ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 5: Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης – Απολογισμός: Συμπεράσματα των επιμορφωτικών σεμιναρίων

Άρθρο του Αλέξανδρου Κυπριώτη

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η τελευταία ανοιχτή δημόσια συζήτηση του κύκλου διαδικτυακών επιμορφωτικών σεμιναρίων ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ, που διοργάνωσε το κοινωφελές σωματείο Diablog Vision e.V. σε συνεργασία με το Lettétage e.V., πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της 18ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης ως Webinar στην πλατφόρμα Zoom.

Οι ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ, τις οποίες σχεδίασε η πρόεδρος του Diablog Vision e.V., δρ Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, χρηματοδοτήθηκαν από το Γερμανικό Ταμείο Μεταφραστών στο πλαίσιο του προγράμματος «Πολιτισμική επανεκκίνηση» της Επιτρόπου Πολιτισμού και Μέσων Ενημέρωσης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας.

Αυτή η τελευταία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 5 ήταν μια συζήτηση απολογισμού, στην οποία συζητήθηκαν τα συμπεράσματα των τεσσάρων διαδικτυακών επιμορφωτικών σεμιναρίων που πραγματοποιήθηκαν κατά την τρίμηνη διάρκεια του προγράμματος και έγινε στην ελληνική γλώσσα.

Τον συντονισμό της συζήτησης είχε ο δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του bookpress.gr Κώστας Αγοραστός, ενώ στη συζήτηση συμμετείχαν η φιλόλογος, μεταφράστρια λογοτεχνίας και εντεταλμένη διδασκαλίας Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης δρ Έλενα Παλλαντζά, η φιλόλογος Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, επιμελήτρια και μεταφράστρια λογοτεχνίας Ιωάννα Μεϊτάνη, η φιλόλογος Νεοελληνικής γλώσσας και μεταφράστρια λογοτεχνίας δρ Μιχαέλα Πρίντσιγκερ και ο πολιτιστικός συντάκτης και μεταφραστής γερμανόφωνης και ελληνικής λογοτεχνίας Θεόδωρος (Τέο) Βότσος.

επάνω: Ιωάννα Μεϊτάνη, Θεόδωρος (Τέο) Βότσος, Έλενα Παλλαντζά.
κάτω: Κώστας Αγοραστός, Μιχαέλα Πρίντσιγκερ

ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 1

Ο Κώστας Αγοραστός, αφού παρουσίασε τη δρα Έλενα Παλλαντζά, η οποία διηύθυνε το εργαστήρι μετάφρασης γερμανόφωνης ποίησης στα ελληνικά ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 1, ζήτησε, πριν περάσει στις ερωτήσεις του, να δούμε ένα σύντομο βίντεο που δημιούργησε ο Πέτρος Κολοτούρος με υλικό από το διήμερο εργαστήρι μετάφρασης, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να πάρει μια γεύση από τη δουλειά που έγινε σε αυτό.

Απευθύνοντας την πρώτη του ερώτηση προς την Έλενα Παλλαντζά, ο Κώστας Αγοραστός ζήτησε να μάθει το σκεπτικό με το οποίο η ίδια επέλεξε τα κείμενα προς μετάφραση στο εργαστήρι.

Η Έλενα Παλλαντζά εξήγησε ότι επέλεξε γερμανικά ποιήματα από την ποιητική ανθολογία που έγινε με πρωτοβουλία του Ντιρκ Ούβε Χάνζεν, ο οποίος ζήτησε από γερμανόφωνους ποιητές και ποιήτριες να δημιουργήσουν τα δικά τους ποιήματα, απαντώντας τρόπον τινά στη Σαπφώ, εξ ου και η ανθολογία φέρει τον υπότιτλο «Απαντήσεις στη Σαπφώ». Το σκεπτικό της ήταν όπως εξήγησε αφενός να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι «δώρου – αντίδωρου», ζητώντας να μεταφραστούν πλέον κάποια από αυτά τα ποιήματα στα ελληνικά, και αφετέρου ότι ήθελε οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες στο εργαστήρι να νιώθουν μια κάποια οικειότητα και όχι δέος προς τα κείμενα που θα καλούνταν να μεταφράσουν, αφού ο χρόνος εργασίας στο πλαίσιο του εργαστηρίου θα ήταν περιορισμένος.

Στη συνέχεια ο Κώστας Αγοραστός, έχοντας διαβάσει το κείμενο που είχε ήδη δημοσιευτεί στο diablog.eu για τα πεπραγμένα στις ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 1 ότι στην αρχική συζήτηση που είχε η Έλενα Παλλαντζά με τους συμμετέχοντες στο εργαστήρι είχαν τεθεί και κάποιες θεωρητικές κατευθύνσεις, ζήτησε να μάθει πόσο σημαντικές είναι κάποιες αποφάσεις που μπορεί να παίρνει κανείς βάσει θεωρητικών κατευθύνσεων πριν καν αρχίσει να μεταφράζει.

Στην απάντησή της η Έλενα Παλλαντζά ανέφερε ότι η παρουσίαση κάποιων θεωρητικών απόψεων περί μετάφρασης στην αρχή του εργαστηρίου και η τοποθέτηση των συμμετεχόντων γι’ αυτές λειτούργησε ως γνωριμία αλλά ήταν και απαραίτητη, ώστε να καθοριστούν τα όρια σύμφωνα με τα οποία θα δούλευαν όλοι μαζί ως ομάδα, αφού όπως σημείωσε η μετάφραση είναι υποκειμενική.

Δραττόμενη της ευκαιρίας από την επόμενη ερώτηση του συντονιστή, ο οποίος της ζήτησε να μας δώσει κάποια παραδείγματα, ενδεχομένως και με στίχους, από τις διαφορές στις δομές των δύο γλωσσών που εντόπισε η Έλενα Παλλαντζά με τους «μαθητές», υπογράμμισε ότι από τα έξι άτομα που συμμετείχαν στο εργαστήρι άλλοι ήταν ποιητές και ποιήτριες, άλλοι είχαν ήδη απλώς ασχοληθεί με τη μετάφραση, γεγονός που την έκανε να δει το όλο εργαστήρι ως συνάντηση ομοτέχνων, από την οποία έμαθε και η ίδια πολλά, οπότε δεν θα τους χαρακτήριζε «μαθητές», για να δώσει στη συνέχεια κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα διαφορών μεταξύ των γερμανικών και των ελληνικών που αναδεικνύουν τις δυσκολίες της μεταφραστικής διαδικασίας.

Με την επόμενη ερώτησή του ο Κώστας Αγοραστός, αναφερόμενος και στην παρουσία του Ντιρκ Ούβε Χάνζεν ως προσκεκλημένου στο εργαστήρι, ζήτησε από την Έλενα Παλλαντζά να μας πει πόσο σημαντική είναι η επαφή του μεταφραστή ή της μεταφράστριας με τον/τη δημιουργό.

Η Έλενα Παλλαντζά εξήγησε ότι αν και ο Ντιρκ Ούβε Χάνζεν ήταν προσκεκλημένος στο εργαστήρι, για να μιλήσει απλώς για την ανθολόγηση των ποιημάτων και την επιδραστικότητα της Σαπφούς στους γερμανόφωνους ποιητές και γερμανόφωνες ποιήτριες, η αυθόρμητη πρόσκληση να είναι παρών όταν η μεταφραστική ομάδα θα δούλευε το δικό του ποίημα αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη και διαφωτιστική, αφού είχαν την τύχη να μάθουν από τον ίδιο τις διακειμενικές αναφορές του ποιήματός του και να διασαφηνιστούν διάφορα σημεία σε αυτό.

Απαντώντας στη συνέχεια στην ερώτηση του Κώστα Αγοραστού αν αυτό το εργαστήρι είχε κάτι το ξεχωριστό συγκριτικά με άλλα εργαστήρια τα οποία διευθύνει η Έλενα Παλλαντζά, ανέφερε ότι στα εργαστήρια ομαδικής μετάφρασης που κάνει κατά κύριο λόγο στο πανεπιστήμιο της Βόννης η μετάφραση γίνεται προς τα γερμανικά σε αντίθεση με τις ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ, όπου η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά στα ελληνικά, επιτρέποντας και στην ίδια να συμμετέχει ισότιμα. Ωστόσο, εξήρε τη «χημεία» και το συνεργατικό πνεύμα της ομάδας, κάτι που επιβεβαίωσαν και οι συμμετέχουσες στο εργαστήρι, όπως άλλωστε είδαμε και στο βίντεο που παρουσιάστηκε, αλλά υπογράμμισε και τις πρακτικές δυνατότητες που είχαν μέσω του Zoom, όπως για παράδειγμα να χωριστούν σε ομάδες και να δουλέψουν ξεχωριστά, αντισταθμίζοντας κατά κάποιο τρόπο το μειονέκτημα της μη φυσικής παρουσίας. Κλείνοντας σημείωσε ότι τα εργαστήρια μετάφρασης είναι ένας εξαιρετικός τρόπος αναθεώρησης και επανεξέτασης των μεταφραστικών εργαλείων και μεθόδων που χρησιμοποιεί κάθε μεταφραστής και μεταφράστρια, κάτι που σε βοηθά πραγματικά να πας παρακάτω και να εξελίσσεσαι στη δουλειά σου.

ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 2

Περνώντας στην Ιωάννα Μεϊτάνη, τη συντονίστρια στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «Θεωρία και πρακτική της μετάφρασης», στην οποία συμμετείχαν η δρ Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, ο Σπύρος Μοσκόβου και ο Κώστας Σπαθαράκης, συζήτηση που είχε παρακολουθήσει ο Κώστας Αγοραστός, της ζήτησε να μας πει τι αναφέρθηκε στις ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 2 για τα εργαστήρια λογοτεχνικής μετάφρασης και κατά πόσο επιμορφώνουν και βγάζουν τους μεταφραστές και τις μεταφράστριες από το καβούκι τους.

Η Ιωάννα Μεϊτάνη αναφέρθηκε κυρίως στην εισήγηση της δρος Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, η οποία εκτός από μεταφράστρια είναι και καθηγήτρια γερμανικής και συγκριτικής γραμματολογίας στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ουσιαστικά πραγματοποιεί και μεταφραστικά εργαστήρια. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, συμμετέχοντας σε ένα εργαστήρι μετάφρασης ασκεί κανείς την απαραίτητη δεξιότητα της κριτικής ανάγνωσης του κειμένου, αλλά συνειδητοποιεί επίσης, ασκώντας την «καχυποψία» του, ότι η ανάγνωση ενός μεταφρασμένου κειμένου είναι η ανάγνωση ενός συγγραφέα μέσω της διαμεσολάβησης του μεταφραστή. Επιπλέον, τα εργαστήρια βοηθούν τους μεταφραστές και τις μεταφράστριες να παραμένουν ταπεινοί, αφού η σύγκριση των διάφορων μεταφραστικών επιλογών αναδεικνύει και λάθη και αστοχίες, ενώ συγχρόνως αποτελούν και μια πολυτέλεια, σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, αφού δίνουν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να δουν διάφορες πιθανές λύσεις, βγαίνοντας από την απομόνωση της κατά μόνας εργασίας.

Στη συνέχεια ο Κώστας Αγοραστός ζήτησε από την Ιωάννα Μεϊτάνη να αναφέρει τι ειπώθηκε στη συζήτηση για την ορατότητα του μεταφραστή και πόσο σημαντικές είναι οι πρακτικές που την αναδεικνύουν, όπως για παράδειγμα η αναγραφή του μεταφραστή ή της μεταφράστριας στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Η Ιωάννα Μεϊτάνη επιβεβαίωσε τη σπουδαιότητα αυτού του θέματος και όπως ομολόγησε η αναγραφή του ονόματος του ανθρώπου που έχει μεταφράσει ένα βιβλίο στο εξώφυλλό του δεν είναι πάντα αυτονόητη για όλους τους εκδοτικούς οίκους και αποτελεί ακόμα ένα πεδίο «γκρίνιας» εκ μέρους των επαγγελματιών μεταφραστών και μεταφραστριών. Συνέχισε, ωστόσο, αναφέροντας ότι η αναγραφή του ονόματος δεν αρκεί για την ορατότητα του μεταφραστή και συμπλήρωσε και άλλους τρόπους και πρακτικές, που σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Ρασιδάκη μπορούν να συμβάλουν σε αυτήν, όπως η αναγραφή στο εσωτερικό του βιβλίου του τίτλου και της γλώσσας του πρωτοτύπου από την οποία έγινε η μετάφραση, η ύπαρξη ενός σημειώματος του μεταφραστή, μιας εισαγωγής ή και ενός επιμέτρου στο μεταφρασμένο βιβλίο, η ευρύτερη αρθρογραφία εκ μέρους του μεταφραστή σχετικά με το μεταφραστικό του έργο, συμπεριλαμβανομένων και συνεντεύξεών του για αυτό. Τέλος, αναφέρθηκε και στην ανάγκη της κριτικής της μετάφρασης, η οποία στον ελληνικό χώρο εξαντλείται τις περισσότερες φορές το πολύ πολύ σε μία πρόταση για το πόσο καλή ή ρέουσα είναι μια μετάφραση, κάτι που ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα για τον μεταφραστή ή τη μεταφράστρια.

Με την επόμενη ερώτησή του ο Κώστας Αγοραστός επανήλθε στο ζήτημα της σχέσης του μεταφραστή ή της μεταφράστριας με τον/τη συγγραφέα, ρωτώντας πόσο μπορεί αυτή να αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα και ζητώντας από την Ιωάννα Μεϊτάνη να μας μεταφέρει τι ειπώθηκε σχετικά στη συζήτηση.

Στο θέμα αυτό, όπως μας είπε η Ιωάννα Μεϊτάνη, ιδιαίτερη αναφορά είχε κάνει με την εισήγησή του ο Σπύρος Μοσκόβου, δημοσιογράφος, διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης της Deutsche Welle αλλά και μεταφραστής, εκτός των άλλων και πολλών έργων του Αυστριακού νομπελίστα συγγραφέα Πέτερ Χάντκε. Με αφορμή τη μεταφραστική του εργασία σε έργα του Χάντκε ο Σπύρος Μοσκόβου μίλησε τόσο για το πώς η γνωριμία και οι συζητήσεις με έναν συγγραφέα μπορούν να διαφωτίσουν την πρόσληψη του έργου του από τον μεταφραστή όσο και για το αντίστροφο, για το πώς δηλαδή ένα έργο μπορεί να διαφωτίσει προηγούμενες εμπειρίες με τον συγγραφέα. Τέλος, η Ιωάννα Μεϊτάνη ανέφερε τη μαγική στιγμή, όπως η ίδια τη χαρακτήρισε, που σύμφωνα με τον Σπύρο Μοσκόβου έρχεται όταν ο μεταφραστής αποπλανάται από τον συγγραφέα τον οποίο μεταφράζει και βλέπει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο όσο ασχολείται με τη μετάφραση του έργου του.

Στο σημείο αυτό ο Κώστας Αγοραστός ανέφερε ότι όταν παρακολούθησε τη συζήτηση είχε σημειώσει πόσο σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η μετάφραση ενός έργου δεν είναι απλώς η μεταφορά ενός κειμένου από μια γλώσσα σε μια άλλη αλλά ότι η μεταφορά αυτή φέρει πολλά στοιχεία πολιτισμού, γεγονός που καθορίζει και τη σημασία της μεταφραστικής εργασίας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην Ιωάννα Μεϊτάνη να μιλήσει εν συντομία για την εισήγηση του επιμελητή, μεταφραστή και εκδότη Κώστα Σπαθαράκη στη συγκεκριμένη συζήτηση.

Σύμφωνα με τον Κώστα Σπαθαράκη αυτό που χρειαζόμαστε είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μεταφραστής είναι πολιτισμικός διαμεσολαβητής και ότι αυτός είναι που πρέπει να αναλάβει να πλαισιώνει τη μεταφραστική εργασία του και με άλλα κείμενα, όπως αυτά που είχε αναφέρει η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ολοκληρωμένη μεταφορά του συγγραφικού διαβήματος. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η άποψη του Κώστα Σπαθαράκη, όπως μας τη μετέφερε η Ιωάννα Μεϊτάνη, ότι ο μεταφραστής πρέπει να νοείται ως ένα συλλογικό υποκείμενο που πίσω του πρέπει να στοιχηθούν όλοι όσοι εργάζονται στον χώρο του βιβλίου, από τον διορθωτή και επιμελητή της μετάφρασης έως τον εκδότη και τον βιβλιοπώλη.

ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 3

Στη συνέχεια ο Κώστας Αγοραστός πέρασε στο δεύτερο μεταφραστικό εργαστήρι που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ και αφού μας παρουσίασε τη δρα Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, η οποία είχε τη διεύθυνση αυτού του εργαστηρίου μετάφρασης ελληνικής πεζογραφίας στα γερμανικά, και συγκεκριμένα τη μετάφραση κειμένων από το βιβλίο της Ούρσουλας Φωσκόλου Το κήτος, ζήτησε να δούμε ένα βίντεο που δημιούργησε για το εργαστήρι αυτό η Άλκηστις Καφετζή τόσο με υλικό από το ίδιο το εργαστήρι όσο και με υλικό που της έστειλαν οι συμμετέχοντες.

Με την πρώτη του ερώτηση ο Κώστας Αγοραστός ζήτησε από τη Μιχαέλα Πρίντσιγκερ να μας περιγράψει πώς δούλεψε με τους συμμετέχοντες στο εργαστήρι αυτό.

Η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ εξήγησε ότι υπήρχε και προκαταρκτική εργασία πριν από το διήμερο εργαστήρι στο τέλος Οκτωβρίου, κατά την οποία κάθε μέλος της ομάδας ανέλαβε να μεταφράσει και ένα διαφορετικό κείμενο, ενώ όλοι είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν σε ομάδες και να συζητήσουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, ούτως ώστε στο εργαστήρι όλοι είχαν πλέον σχηματίσει κάποια άποψη για τη μεταφραστική εργασία όλων.

Απαντώντας στις επόμενες ερωτήσεις του Κώστα Αγοραστού η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ μίλησε για ό,τι αναδείχτηκε κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου μετάφρασης, τονίζοντας τη σημασία της προσεκτικής και κριτικής ανάγνωσης του πρωτοτύπου, τη σημασία της έρευνας, ακόμη και αν αντικειμενικά δεν συμβάλει στο τέλος στις εκάστοτε μεταφραστικές επιλογές, τη σημασία της ακρίβειας στην επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια του κειμένου, τη σημασία της ορθής σύνταξης της γλώσσας-στόχου κατά τη μετάφραση πεζογραφικών κειμένων και τη σημασία των πολιτισμικών διαφορών, οι οποίες ενδέχεται να δυσχεράνουν το μεταφραστικό έργο.

Ωστόσο, η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι δεν είναι μόνο οι λέξεις του πρωτοτύπου που καλείται να μεταφράσει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια αλλά μια ολόκληρη ατμόσφαιρα, και για να γίνει αυτό, πρέπει κανείς να μπει στο μυαλό του συγγραφέα, ερμηνεύοντας ουσιαστικά ό,τι έχει γράψει.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η παρατήρησή της ότι το γερμανικό αναγνωστικό κοινό ζητά περισσότερη ακρίβεια στις περιγραφές απ’ ό,τι συχνά έχουν τα ελληνικά κείμενα. Μάλιστα, τα ζητήματα που προέκυψαν όσον αφορά αυτή την ακρίβεια κατά τη μεταφραστική εργασία στο πλαίσιο του εργαστηρίου η ομάδα μπόρεσε να τα λύσει ανακρίνοντας, τρόπον τινά, τη συγγραφέα Ούρσουλα Φωσκόλου, η οποία επίσης παρευρέθηκε στο εργαστήρι, αποδεικνύοντας πάλι πόσο σημαντική είναι η επαφή με τον/τη συγγραφέα, όταν αυτό είναι εφικτό.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ στάθηκε και στη σύσταση της μεταφραστικής ομάδας του συγκεκριμένου εργαστηρίου, στην οποία τα 2 από τα 5 συνολικά μέλη είχαν ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά, γεγονός που αποδείχτηκε «πολύτιμο στήριγμα», όπως χαρακτηριστικά είπε, κατά την ομαδική εργασία. Άλλωστε ανέφερε ότι πολλές φορές η ίδια νιώθει την ανάγκη, όταν μεταφράζει μόνη της στον υπολογιστή της, να απευθύνει συγκεκριμένες ερωτήσεις σε ένα άτομο με μητρική γλώσσα τα ελληνικά, αναδεικνύοντας έτσι την ουσιαστική ανάγκη ακόμα και των έμπειρων μεταφραστών να βγαίνουν από τη μοναχική εργασία και να συμβουλεύονται, όταν χρειάζεται, ανθρώπους που μιλούν ως μητρική τη γλώσσα από την οποία οι ίδιοι μεταφράζουν. Μάλιστα, αυτά τα δύο μέλη της ομάδας δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στη μετάφραση από τα ελληνικά στα γερμανικά, ενώ για τις υπόλοιπες τρεις μεταφράστριες αυτό το εργαστήρι μετάφρασης ήταν μια συνέχεια της συμμετοχής τους και σε άλλα εργαστήρια μετάφρασης από τα ελληνικά προς τα γερμανικά στο παρελθόν, τόσο στο ελληνογερμανικό εργαστήρι μετάφρασης ViceVersa, μια διοργάνωση του TOLEDO, ενός προγράμματος του Γερμανικού Ταμείου Μεταφραστών με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόμπερτ Μπος, το οποίο η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ είχε συνδιευθύνει με τον Θεόδωρο Βότσο, όσο και στο εργαστήρι μετάφρασης που είχε πραγματοποιήσει η ίδια στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Έτσι, οι ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ ήρθαν να συνεχίσουν αυτές τις προηγούμενες προσπάθειες, όπως υπογράμμισε η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

ΜΕΤΑ_ΓΡΑΦΕΣ 4

Στη συνέχεια ο Κώστας Αγοραστός πέρασε στον Θεόδωρο Βότσο, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «Οι “μικρές” γλώσσες στη γερμανόφωνη αγορά βιβλίου», η οποία έγινε στη γερμανική γλώσσα, και του ζήτησε να μας μεταφέρει τι ειπώθηκε και πώς αντιμετωπίστηκε το θέμα αυτό από τους ομιλητές.

Στη συζήτηση, αν και σύμφωνα με το πρόγραμμα θα συμμετείχαν εκδότες τόσο από τη Γερμανία όσο και από την Αυστρία, όπως μας είπε ο Θεόδωρος Βότσος, τελικά λόγω ασθένειας δεν συμμετείχε η Erika Hornbogner από τον εκδοτικό οίκο Drava Verlag, που εδρεύει στο Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας κοντά στα σύνορα με τη Σλοβενία. Έτσι, η συζήτηση έγινε μόνο με τους δύο Γερμανούς εκδότες που είχαν προσκληθεί, με τον φιλόλογο γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας, ιστορικό και πολιτικό επιστήμονα Ingo Držečnik, τον εκδότη του εκδοτικού οίκου Elfenbein Verlag στο Βερολίνο, και με τον ιστορικό τέχνης και θεωρητικό λογοτεχνίας Sebastian Guggolz, εκδότη του εκδοτικού οίκου Guggolz Verlag, επίσης στο Βερολίνο.

Αρχικά ο Θεόδωρος Βότσος μάς παρουσίασε κάποια στατιστικά στοιχεία από τη γερμανόφωνη αγορά βιβλίου για το 2020, τα οποία παρουσιάστηκαν και στη συζήτηση που είχε γίνει και διασαφήνιζαν ουσιαστικά πόσο σχετικός είναι ο χαρακτηρισμός «μικρές γλώσσες», όταν μιλάμε για τη γερμανόφωνη αγορά βιβλίου. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία της Ένωσης Γερμανών Εκδοτών, που αφορούσαν την έκδοση σχεδόν 70.000 τίτλων, το ποσοστό των μεταφρασμένων τίτλων ανερχόταν μόλις στο 13% περίπου του συνόλου τους, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των μεταφράσεων, ένα 63%, είχε γίνει από την αγγλική γλώσσα. Στη δεύτερη και την τρίτη θέση ακολουθούσαν μεταφράσεις από τη γαλλική και την ιαπωνική γλώσσα, με κάτι παραπάνω από 10% για κάθε μία από αυτές. Με γλώσσα προέλευσης τα πολωνικά στη δωδέκατη θέση και ποσοστό 0,5% συμπληρωνόταν ένα 95% των μεταφρασμένων τίτλων που προέρχονταν από 15 γλώσσες, ενώ ένα 5% καλυπτόταν από περίπου διακόσιες γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες ήταν τα κινεζικά και τα ελληνικά.

Περνώντας στον πρώτο από τους Γερμανούς εκδότες, τον Ingo Držečnik, ο Θεόδωρος Βότσος μάς παρουσίασε συνοπτικά την ιστορία του εκδοτικού οίκου Elfenbein, υπογραμμίζοντας τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στο εκδοτικό του πρόγραμμα η Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, αφού ο Ingo Držečnik, εκμεταλλευόμενος τον θεσμό των τιμώμενων χωρών και πολιτισμών στη συγκεκριμένη έκθεση το 1997, το 2001 και το 2007, επέλεξε να εκδώσει βιβλία πορτογαλικής, ελληνικής και καταλανικής λογοτεχνίας αντίστοιχα. Όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, στον Elfenbein Verlag έχουν ήδη εκδοθεί 15 τίτλοι, τόσο παλαιότερων συγγραφέων και ποιητών, όπως των Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Σεφέρη και Νίκου Καζαντζάκη, σε παλαιότερες ή και νέες μεταφράσεις, όσο και νεότερων, όπως των Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, Γιώργου Λίλλη και Θανάση Λάμπρου, τίτλοι που όλοι μαζί αποτελούν τη «μικρή ελληνική βιβλιοθήκη» του εκδοτικού οίκου. Τελευταίος ελληνικός τίτλος που εξέδωσε ο Elfenbein το 2019 είναι το μυθιστόρημα της Μαρίας Στεφανοπούλου Άθος, ο δασονόμος σε μετάφραση της Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, η οποία μεταξύ άλλων υπογράμμισε ότι για την έκδοση αυτού του βιβλίου, λόγω της πολιτικής και ιστορικής σημασίας του, αφού αναφέρεται στη Σφαγή των Καλβρύτων κατά τη γερμανική Κατοχή, ο εκδοτικός οίκος Elfenbein έλαβε για πρώτη φορά οικονομική υποστήριξη από το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον.

Με αφορμή το γεγονός αυτό, ωστόσο, τόνισε πόσο σημαντική μπορεί να αποδειχτεί η υποστήριξη εκ μέρους του ελληνικού κράτους για την προώθηση και μετάφραση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Στο σημείο αυτό στάθηκε και ο Θεόδωρος Βότσος, ο οποίος αφού ανέφερε ότι ο οίκος Elfenbein ετοιμάζει και θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2022 μια συλλογή διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε μετάφραση της Andrea Schellinger, εξέφρασε την ελπίδα ότι με το νέο πρόγραμμα υποστήριξης και επιχορήγησης μεταφράσεων ελληνικών έργων GreekLit μπορεί να υπάρχει μια σταθερή παρουσία ελληνικών τίτλων στη γερμανική αγορά στο μέλλον.

Συνεχίζοντας ο Θεόδωρος Βότσος μίλησε για τον εκδοτικό οίκο του Sebastian Guggolz, ο οποίος, αν και μετρά μόλις οκτώ χρόνια λειτουργίας, έχει ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο εκδοτικό πρόγραμμα, με κάποιους τίτλους του να φτάνουν και τις 10.000 πωλήσεις. Το ιδιαίτερο της περίπτωσης αυτής οφείλεται στις πολύ στοχευμένες επιλογές του εκδοτικού του προγράμματος, αφού ο εκδοτικός οίκος Guggolz εκδίδει μόνο συγγραφείς που δεν είναι πλέον εν ζωή και προέρχονται από κάποια χώρα της ανατολικής ή βόρειας Ευρώπης. Και αυτός ο εκδοτικός οίκος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης εκδίδοντας έναν ξεχασμένο νομπελίστα Φινλανδό συγγραφέα, όταν τιμώμενη χώρα ήταν η Φινλανδία. Μάλιστα, έπειτα από αυτά τα οκτώ χρόνια λειτουργίας του έχει δημιουργηθεί μια ομάδα αναγνωστών, που άτυπα αποτελούν ένα είδος συνδρομητών του εκδοτικού οίκου, αφού ζητούν να τους στέλνεται κάθε νέος τίτλος που εκδίδεται.

Σε αντίθεση, όμως, με τον εκδοτικό οίκο Elfenbein, όλες οι εκδόσεις του Guggοlz έχουν λάβει οικονομική υποστήριξη και επιχορηγήσεις μεταφράσεων από διάφορα ιδρύματα στις χώρες προέλευσης των βιβλίων που εκδίδει, γεγονός που επιτρέπει στον εκδότη να συνεργάζεται με τους καλύτερους μεταφραστές και μεταφράστριες στη Γερμανία και να τους προσφέρει, μάλιστα, αμοιβές υψηλότερες από εκείνες που προσφέρουν οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι.

Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Θεόδωρο Βότσο να αναφέρει πόσο σημαντική θα ήταν μια οργανωμένη προσπάθεια προώθησης και υποστήριξης της ελληνικής λογοτεχνίας προς κάποιους μικρούς εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, υπογραμμίζοντας ότι οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες λειτουργούν πολλές φορές και ως ατζέντηδες.

Flyer

Στο σημείο αυτό ο Κώστας Αγοραστός απηύθυνε μια ερώτηση προς όλους, ζητώντας τους να μας πουν, πέρα από την υπαρκτή ή ανύπαρκτη θεσμική προώθηση και υποστήριξη της ελληνικής λογοτεχνίας εκ μέρους της πολιτείας και πέρα από κάποιες μεμονωμένες πρωτοβουλίες, αν μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποια στοιχεία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, στη γλώσσα, στα θέματα, τα οποία εμποδίζουν τη διείσδυσή της στη γερμανική αγορά, έτσι όπως θα την επιθυμούσαν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες συγγραφείς.

Ο Θεόδωρος Βότσος, ωστόσο, επέμεινε ότι αυτή η αδυναμία της ελληνικής λογοτεχνίας είναι κατά κάποιον τρόπο τεχνητή σε μια αγορά βιβλίου, η οποία ασφαλώς κινείται σύμφωνα με τις αρχές της καπιταλιστικής αγοράς, και ότι αντικατοπτρίζει τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας σε σύγκριση με άλλες γλώσσες. Σημείωσε, μάλιστα, ότι υπάρχουν και κάποια λαμπρά παραδείγματα, όπως ο Πέτρος Μάρκαρης, βιβλία του οποίου μεταφράζονται αρκετά χρόνια στη Γερμανία από τη Μιχαέλα Πρίντσιγκερ. Επισήμανε, ωστόσο, ότι αν και είναι αισιόδοξος για το μέλλον, γιατί στη Γερμανία υπάρχει όντως ενδιαφέρον για ελληνικά βιβλία, αναφέροντας και τον εκδοτικό οίκο Edition Converso, ο οποίος εστιάζει το ενδιαφέρον του σε χώρες της Μεσογείου και πρόσφατα εξέδωσε στα γερμανικά το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά Καλή και ανάποδη, ότι πολλά εξαρτώνται και από τις γενικότερες πολιτισμικές σχέσεις των δύο χωρών και ότι το γερμανικό ενδιαφέρον δεν είναι το ίδιο με το γαλλικό ενδιαφέρον για ελληνικά βιβλία.

Απαντώντας στην ίδια ερώτηση η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ τόνισε ότι κατά τη γνώμη της δεν μπορούμε να μιλάμε για τη διείσδυση της ελληνικής λογοτεχνίας στη γερμανική αγορά βιβλίου αφήνοντας απέξω τη θεσμική υποστήριξη και τη μέριμνα της πολιτείας. Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, υπογράμμισε ότι, αν και σαφώς επηρεάζουν και άλλοι παράγοντες, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη κρατική υποστήριξη για μεταφράσεις βιβλίων ιδιαίτερα από χώρες της νότιας Ευρώπης, γεγονός που έχει συμβάλει στην προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στη γαλλική αγορά βιβλίου. Μάλιστα, ανέφερε ότι με το πρόσφατο πρόγραμμα επιχορήγησης μεταφράσεων από το Γερμανικό Ταμείο Μεταφραστών, σε μια προσπάθεια να προωθηθούν στη Γερμανία «μη εμπορικά» βιβλία από «μικρές λογοτεχνίες», επιδοτήθηκαν και αρκετά ελληνικά βιβλία, γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία της θεσμικής υποστήριξης.

Συμφωνώντας με τους προηγούμενους ομιλητές η Έλενα Παλλαντζά ανέφερε ότι ασφαλώς η διείσδυση μιας λογοτεχνίας σε ένα αλλόγλωσσο περιβάλλον εξαρτάται τόσο από την εσωστρέφεια ή όχι της λογοτεχνίας αυτής αλλά και από την εξωστρέφεια του αλλόγλωσσου αναγνωστικού κοινού, κατά πόσο δηλαδή είναι διατεθειμένο το κοινό αυτό να ανοιχτεί σε μια άλλη λογοτεχνία. Ωστόσο, τόνισε ότι υπάρχουν ακόμα κάποια στερεότυπα στον γερμανόφωνο χώρο, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική λογοτεχνία πρέπει να ανταποκρίνεται σε ένα «τρίγωνο του Διαβόλου», όπως χαρακτηριστικά το αποκάλεσε. Σύμφωνα με αυτό το τρίγωνο η ελληνική λογοτεχνία που ενδιαφέρει το γερμανόφωνο κοινό θα πρέπει είτε να μιλά για την αρχαιότητα είτε για την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό είτε, τα τελευταία χρόνια, για την οικονομική κρίση, ένα επικαιρικό θέμα, όπως υπογράμμισε. Έτσι, κατά τη γνώμη της πρέπει να γίνει αρκετή δουλειά, ώστε να ανατραπούν πλέον αυτά τα στερεότυπα.

Σε ερώτηση της Ιωάννας Μεϊτάνη, κατά πόσο φτάνουν στο εξωτερικό μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων που γίνονται από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους ή από την Griechenland Zeitung, ο Θεόδωρος Βότσος ανέφερε, όσον αφορά την Griechenland Zeitung, ότι σαφώς και αυτές οι προσπάθειες συμβάλλουν στη διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία, σημείωσε ωστόσο ότι η εφημερίδα αυτή δεν εκδίδει μόνο λογοτεχνικά βιβλία αλλά και τουριστικά, γυρίζοντάς μας, τρόπον τινά, πάλι και στα στερεότυπα που είχε επισημάνει η Έλενα Παλλαντζά και στο ότι οι μεμονωμένες προσπάθειες χωρίς θεσμική υποστήριξη δεν αρκούν, όπως είχε επισημάνει η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

Κείμενο: Αλέξανδρος Κυπριώτης

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε