Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα

Διήγημα του Χρήστου Οικονόμου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η πρωτοχρονιάτικη ιστορία του diablog.eu: «Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα» του Χρήστου Οικονόμου, μεταφρασμένη στα γερμανικά από την Μπίργκιτ Χίλντεμπραντ. Όταν το σπίτι σου είναι μπούζι, τι κάνεις όταν δεν έχεις χρήματα για τη θέρμανση; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ζεσταθείς… Αυτή η ανάρτηση αποτελεί, όπως θα διαπιστώσετε και σύμφωνα με το μότο του μπλογκ μας, αισθητικό πάντρεμα ελληνικού νησιού και αυστριακών βουνών.

Απόψε θ’αναστήσω τον Τάσο Δελιά.

Ένας παλιός μουσικός είναι αυτός, τραγουδιστής και κιθαρίστας, που στη δεκαετία του εξήντα έφτιαξε, λέει, το πρώτο ροκ συγκρότημα στον Πειραιά. Το Τρίτο Επίπεδο της Αγάπης, έτσι τους έλεγαν. Είχαν βγάλει δυο τρεις δί­σκους και τους είχαν φωνάξει να παίξουν και στο εξωτερικό, στη Γερμανία κι αλλού. Ο τύπος ήτανε, λέει, φαινόμενο, δεν ξαναβγήκε τέτοιος κιθαρίστας στην Ελλάδα. Αν ήταν Άγγλος ή Αμερικανός θα τον ήξερε ο κόσμος όλος. Ύστερα όμως πήρε την κάτω βόλτα και, χρόνια μετά, κατέληξε να παίζει σε μπουζουξίδικα και χασαποταβέρνες. Στο νησί ήρθε πριν από κανά μήνα – τώρα που νέκρωσε πια η νύ­χτα στην Αθήνα, τον φώναξε ένας γνωστός του που ‘χει ένα ρεμπετάδικο στην πάνω μεριά, στον Αβυσσαλό, για να παίζει τα Σαββατοκύριακα τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες.

Αυτά τα έμαθα απ’ τον Τάκη, που είναι φίλος του ο τύ­πος με το ρεμπετάδικο.

Δεν ξέρω ποιο είναι το τρίτο επίπεδο της αγάπης, ούτε τα δυο προηγούμενα. Ούτε για τον Δελιά ξέρω τίποτα πα-ραπάνω. Είμαι σίγουρος όμως ότι θα ’ναι από κείνα τα μυστήρια τρένα, που ψοφάνε να εκτροχιαστούν πριν καλά καλά μπουν στις ράγες.

Από κείνους που καίγονται μια κι έξω, σαν τα λειψά κεριά.

schneebedecktes Haus

Με τον Τάκη είμαστε απ’ τους παλιότερους ξενομπάτες στο νησί. Έτσι μας λένε οι ντόπιοι όλους εμάς που μαζευτήκαμε εδώ μετά την κρίση: ξενομπάτες. Έχουμε δουλέψει πολλά χρόνια μαζί. Κανάλι 1, Φλας, πιο παλιά στον Ξένιο, στον Δίαυλο 10. Ήρθαμε στο νησί τον χειμώνα του εννιά και ξαναστήσαμε απ’ το μηδέν το Αρχιπέλαγος FM. Ο Τάκης ασχολείται με τα τεχνικά, εγώ με τα υπόλοιπα: ειδήσεις, διαφημίσεις, χορηγοί. Κάνω και μια εκπομπή που λέγεται Τ’ αστέρια λάμπουν παντοτινά και παίζει κάθε σαββατόβραδο. Η εκπομπή δεν είναι θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά εγώ νιώθω σαν τον Χριστό. Έχω αναλάβει ν’ αναστήσω όλους τους πεθαμένους –και τους νεκροζώντανους μαζί: παλιούς ηθοποιούς, παλιές τραγουδίστριες, παλιούς ποδοσφαιριστές ή αθλητές του στίβου– όσο πιο παλιοί και ξεχασμένοι τόσο το καλύτερο. Στους πεθαμένους κάνω αφιερώματα, στους νεκροζώντανους συνεντεύξεις. Τους ηχογραφώ με τη βεντούζα, κι ύστερα μοντάρουμε με τον Τάκη τις συνεντεύξεις, και τις παίζουμε με τη συνοδεία παλιών τραγουδιών και νοσταλγικών αναμνήσεων. Η εκπομπή έχει τα χάλια της αλλά έχει και χορηγό – τον τύπο με το ρεμπετάδικο στον Αβυσσαλό. Δική του ιδέα ήταν να την ξεκινήσουμε γιατί σκέφτηκε, λέει, ότι ο κόσμος μπούχτισε ν’ ακούει για την κρίση και θέλει να θυμηθεί τα περασμένα, τις παλιές καλές εποχές, τότε που ήταν όλοι ξένοιαστοι κι ωραίοι.

Ποιες καλές εποχές θυμάται, ρε συ, ο δικός σου; ρώτησα τον Τάκη, όταν μου είπε την ιδέα. Τότε που πούλαγε στο σκυλάδικο δυο κατοστάρικα την μπόμπα κι ένα πενηντάρικο το πανέρι τα γαρίφαλα;

Δεν ξέρω, είπε ο Τάκης. Εσύ πάντως καλό είναι να θυμάσαι ότι χωρίς χορηγούς πάπαλα ο σταθμός. Άσε λοιπόν τις εξυπνάδες και σοβαρέψου.

Έτσι, κάθε Σάββατο βράδυ, για δυο ώρες, τ’ αστέρια λάμπουν ξανά. Για δυο ώρες μόνο – ύστερα χάνονται πάλι στο σκοτάδι.

Απ’ αυτή την άποψη, ο τίτλος της εκπομπής είναι σκέτη αποτυχία.

Αυτός ο Δελιάς μένει στο Πικρονέρι, πίσω από τα ξενοδοχεία της παραλίας, μια ώρα δρόμο από τη Χώρα. Το ραντεβού το έκλεισα τηλεφωνικά με μια τύπισσα που ο Τάκης μου είπε ότι τη λένε Κωνσταντία. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα έβγαινε κάτι από τη συνάντηση – ξέρετε, μου είπε, δεν του αρέσει να μιλάει για κείνα τα χρόνια. Εγώ όμως δεν ανησυχώ καθόλου. Έχω μάθει πια τα χούγια όλων αυτών, ξέρω πώς να τους κουμαντάρω. Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αγγίξω την ευαίσθητη χορδή τους. Να κεντρίσω το αίσθημα αυτολύπησης που κουβαλάει μέσα του κάθε άνθρωπος που αισθάνεται αδικημένος από τη ζωή. Να τους πείσω ότι εγώ ξέρω την αλήθεια –πόσο άδικο είναι τόσο προικισμένοι άνθρωποι να ζούνε στην αφάνεια– και ότι τώρα ήρθε η ώρα να τη μάθει κι ο υπόλοιπος κόσμος. Αυτό είναι όλο. Το έχω μάθει καλά το κόλπο, και πάντα πιάνει. Δεν είναι τίμιο, αλλά είναι αποτελεσματικό. Έτσι, δεν ανησυχώ καθόλου.

verschneiter Baum

Γενάρης μήνας, παλιόκαιρος, από νωρίς ρίχνει χιονόνερο και δεν μπορείς να σταθείς απ’ τον αέρα. Ο Δελιάς μένει σ’ ένα χαμόσπιτο, μια μονοκατοικία βαμμένη πορτοκαλί, που από μακριά, περικυκλωμένη καθώς είναι από τα πενταόροφα θηρία, ξεχωρίζει σαν κερί που σιγοσβήνει ανάμεσα σε άκαυτες λαμπάδες. Βγαίνοντας από τ’ αμάξι βλέπω τους ξεφτισμένους τοίχους, τα παντζούρια έτοιμα να ξηλωθούν, το ραγισμένο τζάμι της εξώπορτας. Καλό σημάδι, λέω. Όσο χειρότερα ζούνε τόσο πιο αδικημένοι νιώθουν. Και όσο πιο αδικημένοι νιώθουν τόσο πιο εύκολα μιλάνε. Απλά πράγματα.

Περάστε μέσα. Περάστε. Μη στέκεστε στο κρύο. Μας βρήκατε εύκολα;

Η όψη της γυναίκας που στέκεται στην πόρτα δεν ταιριάζει με τη φωνή που άκουσα στο τηλέφωνο. Είναι πολύ νέα, γύρω στα είκοσι πέντε, με απρόσμενες καμπύλες και ψηλά, στητά πόδια. Περιποιημένα μαλλιά, πρόσωπο άσπαστο και τρυφερό, νύχια καθαρά κι αφάγωτα. Φοράει γυαλιά μυωπίας με αδιόρατο σκελετό, πορτοκαλί πανωφόρι με λαχανί πέτα, μαύρο κολάν, δερμάτινες μπότες. Περνώντας από δίπλα της, τη μυρίζω με τρόπο. Μυρίζει κάτι φρέσκο και ζεστό. Είμαστε σοβαροί; Τι γυρεύει τέτοιο πλάσμα εδωπέρα; Λες τώρα στα γεράματα να βρήκε γκρούπι ο μπαρμπα-Τάσος; Μπα, αποκλείεται. Λες να την ψώνισε από κανά μπαρ στο λιμάνι; Αλλά πάλι δεν θα την ήξερα;

Ούτε για τουρίστρια ξέμπαρκη μοιάζει. Ντόπια μια φορά δεν είναι. Η απορία μου μεγαλώνει μόλις μπαίνω στο σπίτι. Μαυρισμένοι τοίχοι, κάτι έπιπλα της κακιάς ώρας, οι λάμπες κρέμονται γυμνές απ’ το ταβάνι. Μυρίζει δεκαετία του εβδομήντα, μούχλα και μπαγιάτικο καπνό. Και παντού παγωνιά, κρύο φοβερό, χειρότερο απ’ ό,τι στον δρόμο. Αόρατες παγωμένες γλώσσες μου γλείφουν το πρόσωπο.

Περνάμε στο σαλόνι. Ένας ετοιμόρροπος καναπές, δυο πολυθρόνες, ένα τραπεζάκι. Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα κάδρο που δείχνει δυο σκιές –έναν άντρα και μια γυναίκα– να κρατιούνται χέρι χέρι μπροστά σ’ ένα πορτοκαλί εκτυφλωτικό ηλιοβασίλεμα. Το πιο ακριβό πράγμα εκεί μέσα είναι μια κιθάρα που είναι στηριγμένη στον τοίχο. Αναρωτιέμαι τι τα κάνει άραγε ο τύπος τα λεφτά που παίρνει από το ρεμπετάδικο. Εκτός κι αν πληρώνει για να τον αφήνουν να παίζει.

Πάνω στο τραπεζάκι είναι ένα βάζο με πορτοκαλί πλαστικά λουλούδια. Το κορίτσι με βλέπει που τα κοιτάω και λέει:

Δεν του αρέσει να κρατάμε αληθινά λουλούδια. Λέει πως τα λουλούδια είναι πλάσματα ζωντανά και δεν πρέπει να τα φυλακίζουμε στα βάζα.

Μάλιστα. Ευαίσθητος τύπος ο Τάσος. Ρομαντικός. Έχει οικολογική συνείδηση ο Τάσος. Αλλά πού διάολο είναι ο Τάσος;

Ο κύριος Δελιάς;

Δεν ένιωθε πολύ καλά σήμερα. Ένα παλιό κρύωμα. Έχουμε κι ένα προβληματάκι με τη θέρμανση –Προβληματάκι; Καλό κι αυτό, σκέφτομαι. Με τέτοια παγωνιά εδώ μέσα, δεν θα με παραξένευε αν έχει πάθει πνευμονία.

Πρέπει όμως να τον δω για λίγο. Δεν θα τον κουράσω πες του. Ένα τεταρτάκι το πολύ.

Τον έχω ειδοποιήσει. Θα πιείτε κάτι; Καφέ; Τσάι; Ένα ποτό;

Τόσο γέρος δείχνω;

Με κοιτάει γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. Κοκκίνισε. Καλό σημάδι.

Να μιλάμε στον ενικό;

Ναι, βέβαια. Συγγνώμη, λέει.

Ωραίο χαμόγελο, δόντια ίσια και καθαρά. Κι άλλο καλό σημάδι.

Απέξω ακούγεται το άγριο βουητό του αέρα. Τα τζάμια βογκάνε. Το φως πάνω από τα κεφάλια μας τρεμοσβήνει για μια στιγμή κι ύστερα επανέρχεται.

Schneefall vor Fensterscheibe

Ακούω μια πόρτα να τρίζει. Ύστερα ακούω κάτι να σέρνεται στον διάδρομο. Άλλο ένα τρίξιμο, και μετά εμφανίζεται μπροστά μου μια πρασινοκόκκινη καρό κουβέρτα με ξεφτισμένα κρόσσια. Μέσα της είναι τυλιγμένος ένας τύπος σκεβρωμένος, με μακριά μαλλιά στο χρώμα της στάχτης. Φοράει γυαλιά με χοντρό σκελετό κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού. Δάχτυλα λεπτά και μακριά, στο χρώμα του κεριού. Χωρίς να με κοιτάξει, αμίλητος, περνάει από μπροστά μου και κάθεται –σωριάζεται μάλλον– στην πολυθρόνα. Βήχει δυνατά, με δυσκολία, και τραβάει την κουβέρτα πιο ψηλά στον λαιμό του. Φως φανάρι, ο άνθρωπος δεν σφύζει από υγεία.

Το κορίτσι τον πλησιάζει και γονατίζει μπροστά του. Βάζει το χέρι της στο μέτωπό του, με τ’ άλλο χαϊδεύει το αξύριστο σαγόνι του. Αυτός κλείνει τα μάτια και γέρνει το κεφάλι στο πλάι. Τα γυαλιά έχουν γλιστρήσει πάνω στη μύτη του, τα γόνατά του τρέμουν. Βγάζω με τρόπο το κασετοφωνάκι από την τσέπη, πατάω το ρέκορντ και τ’ αφήνω πάνω στο τραπέζι. Έχω αρχίσει κιόλας να το μετανιώνω.

Δεν βλέπω την ώρα να ξεκουμπιστώ από κει μέσα. Παλιό κρύωμα. Ούτε για παλιό μοιάζει, ούτε για κρύωμα. Κι αν είναι τίποτα κολλητικό; Κι αν έχει κανά τύφο ή καμιά φυματίωση, πού το ξέρω;

Κονστάνς, βάλε μας ένα κονιάκ, σε παρακαλώ.

Μυστήριο. Ούτε η δική του φωνή ταιριάζει στην όψη του. Ήρεμη κι απαλή, σαν ψίθυρος θαρρείς. Το κορίτσι φεύγει κι ο Δελιάς σηκώνεται και πιάνει την κιθάρα, αφού πρώτα σκουπίσει με την ανάποδη της παλάμης τη μύτη του που τρέχει.

Πάλι καλά, σκέφτομαι. Πάλι καλά που αποφύγαμε τις χειραψίες.

Στρώνεται ξανά κάτω και τσιμπάει με τα νύχια μια χορδή –ντιν– και με κοιτάει στα μάτια. Πάω να πω κάτι αλλά με κόβει.

Σσστ. Ακούς;

Στήνω αυτί αλλά δεν ακούω τίποτα. Τίποτα παράξενο δηλαδή. Ακούω το βουητό του αέρα, τα τζάμια που αναστενάζουν, τον θόρυβο που κάνει το κορίτσι στην κουζίνα. Τίποτα παράξενο. Μένουμε κάμποσες στιγμές αμίλητοι, αυτός με το χέρι σηκωμένο, εγώ με τεντωμένα αυτιά.

Η μουσική, λέει μετά. Η μουσική είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες.

Μπράβο, κύριε Δελιά, λέω και σπρώχνω με τρόπο το κασετοφωνάκι προς το μέρος του. Ωραία ατάκα. Ό,τι πρέπει για να ξεκινήσουμε.

Με κοιτάει λοξά, ισιώνοντας τα γυαλιά πάνω στη μύτη του.

Ντεμπισί, νεαρέ. Ο Ντεμπισί το είπε αυτό. Όχι εγώ.

verschneite Bäume

Το κορίτσι έρχεται από την κουζίνα μ’ έναν δίσκο. Γεμίζει τα ποτήρια και κάθεται στην άλλη άκρη του καναπέ. Πίνουμε αμίλητοι, κοιτώντας τον τύπο που ψευτοπαίζει στην κιθάρα. Έχει ωραία δάχτυλα όμως, πρέπει να το παραδεχτώ. Είναι ωραίο να βλέπεις τα δάχτυλά του να σέρνονται πάνω στο μπράτσο της κιθάρας. Κάθε τόσο σταματάει και γέρνει το κεφάλι στο πλάι, σαν ν’ ακούει κάτι που εμείς –εγώ, τέλος πάντων– δεν μπορούμε να το ακούσουμε. Βήχω και ξεροβήχω μπας και του τραβήξω την προσοχή αλλά δεν.

Ξαφνικά έχω ένα κακό προαίσθημα. Καταλαβαίνω ότι απόψε τα πράγματα δεν θα πάνε καλά. Καταλαβαίνω ότι απόψε δεν θα καταφέρω ν’ αναστήσω τον νεκρό μου.

Η φάμπρικα συνεχίζεται για κάμποση ώρα, ώσπου ο τύπος σηκώνει τα μάτια από την κιθάρα και με κοιτάει.

Ο μουσικός δεν πρέπει ν’ ακούει τις συμβουλές κανενός, λέει. Πρέπει ν’ ακούει μόνο τον άνεμο που καθώς φυσά διηγείται την ιστορία του κόσμου.

Αυτό έχει μάλλον κάποια σχέση με το βουητό του αέρα που σου παίρνει το κεφάλι. Αλλά εγώ δεν ακούω καμιά ιστορία – μάλλον επειδή δεν είμαι μουσικός.

Κι αυτό ωραίο, λέω. Δελιάς ή Ντεμπισί;

Με κοιτάει στα μάτια, αγέλαστος. Δεν ξέρω για τα δικά μου, τα δικά του πάντως μοιάζουν, πίσω από τους χοντρούς φακούς, σαν καρβουνάκια έτοιμα να σβήσουν.

Έχει πολύ ιδιαίτερο αυτί, λέει το κορίτσι. Τώρα έχει γυρίσει κι εκείνη προς το μέρος μου.

Ναι, το κατάλαβα.

Όχι, άλλο εννοώ. Το αριστερό του αυτί είναι διαφορετικό από τ’ άλλο.

Από δω που κάθομαι δεν μπορώ να διακρίνω τη διαφορά. Αλλά δεν της φέρνω αντιρρήσεις. Σύμφωνοι. Ό,τι πεις. Ξεχωριστό αυτί – βέβαια, γιατί όχι; Ξαφνικά, θέλω να φύγω από δω μέσα. Πνίγομαι. Νιώθω να σφίγγει γύρω μου μια μέγκενη. Μια παγωμένη μέγκενη.

Το φως τρεμοσβήνει ξανά πάνω από τα κεφάλια μας. Το κορίτσι συνεχίζει:

Ο λοβός στο αριστερό του αυτί είναι μεγαλύτερος απ’ τον άλλο, στο δεξί. Ξέρετε, το είχε κι ο Μότσαρτ αυτό. Και ο –

Κοιτάει τον Δελιά.

Μπαχ;

Χάιντν, λέει αυτός.

Σωστά, συγγνώμη. Ο Χάιντν.

Για μια στιγμή φαντάζομαι τον τύπο με πουδραρισμένη περούκα, κόκκινη ρεντιγκότα κι άσπρες μεταξωτές κάλτσες, να τραγουδάει το Να ’χαν οι καρδιές αμπάρες στην πίστα της Ωραίας Ρούμελης.

Σπουδαίο θέαμα, σκέφτομαι. Σπουδαίο θέαμα θα ’ταν, στ’ αλήθεια.

Αποφασίζω να ρίξω την τελευταία ζαριά.

Όπως και να ’χει, λέω, είστε σπουδαίος μουσικός, κύριε Δελιά. Είστε ένας ζωντανός θρύλος. Γι’ αυτό ήρθα εδώ απόψε. Στους καιρούς της κρίσης ο κόσμος αναζητά νέα πρότυπα. Πρέπει όλοι, και κυρίως η νεολαία μας, να –

Το φως τρεμοπαίζει ξανά. Σβήνει, ανάβει, σβήνει, ανάβει, ύστερα σβήνει και δεν ανάβει.

Ωραία, λέω. Μόνο αυτό μας έλειπε.

Μη φοβάστε, λέει το κορίτσι. Μισό λεπτό, έχω κεριά στην κουζίνα.

geschichtete Holzscheite vor Hauswand

Φέρνει τρία άσπρα στραβά κεριά και τ’ ανάβει πάνω στο τραπεζάκι. Μεγάλες σκιές σκαρφαλώνουν σιγά σιγά πάνω στους τοίχους κι αρχίζουν να πάλλονται γύρω μας. Κοιτάζω τον Δελιά πάνω από τις φλόγες των κεριών που τρεμοπαίζουν. Στο μισοσκόταδο φαίνεται ακόμα πιο γέρος, ακόμα πιο τσακισμένος. Το πρόσωπό του, γεμάτο σημάδια και ρυτίδες, μοιάζει σαν κομμάτι πετσί χαραγμένο με κοφτερή φαλτσέτα. Προσπαθώ να τον φανταστώ νέο και δυνατό, με μαύρα μαλλιά και βλέμμα αγέρωχο. Είναι πολύ δύσκολο όμως.

Κονστάνς, λέει. Κρυώνω.

Αφήνει την κιθάρα να γλιστρήσει από τα χέρια του και γέρνει απότομα μπροστά.

Το κορίτσι τρέχει κοντά του. Σκύβει, παίρνει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της, τον χαϊδεύει. Ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί του. Στ’ αριστερό του αυτί, σκέφτομαι, εκείνο με τον μεγάλο λοβό.

Σήκω, του λέει και τον πιάνει απαλά από τους αγκώνες. Έλα, τώρα θα ζεσταθούμε.

Τώρα θα ζεσταθούνε; Πού, εδώ; Μπροστά μου; Ετοιμάζομαι για τα χειρότερα. Τον βοηθάει να σηκωθεί, ύστερα τον αγκαλιάζει από τους ώμους. Είναι παράξενο όμως. Κάνουν σαν να μην είμαι εδώ, σαν να ’χω κιόλας φύγει. Το κορίτσι πιάνει τα χέρια του Δελιά και τα τυλίγει γύρω από τη μέση της. Είναι πιο ψηλή απ’ αυτόν, σχεδόν ένα κεφάλι. Ύστερα σπρώχνει απαλά το κεφάλι του πάνω στον ώμο της και τον χαϊδεύει στην πλάτη.

Αρχίζει να μουρμουρίζει έναν σκοπό χαρούμενο και ζωηρό. Κι ύστερα αρχίζουν να χορεύουν. Χορεύουν, στ’ αλήθεια. Στροβιλίζονται αγκαλιασμένοι, στη μέση του δωματίου, μπροστά μου, δυο μέτρα μακριά από μένα. Εκείνη συνεχίζει να του χαϊδεύει την πλάτη και τους ώμους, περνάει τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του. Οι σκιές τους χορεύουν κι αυτές πάνω στους τοίχους – ξαφνικά, το δωμάτιο γεμίζει με ανθρώπινες φιγούρες που στροβιλίζονται γύρω μου.

Χορεύουμε πολύ εδώ μέσα, λέει το κορίτσι, κοιτώντας με πάνω από τον κυρτό ώμο του Δελιά. Για να ζεσταινόμαστε. Ο χορός είναι η σόμπα μας και το πετρέλαιό μας.

Γελάει και τινάζει τα μαλλιά της προς τα πίσω, κουνώντας απότομα τους γοφούς. Είναι μια κίνηση αδιανόητη, που δεν έχει όμως τίποτα το ψεύτικο, μια κίνηση σχεδόν ασύλληπτη μες στην ειλικρίνειά της, τόσο φυσική σαν το σπαρτάρισμα ενός πουλιού που τρόμαξε ή το λύγισμα ενός δέντρου στο φύσημα του αέρα.

Έτσι είναι, λέει. Άλλοι ζεσταίνονται με σόμπα, εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα.

Ο Δελιάς έχει αφεθεί στην αγκαλιά της. Έχει γείρει πάνω στο στήθος της, με τα μάτια κλειστά, τα δάχτυλά του γαντζωμένα στο παλτό της.

Νομίζετε ότι ξέρετε τι θα πει κρίση, λέει το κορίτσι, ψιθυριστά σχεδόν, χωρίς να με κοιτάει. Νομίζετε ότι τα ’χετε δει όλα. Αυτό όμως; Το έχετε ξαναδεί; Ούτε στον ύπνο σου, σίγουρα. Γιατί δεν μιλάς; Πες μου. Το ’χεις ξαναδεί αυτό; Το ’χεις ξαναδεί;

Ο Τάσος σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάει.

Κάποτε έκανα κι εγώ όνειρα, λέει. Πολλά όνειρα. Ήμουν ονειρομανής.

zerteilte Baumstämme

Κάθομαι και τους κοιτάω που χορεύουν στο μισοσκόταδο. Γέρνω μπροστά και παίρνω το ποτήρι μου. Πίνω και το ξαναγεμίζω. Η κασέτα έχει σταματήσει να γυρίζει αλλά δεν με νοιάζει. Κλείνω τα μάτια κι ακούω το χαρούμενο μουρμούρισμα της Κονστάνς, το θρόισμα των ρούχων, το σύρσιμο των βημάτων στο πάτωμα. Κρατάω το ποτήρι σφιχτά, νιώθω το γυαλί να ζεσταίνεται μες στην παλάμη μου, την παλάμη μου να ζεσταίνεται πάνω στο γυαλί.

Ανοίγω ξανά τα μάτια.

Τα κεριά έχουν γείρει το ένα πάνω στ’ άλλο, τρία κεριά σ’ ένα, και η κιτρινογάλαζη φλόγα τους έχει κορώσει. Σκύβω μπροστά. Απλώνω τα χέρια μου γύρω από τη φλόγα και, για μια στιγμή, μου φαίνεται πως νιώθω κάτι. Μου φαίνεται, για μια στιγμή, πως νιώθω τον μέσα πόνο να παλεύει με την παρηγοριά, τη μέσα παγωνιά να παλεύει με τη ζεστασιά, εκείνη τη μικρή ζεστασιά που σου δίνει η φωτιά που καίει στο σκοτάδι, αργά μια νύχτα του χειμώνα.

Κονστάνς, λέω.

Με κοιτάει με μάτια που τρέμουν, με χείλια που τρέμουν, με χέρια που τρέμουν. Με κοιτάει τρέμοντας ολόκληρη.

Κονστάνς, ξαναλέω.

Ναι;

Κονστάνς, κι εγώ κρυώνω.

Κείμενο: Χρήστος Οικονόμου. Απόσπασμα με ευγενική παραχώρηση του εκδότη από τον συλλογικό τόμο «Το Αποτύπωμα της Κρίσης». Επιμέλεια: Ελένη Μπούρα, Μικέλα Χαρτουλάρη. Εκδ. Μεταίχμιο 2013. Φωτό: Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε