Γάλα μαγνησίας – ενοχή και εξιλέωση

Βόλος 1974/75

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Πώς ζούσε η ελληνική νεολαία 1967-1974 επί δικτατορίας; Και πώς βίωσε τη μεταπολίτευση; Ο Κώστας Ακρίβος έπλασε ως αυτόπτης μάρτυρας τής εποχής ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που εξιστορεί τη ζωή τεσσάρων επαναστατημένων 17χρονων μαθητών λυκείου-εκκλησιαστικών οικότροφων 1974-1975 στον Βόλο και το καθαρτικό τους συναπάντημα 35 χρόνια αργότερα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου με ιστορική φωτογραφία του Δημήτρη Λέτσιου (αχρονολόγητη)

Το βιβλίο

Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι τέσσερεις φίλοι στον Βόλο το 1974/1975, μαθητές γυμνασίου αρρένων και εκκλησιαστικοί οικότροφοι. Τα παρατσούκλια τους είναι Μπράσκας, Αχιλλάκος, Μικ και Ζερβής. Τα πραγματικά τους ονόματα (και τις ιστορίες των οικογενειών τους από διάφορα σημεία της Μαγνησίας) τα μαθαίνουμε σταδιακά, όπως και τις προσωπικότητές τους και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα γεγονότα της εποχής. Σε ένα περιβάλλον πολύ συντηρητικό θεωρούνται ζωηροί και ταραξίες. Τα βάσανα της εφηβείας στην Ελλάδα της Δικτατορίας και μετά της Μεταπολίτευσης, η πανταχού παρούσα εκκλησιαστική καταπίεση και η φτώχεια των οικογενειών τους (που θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους) κάνουν τη ζωή τους δύσκολη. «Τα πιο πολλά παιδιά ήταν τύπος και υπογραμμός. Πήγαιναν στο κατηχητικό, κοπάνα και σκασιαρχείο δεν ήξεραν τι θα πει. Ενώ εμείς… Καμιά σχέση μ’ αυτό που λένε καλά παιδιά. Αν είχαμε γεννηθεί έτσι, ή αν γίναμε αυτά τα χρόνια που ήμασταν στο οικοτροφείο, δεν το ξέραμε. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως κάθε τόσο κάτι μας έπιανε και λέγαμε ή κάναμε το αντίθετο απ’ ό,τι οι άλλοι.» Στο σχολείο έρχονται σε ρήξη με κάποιους ανεπαρκείς καθηγητές και στο οικοτροφείο με τον διευθυντή και τον εντολοδόχο του, έναν νεαρό διάκο που δυναστεύει κατά βούληση τα αγόρια με νηστείες, περιορισμούς και παντός είδους επιθέσεις. Ατμοσφαιρικά θυμίζει το βιβλίο του Ρόμπερτ Μούζιλ Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες.

Ο Κώστας Ακρίβος άντλησε από τις δικές του μνήμες ως μαθητής (γεννημένος στις Γλαφυρές Μαγνησίας είναι συνομήλικος των ηρώων του) και έγραψε ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Μέσα από την καθημερινότητά της παρέας διαγράφεται μια κοινωνική τοιχογραφία της εποχής και του Βόλου, που (μαζί με τη Μαγνησία) είναι ο πέμπτος πρωταγωνιστής τού βιβλίου. Δρόμοι και παντός είδους καταστήματα, κινηματογράφοι και στέκια, που έχουν αλλάξει πολύ με το πέρασμα του χρόνου.
Στην αρχή η ιστορία μοιάζει με πολλές άλλες: παρέες, πλάκες, δυσκολίες στα μαθήματα, εφηβικές φιλίες, ποτά, τσιγάρα, πρώτοι έρωτες, πολύ ποδόσφαιρο, πολύ μουσική (από Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, μέχρι Πελόμα Μποκιού και Ρόλινγκ Στόουνς) και πολιτικές ανακατατάξεις. «Ήταν τα χρόνια που είχαμε όλη τη ζωή μπροστά μας, τα χρόνια που νομίζαμε πως ο κόσμος όλος μπορούσε να γίνει δικός μας», γράφει ο Ακρίβος.
Όμως η εξαφάνιση του αχώνευτου συμμαθητή τους μετά από ένα ατύχημα, το οποίο δεν προκάλεσαν μεν, αλλά και δεν το απέτρεψαν, αλλάζει τη ζωή τους με μιας και ενηλικιώνονται απότομα. Αντιλαμβάνονται άμεσα, ότι η ζωή δεν είναι μόνο αμιγώς άσπρη ή μαύρη, ότι οι ρόλοι του θύτη και του θύματος πολλές φορές δεν είναι ξεκάθαροι. Οι τέσσερις φίλοι θα σκορπίσουν. Η χαλαρή και ευχάριστη ατμόσφαιρα του βιβλίου αλλάζει και σκοτεινιάζει. Ο Ζερβής, ο ανήσυχος αφηγητής της ιστορίας, πασχίζει, μετά από μια αναπάντεχη συνάντηση σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, να ανακτήσει απωθημένες μνήμες αναζητώντας την ευθύνη και την κάθαρσή του.

©librofilo
Το εκκλησιαστικό οικοτροφείο

Απόσπασμα: Τα παρατσούκλια

Με τον διάκο δεν τα πήγαμε καλά από τις πρώτες κιόλας μέρες. Πέρυσι, ένα απόγευμα που παίζαμε μπάλα στην αλάνα της Ανάληψης, τον είδαμε να στέκεται πίσω από το τέρμα και να μας κοιτάζει. Φύσαγε διαολεμένα, ήταν ζόρικη και η ομάδα απ’ το Καραγάτς… Μια δυο φορές πήγε του Αχιλλάκου να του ξεφύγει ένα μπινελίκι, μα κρατήθηκε. Στο τέλος ήμασταν φουρκισμένοι γιατί είχαμε χάσει 5-3. Σίγουρα έφταιγε ο διάκος! Εμείς ξέραμε πως, άμα δούμε στον δρόμο παπά ή μαύρη γάτα, αμέσως έπρεπε να χουφτώσουμε τα τέτοια μας, αλλιώς θα μας έφερνε γκαντεμιά.

«Με εσάς θέλω να μιλήσω ιδιαιτέρως».
Είχαμε βγάλει τις φανέλες και σκουπιζόμασταν κάτω από το υπόστεγο με μια πετσέτα που άλλαζε χέρια. Πήγαμε να  φύγουμε γρήγορα γρήγορα επειδή είχαμε ξυλιάσει. Μας πρόλαβε γωνία Μαγνήτων με Γκλαβάνη.
«Θέλω να μου λύσετε μια απορία. Και επίσης να τακτοποιήσουμε ένα ζήτημα…»

Τον πρώτο καιρό ο διάκος ήταν χωρίς μαλώματα και φωνές, πιστέψαμε πως μαζί του θα περνούσαμε ζάχαρη. Το πράγμα άρχισε να στραβώνει από την τρίτη γυμνασίου, το αρνί μέρα με τη μέρα γινόταν λύκος. Ο διευθυντής του ’χε δώσει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Τι σήμαινε αυτό; Τιμωρούσε όποιον γούσταρε, μας κρατούσε περισσότερη ώρα και στην πρωινή και στη βραδινή προσευχή, κανόνιζε τι θα φάμε τις μέρες της νηστείας, δηλαδή να πεθαίνεις της πείνας, τις Κυριακές μάς σήκωνε πρωί πρωί για τον εκκλησιασμό και τη μία ώρα για έξοδο την είχε κάνει πενήντα λεπτά. Να πας δηλαδή μέχρι κάτω στην παραλία και να γυρίσεις πίσω ίσα που προλάβαινες. Κάποιοι της έκτης πήγαν και έκαναν παράπονα στον διευθυντή, όμως ήταν παράπονα χλιαρά. Βλέπεις, αυτούς δεν τους ένοιαζε και τόσο η έξοδος, επειδή όλη την ώρα ήταν σκυμμένοι στα βιβλία για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Εκείνοι που την πλήρωσαν ήταν οι πιο μικρές τάξεις και βέβαια εμείς. Εμάς είχε βάλει στο μάτι. Δεν περνούσε μέρα που να μη μας κάνει παρατήρηση για το πώς ντυνόμαστε: «Παραείναι μεγάλη η καμπάνα στο παντελόνι σου», ότι δεν ήμασταν καλοί μαθητές: «Πάλι μου παραπονέθηκε ο μαθηματικός», για το φαγητό: «Θα το φάτε όλο το λαχανόρυζο, ειδεμή δεν έχει έξοδο!», ή με το πόσο φρόνιμοι δεν ήμασταν: «Τι άκουσα; Πάλι τσακωθήκατε στο διάλειμμα;» Για ένα τέτοιο ζήτημα ήθελε να μας μιλήσει και τώρα, αυτό το θέμα να τακτοποιήσει.

«Να σας ρωτήσω κάτι! Ονόματα εσείς δεν έχετε; Νονός δεν σας έβαλε στην κολυμβήθρα;»
Καταλάβαμε πού το πήγαινε.
«Τι θα πει “Ζερβής”;… “Μπράσκας”;… Κι αυτό το ξενόφερτο “Μικ” από πού κι ως πού; Μονάχα το χαϊδευτικό του Αχιλλέα μπορώ να δικαιολογήσω».
Τα μούτρα μας είχαν γίνει κατακόκκινα από την τσατίλα. Μα ως κι εδώ ήθελε να κάνει κουμάντο;
«Είστε νέα παιδιά. Οι οικογένειές σας σας έδωσαν ονόματα κανονικά. Μονάχα οι αλήτες αποκαλούν ο ένας τον άλλο με τέτοιες προσφωνήσεις.»

©Δ. Λέτσιος

Το δικό μου το παρατσούκλι εγώ το κουβαλούσα από παλιά. Άντε τώρα να του εξηγήσεις πως όχι δεν με πείραζε, αλλά μ’ άρεσε κιόλας που τα παιδιά στο χωριό με φώναζαν έτσι γιατί με το αριστερό πόδι κλότσαγα την μπάλα και με το αριστερό χέρι έγραφα και έτρωγα. Γιατί να με πειράξει; Όσο για τον Μπράσκα… Ένα και μόνο απόγευμα αν έκανες τσάρκα στις αλάνες στο Τρίκερι, εκεί όπου έπαιζαν τα παιδιά, άλλο δεν θα άκουγες από «Ρίξ’ την μπάλα, ρε σπάρε», «Καλώς την αθερίνα», «Μη σε πιάσω στα χέρια μου, γοβιέ», «Να και η παπόρω μαζί με τη φρεγάτα». Μέχρι και η μάνα του έτσι τον φώναζε για τα πεταχτά μάτια και τα φουσκωτά χείλη που είχε. Τι πάει να πει δηλαδή, δεν τον αγαπούσε και ήθελε να τον ρίξει στην κατσαρόλα να τον κάνει σούπα, όπως έκανε με την κανονική μπράσκα, το ψάρι; Κι αν ήθελε να ξέρει, και το «Αχιλλάκος» δεν ήταν χαϊδευτικό. Του το ’χαμε κολλήσει για το μπόι και το βάρος, γιατί ήταν δεν ήταν πενήντα κιλά ο Αχιλλέας και το μπόι του ούτε ένα και εξήντα. Έτσι μας άρεσε να φωνάζουμε ο ένας τον άλλο. Και θα ερχόταν τώρα αυτός να μας τα αλλάξει; Δεν είμαστε καλά!

«Δεν…δεν…δεν… νομίζω πως πει…πει…πειράζουμε κα… κα…κανέναν».
Ο διάκος τινάχτηκε ξαφνιασμένος, δεν περίμενε πως θα του απαντούσε έτσι ο συγχωριανός του. Είχε όμως ράμματα και για τη δική του γούνα. Άκου «Μικ» ο Γιάννης Μόσιος! Τι ξεδιαντροπιές είναι τούτες εδώ;

Έσκυψα το κεφάλι και γέλασα κρυφά. Σκέφτηκα εκείνη την ώρα τι τραμπάκουλο θα πάθει άμα μάθαινε τα παρατσούκλια που είχαμε κολλήσει στους καθηγητές στο σχολείο. Στο μεταξύ, ο Μικ φαινόταν να ’χει φουντώσει. Θα ’θελε να πει στον διάκο, αν βέβαια μπορούσε, ποιο ίνδαλμα είχε και με τη μουσική τίνος κοιμόταν και ξυπνούσε. Όνειρό του ήταν να γίνει μια μέρα μέλος σε κάποιο συγκρότημα ροκ. Να γίνει τραγουδιστής σαν τον Μικ Τζάγκερ, που όλοι έλεγαν πόσο πολύ του μοιάζει στη φάτσα, σαν δίδυμος αδερφός του ήταν. Γιατί λοιπόν να μην ακολουθήσει τον δρόμο του; Γι’ αυτό ο Μικ κάθε απόγευμα σχεδόν, όταν δεν ήταν τιμωρημένος, άλλο δεν έκανε απ’ το να πηγαίνει στο δισκάδικο του Παλιούγκα. Εκεί ένας γνωστός του υπάλληλος του ’βαζε να ακούσει το 45άρι δισκάκι με το «Satisfaction» των Ρόλινγκ Στόουνς και μετά το γύριζε από την άλλη πλευρά για το «Paint it black».

«Εν πάση περιπτώσει, αυτή η συνήθεια με τα κακόγουστα ονόματα να τελειώσει σύντομα. Μη σας ξανακούσω να αποκαλείτε έτσι ο ένας τον άλλο! Σύμφωνοι;»

Είχε περάσει χρόνος από κείνο το απόγευμα και μυαλό δεν βάλαμε. Η αντιπάθεια του διάκου είχε γίνει τώρα έχθρα φανερή. Δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί, μας είχε συνέχεια στην μπούκα. Με το παραμικρό, επίπληξη και τιμωρία. Ό,τι στραβό γινόταν στο οικοτροφείο, οι πρώτοι ύποπτοι ήμασταν εμείς. Ο Ζερβής, ο Μικ, ο Μπράσκας, ο Αχιλλάκος. Αλλά κι εμείς δεν ήμασταν από τους τύπους που κάνουν πίσω. Πόλεμο ήθελε; Θα τον είχε! Πάντως, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες φάνηκε πως φέτος θα ήταν μια χρονιά διαφορετική από τις άλλες.

Ο συγγραφέας

Ο Κ. Ακρίβος 2005 μπροστά στη νότια πρόσοψη του ανακτόρου Μσχάτα στο Μουσείο της Περγάμου

Ο Κώστας Ακρίβος γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές Μαγνησίας. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων. Από το 1983 μέχρι σήμερα εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Έχει συγγράψει πολλές ιστορίες, βιογραφίες, μυθιστορήματα και βιβλία για το λύκειο. Συμμετείχε σε διάφορα συλλογικά έργα, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, όπως και με το ΕΚΕΒΙ στα προγράμματα Συγγραφείς στα Σχολεία και Λέσχες Ανάγνωσης. Διευθύνει τη σειρά Μια Πόλη στη Λογοτεχνία στις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τον Νοέμβριο του 2012 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Ποιος θυμάται τον Αλφόνς, που μεταφράστηκε μ.τ.α. στα γερμανικά και προκάλεσε αίσθηση στο γερμανόφωνο κοινό. Πρωταγωνιστής είναι ο Αυστριακός Alfons Hochhauser (1906 – 1981), φερόμενος ναζί και αμφιλεγόμενο άτομο που έζησε πολλά χρόνια στο Πήλιο ως βοσκός, ψαράς και πανδοχέας και πέθανε αυτοπροσδιοριζόμενος με ασυνήθιστο τρόπο.

Κ. Ακρίβος: βιογραφικό, εργογραφία και μεταφράσεις στη Βικιπαίδεια εδώ
στο Biblionet με βιογραφικό και εκδόσεις εδώ
Γάλα μαγνησίας, περίληψη και κριτικές-παρουσιάσεις εδώ
Ρόμπερτ Μούζιλ, Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες εδώ
το ανάκτορο Μσχάτα εδώ  (στα DE)

Η ελληνική έκδοση
Κώστας Ακρίβος: Γάλα Μαγνησίας
Eκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2018
ISBN 978-618-03-1629-2
διατίθεται και ως eBook

Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, αλλά αναζητείται ακόμη γερμανόφωνος εκδοτικός οίκος.

Απόσπασμα διηγήματος: Κώστας Ακρίβος. Παρουσίαση: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: Μεταίχμιο, librofilo, Δ. Λέτσιος, Wikipedia.

Φωτογραφία Κ. Ακρίβου: ιδιωτική λήψη, 2005, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=46253483 // Φωτογραφία οικοτροφείου εδώ // για τον φωτογράφο Δημήτρη Λέτσιο (1910-2008) εδώ (με εργογραφία) και εδώ.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε