Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες…

Αφήγημα του Πέτρου Αυλίδη

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

3 Μαρτίου 2016: Φιλολογική ανάγνωση του Πέτρου Αυλίδη που διοργανώνει το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στο βιβλιοπωλείο Artificium του Βερολίνου. Ο συγγραφέας διαβάζει από το βιβλίο του «Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες…» όπου διηγείται τη φιλία και την αλληλογραφία του με τον Αλέξη Ακριθάκη.

Ο Ακριθάκης (1939-1994) ήταν ένας διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος που είχε περάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 καθοριστικά δημιουργικά χρόνια στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Ειδικά για την ανάγνωση μεταφράστηκε ένα απόσπασμα του βιβλίου του από τη Μιχαέλα Πρίντσιγκερ. Σας προσφέρουμε μια πρώτη γεύση στο diablog.eu!

Τόπος της εκδήλωσης: Schwedenstraße 4, 13357 Berlin, 3/3/2016, ώρα 8 μ.μ.

Alexis, me emplexes

«Είστε ο κύριος…», ρώτησε ευγενικά η γυναικεία φωνή απ’ το άγνωστο νούμερο.

«Αυτός είμαι», απάντησα.

«Γεια σας, λέγομαι…», τ’ όνομά της, «και σας παίρνω από…», ανέφερε το όνομα ενός ελληνογερμανικού σχολείου της Αθήνας, ιδιωτικό ακουγόταν, «μήπως ενοχλώ αυτή τη στιγμή;», άκουσε τη βαβούρα του περίγυρου. Ή είχε διαίσθηση.

«Γεια σας», και ’γώ, «ναι, δεν με βολεύει τώρα, μήπως μπορείτε να με πάρετε σε δέκα λεπτά;», ρώτησα ευγενικά επίσης.
Μπορούσε.

Grafik
©Αλέξης Ακριθάκης

Όταν το κινητό ξαναχτύπησε, μισή ώρα μετά, ήμουν αραχτός στο Ποιήματα κι Εγκλήματα, στην Αγίας Ειρήνης, παρέα με καφέ και τσιγάρο και μπορούσα και ’γώ. Είπαμε τα ευγενικά μας και η κυρία μπήκε στο θέμα. Το συγκεκριμένο σχολείο θα έκανε μια έκθεση έργων του Ακριθάκη τέλη Οκτωβρίου, στις είκοσι εννιά για την ακρίβεια, και στα εγκαίνια θα μιλούσε μια ιστορικός τέχνης για το έργο του και δεν ξέρω ποιός άλλος και τι άλλο, και ήθελαν, το σχολείο, να μιλήσω και ’γώ γι αυτόν.
Ως φίλος του.

Τον πήρα φλασάκι, τη φάτσα του, στο τότε Δυτικό Βερολίνο, τριάντα τόσα χρόνια πριν, και δέχθηκα αμέσως.
Και με πολλή χαρά.

Σιγά το πράμα, σάματι πόση ώρα θα μιλάω…, σκέφτηκα.
Καταφχαριστημένος.

Κάνα δυο μέρες μετά, Σεπτέμβριος ακόμα, βρέθηκα με παρέα για φαγητό. Ήταν και η Φώφη, η χήρα του Αλέξη.

Alexis und Fofi Akrithakis
Αλέξης και Φώφη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

«Σε πήραν τηλέφωνο απ’ το σχολείο για την εκδήλωση;», η Φώφη Τοξότης, κατ’ ευθείαν στο θέμα.

«Ναι, το κανονίσαμε, όλα υπό έλεγχο», και ’γώ, Τοξότης επίσης.

«Σκέφτηκες τι θα τους πεις;», η Φώφη ήθελε λεπτομέρειες. Μπορεί του ζωδίου κι αυτό.

«Δε χρειάζεται, το έχω», εγώ βέβαιος. Και ανέμελος, αυτό του ζωδίου σίγουρα.

«Να προσέχεις τι θα λες, σε σχολείο θα είμαστε, θα είναι και παιδιά», η Φώφη με ήξερε. Και τον Ακριθάκη.

«Μη σε νοιάζει, δε θα μιλήσω για τα χόμπι του», την ηρέμησα, «το πολύ πολύ να τους πω που είχε ένα σωρό συμμαθητές, λόγω που γύρισε πολλά σχολεία, λόγω που τον διώχνανε απ’ όλα ως ατίθασο άτομο», την ψιλοτσίγκλισα, το σήκωνε.

«Χα-χα», η Φώφη δε τσίμπησε, «ναι, μη το ξεχάσεις, αυτό ειδικά, χα-χα», θυμήθηκε τα χαρίσματα του μακαρίτη.

Faksimile Briefseite mit Bleistiftportrait
Γράμματα Αλέξη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

«Μια φορά που μας σταμάτησε η αστυνομία, δε θυμάμαι για ποιο λόγο, ο Ακριθάκης άρχισε να μαλώνει με τον αστυνόμο, μέσω εμού, μ’ έβαλε να κάνω τον διερμηνέα. Να του πεις ότι είναι μαλάκας με διέταξε. Εγώ να του πω; του λέω, πες του το εσύ. Εγώ δε μιλάω γερμανικά μου λέει, να του το πεις εσύ που τα μιλάς. Εγώ δε ξέρω καλά καλά πώς θα πει ‘μαλάκας’ στα γερμανικά του λέω, και τι να του πω του ανθρώπου, ‘ο άντρας μου λέει ότι είστε μαλάκας’; Ναι μου λέει, να του το πεις αμέσως.

Μας κοιτούσαν οι Γερμανοί οι φουκαράδες, μέχρι που βαρέθηκαν κι έφυγαν. Κι ο Ακριθάκης συνέχιζε να τα βάζει με μένα που δεν τους το είπα, είσαι η καταστροφή μου, φώναζε. Ήμουν η ‘καταστροφή’ του γιατί δεν του είπα του Γερμανού ότι είναι ‘μαλάκας’, να μας μπαγλαρώσουν και να έχουμε άλλα», θυμήθηκε κι άλλο. «Άσε που είχε φέρει κάποτε στο σπίτι και την Ουλρίκε Μάινχοφ, την αρχιτρομοκράτισσα, μετά μάθαμε ποια ήταν, να μπλέξουμε και με τέτοια…», θυμήθηκε κι αυτό.

«Να τα αναφέρω αυτά, Φώφη;», έκανα χιούμορ.
«Και δεν τα αναφέρεις… Άμα είσαι μαλάκας, χα-χα»…
Έκανε κι αυτή.

Faksimile Briefseite
Γράμματα Αλέξη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

Ύστερα από κάνα δυο μέρες έφυγα για Θεσσαλονίκη με άλλες έγνοιες στο κεφάλι μου. Το συγκεκριμένο δε μ’ απασχολούσε.
Το καταείχα.

Πέρασαν τρεις βδομάδες χωρίς να το ξανασκεφτώ.
Περιφερόμουν στην πόλη με την άνεση του αργόσχολου συγγραφέα που περιμένει να τον ανακαλύψουν, έκανα τις βόλτες μου στην παραλία και στο λιμάνι, τριγύριζα στα βιβλιοπωλεία που είχαν τα βιβλία μου τσεκάροντας με τρόπο στα ράφια αν είχαν λιγοστέψει τα διαθέσιμα αντίτυπα, όλα παρόντα, στα πιο μεγάλα ξεφύλλιζα βιβλία αλλονών παραμονεύοντας κάνα πελάτη να ξεφυλλίζει τα δικά μου, δεν έτυχε, αραχτός σε καφενεία χάζευα τις γκόμενες, τις κάπως σιτεμένες, οι ασίτευτες δεν ήταν του χεριού μου, έκανα τουρνέ σε ουζερί και σουτζουκερί που είχα πεθυμήσει, τα βράδυα έπαιζα τάβλια με τους δικούς μου καθότι τη μέρα δεν μπορούσαν, όλοι ακόμα δραστήριοι επαγγελματικά και λιγότερο σεξουαλικά καταπώς δείχνουν, και καταπώς λένε οι ίδιοι δηλαδή, βλέπαμε παρέα ματσάκια ενόσω οι κυρίες τους ετοίμαζαν κατιτίς για τσίμπημα, μια χαρά περνούσα.

Για την ομιλία, πέρα έβρεχε. Ώρες ώρες περνούσε κι αυτή απ’ το μυαλό μου, ευχάριστα, την ανέφερα σε φίλους, σου ’πα, ρε, που με κάλεσαν να μιλήσω για τον Ακριθάκη; καμάρωνα, αλλά δε μ’ απασχολούσε. Την είχα είπαμε.
Κομπλέ.

Grafik
©Αλέξης Ακριθάκης

Άρχισα να ψάχνω στις κούτες της μετακόμισης απ’ το Βερολίνο πριν δεκάξι χρόνια και ξέθαψα διάφορα ξεχασμένα.
Και τα γράμματα.

Τα διάβασα, τα ξαναδιάβασα και τον καταθυμήθηκα. Τον έβλεπα κιόλας μοναχικό και ανυπότακτο Μαντ Άλεξ, αλλά και ευάλωτο ‘στη μιζέρια των αισχρών συστημάτων’, ν’ ασχολείται καθημερινά με τα λουλούδια του, να τα φροντίζει και να τα ζωγραφίζει ανθισμένα και μαραμένα ‘σα τη ζωή μου, που σιγά-σιγά σκορπίζεται στον αέρα’, και να σκέφτεται να φτιάξει ‘Μεγάλα Έργα Ανατρεπτικά. Για την ψυχική καταστροφή μας που την έχουνε βοιομηχανοπιήση-Τα καθήκια’.

Και πάνω που κράτησα κάτι ατάκες για ώρα ανάγκης, ταιριάζαν και στις μέρες μας, φαντάστηκα τη Φώφη.
Να με μαζεύει.

«Αυτά θα τους διαβάσεις; Είσαι με τα καλά σου, θα τους λες για ‘λουλούδια που είναικάτι υπέροχα Μουνιά’ και για ‘μουνότριχες’ στο σχολείο μέσα;Και ποιος θα βγάλει άκρη με την ‘τρελα που από μέσα της βγαίνει μία ΤΕΡΑΣΤΙΑ Λογική’ και τους άλλους ‘αφορισμούς’ της σούρας του, αυτοί δεν τον ξέρουν»

«‘Τα παιδιά’», με φαντάστηκα να απαντάω, «που είναι αγνά,αυτά θα βγάλουν άκρηπαρ’ ότι ‘και μολυσμένα από τους αντιπαθείς γονειούς’»

Faksimile Briefseite
Γράμματα Αλέξη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

Αλλά θα είχε και τους γονειούς τους η εκδήλωση, αντιπαθείς και συμπαθείς, και όσο νάναι, σε σχολείο θα ήμασταν, πρώτη φορά με φωνάξανε και μένα κάπου να μιλήσω λάιβ, να μη παρίστανα τον συχωρεμένο, ήταν και απάλευτος στο στιλ του. Και κώλωσα.
Κακώς, αλλά το ’κανα.

Έβαλα τα γράμματα σ’ ένα φάκελλο και τα κράτησα σε απόσταση επαφής, έξω απ’ τις κούτες με τα λοιπά υπάρχοντα της τότε ζωής μου.

Και πέρασα στο δύσκολο, άρχισα να ψάχνω πάλι στο κεφάλι μου για ενσταντανέ. Και να τα βάζω στην άκρη.

Κοίτα, ρε, μπελάς

Αποφάσισα ν’ απευθυνθώ απ’ ευθείας στο Πνεύμα του μακαρίτη, νοερά και ηχητικά.

Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες

Grafik
©Αλέξης Ακριθάκης

Το ’λεγα και το ξανάλεγα, από μέσα μου, απ’ έξω μου, μουρμουριστά, φωναχτά, παρακλητικά, ακόμα και τσαντισμένα, αλλά το Πνεύμα απόν. Ούτε με λυπόταν ούτε με φοβόταν. Πάντως μ’ άκουγε.

Το κατάλαβα, γιατί ξαφνικά τον φανταζόμουν να με κοιτάει να ζορίζομαι και να λέει με νόημα, ο καλλιτέχνης δίνει συνέχεια εξετάσεις, και να με βάζει να ψάχνω την ερμηνεία του χρησμού. Ακόμα την ψάχνω. Έδειχνε και να διασκεδάζει με το στρες μου, άρα μ’ άκουγε.
Αλλά δε βοηθούσε.

Και ήρθε η μέρα, η συγκεκριμένη, η τελευταία που μου έμενε να ετοιμαστώ για το νούμερό μου. Η μισή δηλαδή, σχεδόν. Στις οχτώ ξεκινούσε η εκδήλωση, στις εφτάμιση έπρεπε να είμαι στο σχολείο και ’γώ στις έντεκα ήμουν Σαλονίκη, φρεσκοξυπνημένος.
Και στις τρεις πετούσα γι Αθήνα.

Ετοίμασα τη βαλίτσα με την ομιλία στο μυαλό μου, έκανα κάτι ψιλοδουλειές, και κατά τη μία πέρασα απ’ τη μάνα μου, ογδόντα εννιά και μια χαρά, ακόμα κάνει κουμάντο, θέλει τουλάχιστον.

Καθίσαμε στο σαλόνι, λόγω που εκεί περνάει τη μέρα του ο πατέρας μου, αραχτός στο πόστο του, στον καναπέ απέναντι απ’ την τηλεόραση, με τα πόδια αραχτά επίσης στο σκαμπό μπροστά του, μέρος του πόστου κι αυτό. Εγώ δίπλα του κι η μάνα μου στην πολυθρόνα απ’ την άλλη μεριά του.

Ο πατέρας μου είχε κλείσει πρόσφατα τα εννενήντα πέντε και ζούσε υπό την πλήρη επήρρεια της λήθης. Γενικώς ήσυχος, μας αναγνωρίζει συναισθηματικά ως οικεία άτομα, καμιά φορά θυμάται και ονόματα, αλλά άμα μπούμε στις λεπτομέρειες περί τίνος πρόκειται ο καθένας μας, μπάζει. Και δεν μπαίνουμε. Εξόν απ’ τη μάνα μου, ώρες ώρες τον βάζει με το στανιό να κάνει χου ιζ χου με διάφορα άτομα του κύκλου της, στενότερου κι ευρύτερου, και τον παιδεύει. Για το καλό του, λέει, του κάνει θεραπεία. Μάλλον στον εαυτό της κάνει, οπότε δεν πάει χαμένο το όλον.
Νομίζω.

Grafik
©Αλέξης Ακριθάκης

Η πατέρας μου γνώρισε τον Ακριθάκη σε μια επίσκεψη του στο Βερολίνο στις αρχές της θητείας μου εκεί. Για μένα ήταν στρες-τεστ. Τότε είχε τα χρόνια μου τα τωρινά και είχε έρθει να δει πώς ζούσα, ποιους συναναστρεφόμουν και παρεμφερή. Δεν ξέρω τι φανταζόταν να δει, αλλά παρέα και περίγυρος μου ήταν το μαγαζί της Φώφης με σταρ τον συχωρεμένο. Κι έπεσε πάνω του.

Στο τέλος της εβδομάδας τον είχε δεχτεί και ως άνθρωπο, σαν περίεργο μεν αλλά όχι αρνητικό φαινόμενο για μένα. Τον κατασυμπάθησε κιόλας και από τότε σε κάθε ευκαιρία με ρωτούσε για νέα του, προς χαρά μου.
Έστελνε και χαιρετίσματα.

«Να πεις και σε κείνο τον φίλο σου τον Ακριθάκη, καλή χρονιά εκ μέρους μου»…
Έλεγα.

Βολευτήκαμε λοιπόν στο σαλόνι, ο πατέρας μου έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να τον ψιλοπαίρνει κι η μάνα μου άρχισε την ανάκριση. Με ρώτησε τι ώρα πετούσα, είπα, με ρώτησε τι ώρα μιλούσα, είπα, με ρώτησε τι σχολείο ήταν αυτό και πώς με βρήκαν, είπα κι αυτά και όλη την ώρα χάιδευα τον πατέρα μου, το κεφάλι του. Το είχα ανακαλύψει τελευταία, του αρέσει να τον χαϊδεύω στο κεφάλι όταν κάθομαι δίπλα του. Βάζει και λίγο κόντρα στο χέρι μου, να το φχαριστηθεί το χάδι. Έβαζε και τώρα, μαζί με τα ροχαλητά.

Η ώρα πέρασε, η ανάκριση τέλειωσε και πάνω που σηκώθηκα να φύγω, ανοίγει τα μάτια του ο πατέρας μου, με κοιτάει και μου κάνει με το χέρι νόημα πού πάω.

Grafik

Λέω στην Αθήνα, λέει ωραία και κοιτιόμαστε.

«Κάτσε λίγο να σε δω», είπε σα μόλις να με είδε.

„Ich hab’s eilig“, erwiderte ich. Mit gewissen Schuldgefühlen, muss ich gestehen.

«Βιάζομαι», απάντησα. Με κάποια ενοχή, να το πω.

«Πού πας;», ξαναρώτησε. Με λόγια.

«Τι πας να κάνεις εκεί;», ήθελε αναφορά.

Σκέφτηκα. Τι να πω. Ξανακάθισα και στον καναπέ δίπλα του για να σκέφτομαι καλύτερα.

«Πάω να βγάλω λόγο», αποφάσισα να μείνω στην πραγματικότητα. Πιο εύκολο.

«Λόγο;», απόρεσε, «τι λόγο να βγάλεις εσύ;», δεν μ’ είχε ικανό για τέτοια, γενικώς δηλαδή, από παλιά αυτό.

«Θα βγάλω λόγο για ένα φίλο μου», συνέχισα απτόητος. Και απλήγωτος πια.

«Ποιος είναι αυτός;», απτόητος κι ο πατέρας μου.

«Ήταν. Πέθανε πριν είκοσι χρόνια, ο Ακριθάκης, ο φίλος μου, απ’ το Βερολίνο», τα είπα μαζεμένα.

«Τον ξέρω εγώ;», είχε ξυπνήσει για τα καλά.

Faksimile Briefseite Cartoon
Γράμματα Αλέξη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

«Βέβαια, δεν τον θυμάσαι;», άρχισα να κάνω σα τη μάνα μου.

«Όχι, ποιος είναι αυτός;», ο πατέρας μου ο εαυτός του.

«Ο φίλος μου ο ζωγράφος… Που σε πήγαινε βόλτες τα πρωινά που δούλευα στο τρελλάδικο… Δε θυμάσαι;», ίδιος η μάνα μου.

«Δεν θυμάμαι», ο πατέρας μου σταθερός.

«Στο Βερολίνο που ζούσα το θυμάσαι όμως;», συνέχισα να παριστάνω τον θεραπευτή.

«Πού ζούσες;», ο πατέρας μου αθεράπευτος.

«Στο Βερολίνο… Με το Τείχος… Του αίσχους που λέγανε τότε…», ξαναπροσπάθησα.

«Δε θυμάμαι», ο πατέρας μου το χαβά του.

«Δε θυμάσαι, βρε, που πηγαίναμε με το αεροπλάνο απ’ τη Βουδαπέστη στο Ανατολικό και περνούσαμε το Τείχος και μας έψαχναν οι Ρώσοι;…», μπλέχτηκε και η μάνα μου στη θεραπεία. Τον κοιτούσε και με μομφή που δε θυμόταν κουνώντας το κεφάλι καραγκούνικα. Μπας και θυμηθεί.

Όχι ο πατέρας μου, με το κεφάλι επίσης. Σε μια έκλαμψη της στιγμής, συμβαίναν και τέτοια, πέταξε κι ένα η μνήμη μου είναι ασυνεχής σ’ επεξηγηματικό τόνο και ύφος και με μάτια άδεια, ξαλαφρωμένα από μνήμες μομφές και ενοχές, κοιτούσε μια εμένα μια τη μάνα μου κι έριχνε και καμιά ματιά στην τηλεόραση στα ενδιάμεσα. Για αλλαγή.

Η θεραπεία δεν έπιανε. Ήταν σαφές.

Faksimile Briefseite
Γράμματα Αλέξη Ακριθάκη, ©Αρχείο Π. Αυλίδη

Έπιανε όμως σε μένα.

Απρίλιος του ογδόντα, αρχές, κοντεύει Πάσχα.
Χιονίζει.

«Σε βλέπω τελευταία στο μαγαζί, είμαι ο Αλέξης», συστήνεται.
Λέω και ’γώ ποιος είμαι και δίνουμε τα χέρια.
Ζητάει απ’ τον μπάρμαν ένα καλβαντός για πάρτη του, κοιτάει με περιέργεια το ποτήρι μου και με ρωτάει τι πίνω.

«Άπφελζαφτ…», λέω.

«Δε θες κάτι άλλο να κεράσω;»

«Όχι, ευχαριστώ».

Κάθεται δίπλα μου, ανάβει τσιγάρο και πίνει γουλιά απ’ το καλβαντός.

«Είσαι καιρό εδώ;», με ρωτάει μετά τη γουλιά. Τα μπλε μάτια με σκανάρουν.
Λέω.

«Δεν έκλεισες μήνα δηλαδή», σχολιάζει, «δουλεύεις;»

«Όχι ακόμα, αρχίζω από Μάιο…», σκέφτομαι, «σε δυο βδομάδες…», ξανασκέφτομαι, «περίπου…», μ’ αρέσει η ακρίβεια.

«Και τι δουλειά είναι;»

Λέω κι αυτό.
Τα μπλε μάτια τσεκάρουν. Αν μου πάει.
Υποθέτω.

Grafik
©Αλέξης Ακριθάκης

Το ασανσέρ με κατέβαζε αργά.

Απ’ τον όγδοο όροφο του πατρικού μου μέχρι το ισόγειο είχα καιρό να κάνω διαπιστώσεις. Κι έκανα, τρεις. Πρώτα, πως η γαμημένη η φωνή στο κεφάλι μου είχε κατεβάσει ένταση. Έπαιζε ακόμα σε λούπα, αλλά ήταν σα ν’ ακούω από τις γρίλλιες των παντζουριών το ραδιόφωνο του γείτονα να μουρμουρίζει μέσ’ στη χαύνωση καλοκαιριάτικου μεσημεριού. Αμέσως μετά, σχεδόν μαζί δηλαδή, διαπίστωσα πως είχα βρει την αρχή του λόγου. Και πριν σταματήσει το ασανσέρ ήξερα πως είχα βρει και το σωστό κοντσέπτ.

Καταχάρηκα.

Κείμενο: Πέτρος Αυλίδης. Αναδημοσίευση με ευγενική παραχώρηση του εκδότη από: Πέτρος Αυλίδης: Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες… Αθήνα, Εκδ. Γαβριηλίδης 2015. Φωτό: Αρχείο Π. Αυλίδη, Chloe Geitmann.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε