Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο Σπύρος Μοσκόβου μετέφρασε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα» της Αυστριακής συγγραφέως Μαρλένε Στρέρουβιτςγια το diablog.eu.
Η Μαρλένε Στρέρουβιτς γεννήθηκε στην πόλη Μπάντεν κοντά στη Βιέννη της Αυστρίας. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Σλαβικές Σπουδές και ξεκίνησε ως σκηνοθέτιδα και συγγραφέας θεατρικών έργων και ραδιοφωνικών δραμάτων. Για τα μυθιστορήματά της διακρίθηκε με πολλά βραβεία, πρόσφατα με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Βρέμης και το Πολιτιστικό Βραβείο της Κάτω Αυστρίας.

Η Μαρλένε Στρέρουβιτς παίρνει από το μυθιστόρημα «Απογόνοι» τον ρόλο της ηρωίδας της Νέλια Φεν που γράφει το λογοτεχνικό της ντεπούτο. Κανονικά η Κορνέλια/Νέλια ήθελε να πάρει μια ανάσα στο οικολογικό θέρετρο της ετεροθαλούς της αδελφής στην Κρήτη και να κάνει σχέδια για τη ζωή της μετά το απολυτήριο του λυκείου. Όμως το ταξίδι της στην Αθήνα στον Μάριο, τον έρωτά της, εξελίσσεται σε μια περιπετειώδη περιπλάνηση σε έναν κόσμο της κρίσης γεμάτο περιορισμούς και απώλειες. Η Νέλια Φεν θέλει τώρα να μάθουν όλοι τι σημαίνει να είσαι υποχρεωμένος να ζεις με τις συνέπειες των εθνικών και διεθνών αγκυλώσεων.
Η συγγραφέας έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, όπως λέει και η ίδια: “Η Ελλάδα θα είναι για μένα πάντα ο τόπος, όπου οι μύθοι είναι απτοί και όπου, συνεπώς, γίνονται και κατανοητοί. Το βαρύ φορτίο των μυθικών αυτών παραστάσεων γίνεται πιο ελαφρύ όταν η καταιγίδα του σύγχρονου φθινόπωρου είναι η ίδια καταιγίδα που έκανε και τον Οδυσσέα να χάσει τη ρότα του. Η ελίτ γνώση της δυτικής κλασικής παιδείας μετατρέπεται για μένα στην Ελλάδα σε τέχνη της καθημερινής ζωής και της συμμετοχής σε αυτήν. Όμως: Μόνο η προκαταρκτική έρευνα για το μυθιστόρημα «Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα.» με ανάγκασε να μελετήσω την ιστορία της Ελλάδας.
Αυτό με έκανε να καταλάβω πολλά από αυτά που δεν μου ήταν κατανοητά ταξιδεύοντας μέχρι τότε στην Ελλάδα αποκλειστικά ως τουρίστρια. Μια και η γνώση κάνει τα ήδη γνωστά ακόμη πιο όμορφα, αυτό με έφερε ακόμα πιο κοντά στην Ελλάδα – έτσι αποφάσισα να μετακομίσω για κάποιους μήνες στην Ελλάδα για να γράψω εκεί το επόμενο μυθιστόρημά μου. Μέχρι τότε ας ελπίσουμε ότι η αντιδραστική Ευρώπη θα προβεί, υπερβαίνοντας εαυτόν, στο «κούρεμα» του χρέους, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτόν τη δημοκρατική απόφαση των Ελλήνων. Αυτό θα διαλαλούσε και στους άλλους Ευρωπαίους ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει ως κεντρικό του θέμα τη δημοκρατία.”

Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα (απόσπασμα)
Μπροστά στις σκάλες ήταν παρατεταγμένη μια ομάδα αστυνομικών. Στέκονταν πίσω από οδοφράγματα με κόκκινες και λευκές λωρίδες. Η κυλιόμενη σκάλα ανέβαινε κενή κροταλίζοντας. Οι αστυνομικοί φορούσαν πράσινες στρατιωτικές φόρμες. Τα κράνη τους, οι στολές τους, οι περικνημίδες και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα, ακόμα και τα γάντια τους ήταν στο σκούρο πράσινο του μπιζελιού. Μόνο οι προσωπίδες και οι ασπίδες ήταν από διάφανο πλεξιγκλάς. Οι άνδρες εμπόδιζαν την πρόσβαση στα σκαλιά και την κυλιόμενη σκάλα.
Είχα πάρει φόρα κι έτσι αναγκάστηκα να σταματήσω απότομα. Οι αστυνομικοί δεν με είχαν καν προσέξει. Στηρίζονταν στις ασπίδες τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Είχαν ανασηκώσει τις προσωπίδες. Ήμουν υποχρεωμένη να κάνω στροφή και να ψάξω άλλη έξοδο.
Το κεφάλι μου ήταν ακόμα τόσο ζαλισμένο. Από την άλλη πλευρά της στάσης του μετρό κατέβαιναν άνθρωποι κατά μεγάλες ομάδες. Μια παρέα γυναίκες ήρθε από αριστερά κι άρχισε να διασχίζει τη στοά προς τα δεξιά. Τα συνθήματά τους ακούγονταν από μακριά και οι αστυνομικοί σχημάτισαν αμέσως δυο επάλληλες σειρές και κατέβασαν τις προσωπίδες.

Οι γυναίκες φορούσαν μπλε φόρμες κι είχαν σκεπασμένα τα μαλλιά τους με πολύχρωμα μαντήλια. Κρατούσαν πανό στηριγμένα σε σκούπες και σφουγγαρίστρες και φώναζαν ένα σύνθημα. Είχε κάτι το αστείο. Στα ελληνικά υπάρχουν τόσες πολλές καταλήξεις σε ι, γι αυτό το σύνθημα έμοιαζε στα αυτιά μου με παιδικό τραγουδάκι. Ακολούθησα τις γυναίκες. Ανέβηκαν τις σκάλες φωνάζοντας δυνατά, ενώ εγώ πήρα την κυλιόμενη σκάλα κι έτσι δεν τις έχανα στιγμή από το βλέμμα μου.
Επάνω πήρα αυτές τις γυναίκες από πίσω. Ένα πανό έγραφε στα αγγλικά „We are the Cleaners“ και τότε θυμήθηκα: Οι γυναίκες αυτές είχαν μόλις απολυθεί από κάποιο υπουργείο και είχαν αντικατασταθεί από μια εταιρεία καθαρισμού. Οι γυναίκες αγωνίζονταν κατά αυτής της μεθόδευσης. Διαδήλωναν με κάθε ευκαιρία και η αστυνομία τις συνελάμβανε με κάθε ευκαιρία.
Οι καθαρίστριες βάδιζαν πάνω σ’ ένα φαρδύ δρόμο και ανάγκαζαν τα αυτοκίνητα να σταματήσουν. Μετά πέρασαν από μια πλατεία με περίπτερα και τράπεζες και κατευθύνθηκαν σ’ ένα πάρκο. Εδώ όλα τα κτήρια ήταν στο στιλ του 19ου αιώνα. Η δυνατή μουσική ακουγόταν από την έξοδο κιόλας της στάσης του μετρό. Ήταν αγωνιστικά τραγούδια, πρώτα τραγουδούσε ένας άντρας, μετά ακολουθούσε μια γυναικεία φωνή, ενώ ο ρυθμός ήταν διαρκώς εγερτήριος και προτρεπτικός. Μπροστά από το πάρκο περνούσε διαγωνίως ένας πλατύς δρόμος, όπου πολύς κόσμος στεκόταν ή περπατούσε. Οι γυναίκες προχωρούσαν μέσα σ’ αυτό το πλήθος. Τις χειροκροτούσαν και τους φώναζαν. Ακούγονταν σφυρίγματα και όλοι μαζί φώναζαν ρυθμικά. Οι γυναίκες γελούσαν κι ο κόσμος τις αγκάλιαζε. Ήταν θριαμβευτικό το πώς τις υποδέχονταν. Κάθε τόσο άνθρωποι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα και η μουσική φούντωνε τα συναισθήματα και τους συνένωνε όλους. Συνέχισα να βαδίζω πίσω από τις γυναίκες στον ρυθμό αυτής της μουσικής.

Οι καθαρίστριες συνέχιζαν να προχωρούν κραδαίνοντας τα πανό πάνω στις σκούπες τους και τις επιγραφές πάνω στις σφουγγαρίστρες τους. Οι άλλοι στέκονταν ή σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους. Οι γυναίκες προχωρούσαν μέσα από το πλήθος. Τάχυναν τον ρυθμό τους μέχρι που παρασύρθηκαν σ’ ένα τροχαδάκι. Πήραν κατηφορικά αυτόν τον πλατύ δρόμο και χώνονταν ανάμεσα στον κόσμο που στεκόταν τριγύρω. Κάθε τόσο κάποιοι κάτι τους φώναζαν κι αυτές απαντούσαν γελώντας. Οι γυναίκες εφορμούσαν τρέχοντας και κραυγάζοντας ρυθμικά και ξαφνικά βρέθηκα μέσα στη διαδήλωση.
Το πλήθος με παρέσυρε μαζί του. Οι γυναίκες που κραύγαζαν ήταν κάπου αριστερά μου. Όλοι γύρω προχωρούσαν εμπρός με αποφασιστικότητα κι όλοι κάτι φώναζαν. Οι καθαρίστριες είχαν τη ρίμα τους. Οι άνθρωποι γύρω μου φώναζαν τώρα κάτι άλλο. Πολύ μπροστά προχωρούσαν άνθρωποι σε μια σειρά και κρατούσαν ένα πανό, που ήταν τόσο φαρδύ όσο κι αυτός ο πολύ φαρδύς δρόμος. Προπορευόταν ένας άντρας και φώναζε κάτι σ’ ένα μεγάφωνο. Και μετά άρχιζαν να φωνάζουν όλοι μαζί και ήταν κάπως σαν τις δεήσεις στην εκκλησία.

Πέρασα στο πλάι και προσπέρασα αυτή την ομάδα από το πεζοδρόμιο. Αυτό το πανό έγραφε „Freedom of press“. Ξαναμπήκα μέσα στο πλήθος κάπου πιο μπροστά. Στο σημείο εκείνο οι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλά και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος του βαδίσματος. Η νύχτα είχε προχωρήσει και τα φώτα δεν έφταναν ούτε εδώ ως κάτω στον δρόμο. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν σαν φωτεινές κουκίδες, συγκεχυμένα. Οι φαρδιές φυλλωσιές των πλατανιών δεξιά κι αριστερά απορροφούσαν το φως. Πουθενά δεν έκαιγε φως στα σπίτια του δρόμου, έδιναν την εντύπωση πως δεν συμφωνούσαν. Ήταν προφανώς γραφεία και κάθε τόσο έβλεπε κανείς κάποιον να ξεγλιστράει από το πεζοδρόμιο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα πεζοδρόμια ήταν και στις δυο πλευρές χωρισμένα από τον δρόμο με ένα κιγκλίδωμα.
Ήταν ευχάριστο να μπορεί να προχωρά κανείς έτσι ανεμπόδιστα στον δρόμο. Μετά όμως η πορεία σκάλωσε. Κάπου μπροστά ακούστηκαν φωνές και ουρλιαχτά και μεμιάς έκαναν όλοι μεταβολή και τράβηξαν τα κασκόλ μπροστά στα πρόσωπά τους. Εγώ είχα αφήσει το κασκόλ της Δέσποινας μέσα στην τσάντα κι έτσι δεν είχα προστασία. Θέλησα να τρέξω προς την αντίθετη κατεύθυνση της πορείας και προσπάθησα μάλιστα να βγάλω το κασκόλ από την τσάντα. Να όμως που ή έκρηξη δεν είχε ακουστεί καν, αλλά το δακρυγόνο ήταν κιόλας εκεί. Έσφιξα την τσάντα μπροστά στο πρόσωπό μου κι άρχισα να αναπνέω μέσα της. Μετά κράτησα την αναπνοή μου μέχρι να τραβήξω το κασκόλ από την τσάντα και να το πιέσω μπροστά στο πρόσωπό μου. Τα δάκρυα όμως κυλούσαν κιόλας, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Στεκόμουν εκεί και έκλαιγα κι αυτό μου προκαλούσε απίστευτη λύσσα και την ίδια στιγμή απελπισία.

Βρέθηκα καταταγμένη στο πλήθος των διαδηλωτών. Ο τραυματισμός μου είχε συνυπολογισθεί χωρίς να είμαι γνωστή σε κάποιον. Ένιωθα έτσι σαν να με είχαν διαγράψει, χωρίς να έχω την παραμικρή σημασία, με είχαν ωστόσο κατατάξει.
Στη δική μου περίπτωση κάτι τέτοιο είναι δυο φορές δύσκολο. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου υποχρεώθηκα να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η απώλεια αφορούσε μόνον εμένα και να αντέξω το ότι κανείς δεν καταλάβαινε το πένθος μου γι αυτήν. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας της μητέρας μου μάλιστα έκαναν το παν για να υποτιμήσουν τη σημασία του πένθους μου και να το συρρικνώσουν με ιατρικούς όρους σαν υστερία. Τότε μόνο ο παππούς μου αντιτάχθηκε και με βοήθησε. Ο παππούς μου είχε πάρει μέρος στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και όλοι οι προπάπποι μου στον 1ο. Όλοι οι άντρες σ’ αυτή την οικογένεια είχαν σκοτώσει και όλοι είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Δεν ξέρω τι έκαναν εκείνη την περίοδο ο πατέρας και ο παππούς του πατέρα μου, αλλά δεν είναι και σημαντικό, επειδή ο πατέρας μου δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στην κοινωνικοποίησή μου. Αλλά ούτε και η οικογένεια της μητέρας μου είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή η μητέρα μου την είχε εγκαταλείψει. Και ο παππούς μου ένιωθε κατά κάποιον τρόπο ότι ήταν υπεύθυνος. Μετά από κείνο το βράδυ όμως πριν από τέσσερα χρόνια στην αίθουσα αναμονής μπροστά στην είσοδο της πτέρυγας εγχειρήσεων υπήρξα πάντα έξω από όλα αυτά και δεν μπορούσα πια να είμαι μέρος τους.

Στον σκοτεινό δρόμο κάτω από τα πλατάνια στην Αθήνα έκλαιγα όπως κι όλοι οι άλλοι. Όλοι κρατούσαν σφιχτά πάνω στο πρόσωπο τα κασκόλ και τα μαντήλια τους. Όλοι έγνεφαν ο ένας στον άλλο, αν έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία ή να οπισθοχωρήσουν. Μερικοί ορμούσαν πάλι εμπρός. Με τα δακρυγόνα είχαν υποχωρήσει κατ’ αρχήν όλοι σαν κύμα. Άλλοι έτρεχαν βιαστικά στον δρόμο προς τη μεριά εκείνου του πάρκου.
Έκλαιγα μαζί με τους άλλους. Έκλαιγα δημόσια. Θεωρούνταν πάντα τόσο σημαντικό να μην κλαίει κανείς ποτέ δημόσια και να μη δείχνει ποτέ το μέγεθος του πόνου, και να που τώρα στεκόμουν εκεί και τα δάκρυα έτρεχαν στο κασκόλ μου κι όλοι γύρω μου μού κρυφογελούσαν κάτω από τα δάκρυα και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο εξεταστικά. Μια γυναίκα κάτι με ρώτησε, κούνησα το κεφάλι και είπα στα αγγλικά ότι δεν μιλούσα ελληνικά. Με ρώτησε τότε: „Are you okay?“ κι έγνεψα κλαίγοντας. Μετά έβγαλα το iPhone από την τσάντα κι έδειξα στη γυναίκα τη φωτογραφία του Μάριου. Αν τον ήξερε ή τον είχε δει. Η γυναίκα κοίταξε τη φωτογραφία, μετά κούνησε το κεφάλι. Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκε πάλι μια έκρηξη κι αρχίσαμε να τρέχουμε κι οι δυο στην άκρη του δρόμου προς τα πίσω.
Αυτή τη φορά είχα το κασκόλ στο χέρι. Ακούστηκαν κραυγές και στάθηκα αναποφάσιστη στην άκρη. Άντρες πάνω σε μοτοσακό περνούσαν ξαφνικά ανάμεσα από τους διαδηλωτές, έπρεπε να προσέξει κανείς πολύ για να μην τον παρασύρουν. Οι άντρες αυτοί φορούσαν κράνη μοτοσικλετιστών με προσωπίδα, οπότε δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά τους. Κάθε τόσο κάποιος αναγκαζόταν να πηδήξει παράμερα, επειδή περνούσε ένας μοτοσικλετιστής. Δίνονταν όμως και κλωτσιές στις μοτοσικλέτες, κι αυτό πάλι φαινόταν επικίνδυνο για τους αναβάτες τους

Από τη μεριά του πάρκου ερχόταν ένα νέο κύμα διαδηλωτών. Μέσα στο σκοτάδι είχε κάτι το απειλητικό. Τα φωναχτά μπροστά δυνάμωσαν και η ομάδα που κατέφθανε άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα. Καθώς πλησίασαν είδα ότι οι νεαροί ήταν πιασμένοι αγκαζέ. Κρατούσαν ξύλινα κοντάρια με κόκκινες σημαίες. Βημάτιζαν ρυθμικά. Ένας σχηματισμός για συρτάκι, σκέφθηκα. Έτσι πιάνονταν οι Έλληνες με τα χέρια κι ο ένας από τη μέση του άλλου και χόρευαν μαζί. Ο σχηματισμός για το συρτάκι έπιανε όλο το φάρδος του δρόμου και μετά άκουσα τα παπούτσια τους. Ήταν εργατικά παπούτσια με μεταλλική επένδυση μπροστά κι εγώ έτρεξα προς τη μεριά αυτού του σχηματισμού. Έβγαλα πάλι τη φωτογραφία του Μάριου κι ήθελα να την δείξω σ’ αυτούς τους άντρες. Ο Μάριος είχε μιλήσει γι αυτά τα παπούτσια. Η γνώμη μου ήταν τότε ότι έπρεπε να διαδηλώνει κανείς ειρηνικά. Ο Μάριος είχε απλά απαντήσει ότι δεν μπορούσα να ξέρω και το πράγμα είχε μείνει εκεί. Στο μεταξύ είχα δει βέβαια τις περικνημίδες και τα γκλομπ και τις ασπίδες των αστυνομικών. Κι εκεί, στον δρόμο, φαινόταν εντελώς παράλογο το ότι δεν ήταν παρόντες οι ίδιοι οι πολιτικοί για να ρίχνουν αυτοί τα δακρυγόνα, συνεχίζοντας έτσι όσα προκαλούσαν με τους νόμους τους, δηλαδή δυστυχία και πληγές. Ο έμμεσος χαρακτήρας αυτής της αστυνομικής παρουσίας ήταν άμεσα αποκρουστικός. Μου θύμιζε τους τεχνικούς μια παραγωγής πορνό, που είχα δει σε ένα ελβετικό ντοκιμαντέρ. Έτσι όπως η αστυνομία στεκόταν εκεί παράμερα και παρακολουθούσε από απόσταση με εξεταστικό βλέμμα και μετά την κατάλληλη στιγμή έκανε τη δουλειά της, θυμήθηκα τον υπεύθυνο φωτιστικών και τον άνθρωπο για τον ήχο σ’ εκείνη την παραγωγή πορνό και πώς την ώρα που το συνουσιαζόμενο ζευγάρι στέναζε και βογκούσε αυτοί έφεραν σε πέρας χωρίς καμιά αντίδραση με αδιάφορο βλέμμα τις τεχνικές υποχρεώσεις τους. Μου ήρθαν στον νου οι αστυνομικοί στη στάση του μετρό και πώς μόλις είδαν την ομάδα των γυναικών που φώναζε ρυθμικά κατέβασαν τις προσωπίδες τους μελετημένα και κατά κάποιον τρόπο γεμάτοι προσδοκία.

Τα μάτια μου έτσουζαν και κατάλαβα τώρα γιατί τόσος κόσμος κυκλοφορούσε εδώ τη νύχτα με γυαλιά ηλίου ή ακόμα και με γυαλιά κολύμβησης.
Ο σχηματισμός για το συρτάκι όμως με έσπρωξε μετά στην άκρη. Πίσω από τους νεαρούς νεαρές γυναίκες σχημάτιζαν επίσης μια τέτοια σειρά. Άρχισαν να τραγουδούν ένα τραγούδι. Το άσμα τους γινόταν όλο και πιο γρήγορο και με τα βαριά παπούτσια τους έδιναν έναν αποφασιστικό τόνο.
Έτρεξα στο πλάι κι έδειξα στους άντρες που ήταν στην άκρη του σχηματισμού τη φωτογραφία του Μάριου. Τους ρώτησα αν τον είχαν δει. Κανένας δεν με πρόσεξε. Στράφηκα στις γυναίκες. Ούτε κι αυτές αντέδρασαν. Κι όμως τα άτομα αυτά ήταν η κατάλληλη ηλικιακή ομάδα. Μέχρι εκείνη την ώρα η διαδήλωση ήταν ανάμικτη, οι περισσότεροι είχαν μάλλον την ηλικία της μαμάς. Έσπευσα στη μεριά όπου ήταν ο σχηματισμός για το συρτάκι κρατώντας τη φωτογραφία του Μάριου. Ύστερα βεβαιωνόμουν συνέχεια ότι μπορούσε όντως να βλέπει κανείς τη φωτογραφία. Είδα ότι είχα μηνύματα. Συνέχισα να περπατώ σβέλτα. Ο σχηματισμός για το συρτάκι απωθούσε τους πάντες μπροστά και δίπλα του. Τα πράγματα έσφιξαν και μ’ έσπρωξαν στο κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου. Δεν ήθελα να χάσω αυτή την ομάδα από τα μάτια μου και κατάφερα να βγω μπροστά. Επικρατούσε στριμωξίδι, ακούγονταν φωνές και μ’ έσπρωχναν εδώ κι εκεί. Είμαι βέβαια πολύ ψηλή, αλλά ξαφνικά δεν μπορούσα να δω άλλο τις κόκκινες σημαίες. Σταμάτησα για να προσανατολιστώ και να δω τι γίνεται, και ξαφνικά βρέθηκα στην πρώτη γραμμή κι απέναντί μου στέκονταν οι αστυνομικοί.

Αυτοί οι αστυνομικοί φορούσαν μπλε στολές. Ήταν το ίδιο παραφουσκωμένοι όπως και οι πράσινοι αστυνομικοί, μόνο που οι μπλε φορούσαν και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Στεκόμουν απέναντι σε μια στρατιά από φιγούρες με αντιασφυξιογόνες μάσκες που απλωνόταν πίσω μέχρι τα στενά δρομάκια στο τέλος του φαρδιού δρόμου. Εναέριες πλατφόρμες κινούνταν προς το μέρος μας και υπολόγιζα με νέα επίθεση με δακρυγόνα. Τότε όμως άρχισε η έφοδος της αστυνομίας. Εφόρμησαν προς τη μεριά των διαδηλωτών κι άρχισαν να χτυπούν τις πρώτες σειρές. Μόλις που κατάφερα να δω τις κόκκινες σημαίες σε ένα παράπλευρο ανηφορικό δρομάκι να ανεμίζουν και να χάνονται στα αριστερά. Επειδή ήμουν προσηλωμένη στις κόκκινες σημαίες, στεκόμουν εκεί σαν χαζή και δέχθηκα ένα χτύπημα στον δεξί ώμο. Θέλησα να διαμαρτυρηθώ και να πω ότι εγώ δεν είχαν κάνει τίποτα, αλλά είχα πέσει κιόλας κάτω. Βρέθηκα με το κεφάλι στραμπουλιγμένο και πιεσμένο στην άσφαλτο. Έφαγα κλωτσιές στα πλευρά, κάποιος σκόνταψε κι έπεσε φαρδύς-πλατύς πάνω μου. Με έδεσαν πισθάγκωνα. Με σήκωσαν τραβώντας με από τα μαλλιά, με έσυραν και με έσπρωξαν μέσα σε μια ανοιχτή κλούβα.
Με ευγενική παραχώρηση του εκδότη: Marlene Streeruwitz als Nelia Fehn, από: Die Reise einer jungen Anarchistin in Griechenland. © S. Fischer Verlag GmbH, Frankfurt am Main 2014. Φωτό: Michaela Prinzinger, ©diablog.eu. Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)