Πελαγία

Διήγημα της Κρίστης Στασινοπούλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η Αμοργός, το κατάλευκο Κυκλαδονήσι, μετατρέπεται στο ιδανικό σκηνικό για τη γεμάτη μυστήριο ιστορία τριών νεαρών του νησιού και της καλοκαιρινής τους συντροφιάς. Το diablog.eu παρουσιάζει ένα διήγημα της Κρίστης Στασινοπούλου, το οποίο συστήνουμε να διαβάσετε σε κάποιο δροσερό μπαλκόνι ή κάτω από τον ίσκιο μιας ομπρέλας σε κάποια αμμουδιά. Να έχετε ένα υπέροχο καλοκαίρι!

Amorgos

ΠΕΛΑΓΙΑ

«Πελαγία! Πελαγίααα!» έμοιαζε να φωνάζει ο άνεμος όλη τη νύχτα, καθώς φυσούσε ανάμεσα στα λιγοστά ξερόδεντρα, τις σκόρπιες οικοδομές, τις κα­τεστραμμένες πέτρινες μάντρες και τα σκουριασμένα τρα­κτέρ. Κατέβαινε με μανία μέσα από τα κρυφά λαγκάδια μέχρι τις παραλίες του νησιού σηκώνοντας τόνους κίτρινης άμμου και έφτανε ως το λιμάνι. Εδώ άρπαζε τα πεταμένα κονσερβοκούτια μαζί με τα πλαστικά μπουκάλια νερού και τα κυλούσε πέρα δώθε σ’ έναν άγριο ρυθμό γεμάτο από τενεκεδένιους κρότους. Στον ίδιο ρυθμό κουνούσε και τις λιγοστές κρεμαστές λάμπες, έτσι που τα αδύναμα φώτα και οι σκιές χόρευαν αλλόκοτα μέσα στο σκοτάδι.

Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί, ακόμα δεν είχε αρχίσει να φωτίζει… Τέλη Σεπτέμβρη πια, οι μέρες είχαν μικρύνει μαζί με το παρδαλό πλήθος των μαυρισμένων τουριστών. Κι όσο μεγάλωναν οι ώρες του σκοταδιού, τόσο ο ουρανός του νησιού βάραινε από γκρι περαστικά σύννεφα, τόσο οι κάθετες γραμμές των καφέ βουνών γίνονταν όλο και πιο αυστηρές, σαν βαθιές ρυτίδες σε μαραμένο γυναικείο πρό­σωπο. Οι αμμουδιές και τα μονοπάτια, έρημα και βρομισμέ­να, περίμεναν το χειμώνα˙ οι τέντες μισοσκισμένες, με ξε­θωριασμένα χρώματα και κρόσσια, αφήνονταν στη λύσσα του ανέμου, αφού πια δεν χρειαζόταν να προστατεύουν τους ξανθούς τουρίστες, που άφηναν το νησί σαν άπιστοι αρραβωνιαστικοί που ξέχασαν τους όρκους τους.

Τέσσερις το πρωί λοιπόν και τα φώτα του τελευταίου πλοίου του Σεπτέμβρη απομακρύνονταν σιγά σιγά μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Οι τρεις φίλοι ξεκίνησαν να φύγουν τρικλίζοντας. Η αναμονή του πλοίου ως τα χαράματα, παρέα κάθε φορά με τις ξένες φιλενάδες που φεύγανε δακρύβρεχτες, ήταν μια ακόμα ευκαιρία για κατανάλωση αλκοόλ κι όταν το πλοίο, όπως απόψε, όπως συνήθως, είχε καθυστέρηση, οι ποσότητες ξεπερνούσαν τα όρια που άντεχαν οι ίδιοι οι νεαροί του νησιού, αν και ήδη είχαν γίνει γερά ποτήρια από τις ρακές και τα ούζα των παππούδων τους και μεγαλώνοντας συνέχιζαν να ασκούνται στο σπορ, πίνοντας πια μπακάρντι, τεκίλες και ουίσκι στις ντίσκο και τα μπαρ της παραλίας. Παραπατούσαν λοιπόν οι τρεις τους από την προκυμαία προς τα λιγοστά άσπρα σπίτια του λιμανιού χασκογελώντας. Ελάχιστα ήταν τα πράγματα που θα μπορούσαν να σκιάσουν αυτή τη μόνιμη, χαλαρή και αποχαυνωτική ευδαιμονία τους.

Amorgos

Μεγαλωμένοι εδώ ως κάποια ηλικία με όλες τις τιμές και τις ανέσεις του «γιου» που θα κρατήσει το όνομα της οικογένειας˙ ένα Γυμνάσιο στον Πειραιά στη συνέχεια, ο πατέρας να λείπει στα καράβια, μια μισοτελειωμένη τεχνική σχολή, λίγη αλητεία στην Ευρώπη, φιλοξενούμενοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, με πληρωμένα εισιτήρια από κάποια ερωτευμένη Γερμανίδα, και τα καλοκαίρια δουλειές του ποδαριού εδώ στο νησί, κάνα μπαρ, κάνα ουζάδικο, ποδήλατα, κανό με την ώρα στην παραλία, λίγη δουλειά στα κτήματα, «Ρουμς, ρουμς, ρουμς» και καλή καρδιά. Απαραίτητο συμπλήρωμα, αλατοπίπερο σ’ αυτή τη ζωή, το καλαμπούρι, η καζούρα, η πλάκα και ένας κώδικας συνεννόησης μεταξύ τους, μια συναδελφοσύνη που κρατάει ατόφια από τα παιδικά τους χρόνια. Συγχωριανοί, λοιπόν, συμμαθητές και συνωμότες στις πλάκες ήταν οι τρεις φίλοι που ανέβαιναν τρικλίζοντας από την προκυμαία εκείνα τα χαράματα του Σεπτέμβρη.

Η τελευταία πλάκα όμως που είχαν εφεύρει τις ξεπερνούσε όλες. Χάρη σ’ αυτή είχαν περάσει φέτος ατέλειωτες, ξεκαρδιστικές νύχτες και πολλές επεισοδιακές περιπέτειες. Χάρη σ’ αυτή την πλάκα είχαν επίσης καταφέρει ακόμα και τις πιο δύσκολες κοπέλες να αφήσουν τις σκηνές και τα σλίπινγκ-μπαγκ τους, για να κοιμηθούν στις ασφαλείς αγκαλιές τους.

«Όλες, μα όλες τσιμπάνε!» φώναζε ο Χρίστος σκασμένος στα γέλια. «Καμιά, καμιά απ’ αυτές δεν αμφισβήτησε την τρομερή ιστορία της Πελαγίας!»

«Πελαγίααα!… Πελαγίααα!…» φώναξε ο Θάνος.

«Πελαγίααα!… Πελαγίααα!…» φώναξε κι ο Παναγιώτης και κόντεψαν πάλι κι οι τρεις να ξελιγωθούν από τα γέλια.

Η Πελαγία, εκεί γύρω στις αρχές του ’60, ήταν μια από τις τυχερές, τις προικισμένες κοπέλες της Λαγκάδας, του χωριού που δεσπόζει στο λιμάνι, στην κορυφή του λόφου απ’ όπου μπορούσες να καμαρώσεις όλη την ομορφιά του κόλπου που αργότερα οι Γάλλοι ονόμασαν Απέραντο Γαλάζιο. Το ίδιο φιδωτό καλντερίμι που υπάρχει και σήμερα –μια ώρα δρόμος– ένωνε και τότε τη Λαγκάδα με τα ελάχιστα κτίσματα του λιμανιού. Ηλεκτρισμός δεν υπήρχε ακόμα στο νησί. Τα μεγάλα πλοία δεν έφταναν ως την προκυμαία, όπου δένανε μόνο τα καΐκια και οι βάρκες που μεταφέρανε τα βαριά κιβώτια και τους λιγοστούς επιβάτες. Οι νέοι με το όνειρο του φευγιού για Αμερική ή Αυστραλία. Οι κοπέλες με το όνειρο ενός καλού γάμου, να ζήσουν στην Αθήνα, αλλιώς η μοίρα τους, το ‘ξεραν, ήταν προκαθορισμένη: θα έπρεπε για όλη τους τη ζωή να καθαρίζουν τις καβαλίνες των ζώων έξω από το κατώφλι τους, να ζυμώνουν και να μεγαλώνουν παιδιά στα στενά, άσπρα σοκάκια, με μόνη ομορφιά στη ζωή τους κάποιο βασιλικό ή νυχτολούλουδο στη γλάστρα έξω από το παράθυρο τους.

Η Πελαγία όμως είχε σταθεί τυχερή. Η οικογένειά της, μια από τις πλουσιότερες του νησιού, της είχε εξασφαλίσει με προξενιό τον καλύτερο αρραβωνιαστικό, που κρυφά είχαν στην καρδιά τους και στα βαθύτερα όνειρα τους πολλές από τις κοπέλες του χωριού εκείνη την εποχή. Η Πελαγία το μόνο που είχε να κάμει όλη μέρα ήταν να κεντά τα προικιά της και να περιμένει τον Μανόλη να τελειώσει και τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του, να κάνει το στρατιωτικό και μετά να την πάρει στην Αθήνα, όπου κάποιο σύγχρονο διαμέρισμα θα στέγαζε τον έρωτα τους και την οικογένεια που θα έφτιαχναν.

Amorgos

Άνοιξη γίνανε οι αρραβώνες. Στις διακοπές κάθισε ο Μανόλης στο νησί για να γνωριστούν καλύτερα. Οι μήνες του καλοκαιριού περνούσαν σαν παραμύθι για την Πελαγία. Τις μέρες την έπαιρνε βόλτα στα κτήματά του ή βαρκάδα στον κόλπο του λιμανιού. Τις νύχτες την πήγαινε συχνά στα ουζάδικα, όπου μόνο άντρες και ελάχιστες γυναίκες είχαν το προνόμιο να κατεβαίνουν εκείνη την εποχή. Κάτω στη Γιάλη μια παράξενη κίνηση είχε αρχίσει να δημιουργείται. Ήταν η χρονιά που άρχισαν να έρχονται στο νησί όλο και περισσότεροι ξένοι τουρίστες με παράξενα ρούχα και φερσίματα, με σακίδια και μακριά μαλλιά, φρούτο άγνωστο και επικίνδυνο για τους απομονωμένους ως τότε νησιώτες. Τα αγόρια πήγαιναν τώρα πιο συχνά στις παραλίες, ξεμυαλισμένα από τη θέα αυτών των ψηλόλιγνων κορμιών, απ’ την ελευθερία και τη χαλαρότητα των ξανθών κοριτσιών του Βορρά.

Δεν ήταν φταίξιμο του Μανόλη ούτε λάθος της Πελαγίας που ένα τέτοιο ξανθό κορίτσι μπήκε ξαφνικά ανάμεσα τους, τάραξε τα τόσο κοινότοπα προγραμματισμένα σχέδια τους και τους χώρισε. Έφυγε ο Μανόλης για πάντα από το νησί. Οι οικογένειές τους πάψανε για χρόνια να μιλάνε μεταξύ τους. Έπεσε η Πελαγία, ατιμασμένη και παρατημένη, σε μαρασμό, σε ντροπή και μελαγχολία, που την οδήγησαν σιγά σιγά στην τρέλα. Τριγυρνούσε τις νύχτες παραμιλώντας στα καλντερίμια, σχεδόν γυμνή, κάτω από ένα μεταξωτό άσπρο νυχτικό, μέσα στο κρύο, με τα μαλλιά της ξέπλεκα και μπερδεμένα από τον άνεμο. Τα καλοκαίρια κατέβαινε ως τις παραλίες φουρκισμένη, προσπαθώντας να καταλαγιάσει την καταιγίδα μέσα της, και έβριζε τους ξένους με ανείπωτες βρισιές, που όλοι αναρωτιόνταν πού τις είχε ακούσει. Οι δικοί της προσπαθούσαν να τη συνετίσουν κλειδώνοντάς τη μέσα, ακόμα και δένοντάς την. Τότε εκείνη χαλούσε τον κόσμο με τέτοιες φωνές και βρισιές και κατάρες, που οι γονείς της πιο πολύ ντρέπονταν τους γειτόνους παρά ανησυχούσαν μην πάθει κάτι το κορίτσι τους –έτσι, την ξανάφηναν ελεύθερη να παίρνει τους δρόμους.

Κανείς δεν έμαθε, όταν τη βρήκαν γκρεμισμένη απ’ τη στροφή του καλντεριμιού κάτω, δίπλα στο πηγάδι, αν είχε πηδήσει μόνη της ή αν είχε σκοντάψει. Όλοι όμως, εκτός από τους δικούς της, είπαν ότι το κορίτσι ησύχασε πια και προσευχήθηκαν για την πονεμένη ψυχή της.

Amorgos

Αυτή ήταν η θλιβερή ιστορία της Πελαγίας, που όλοι την ξέρουν στην Αμοργό, ενώ οι μεγαλύτεροι θυμούνται κιόλας την ίδια την Πελαγία. Οι άνθρωποι όμως πολλές φορές, από την πλήξη ή τις ταλαιπωρίες, γίνονται σκληροί, κυνικοί˙ μερικοί δεν δίστασαν αργότερα να χρησιμοποιούν το όνομα της Πελαγίας, χλευάζοντας ή χαριτολογώντας, όταν κάποιος φίλος διηγόταν και κόμπαζε για τις κατακτήσεις και τις περιπέτειες του με το άλλο φύλο της άλλης φυλής.

Κάπως έτσι ξεκίνησε και η πλάκα των τριών νεαρών της ιστορίας μας. Μια πλάκα που εκείνο το καλοκαίρι κατάντησε να γίνει μόνιμη και κύρια σχεδόν ασχολία τους. Πόσες και πόσες τουρίστριες αλλά και Ελληνίδες δεν έφυγαν από το νησί παραμυθιασμένες, κουβαλώντας στο μυαλό τους όχι μόνο την αληθινή ιστορία αλλά και όλα τα περαιτέρω με τα οποία φρόντιζαν να τη διανθίζουν οι τρεις φίλοι. Πόσες νύχτες καλοκαιρινές δεν πέρασαν ως τα χαράματα στο μπαρ που ξενυχτούσε ή στα άδεια τραπέζια της κυρα-Κατίνας περιμένοντας να ανοίξει για πρωινό, διηγούμενοι και συπληρώνοντας με τη φαντασία τους την αποτρόπαιη ιστορία της Πελαγίας! Όταν δε ο άνεμος φυσούσε όπως απόψε ή τις βραδιές που δεν είχε φεγγάρι, οργάνωναν μικρές εκδρομές, αναβάσεις, χωρίς φακούς βέβαια, ως τη στροφή του καλντεριμιού, στο πηγάδι, όπου, λέει, εμφανιζόταν η φοβερή, λευκή, ψηλόλιγνη οπτασία της και τρόμαζε τους περαστικούς, ειδικά τις κοπέλες, με βρισιές τόσο σκληρές και αναίσχυντες, με ένα συνονθύλευμα στριγκών συλλαβών και ήχων από κείνους που ακούγονται μόνο στους χειρότερους εφιάλτες!

Λίγο τα βιβλιαράκια της Ορόρα που αλλάζουν χέρι με χέρι, σακίδιο με σακίδιο τώρα το καλοκαίρι, λίγο κάτι περιοδικά που ανοίγουν, λέει, το τρίτο μάτι, με αυξημένη κυκλοφορία τελευταία, κάνα τσιγάρο ή κάποια προϊστορία με ντραγκς που είχαν κάψει κάμποσα εγκεφαλικά κύτταρα, και το μυαλό πολλών από τα θύματα των τριών φίλων ήταν έτοιμο όχι μόνο να πιστέψει, αλλά και να βιώσει μια εμπειρία σαν αυτή.

Άλλοι πάλι ή, μάλλον, άλλες, γιατί τα θύματα ήταν κυρίως κοπέλες, γύρναγαν τα χαράματα στο λιμάνι απογοητευμένες, μια και ανακάλυπταν ότι δεν ανήκαν στο εκλεκτό είδος των «αλαφροΐσκιωτων», που έχουν το χάρισμα να συλλαμβάνουν μηνύματα, έστω και τρομακτικά, από άλλους κόσμους. Έτσι, περιορίζονταν στις γήινες απολαύσεις της συντροφιάς των νεαρών αυτών του νησιού, που είτε τους θεωρούσαν φαντασιόπληκτους, άρα ρομαντικούς, είτε πολύ πιο «προχωρημένους» από εκείνες, κι ας μην είχαν εντρυφήσει με το ίδιο πάθος στις πολυδιαφημισμένες μυστικιστικές φυλλάδες και στα βιβλία του Πύρινου Κόσμου.

Υπήρχαν και πολλές που δεν τολμούσαν καν να περάσουν τη νύχτα από εκείνο το σημείο, οπότε, μόλις έχαναν το τελευταίο λεωφορείο για τη Λαγκάδα, αναγκάζονταν να κοιμηθούν σε δανεικό σλίπινγκ-μπαγκ στην παραλία ή πίσω από το μπαρ, μόλις έκλεινε, ή στην ταράτσα της ντίσκο, στην αγκαλιά συνήθως κάποιου από τους τρεις υπεύθυνους της φοβίας τους.

Amorgos

Η ιστορία της Πελαγίας λοιπόν εξυπηρετούσε κι άλλους σκοπούς πέρα από την πλάκα. Έτσι, δεν άργησε να γίνει κοινό μυστικό των περισσότερων νεαρών του νησιού.

«Έναν ολόκληρο χειμώνα θα ‘χουμε να συζητάμε γι’ αυτά», φώναξε ο Θάνος γελώντας.

«Να δεις πόσους χειμώνες θα το συζητάει η Νάνση!» συμπλήρωσε ο Χρίστος ξεκαρδισμένος. «Ρε Παναγιώτη, άνοιξε λίγο το μαγαζί να πάρουμε καμιά μπίρα ακόμα και ανηφορίζουμε».

Στο άκουσμα του ονόματος της Νάνσης καινούρια γέλια, ενώ ο Παναγιώτης ξεκλείδωνε για άλλη μια φορά το μαγαζί για τις τελευταίες μπίρες.

«Μα κι εσύ το παράκανες μ’ αυτήν, να εμφανιστείς μπροστά της με το άσπρο σεντόνι!»

«…Κι ο Θάνος να βάζει φωνές, μαλάκα μου, πίσω απ’ το δέντρο: Όυουου! Ουουου! Ουουου! Κόντεψε να τρελαθεί το κορίτσι!»

«Δεν ξανάρχεται αυτή εδώ…»

«Δεν πειράζει, δεν πειράζει, θα ‘ρθουν άλλες κι άλλες… κι άααλλες! Ο Βορράς να ‘ναι καλά να κατεβάζει˙ κι εμείς να ‘μαστε καλά κι η Πελαγία!»

«Η Πελαγία, ναι! Η Πελαγία! Πελαγίααα! Πελαγία! Αγία του Πελάγους! Πού είσαι;» φώναζε τώρα ο Χρίστος, χορεύοντας εκστασιασμένος με το κουτί της μπίρας στο χέρι, σηκωμένο ψηλά, παραπατώντας.

«Πελαγίααα! Πελαγίααα! Εσύ είσαι μια αγίααα!» τραγουδούσαν οι υπόλοιποι ξεκαρδισμένοι και ανηφόριζαν προς τη Λαγκάδα.

Amorgos

Τα κουτιά της τελευταίας μπίρας είχαν πια σχεδόν αδειάσει, σε λίγο θα τα πέταγαν κι αυτά μαζί με τα χιλιάδες άλλα, να ενώσουν τον τενεκεδένιο ήχο τους με το ρυθμό του αέρα, που συνέχισε να φυσάει με μανία.

Ο καιρός σαν να ‘χε κρυώσει. Βέβαια κόντευε να τελειώσει ο Σεπτέμβρης. Αυτό το κρύο όμως, αυτή η παγωμάρα που ένιωσε ξαφνικά ο Χρίστος δεν ήταν φυσική. Ήταν ένα ρίγος σαν χάδι αφύσικο, που το ένιωσε πρώτα στο πρόσωπο και μετά σε όλο του το σώμα. Πισωπάτησε τρομαγμένος και στη στιγμή συνειδητοποίησε ότι το ίδιο ακριβώς είχαν νιώσει και οι άλλοι δύο φίλοι του. Τι συνέβη; Στάθηκαν ακίνητοι, παγωμένοι, σαν μαρμαρωμένες φιγούρες. Τα χέρια τους, σηκωμένα ψηλά, κρατούσαν ακόμα στα ακροδάχτυλα τα τσίγκινα, παγωμένα μπιροκούτια, τα πόδια τους στραβά από το τρίκλισμα˙ για ένα δευτερόλεπτο, που τους φάνηκε σαν αιώνας, αφουγκράστηκαν ανήσυχοι… Ο άνεμος φώναζε ένα όνομα: «Πελαγίααα… Πελαγίααα…» και το παγωμένο χάδι που τους είχε τυλίξει έβγαινε κατευθείαν από το πηγάδι μπροστά τους!

Είχαν φτάσει κιόλας ως εδώ; Είχαν ανέβει μες στο μεθύσι τους τόσο γρήγορα ως τη στροφή; Βρίσκονταν κιόλας εδώ, μπροστά στο πηγάδι της Πελαγίας; Κι ο άνεμος και το αόρατο, κρύο χάδι του ανήγγελλε με επισημότητα την άφιξη της;

Δεν πρόλαβαν να πούνε λέξη μεταξύ τους. Δεν πρόλαβαν να δουν καθαρά την αποτρόπαιη, υπέροχη, ψηλόλιγνη λευκή μορφή που ορθώθηκε μπροστά τους σαν Ερινύα. Τα χέρια τους παρέλυσαν από τη φρίκη, το ίδιο και τα πόδια τους˙ κι όπως κουτρουβαλούσαν έντρομοι στις στροφές της κατηφόρας, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν οι αλλόκοτοι θόρυβοι που τους κυνηγούσαν εφιαλτικά ήταν βρισιές αναίσχυντες, στριγκοί ήχοι και συλλαβές ξεχασμένης γλώσσας ή απλώς κρότοι από τα τενεκεδάκια της μπίρας, που κουτρουβαλούσαν κι αυτά ξοπίσω τους πάνω στις φαγωμένες πέτρες του καλντεριμιού.

Κείμενο και φωτό: Κρίστη Στασινοπούλου, διήγημα από τον τόμο «Επτά φόρες στην Αμοργό», εκδ. Καστανιώτη 1992, με ευγενική παραχώρηση της συγγραφέως και του εκδότη. Ιστοσελίδα της συγγραφέως και τραγουδίστριας: www.krististassinopoulou.com. Βλέπε και το άρθρο μας για την παρουσία της στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Βερολίνου.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε