Andreas Stähele: Ταξίδι σε μια εμπόλεμη χώρα

Διηγήσεις από την Επανάσταση του 1821· μια αναζήτηση του Κρίστιαν Γκόνζα

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Ο Johann Andreas Stähele, ο «πλέον μορφωμένος όλων των φιλελλήνων», ήταν εκπαιδευτικός του κύκλου των Pestalozzi και Fellenberg. Ως ένθερμος φιλέλληνας, βρέθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 1822 έως τον Ιανουάριο του 1823 για να υπηρετήσει την «υπόθεση της ελευθερίας».

Ένα παράξενο κείμενο, φαινομενικά χωρίς αρχή και τέλος, εμφανίστηκε στην οθόνη μου, όταν, μετά από μια πεζοπορία στην ορεινή Βοιωτία, συμβουλεύτηκα τη μηχανή αναζήτησης για αυτή την μάλλον απρόβλητη περιοχή της κεντρικής Ελλάδας. Ένας ανώνυμος ταξιδιώτης βάδιζε λοιπόν στο κείμενο αυτό τη νύχτα, προφυλαγμένος από αόρατους εχθρούς, στην απέραντη πεδιάδα και τους λόφους κοντά στις Πλαταιές, το σκηνικό της ομώνυμης μάχης του 479 π.Χ. Κρυβόταν σε αμπελώνες, απολάμβανε υπερώριμα σταφύλια και συλλογιζόταν τα λείψανα των νεκρών Περσών που πρέπει να ήταν εκτεθειμένα για αιώνες, «όπως ακριβώς φαίνονται ακόμα και σήμερα τα οστά των Βουργουνδών που έπεσαν στη μάχη του Μούρτεν» στην Ελβετία. Ένα κείμενο αορίστως απειλητικό, αλλά και κομψό. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια και άρχισα την αναζήτηση πηγών για να βγάλω κάποιο νόημα.

Πλαταιές
στις Πλαταιές

Τα ίχνη με οδήγησαν στην Ελβετία. Συνειδητοποίησα ότι είχα πέσει στο δεύτερο μέρος μιας μετάφρασης στα γερμανικά ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε ανώνυμα και σε συνέχειες στο αγγλικό περιοδικό «London Magazine» τον Μάιο του 1829 για ένα «Ταξίδι από την Αθήνα στο Μεσολόγγιο το φθινόπωρο του 1822». Μετά από εμβριθή έρευνα –θα επανέλθω σε αυτήν σε λίγο– ταυτοποίησα τον συγγραφέα ως τον εκπαιδευτικό και μετέπειτα εντεταλμένο κυβερνητικό σύμβουλο του ελβετικού καντονιού Τούργκαου Γιόχαν Αντρέας Στέχελε από το χωριό Ομπερσόμμερι του Τούργκαου (1794-1864).  Ο Στέχελε ήταν γνήσιος φιλέλληνας που ταξίδεψε στη μαχόμενη Ελλάδα όπου έμεινε από τον Ιανουάριο του 1822 μέχρι τον Ιανουάριο του 1823 για να υπηρετήσει έμπρακτα την «υπόθεση της ελευθερίας», όπως ο ίδιος έλεγε. Η διήγηση διαδραματίζεται στο δεύτερο έτος της ελληνικής επανάστασης κατά του οθωμανικού ζυγού.

Ο Στέχελε υπέγραφε ως Andreas Staehele ή Stähele. Άλλοι τον αναφέρουν ως Stahele, Stäheli, Stähelin, Stähli, Staeli και ίσως και αλλιώς. Ανακάλυψα λοιπόν ότι στο ίδιο περιοδικό είχε δημοσιεύσει και άλλο άρθρο σχετικά με τον ελληνικό αγώνα. Στο τεύχος Φεβρουαρίου του 1826 αναφερόταν στην «Πολιορκία της Ακροπόλης των Αθηνών από τους Έλληνες τα έτη 1821 και 1822».
Τα δύο αγγλικά κείμενα δημοσιεύτηκαν σε μετάφραση και στον γερμανόφωνο χώρο. Πρακτορεία ειδήσεων με τη σημερινή έννοια δεν υπήρχαν – ο Τύπος γέμιζε τις σελίδες του με ντόπια άρθρα, αλλά και με κείμενα εγχώριων και αλλοδαπών ανταγωνιστών. Τα δυο διηγήματα βρέθηκαν λοιπόν μεταφρασμένα σε γερμανικά περιοδικά παραμένοντας ανυπόγραφα, έτσι όπως είχαν μεταφερθεί από τον αγγλικό Τύπο.

Τι γνωρίζουμε για τον Αντρέας Στέχελε; Μέχρι σήμερα έχει μείνει χωρίς πρόσωπο, δεν έχει βρεθεί φωτογραφία ή προσωπογραφία του. Γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν «ψηλός» και ότι ήξερε να καπνίζει την μακριά πίπα του με περισσή τέχνη. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1794 στο έντονα καθολικό χωριό Ομπερσόμμερι του Τούργκαου, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από τη λίμνη της Κωνσταντίας. Η παιδεία του,  μοναστηριακό σχολείο στο Άινζιντελν (Einsiedeln), θεολογικές σπουδές στο Λάντσχουτ (Landshut) της Βαυαρίας και μερική μόνο φοίτηση στο ιεροδιδασκαλείο του Σανκτ Γκάλλεν (St. Gallen). Μετά από την «απόδρασή» του από εκεί φαίνεται ότι τα έβαλε τόσο με τις τοπικές ιεραρχίες όσο και με τον πατέρα του. Αρχικά έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ως εκπαιδευτικός από τους διάσημους παιδαγωγούς και μεταρρυθμιστές Εμάνουελ φον Φέλλενμπεργκ (Emanuel Fellenberg) και Χάιντριχ Πεσταλότσι (Heinrich Pestalozzi), εμπλέχτηκε όμως στις διαμάχες τους και ήρθε σε ρήξη μαζί τους. Ως νέος ο Στέχελε είχε σίγουρα κοφτερή γλώσσα. Τον Ιανουάριο του 1818, για παράδειγμα, κατηγόρησε τον Πεσταλότσι σε επιστολή του ότι τα τεχνάσματά του «εξηγούνται από τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει οι στρεβλοί και κουτοπόνηροι ελιγμοί του να θεωρούνται αξιοθαύμαστες πορεύσεις της ιδιοφυΐας του».
Την άνοιξη του 1819 τον συναντάμε ως υφηγητή στην Ακαδημία της Βέρνης, τον πρόδρομο του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Αλλά ήδη τον Αύγουστο του 1819 ένα σκάνδαλο έκανε το όνομά του γνωστό πέρα από τα ελβετικά σύνορα. Ο Γιόζεφ Κρίστιαν Χάμελ (Josef Christian Hamel), Γερμανορώσος εξερευνητής εντεταλμένος του Τσάρου της Ρωσίας, φέρεται να έχει δυσφημίσει τους καθηγητές τού εκπαιδευτικού ιδρύματος του Φέλλενμπεργκ στο Χόφβιλ ως «Ιακωβίνους». Ο Στέχελε του ζήτησε τον λόγο στο πανδοχείο «zum Falken» της Βέρνης, ο Χάμελ ένιωσε να απειλείται και τράπηκε σε φυγή, προσβεβλημένος από τον επιθετικό χαρακτηρισμό <τσιράκι των αρχόντων> του αντιπάλου του».

Hofwil
Το ίδρυμα Hofwil τον 19ο αιώνα

Η «υπόθεση Στέχελε» αναβιώνει στο μυαλό μας την πατερναλιστικά αυταρχική Ελβετική Συνομοσπονδία της λεγόμενης περιόδου της Αποκατάστασης, που είχε την συγκατάνευση του Συνεδρίου της Βιέννης: πέντε μήνες μετά τη δολοφονία του λογοτέχνη και Ρώσου προξένου Αύγουστου φον Κοτζέμπουε (August von Kotzebue) από ένα ριζοσπαστικό μέλος φοιτητικής αδελφότητας στο Μανχάιμ της Γερμανίας, η Βέρνη κινήθηκε παραδειγματικά –ως ένδειξη πολιτικής βούλησης– κατά μελών των γερμανικών φοιτητικών αδελφοτήτων. Αν και ο Χάμελ δεν θέλησε να καταγγείλει τον υφηγητή, ο Στέχελε συνελήφθη και απελάθηκε από το καντόνι χωρίς δίκη, δηλαδή χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης. Την επόμενη άνοιξη απομακρύνθηκε και από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στο Μπράισγκαου της Γερμανίας, όπου είχε αρχίσει να σπουδάζει νομικά.

Η υπόθεση της ελευθερίας
Ο Στέχελε είχε σχέση με γερμανικές φοιτητικές αδελφότητες – και επομένως βρισκόταν υπό αστυνομική παρακολούθηση ήδη πριν από το επεισόδιο στο πανδοχείο «zum Falken». Γι’ αυτόν, η νομιμότητα βασιζόταν στη λαϊκή κυριαρχία (αν και τότε περιοριζόταν μόνο σε αυτή των ανδρών) – ένα μοντέλο που άρχισε να γίνεται αποδεκτό στην Ελβετία μόλις το 1830, κατόπιν ενεργούς συμμετοχής του. Ωστόσο το 1819 το έδαφος δεν ήταν ακόμα γόνιμο για κάτι τέτοιο. Και έτσι πήγε μέσω Γαλλίας στη Μεγάλη Βρετανία, γιατί η πατρίδα του τον έπνιγε.
Αλλά θα ήταν άδικο να χαρακτηρίσουμε τον Στέχελε ως άλλον έναν ατίθασο νεαρό ή φυγάδα. Βέβαια ζητούσε αφορμή για να φύγει. Αυτό το έγραψε το 1824 σε μια επιστολή του προς τον Καρλ Μπέντα Μύλλερ-Φρίντμπεργκ (Karl Beda Müller-Friedberg), τον γιο του τότε κυβερνήτη του καντονιού του Σανκτ Γκάλλεν: «Αφήστε την απάθεια κατά μέρος και αρχίστε τα ταξίδια: αυτός που βλέπει τον κόσμο δεν ζει μόνο διπλά, αλλά τετραπλά ή και πενταπλά.» Η δίψα του για δράση εκδηλώνεται και στα ποιήματά του. Ναι, όπως και τόσοι άλλοι φοιτητές, έγραφε ποιήματα – ένα από αυτά με τίτλο «Lied eines Kriegers» (Τραγούδι ενός πολεμιστή) δεν το μελοποίησε κανείς υποδεέστερος από τον ίδιο τον Φραντς Σούμπερτ. Σε αυτό καταφερόταν κατά της αδράνειας της εποχής του: «Πόσο γλυκό είναι με ένα μισό χασμουρητό να παίρνεις μάτι/ το πώς άλλοι λαοί ξεσηκώνονται στο αίμα». Στον Στέχελε δεν αρκούσε να «παίρνει μάτι» ως απλός θεατής. Όταν αποφάσισε να αναχωρήσει για την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1821, ήθελε να υπηρετήσει την υπόθεση της ελευθερίας «κατά της τουρκικής νομιμοφάνειας», όπως έγραψε σε κάποιο γράμμα στα αγγλικά, αλλά ταυτόχρονα να αφοσιωθεί και στην «κλασική έρευνα».
Ο ριζοσπαστικά φιλελεύθερος παιδαγωγός, που οι σύγχρονοί του τον προσφωνούσαν πάντα «δόκτορα» ή «καθηγητή», απέπλευσε τον Ιανουάριο του 1822 από το Λιβόρνο με το μπρίκι «Πήγασος» μαζί με άλλους φιλέλληνες. Ήταν βέβαια παιδί της εποχής του – αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και μια έντονη εξαίρεση. Υπήρχαν χιλιάδες υποστηρικτές της Ελλάδας στην Ελβετία, αλλά αυτοί και τα φερέφωνά τους, που καλούσαν με πύρινους λόγους την «τευτονική» νεολαία να υπερασπιστεί την υπόδουλη χριστιανοσύνη, δεν ήταν παρά θεωρητικοί υποστηρικτές που έμειναν στα σπίτια και στη βολή τους. Για τον πρώτο χρόνο του αγώνα και μέχρι τις αρχές Απριλίου του 1822 γνωρίζουμε ονομαστικά μόλις δέκα Ελβετούς φιλέλληνες που ταξίδεψαν στην επαναστατημένη χώρα. Έξι από αυτούς δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους: τέσσερις σκοτώθηκαν στη μάχη, δύο πέθαναν από ασθένειες. Ο Στέχελε μήνες μετά την επιστροφή του υπέφερε τόσο πολύ από «πυρετό», πιθανότατα από ελονοσία, που θεωρούσε την ενδεχόμενη μετάβασή του στο βασίλειο του Άδη μάλλον ως λύτρωση.

πύλη
Αθήνα, η Ρωμαϊκή Αγορά

Αλλά τι είναι αυτό που αποκάλυψε τον Αντρέας Στέχελε ως συγγραφέα των ανώνυμων άρθρων; Από νωρίς ο Γουίλιαμ σεντ Κλαιρ (William St Clair), Βρετανός ιστορικός και συγγραφέας μελέτης για τους φιλέλληνες του Αγώνα, υπέθετε ότι το άρθρο για την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών προερχόταν από την πένα του Στέχελε. Στη συνέχεια, η Αïλίν Μ. Κούραν (Eileen M. Curran), ειδική στα βρετανικά περιοδικά του 19ου αιώνα, κατάφερε να τον εντοπίσει ως συγγραφέα διαφόρων άρθρων του βρετανικού περιοδικού τύπου. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Στέχελε είχε ταξιδέψει στη Βρετανία το καλοκαίρι του 1824, όπου έμεινε μέχρι το φθινόπωρο του 1830. Όλα αυτά απετέλεσαν σημαντικές ενδείξεις.
Στον τελικό προσδιορισμό οδηγεί ωστόσο –παράλληλα με μια σειρά άλλων στοιχείων– μια ακόμα παλαιότερη ένδειξη.  Πριν από εκατό και πλέον χρόνια, ο Ελβετός ιστορικός Φέλιξ Στέχελιν (Felix Stähelin) έφερε στο φως μια αστυνομική ανάκριση του ιδρυτικού μέλους φοιτητικής αδελφότητας και πληροφοριοδότη Γιοχάνες Βιτ, γνωστού ως φον Ντέριγκ (Johannes Wit-von Dörring). Ισχυριζόταν ότι ο Στέχελε είχε πάει στην Ελλάδα για λογαριασμό της λονδρέζικης εφημερίδας «Morning Chronicle».
Πράγματι ο Στέχελε μπόρεσε να εντοπιστεί στη μεγάλης κυκλοφορίας φιλελεύθερη και αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, όπως αποδεικνύει μια διαδικτυακή αναζήτηση πλήρους κειμένου στην γιγαντιαία βάση δεδομένων του Βρετανικού Αρχείου Εφημερίδων· όχι βέβαια με το κανονικό του όνομά ως «ανταποκριτής», όπως θα το λέγαμε σήμερα, αλλά ως «Ελβετός τζέντλμαν».
Πηγή μας είναι ο εκδότης Τζον Μπλακ (John Black), δηλαδή ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας. Διαφήμιζε το άρθρο της 2 Φεβρουαρίου 1826 για την πολιορκία της Ακρόπολης στο «London Magazine» με τον κραυγαλέο τίτλο «Turkish Women» – υπονοώντας τις Τουρκάλες τις οποίες ο πρόξενος Αυστρίας και Σουηδίας Γκέοργκ Κρίστιαν Γκρόπιους (Georg Christian Gropius) πήρε υπό την προστασία του, σώζοντάς τες από βέβαιο θάνατο. Ο Στέχελε ήταν και αυτός φιλοξενούμενος του Γκρόπιους και είχε εξ αυτού άμεση γνώση. Ο Μπλακ κατονομάζει ως συγγραφέα του κειμένου έναν «Ελβετό τζέντλμαν» που μιλούσε τόσο τα αρχαία όσο και τα νέα ελληνικά και ήταν παρών στην πολιορκία της Ακρόπολης.
Ο Τζον Μπλακ ήταν λάτρης και ενθουσιώδης μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας. Την προσωπική του σχέση με τον Στέχελε μαρτυρεί ένας αριθμός συστατικών επιστολών που είχε γράψει ο καλοκάγαθος Σκωτσέζος προς χάρη του. Παρεμπιπτόντως: ένας εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος ονόματι Κάρολος Ντίκενς χρωστούσε κι αυτός την πρώτη του εμφάνιση στον Τζον Μπλακ – ο μετέπειτα παγκοσμίου φήμης συγγραφέας τον ευγνωμονούσε σε όλη του τη ζωή.
Και μόνο η αναφορά της καταγωγής του Στέχελε και η προσωπική του γνωριμία με τον Μπλακ είναι στοιχεία πρόδηλα. Αλλά οι γνώσεις νεοελληνικών του Στέχελε ήταν στο περιβάλλον των φιλελλήνων – που γενικά χαρακτηρίζονταν από μια βαθιά άγνοια των πραγματικών συνθηκών ζωής στην Ελλάδα – το USP, όπως λέμε σήμερα, μια μοναδικότητα-κλειδί.  Και αυτή ταυτίζει τον Στέχελε με τον συγγραφέα του δεύτερου άρθρου στο ίδιο περιοδικό, εκείνου με θέμα τη μετάβαση στο Μεσολόγγι. Ήταν η συνέχεια του πρώτου, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες ουσιαστικές, χρονολογικές και διακειμενικές αναφορές.

Hadrian
Αθήνα, στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Πίσω από τον τοίχο της βιβλιοθήκης υψώνεται το «Βοεβοδαλίκι».

Η σφαγή των Αθηνών
Όταν ο Στέχελε έγραφε για την ελληνική πολιορκία της Ακρόπολης που υπερασπίζονταν οι Οθωμανοί, είχαν περάσει τρία χρόνια από τα γεγονότα – και έτσι το άρθρο είχε ενδιαφέρον μόνο για όσους δεν ήταν ευλαβικά προσκολλημένοι στην επικαιρότητα, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή. Αξιοσημείωτη είναι η ειλικρίνεια του συγγραφέα: δηλώνει απερίφραστα ότι αυτόπτης μάρτυρας ήταν από τον Μάρτιο του 1822 και μετά – άρα όλα τα προηγούμενα που αναφέρει, τα είχε αντλήσει από άλλες πηγές. Αυτό ήταν ασυνήθιστο σε αφηγήσεις σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, που μερικές φορές διαβάζονται σαν παραμύθια. Η δήλωση αυτή αποσιωπήθηκε ωστόσο στη γερμανική μετάφραση του κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Minerva» (1826, III).
Ο Στέχελε αποτελεί λοιπόν αξιόπιστο μάρτυρα της, κατά παράβαση των όρων παράδοσης, σφαγής των Οθωμανών της Αθήνας από τους Έλληνες. Στις 10 Ιουλίου 1822 ασφάλισαν τις πύλες στο λεγόμενο Βοεβοδαλίκι, την πρώην έδρα του Οθωμανού βοεβόδα, ένα κτήριο που βρισκόταν στην περιοχή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού επί της σημερινής πλατείας Μοναστηρακίου στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί 400 Τούρκοι, άντρες και γυναίκες. Στη γερμανική μετάφραση διαβάζουμε:
«Ένας Έλληνας στρατιώτης που με γνώριζε προσωπικά, με άφησε να μπω. Όταν έφτασα στην ευρύχωρη αυλή, αντίκρισα ένα τρομακτικό θέαμα. Ένα πλήθος από πτώματα κείτονταν διάσπαρτα, εντελώς ξεγυμνωμένα και με εμφανείς μεγάλες πληγές, το ένα πάνω στο άλλο, ενώ άρτι σφαγιασμένοι σύρονταν συνεχώς από τα διάφορα δωμάτια όπου είχαν υποστεί τον ίδιο φρικτό θάνατο.»

Όταν στις 17 Ιανουαρίου 1823 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Ανκόνα μετά από έναν τρικυμιώδες ταξίδι από την Ελλάδα, ο Στέχελε ανέφερε αποκαρδιωμένος στον φίλο δι’ αλληλογραφίας Μύλλερ-Φρίντμπεργκ (Müller-Friedberg): «Τελικά δεν μπόρεσα να υπηρετήσω την υπόθεση της ελευθερίας στην Ελλάδα· εκεί βεβηλώνεται». Είχε βιώσει από πρώτο χέρι ότι οι επαναστάσεις μπορούν να μεταβληθούν σε αιματηρές σφαγές. Τους πρώτους μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα είχε λάβει μέρος σε μια αποτυχημένη έφοδο της Ακρόπολης. Σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στο «Morning Chronicle» στις 12 Ιουλίου 1822 – όπου ο αρχισυντάκτης Μπλακ τον είχε συστήσει για πρώτη φορά ως «Ελβετό τζέντελμαν» – ήταν πεπεισμένος ότι η γενική «αναρχία» θα ξεπερνιόταν σύντομα μετά την υιοθέτηση του πρώτου Συντάγματος της χώρας. Αργότερα η στάση τού Στέχελε ήταν άρρηκτα ουδέτερη. Η σοκαριστική εμπειρία της Αθήνας του είχε αφήσει μόνιμα ίχνη. Όταν το 1823 τον συνάντησε ο πληροφοριοδότης της αστυνομίας Βιτ-φον Ντέριγκ, διαπίστωσε ότι η τοποθέτησή του είχε αλλάξει άρδην. Ο Βιτ είχε την αίσθηση ότι ο Στέχελε είχε «απαρνηθεί όλες του τις επαναστατικές φιλοδοξίες». Αυτό, ωστόσο, αφορούσε μόνο την αιματηρότητα των ανατροπών. Γιατί στα τέλη του 1830 ήταν ένας από τους ηγέτες της αναίμακτης επανάστασης του Τούργκαου, η οποία έφερε στο καντόνι ένα νέο Σύνταγμα που βασιζόταν στη λαϊκή κυριαρχία και στον αυστηρό διαχωρισμό των εξουσιών.
Ενάμιση χρόνο πρωτύτερα ο Στέχελε ήταν ακόμα «χόφμαïστερ», δηλαδή κατ΄ οίκον δάσκαλος, στη Μεγάλη Βρετανία, όπου κατέγραψε τις εμπειρίες στην Ελλάδα που στριφογύριζαν στο μυαλό του. Δυστυχώς το κείμενο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στο Λονδίνο – το «London Magazine» είχε πια ελάχιστους αναγνώστες και το τεύχος Μαΐου, όπου δημοσιεύτηκε το άρθρο του, ήταν η προτελευταία έκδοση του περιοδικού.

Ένας σουρεαλιστικός περίπατος
Η διήγηση του Στέχελε δεν περιγράφει μάχες και ηρωισμούς. Τέτοια θέματα ήταν επτά χρόνια μετά τα γεγονότα λίγο πολύ γνωστά. Αντικείμενο ήταν το ίδιο το ταξίδι, μια εκτεταμένη περιήγηση στην κεντρική Ελλάδα, τότε επίκεντρο της οθωμανικής εισβολής. Πρόκειται για ένα ταξίδι που μερικές φορές φαντάζει σουρεαλιστικό, όπου έρχονται στην επιφάνεια όλα όσα τον είχαν επηρεάσει στην μέχρι τότε ζωή του: μια λυρική νότα γίνεται αισθητή καθώς ο αφηγητής περιγράφει με ευαισθησία χορούς και τραγούδια, που αναμειγνύονται με το εθνογραφικό ενδιαφέρον του για ήθη και έθιμα – μεταξύ των άλλων περιγράφει μια ωμοπλατομαντεία. Εντριβεί στα διδακτικά και αρχαιολογικά του ενδιαφέροντα, επισκέπτεται τους Δελφούς και συγκαλεί, με ρομαντική διάθεση, τα πνεύματα των οπλιτών που έπεσαν πάλαι ποτέ στα βοιωτικά πεδία των μαχών. Στο περίφημο τρίστρατο, όπου ο Οιδίποδας λέγεται ότι σκότωσε τον πατέρα του, αποχαιρετά τον καπετάνιο και τους 300 οπλίτες του που ο Στέχελε τους είχε ακολουθήσει ως εκεί, αυτός, ο φιλελεύθερος, με την πρόποση «εις την ελευθερίαν», που την επισφραγίζει με τον καπετάνιο με μπαταριές στον αέρα. Περιγράφει με θαυμασμό τον νεαρό, αλβανόφωνο καπετάνιο Γιωργάκη, που οδηγούσε τους άντρες του στη μάχη. Βρίσκει μάλιστα τον χρόνο να δει –ως φιλοξενούμενος του εξόριστου επισκόπου Θηβών Παϊσίου– διασωθέντες μεσαιωνικούς κώδικες. Αργότερα ως Κυβερνητικός Σύμβουλος του Τούργκαου θα συμβάλλει στη διάσωση των συλλογών των εγκαταλελειμμένων μοναστηριών του καντονίου. Το μοτίβο του αμπελιού ως συμβόλου της εξημερωμένης φύσης τον συνοδεύει σε όλους τούς σταθμούς της πορείας του. Τα αμπέλια πιθανότατα να του θύμιζαν τη πατρίδα του στη λίμνη Κωνσταντία. Στην ορεινή περιοχή της Βοιωτίας, τα σταφύλια ήταν υπερώριμα και πολύ εύγευστα. Στα βουνά πάνω από τους Δελφούς ήταν η εποχή του τρύγου. Στα Σάλωνα ωστόσο, τη σημερινή Άμφισσα, τα λεηλατημένα αποθέματα κρασιού συνέβαλαν σημαντικά στην αναρχία της ελληνικής αναδίπλωσης.
Οι Οθωμανοί παρέμεναν αόρατοι αλλά πανταχού παρόντες. Οι Έλληνες διέσχιζαν τον κάμπο μόνο τη νύχτα με τον φόβο του εχθρικού ιππικού. Στη «νεκρή ζώνη» των δασών συναντά στη συνέχεια κυρίως απελπισμένους πρόσφυγες (εφημερίδα «Das Ausland» στις 23, 25 και 26 Ιουνίου 1829):
«Ήταν θλιβερό θέαμα να βλέπεις ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας να έχει εκδιωχθεί, καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, στα δάση χωρίς τροφή, όπου θα τον αφάνιζε η πείνα και ο παγετός.»
Τελικά ο Στέχελε βρήκε καταφύγιο στο Μεσολόγγι, λίγες ημέρες πριν αρχίσει η πρώτη πολιορκία της πόλης. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης. Τον απαθανάτισε με μια εξαιρετικά ζωντανή και σύντομη περιγραφή:

πορτρέτο
Μάρκος Μπότσαρης

«Ο Μάρκος Μπότσαρης, όπως όλοι οι Σουλιώτες, ήταν μικρού αναστήματος, αλλά δυνατός και στιβαρός, με χλωμό πρόσωπο και σοβαρά, αισθαντικά χαρακτηριστικά. Η αλβανική του ενδυμασία ήταν απλή και λιτή. Μιλούσε λίγο και με ήπιο τόνο, και έμοιαζε –όταν δεν ήταν επικεφαλής των οπλιτών του– περισσότερο με μάρτυρα παρά με ήρωα. Το πρόσωπό του, ωστόσο, έλαμπε εν όψει της μάχης ή όταν πλησίαζε κίνδυνος. Τότε η έκφραση ολόκληρης της ύπαρξής του ήταν πεισματικό θάρρος και αποφασιστικότητα.»

Δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες διαβίωσης του Στέχελε κατά τη δίμηνη πολιορκία του Μεσολογγίου. Δίνει το επόμενο σημείο ζωής στα μέσα Ιανουαρίου 1823 από την Ανκόνα, όπου έφτασε πλήρης εμπειριών. Μακάρι να είχε καταγράψει περισσότερες από αυτές που εντέλει μας εκμυστηρεύτηκε.
Μέχρι την οριστική επιστροφή του στην Ελβετία στα τέλη του 1830, ο Στέχελε διατέλεσε κατ΄ οίκον δάσκαλος, πανεπιστημιακός καθηγητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος και βιβλιοπώλης. Αλλά βρήκε τελικά τον δρόμο του όταν τέθηκε σε ισχύ το νέο σύνταγμα του καντονίου Τούργκαου: το 1831 εντάχθηκε στο Μικρό Συμβούλιο, την κυβέρνηση του κρατιδίου, μέλος του οποίου έμελλε να είναι για 27 ολόκληρα χρόνια. Το αργότερο στα τέλη 1835 και εν όψει του επερχόμενου «πολιτιστικού πολέμου» μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών στην Ελβετία, αναστοχάστηκε, όπως τόσοι άλλοι, την καθολική του κληρονομιά, θεωρούμενος από τους προτεστάντες τέως συνοδοιπόρους του αποστάτης. Το 1840 πέθανε η σύζυγός του Nanette και το 1858, όταν πέθανε ο μοναχογιός του, παραιτήθηκε από τα αξιώματά του. Μετά από κάποια χρόνια στο Μόναχο αποσύρθηκε το 1863 στο χωριό του, όπου πέθανε το 1864.

Τα άρθρα του Στέχελε για την Ελλάδα είναι ένα ιστοριογραφικό ευτύχημα: είναι ενδεικτικά της αντιπαράθεσης του ουμανιστικά μορφωμένου, φιλελεύθερου φιλέλληνα με την ελληνική πραγματικότητα. Προσφέρουν όμως και μια σαφή περιγραφή μιας χώρας σε εμπόλεμη κατάσταση, γραμμένη από έναν άνθρωπο που ήξερε να παρακολουθεί και να στοχάζεται το περιβάλλον του με ανοιχτή, αμερόληπτη ματιά.

Κείμενο: Christian Gonsa. Μετάφραση και σύνταξη: Α. Τσίγκας. Απεικονίσεις: Πρωτέας και Α. Τσίγκας.

Ο συγγραφέας
Ο Κρίστιαν Γκόνζα γεννήθηκε στη Βιέννη, όπου και έκανε ιστορικές, βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, εμπορικός ακόλουθος, σύμβουλος επιχειρήσεων και μεταφραστής. Τον γοητεύει οτιδήποτε έχει σχέση με το ελληνικό παρελθόν και παρόν και οι κάθε είδους σχετικές γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Είναι ανταποκριτής της αυστριακής εφημερίδας «Die Presse» για την Ελλάδα και την Κύπρο. Για το diablog.eu έχει γράψει επανειλημμένα άρθρα.

περιοδικόΣημειώσεις του συγγραφέα
Τα άρθρα του «London Magazine» (τεύχη Φεβρουαρίου 1826 μέχρι Μαΐου 1829) είναι διαθέσιμα στο αγγλικό πρωτότυπο εδώ
Ιδιαίτερα θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Marc Schnitzer των κρατικών αρχείων Staatsarchiv St. Gallen, ο οποίος μου υπέδειξε τις επιστολές του Stähele προς τον Karl Beda Müller-Friedberg (StASG, W 055/300, ο Stähele γράφεται εκεί «Stäheli»). Στη βιβλιοθήκη Burgerbibliothek της Βέρνης φυλάσσονται στο αρχείο Familienarchiv Fellenberg οι επιστολές του προς τον Philipp Emanuel Fellenberg (μερικές σταλμένες από την Αγγλία), ενώ στα κρατικά αρχεία Staatsarchiv Thurgau υπάρχουν διάσπαρτα και άλλες.
Είχα την ευκαιρία να συζητήσω την υπόθεση Stähele με τον William St Clair. Ο ίδιος έχει δημοσιεύσει τα συμπεράσματά του στο μετά θάνατον δημοσιευμένο βιβλίο του «Who saved the Parthenon?» (Ποιος έσωσε τον Παρθενώνα; / Cambridge Open Book Publishers 2022). Ο St Clair είναι αυτός που χαρακτήρισε τον Στέχελε ως τον «πλέον μορφωμένο όλων των φιλελλήνων».
Στα πλαίσια της «Φιλελληνικής Βιβλιοθήκης» οι εκδόσεις Παρισινού προετοιμάζουν μια μονογραφία για τον Johann Andreas Stähele και τις αγγλικές του διηγήσεις.

επιπλέον
«Φιλελληνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Παρισινού, συνέντευξη του CNN εδώ
Σύντομο βιογραφικό του Andreas Stähele στα γερμανικά εδώ
Felix Stähelin: αλληλογραφία μεταξύ Karl Ludwig von Haller και Fürst Hardenberg στα γερμανικά εδώ

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε