Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο συγγραφέας Κώστας Καλφόπουλος απεβίωσε στις 5 Ιουλίου 2023. Στη Γερμανική Σχολή Αθηνών ήταν επί δικτατορίας έξι χρόνια συμμαθητής του συντάκτη μας Θανάση Τσίγκα. Διαβάστε τι γράφει αυτός για το λογοτεχνικό ξεκίνημα τού φίλου του.
Με ένα τηλεφώνημα από την Αθήνα στις 8 Ιουλίου ήμουν ίσως από τους τελευταίους που πληροφορήθηκαν τον θάνατο τού Κώστα. Η πληθώρα των ιστοσελίδων που ανέφεραν το γεγονός ήταν εντυπωσιακή. Αλλά και ο αριθμός των άρθρων του ίδιου ή των συνεντεύξεων μαζί του. Ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, εκδότης, επιμελητής, μεταφραστής, συντονιστής, μέντορας και παντού ευπρόσδεκτος καλεσμένος.
Μία από τις ιστοσελίδες που δεν είχαν ακόμη καταχωρίσει τον θάνατό του ανέφερε (εδώ):
«Επιστρέφοντας στα πάτρια, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την επιμέλεια βιβλίων. Από την τρέχουσα πολιτική προτιμά την καλή λογοτεχνία (αστυνομική και μη), τις βόλτες στην πόλη και τις μητροπόλεις της Ευρώπης, την πρέφα, το ποδόσφαιρο και τα φλίππερ, που τα συναντά πια μόνο όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό.»

Ναι, ο Κώστας γεφύρωνε αυτονόητα και με αυτοπεποίθηση την «υψηλή» με τη μαζική κουλτούρα. Έτσι το έκανε ήδη στη Γερμανική Σχολή. Έγραφε τις καλύτερες εκθέσεις της τάξης και ήταν προσφιλής στους έλληνες και γερμανούς καθηγητές γιατί σε όλες τις συζητήσεις και τους διαξιφισμούς ήταν δίκαιος και είχε καλή επιχειρηματολογία. Ανακατωσούρας δεν ήταν, ωστόσο το αναλυτικό μυαλό του τού έδινε στους τότε αυταρχικούς καιρούς τη δυνατότητα να εκφράζεται ελεύθερα χωρίς αρνητικές συνέπειες. Η ΓΣΑ ήταν ένα σχολείο ελιτίστικο, οι γονείς μας πλήρωναν (μέτρια) δίδακτρα. Ο Κώστας έτεινε σε θέματα που εκείνη την εποχή θεωρούνταν κοινότυπα και τετριμμένα, όπως οι αστυνομικές ιστορίες, τα κόμικς και το ποδόσφαιρο. Δεν έκρυβε τις προτιμήσεις του, αντιθέτως, μιλούσε γι’ αυτές συνέχεια και μερικές φορές μας την έσπαγε με τον Ούμπα-Πα των Ουντερζό/Γκοσινύ (τον «πρόδομο» του Αστερίξ) και τους Τεντέν/κάπταιν Χάντοκ του Ερζέ. Αλλά ήταν πάντα ντόμπρος (και συνάμα δεν πλήγωνε γιατί ο τόνος του ήταν πάντα σωστός) και ουδέποτε υπερόπτης (αν και ήταν μεγάλο πειραχτήρι). Με λίγα λόγια ήταν ένα «καλό παιδί», προσγειωμένος και κοινωνικός (αν και ο Ντίνος, όπως τον φώναζαν οι γονείς του, ήταν μοναχοπαίδι) που είχε τη συμπάθεια όλων. Διατήρησε αυτά τα προσόντα, που ήταν μάλλον καθοριστικά για την μετέπειτα πετυχημένη πορεία του στην αθηναϊκή πολιτιστική σκηνή.
Πολύ πριν το διαδίκτυο αντικαταστήσει τη γενική παιδεία, είχε βαθιά γνώση εκάστου θέματος για το οποίο μιλούσε. Αυτό, σε συνδυασμό με τη διαίσθηση, τη συνδυαστικότητα και την ενσυναίσθηση που τον διέκριναν, τον κατέστησε αργότερα περιζήτητο ομιλητή και παρουσιαστή/συντονιστή.
Αν και ο Κώστας γεννήθηκε στον Πειραιά, ήταν μέχρι το μεδούλι οπαδός του Παναθηναϊκού, γιατί η οικογένειά του πολύ γρήγορα μετακόμισε από τον Πειραιά στην Αθήνα, κοντά στο γήπεδο του ΠΑΟ. Κλώτσαγε κάθε μπάλα που έβλεπε μπροστά του και όλα της τα υποκατάστατα. Ο Παναθηναϊκός ανακοίνωσε αμέσως με θλίψη τον θάνατό του, όπως και εφημερίδες, περιοδικά, εκδότες και πολιτιστικά ιδρύματα, εδώ.
Ένας από τους αγαπημένους ποδοσφαιριστές του Κώστα ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ – και αυτό παρά το γεγονός ότι η ομάδα του, ο Άγιαξ Άμστερνταμ, νίκησε τον αγαπημένο του Παναθηναϊκό 2:0 στον τελικό (!) του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο περίφημο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου στις 2 Ιουνίου 1971.

Όταν τον έπιανε ο οίστρος αναπαριστούσε στην τάξη στιγμιότυπα των ματς: «έτρεχε» με δείκτη και μέσο και των δύο χεριών στο θρανίο δείχνοντας τις ντρίμπλες που του άρεσαν ή σχεδίαζε τις φάσεις ως κόμικς με βέλη κατεύθυνσης σε όποιο χαρτί έβρισκε μπροστά του. Μετάνιωσα πολύ σύντομα που δεν είχα μαζέψει ούτε ένα από αυτά τα τεκμήρια της τέχνης του.
Η οικογένειά του μετακόμισε στη Γλυφάδα, δίπλα στη θάλασσα. Έτσι επέστρεφε επί καθημερινής βάσης από το βορεινό Μαρούσι, όπου η Γερμανική, στις νότιες ακτές, διασχίζοντας επί ώρες τη μεγαλούπολη. Αντάμειβε τον εαυτό του, πάλι επί καθημερινής βάσης, με πάστα από το ζαχαροπλαστείο ή σοκολάτα από το περίπτερο της γειτονιάς. Τα κομμάτια της σοκολάτας τα άφηνε να λιώσουν ανάμεσα σε αντίχειρα και δείκτη, είχαν τότε για τα γούστα του την καλύτερη γεύση. Στο σπίτι τού άρεσε να παρακολουθεί τη σειρά «Μάχη!» (Combat!, βορειοαμερικάνοι στρατιώτες εναντίων των Ναζί) εδώ, ή τον «Άγιο» (The Saint), μια βρετανική αστυνομική σειρά με τον Ρότζερ Μουρ ως ιδιωτικό ντετέκτιβ Σάιμον Τέμπλαρ, εδώ (ο Μουρ αργότερα έπαιξε σε επτά ταινίες τον Τζέιμς Μποντ). Δεν είχαμε όλοι μας τηλεόραση γιατί ως νέο συναρπαστικό μέσο (πρωτοβγήκε στην Ελλάδα το 1966) μείωνε τη συγκέντρωσή μας στο σχολείο. Αλλά ο Κώστας ήταν αλλιώς: κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού ή παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου παρακολουθούσε κάθε αγώνα. Τότε γίνονταν και οι τελικές εξετάσεις της σχολικής χρονιάς. Οι περισσότεροι από εμάς ιδρώναμε και ξεϊδρώναμε πάνω από τα βιβλία μας, αλλά για τον Κώστα το ποδόσφαιρο είχε προτεραιότητα – ερχόταν κουρασμένος και με ελάχιστη προετοιμασία στα διαγωνίσματα. Αλλά οι επιδόσεις του το επέτρεπαν. Αστυνομικά, κόμικς και ποδόσφαιρο – η πορεία του Κώστα ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Στην Καρλσρούη μοιραζόμασταν, μαζί με έναν άλλο συμμαθητή της Γερμανικής, ένα διαμέρισμα. Πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα ο Κώστας είχε κολλήσει ένα σημείωμα: «Μαγείρεψες; Κλείσε το μάτι – όχι το δικό σου, βλάκα!» Σπούδαζε αρχιτεκτονική, εγώ ηλεκτρολόγος μηχανικός. Εκεί ανακάλυψε τα φλιπεράκια και γοητεύτηκε. Μόνο όταν μετακόμισε στο Αμβούργο για να σπουδάσει κοινωνικοπολιτικές επιστήμες και ιστορία μπόρεσα να απελευθερωθώ από το δέος που ένοιωθα μπροστά στο σχεδιαστικό του ταλέντο και να γραφτώ στην αρχιτεκτονική σχολή.
Έκτοτε βλεπόμασταν μόνο σποραδικά στο Βερολίνο, το Φράιμπουργκ και το Αμβούργο, αλλά το παλιό μας δέσιμο είχε παραμείνει αναλλοίωτο. Στο πνεύμα αυτό διαβάζω την αφιέρωση που μου έγραψε στο «Flipper» τού 2016 (αναθεωρημένη ανατύπωση της ομώνυμης έκδοσης του 2005):
Αγαπητέ Θανάση,
με αφορμή τη χθεσινή μας, τόσο απρόοπτη συνάντηση μετά από 35, αρχικά (τότε έμενες στο Steglitz του Βερολίνου μετά τείχους) και μετέπειτα κάπου 20 χρόνια μετά, στο Φράιμπουργκ, σου στέλνω αυτό το βιβλιαράκι, μαζί με τη φιλία μου.
Να είσαι καλά κι ελπίζω σύντομα να τα πούμε πάλι από κοντά.
VI.17
Bärlin
Συνάντησα τον Κώστα ακόμα μερικές φορές όταν συντόνιζε κάποια εκδήλωση ή παρουσίαζε τα βιβλία του στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου (ή και σε κάποιο τζαζ κλαμπ στο παλιό κέντρο του Βερολίνου). Αλλά ήταν πάντα δικαίως πολιορκημένος από πολλούς φίλους και έτσι δεν τα ξαναείπαμε με την ησυχία μας. Ίσως να αναλωνόταν μέχρι εξάντλησης. Πάντως δεν μπορώ να του θέσω τις ερωτήσεις που είχα μαζέψει. Μπορεί όμως και η μόνη απάντησή του να ήταν το βαθύ, εγκάρδιο γέλιο του…
Η εισαγωγή του Κώστα Καλφόπουλου για την επανέκδοση του Φλίππερ:
To δοκίμιο Tilt! για το φλίππερ δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τον Μάιο του 2005. Ακολούθησε η έκδοσή του σε βιβλίο από τις εκδόσεις futura τον ίδιο χρόνο. Αυτή είναι η τελική και αναθεωρημένη έκδοση του. Ευχαριστώ τον Πάνο Κωνσταντόπουλο και όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στον διαγωνισμό για το εξώφυλλο του βιβλίου.
Λίγα λόγια για την επανέκδοση
Φλίππερ πρωτόπαιξα το 1974, όταν στην ηλικία των 18 ετών «ανέβηκα» Γερμανία για να σπουδάσω, και έκτοτε με «συνόδευε» πιστά σε κάθε ευκαιρία, μόνο ή με παρέα, αφού το συναντούσε κανείς παντού: στους Σταθμούς, τις αίθουσες ψυχαγωγίας (Spielhallen), στις φοιτητικές εστίες, στα καφενεία και τα λαϊκά εστιατόρια. Από τότε το φλίππερ είχε γίνει ένα κομμάτι της καθημερινότητας μου, πιο σωστά, της καθημερινότητας μας, στη Γερμανία, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γαλλία (που ανέδειξε τον «δεξιοτέχνη παίκτη»), αφού στην Ελλάδα είχε απαγορευτεί τη δεκαετία του ’60 και επέστρεψε ξανά είκοσι χρόνια μετά, για να απαγορευτεί εκ νέου, οριστικά πια, το 2000. Ούτως ή άλλως, η εποχή του είχε περάσει ανεπιστρεπτί, τα πρώτα σημάδια κόπωσης ήρθαν με την έλευση των πρώτων ηλεκτρονικών παιγνιδιών (pac man κ.ά.) και αργότερα με τις «κονσόλες» και τους υπολογιστές, όπου πάντως διασώθηκε μία εκδοχή του, στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας και σήμερα με την μορφή του app. Η ιδέα για ένα εκτενές κείμενο γύρω από την ιστορία, τη μυθολογία και τη φαντασμαγορία του φλίππερ με απασχολούσε ήδη από τη δεκαετία του ’90. Όταν ξεκίνησα να το γράψω, δεν είχα καταλήξει ακόμα στον τρόπο προσέγγισης και τη μορφή του θέματος, αν θα ήταν δηλ. ένα διήγημα, μία νουβέλλα, ένα θεωρητικό κείμενο ή ένα δοκίμιο. Ήθελα εξ αρχής να μιλήσω (ουσιαστικά, να γράψω) για το ψλίππερ, κάτι πέραν της λογοτεχνίας, που πάντως, με τον Κουμανταρέα και τον Νικολαΐδη και, βέβαια, με τον Μουρακάμι, είχε δώσει ανεπανάληπτα δείγματα γραφής. Είχα το θέμα, που μού τριβέλιζε το μυαλό, είχα τις εικόνες και τις αφορμές (βίωμα, εμπειρία, νεανικός έρωτας, αναμνήσεις, περιπλάνηση), μού έλειπε όμως η «φόρμα», πώς δηλαδή η ιδέα θα έπαιρνε σχήμα και μορψή στο χαρτί. Ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία του μέσα από μιαν άλλη ιστορία, προσωπική και ερωτική, που, όμως θα συνομιλούσε απ’ ευθείας με το φλιππεράκι, κι ο αφηγητής θα στεκόταν διακριτικά πίσω απ’ όλα αυτά. Ξεκινώντας τα πρώτα, ανεπιτυχή γραψίματα, θυμήθηκα πως ο Πέτερ Χάντκε είχε ασχοληθεί με κάτι ανάλογο, με το Δοκίμιο για το τζουκ-μποξ, το «ετεροθαλές αδελφάκι» του φλίππερ, κι αμέσως ανέτρεξα σ’ αυτό. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός μου, που, επί τέλους, είχα βρει τον τρόπο, ώστε τις πρώτες-πρώτες γραμμές του δοκιμίου τις έγραψα, κυριολεκτικά, πάνω στις σελίδες του βιβλίου του Χάντκε. Ύστερα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, το δοκίμιο δημοσιεύτηκε πρώτα στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ (με διευθυντή τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, τότε) και ως βιβλίο πια, στις εκδόσεις futura, του Μιχάλη Παπαρούνη, που εκείνη την περίοδο «έβγαζε» εξαιρετικούς τίτλους γύρω από τη θεωρία πολιτισμού και την πόλη, αν και η έκδοση ατύχησε, ίσως λόγω ενός πολύ αφαιρετικού εξώφυλλου, που δεν αντιστοιχούσε στον φαντασμαγορικό, vintage κόσμο του φλίππερ, ίσως όμως και γιατί οι συνομήλικοι μου -όχι «γενιά»!, είναι ύποπτος και καταχρηστικός ο όρος- είχαν κουραστεί και από τα παιγνίδια και από τα αναγνώσματα, ενώ οι νεότεροι είχαν κιόλας ενδώσει στη σαγήνη των γκάτζετ της νέας τεχνολογίας και της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας, όπως το είχε προβλέψει ο ΜακΛούαν.
Τώρα κρατώ στα χέρια μου ένα παλιό-νέο βιβλίο, με τη φροντίδα του Πάνου Κωνσταντόπουλου και τις εικαστικές προτάσεις για εξώφυλλο, διαμορφωμένες από νέους γραφίστες, από τον χώρο του ελληνικού design, που το φλίππερ ήταν ουσιαστικά άγνωστο σ’ αυτούς.
Κι όμως, αυτή η φρεσκάδα του βιβλίου, έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, μου δίνει την (ψευδ)αίσθηση, παρά το διάστημα που πέρασε και παρ’ ότι το φλίππερ έχει εξαφανιστεί πλέον από τους δημόσιους χώρους, ότι στέκομαι μπροστά σ’ ένα μηχάνημα, και πως μαζί με τα φώτα και τα καμπανάκια του, όπως τα περιέγραψε αξεπέραστα ο Νίκος Δήμου στη «Γενιά των φλίππερ», πάνω από είκοσι χρόνια πριν στο «ΒΗΜΑ», πότε-πότε χτυπάνε τα καμπανάκια και ανάβουν ξανά τα δικά μου φώτα – της νεότητας μου και των αναμνήσεων.
Αθήνα, καλοκαίρι 2016
Τα βιβλία του Κώστα Καλφόπουλου στα ελληνικά
Στη biblionet.gr με σύντομο βιογραφικό, βιβλιογραφία και συνδέσμους προς πολυάριθμα άρθρα, εδώ
Τα βιβλία στα γερμανικά
στις εκδόσεις Romiosini, εδώ:
- Brief an Uwe Johnson, εδώ, (Βερολίνο 2018, 46 σελίδες σε μετάφραση Κώστα Κοσμά) και
- (ως εκδότης) Hellas Noir: Griechische Kriminalliteratur aus dem 21. Jahrhundert; mit einem Vorwort von Petros Markaris und einem Nachwort des Herausgebers, εδώ (Βερολίνο 2019, 194 σελίδες σε μετάφραση Ulf-Dieter Klemm)
Οι εκδόσεις Edition Romiosini που δημοσιεύουν ελληνική ή σχετική με την Ελλάδα λογοτεχνία στα γερμανικά. Τα έργα του Καλφόπουλου προσφέρονται, όπως και όλα τα βιβλία του εκδοτικού οίκου, για δωρεάν online ανάγνωση. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να εγγραφείτε – δωρεάν και με τρόπο εξαιρετικά φιλικό προς τον χρήστη.

Ενημέρωση του συλλόγου αποφοίτων της ΓΣΑ με συνδέσμους, εδώ
Παλαιότερα άρθρα τού Κώστα Καλφόπουλου εδώ
Κείμενα: Α. Τσίγκας και Κώστας Καλφόπουλος.
Φωτογραφίες: Α. Τσίγκας.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)