Το γιουγκοσλάβικο στον επάνω δρόμο είναι νόστιμο, κι ο χώρος του μ’ αρέσει γιατί προηγουμένως ήταν γερμανική μπιραρία κι έχει αυτό το κλασικό ημίφως, με ξύλινα βαριά τραπέζια, μοκέτα στο πάτωμα, μόνιμους Γερμανούς μεθύστακες, παρέες βροντόφωνων συνταξιούχων, χαλασμένο αυτόματο τσιγάρων και μενού των οκτώ ευρώ, μόνο που όλα του τα φαγητά έχουν την ίδια τηγανίλα, όλες του οι σάλτσες την ίδια γεύση κνορ, όλες του οι σαλάτες το ίδιο ντρέσινγκ γιαουρτιού με ξίδι. Ο Κινέζος καλούτσικος, αλλά κι αυτός μόνο τηγάνι. Ο Έλληνας απ’ την Κατερίνη στη γωνία τρώγεται, αλλά η απειλητική ανία του, η κίτρινη περιέργειά του, η συνεχής όχλησή του όσο εσύ μασάς και το γεγονός ότι ξέρεις ότι κι αυτός σε αντιπαθεί όσο κι εσύ επειδή είμαστε Έλληνες, τον κάνει να μην τρώγεται, ο Τούρκος στον απέναντι δρόμο μέτριος, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να τρέφομαι μόνο με λιπαρά ντονέρ, κι ο Μαυροβούνιος με τη μουνάρα γυναίκα ακριβός, αγενής και μαλάκας.

«Κι εμείς θ’ αλλάξουμε ξενοδοχείο σήμερα, θα πάμε στο Atlantis. Το δωμάτιο εδώ μυρίζει τσιγαρίλα και γενικά η κατάσταση είναι χάλια, δέστε τα ψίχουλα στο τραπέζι. Αναρωτιέμαι αν καθαρίζουν ποτέ. Και δεν είναι και λίγο, 45 ευρώ η βραδιά. Άσε που η περιοχή δε βολεύει καθόλου στο παρκάρισμα. Μας το σύστησαν απ’ το νοσοκομείο εχθές, μα θα πάω σήμερα να τους πω ότι κακώς συστήνουν αυτό το στάβλο στους ασθενείς τους».

«Κι εμείς το βρίσκουμε απαράδεκτο», συμφώνησε η γυναίκα του άλλου ζευγαριού. «Και το ίντερνετ κυριολεκτικά σέρνεται».

Επέμεναν να συμφωνούν για την κατάντια του ξενοδοχείου, διακόπτοντας η μία την άλλη για να υπερθεματίσουν. Η ακατάπαυστη διαμαρτυρία προχώρησε και σε άλλα θέματα. Τι είδους άτυχο καρκίνο έχουν οι σύζυγοι, πόσο ταλαιπωρούνται αυτές με όλη αυτή την ιστορία, πως πασχίζουν να τα φέρουν όλα βόλτα, πως οι απαράδεκτες ασφαλιστικές δεν καλύπτουν τα έξοδα της βενζίνης, πως κανείς από την οικογένειά του δε βοηθάει, πόσο χάλια είναι τα εστιατόρια του Έσσεν, πως δεν τρωγόταν η χθεσινή τους πίτσα στο «Venezia», πως όλα τελικά θα πάνε βέβαια καλά γιατί το πρόλαβαν νωρίς.

Προσπαθούσα να τελειώσω το πρωινό στα γρήγορα για να βρεθώ πάλι στη γαλήνη του δωματίου μου, μα παρ’ όλο το μπόλικο βούτυρο στο ψωμάκι τίποτα δε με γαλήνευε απ’ τον εκνευρισμό που μου είχε προκαλέσει η καταραμένη γκρίνια τους.

«Εσείς;» μου απηύθυναν το λόγο. «Κι εσείς για το νοσοκομείο είστε εδώ;»

«Ναι», απάντησα.

«Είστε καιρό εδώ; Πού μπορεί να φάει κανείς καλά σ’ αυτή την ας την πούμε πόλη;» ρώτησαν.

«Ιδέα δεν έχω», αποκρίθηκα, «τρώω μόνο βρόμη».

Σηκώθηκα, γέμισα ένα φλιτζάνι καυτό καφέ και τράβηξα για το ασανσέρ. Τη σισπανσιόν μην ξεχάσω, σκέφτηκα και πάτησα το 3.

Δείγμα εκτίμησης από τον ξενοδόχο: οι ιμάντες για την ακτινοθεραπεία

Δεν τα κατάφερα να ενεργηθώ, παρενέργεια, φόρεσα το ηλεκτρισμένο μαύρο ελαστικό θερμικό εσώρουχο, έβαλα τα χοντροκομμένα φτηνιάρικα ‒ορειβασίας, υποτίθεται‒ μποτάκια και κατηφόρισα προς την Κλινική για να ξεπλύνω με τρία λίτρα ορό τα νεφρά μου από τη χθεσινή δόση χημειοθεραπείας και για να πάρω την ημερήσια ακτινοβολία στον πνεύμονα.

Γλίστρησα δυο-τρεις φορές στο παγωμένο πεζοδρόμιο, περίμενα τουρτουρίζοντας ν’ ανάψει το πράσινο ανθρωπάκι, παραμέρισα για να μη με χτυπήσει ο επιθετικός ανάπηρος, χάζεψα το σκελετό στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου και την τσάντα με τη νεκροκεφαλή και διέσχισα την είσοδο του νοσοκομείου.

Ξεμπέρδεψα τρεις ώρες αργότερα και τράβηξα προς το κέντρο της πόλης για να σκοτώσω την ώρα μου ως το απόγευμα που θα κλεινόμουν πάλι στο δωμάτιο.

Μπήκα-βγήκα σε πέντ’-έξι πολυκαταστήματα, δεν είχα διάθεση να ψωνίσω, βαρέθηκα κι αποφάσισα να καθίσω στο αγαπημένο μου καφέ με σόμπες μανιτάρια και κουβέρτες φλις στα έξω καθίσματα, όπου επιτρέπεται το κάπνισμα κι έχει πολλούς περαστικούς για χάζι.

Παρήγγειλα τη ζεστή σοκολάτα, που έφτασε αμέσως, άναψα ένα τσιγάρο κι άρχισα να παρατηρώ τους περαστικούς.

Με τράβηξαν τα μάτια τους. Δεν έβλεπα τα σουλούπια, δεν έβλεπα τα ρούχα, δεν έβλεπα το χώρο, έβλεπα μόνο τα μάτια τους. Και κάναν κώλο πού και πού.

Τα αντρικά κοίταγαν ίσια μπροστά, αφηρημένα, αφημένα, υπάκουα, αρνίσια, κομπλεξικά.

Τα γυναικεία όμως. Μάτια ανήσυχα, ψυχρά, απαιτητικά, που καταγράφουν, αμφισβητούν, συγκρίνουν, ταξινομούν, επικρίνουν, κατακρίνουν, κατηγορούν, επιπλήττουν, καταδίδουν.

Που δεν αναζητούν την επαφή, την προσοχή, την επιβράβευση, την απόρριψη, τον πόνο, τη χαρά, τη συγχώρεση, το φλερτ, τον έρωτα, τον άλλο, την αγάπη.

Ταμπουρωμένα σε κρεάτινους αερόσακους ασφαλείας.

Σαν τα αστραφτερά τους αυτοκίνητα με ABS, EBS, CDS, SS.

Σαν τα άριστα κουφώματά τους, την απολαυστική ντουζιέρα, τα αντιολισθητικά επιστρώματα, την αστική ευθύνη, τα σύγχρονα γκάτζετ, τα βιβλία με τις εξωτικές μαγειρικές, τους τόνους περιοδικών για ταξίδια και διακόσμηση εσωτερικών χώρων.

Σαν τις διαφημίσεις τους για ασφαλείς περιπετειώδεις διακοπές, την άνοστη ρόκα και τα νεκρά τους φρούτα.

Ουράνιο τόξο πάνω από τη θάλασσα της Βουρβουρούς

ΒΟΥΡΒΟΥΡΟΥ

Μετά από ενάμιση χρόνο μοναξιάς, και μόνον η σκέψη της συμβίωσης μου προκαλεί τρόμο. Ευτυχώς τα παιδιά μεγάλωσαν και ζουν στη Γερμανία, σύντροφο δεν έχω. Φίλοι περνούν μπόλικοι από δω. Καταχαίρομαι όταν φτάνουν και σε δυο μέρες αδημονώ να φύγουν. Χρειάζομαι πολύ χρόνο μόνος, για να με καταλαβαίνω. Δε θα με πειράξει αν αλλάξει αυτό, μα δεν το επιδιώκω.

Και βέβαια φοβάμαι ακόμη. Αλλά είναι ένας φόβος ανεκτός. Δεν είναι πια τρόμος ούτε πανικός. Πιο πολύ προς τη θλίψη πάει.

Ο Γιάννης Βαλτής στον δρόμο της ανάρρωσης στο Βερολίνο

ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ

Αρμενίζω στο Σύμπαν. Παλιά ήξερα και πώς λειτουργεί, τώρα δε με νοιάζει. Μόνο παίζω.

Κείμενο και φωτό: Γιάννης Βαλτής, μετάφραση: Mιχαέλα Πρίντσιγκερ, απόσπασμα από το βιβλίο “Extra Ball”, Εκδ. Ποταμός 2016.

Ο Γιάννης Βαλτής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε φωτογραφία στην Κολωνία και εργάστηκε ως φωτογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός στη διαφήμιση. Μεταξύ άλλων, σκηνοθέτησε την πρώτη ελληνική ταινία για πλανητάριο, δημιούργησε τη διαδικτυακή καμπάνια «Μακάρι Μπουτάρη», συμμετείχε στο protagon.gr με viral videos και κείμενά του και συνσκηνοθέτησε την ταινία τεκμηρίωσης «1.000 miles», η οποία προβλήθηκε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Εχει βραβευθεί για παραγωγές του σε διεθνή φεστιβάλ στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αμερική. Ο Γιάννης Βαλτής έχει δύο παιδιά. Το «Extra Ball» από τις εκδόσεις Ποταμός είναι το πρώτο του βιβλίο.

Buch-Cover: EXTRA BALL

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε