Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 στην Πελοπόννησο: Η Ντόρις Βίλερ μας αφήνει να ταξιδέψουμε μαζί της και περιγράφει ένα ιδιαίτερα όμορφο τμήμα του μονοπατιού. Σε δώδεκα ημέρες διανύει 180 χιλιόμετρα και φτάνει σε υψόμετρο μέχρι 1700 μέτρα από το Διακοφτό μέχρι την Καλαμάτα. Μας περιμένουν ιδιαίτερες εμπειρίες στη φύση, ωραία καταλύματα και γαστρονομικές εκπλήξεις … Περισσότερες πληροφορίες για την Ντόρις Βίλερ θα βρείτε εδώ.

Είμαστε έξι και ξεκινάμε στο Διακοφτό, στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου μεταξύ Κορίνθου και Πάτρας. 12 ημέρες και 180 χιλιόμετρα αργότερα –έχοντας πατήσει μόνο λίγο σε άσφαλτο, περνώντας βουνά και λαγκάδια, υπερνικώντας ανηφόρες και κατηφόρες, κινούμενοι μεταξύ 0 και 1700 μέτρων υψομετρικής διαφοράς– ο χρόνος της πεζοπορίας πέρασε ασύλληπτα γρήγορα.
Οι πρώτες ημέρες είναι ασυνήθιστα ζεστές, ακόμη και σε υψόμετρο χιλίων μέτρων το θερμόμετρο δείχνει 30 βαθμούς. Αργότερα η θερμοκρασία υποχωρεί ευχάριστα. Μόνο το κολατσιό μας στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, στην οροσειρά του Μαίναλου, αναγκαζόμαστε να το συντομεύσουμε λόγω των παγωμένων ανέμων και της θερμοκρασίας που με το ζόρι είναι πάνω από το μηδέν.

Η διαδρομή είναι ευκολόβρετη χάρη στην καλή σήμανση. Όπου κάποια φορά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τα συνήθως πολυάριθμα σήματα, μας βοηθούν οι συντεταγμένες του GPS που παρέχει ο Rolf Roost στην εξαιρετική του ιστοσελίδα. Έτσι η αναζήτηση της διαδρομής δεν μεταβάλλεται σε περιπέτεια. Μπορούμε να χαλαρώσουμε και να αφεθούμε στην πολυμορφία του τοπίου. Να παρατηρήσουμε γοητευμένοι τα λουλούδια. Να εισπνεύσουμε τις έντονες μυρωδιές των αγριοβοτάνων. Να απολαύσουμε πληθωρικά την απεριόριστη θέα. Να δούμε τον κόσμο πανοραμικά αφ’ υψηλού. Σαν να είμαστε εν πτήσει.

Φέτος είμαι ακόμα πιο ανήσυχη απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά πριν από δύο χρόνια. Πώς θα μας αντιμετωπίσουν ως Γερμανούς; Η καγκελάριος και ο υπουργός οικονομικών διαδραματίζουν για την ώρα καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους. Σκιρτώ κάθε φορά που μας ρωτούν από πού είμαστε. Ένα συναίσθημα που ευτυχώς μεταβάλλεται γρήγορα σε ευφορία. Δεν αισθανόμαστε καταφρονημένοι. Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σχολιάζονται αυθόρμητα με κάποια ζωηρή παρατήρηση. Αλλά και οι ντόπιοι πολιτικοί δεν μένουν ασχολίαστοι. Κατά τα άλλα η συζήτηση στρέφεται γύρω από την προσωπική κατάσταση του καθενός. Αδιέξοδο. Ψυχική παραίτηση. Ανεργία των νέων. Μετανάστευση. Αυτά είναι τα θέματα.

Μιλάμε κυρίως με όσους μας ταΐζουν και μας κοιμίζουν. Μια πολλαπλή εργασιακή απασχόληση για να τα φέρουν βόλτα δεν είναι σπάνια. Και παρ’ όλ’ αυτά μας αντιμετωπίζουν με πολύ ζεστασιά, γενναιοδωρία, ανοιχτό πνεύμα. Όλα αυτά συνοψίζονται θαυμάσια με την ελληνική λέξη «φιλοξενία» – φίλοι και ξένοι μονιασμένοι. Μας περιποιούνται συνέχεια. Μας φιλεύουν καφέ, μας στρογγυλεύουν τον λογαριασμό στο εστιατόριο, οι μαγαζάτορες έρχονται για κουβεντούλα κοντά μας. Μας τριγυρίζει η υποψία ότι είμαστε μέρος της ταινίας «Ζωντανή μετάδοση: The Truman Show», μέρος ενός σκηνοθετημένου θεάματος σε έναν φανταστικό κόσμο.

Πολλές φορές μας προτρέπουν –όπως συνέβαινε παλιά– να μπούμε στην κουζίνα, να ρίξουμε μια ματιά στις κατσαρόλες. Για παράδειγμα στο Εστιατόριο του Κώστα στο Διακοφτό ή στο Εστιατόριον το Εθνικόν στην Πλατεία Αγίου Βασιλείου στην Τρίπολη. Θαυμάσια. Τα μαγειρευτά φαγητά. Η καρδιά μας ευφραίνεται. Πεινασμένοι όπως είμαστε από την πεζοπορία η προσμονή του φαγητού υπερβαίνει κάθε όριο. Και ο αριθμός βέβαια των εδεσμάτων που παραγγέλνουμε. Λαχανικά όλων των ειδών. Ολόκληρα. Γεμιστά με ρύζι ή κιμά. Σε συνδυασμό – μαγειρευτά με αρνί, μοσχάρι, χοιρινό, κατσίκι ή κουνέλι. Εξευγενισμένα με μπαχαρικά.

Ας τα πάρουμε όμως με στη σειρά… Έχοντας τα δρομολόγια του οδοντωτού στην τσέπη, αρχίζουμε το πρώτο μέρος της οδοιπορίας μας στο Διακοφτό. Μοιραζόμαστε τις σιδηροτροχιές και τους κάθετους στρωτήρες με το τρένο. Τις καθημερινές η πεζοπορία είναι χαλαρή, δεν είναι ανάγκη να κατεβαίνουμε συνέχεια από τις γραμμές όταν πλησιάζει ο συρμός. Κυκλοφορούν μόνο λίγα τρένα. Μέσα στη λαύρα ο βηματισμός από στρωτήρα σε στρωτήρα είναι κουραστικός . Παρ’ όλ’ αυτά: είμαστε πολύ περισσότερο από μόνο ευχαριστημένοι. Μοναξιά. Μια διαδρομή όλο στροφές και εναλλαγή. Κατάφυτες βραχώδεις πλαγιές.
Πλούσια ανθοφορία της φύσης. Ευχάριστο αεράκι μέσα στις σήραγγες. Η βουή του νερού στο φαράγγι του Βουραϊκού. Μικροί καταρράκτες προσφέρουν μια σύντομη αναψυχή. Και στο τέλος της διαδρομής μας περιμένει στον σταθμό της Ζαχλωρούς ένα κεντράκι με σκιερά δέντρα. Για πρώτη μέρα μας αρκούν ως εισαγωγή τα σημερινά 13 χιλιόμετρα. Το δεύτερο μέρος της διαδρομής το απολαμβάνουμε πάνω στο τρένο μέχρι τα Καλάβρυτα. Ανοίγει μπροστά μας η κοιλάδα. Φτάσαμε σε υψόμετρο 750 μέτρων.

Η φύση και οι άνθρωποι τραβούν τόσο πολύ το ενδιαφέρον μας, ώστε δεν νοιαζόμαστε για τις ιστορικές και πολιτιστικές μαρτυρίες της διαδρομής. Όχι όμως στα Καλάβρυτα:
Η πόλη και η γύρω περιοχή ήταν σκηνικό πολλών αψιμαχιών μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και Γερμανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατέληξαν στην εκτέλεση σχεδόν του συνόλου του ανδρικού πληθυσμού των Καλαβρύτων στις 13 Οκτωβρίου 1943. Τα γυναικόπαιδα μπόρεσαν να αποδράσουν την τελευταία στιγμή από το πυρπολημένο σχολείο, όπου τα είχαν κλείσει οι Γερμανοί. Μέχρι σήμερα ζητούνται αποζημιώσεις από το γερμανικό κράτος. Υπάρχει μουσείο στο πρώην σχολείο των Καλαβρύτων. Και μνημείο στον χώρο των εκτελέσεων. Σε φωτεινούς τοίχους από μπετόν είναι γραμμένα τα ονόματα των θυμάτων. Η μικρή ηλικία πολλών δολοφονημένων αναστατώνει. Και μας αφήνει άφωνους.

Τη δεύτερη μέρα της πεζοπορίας ο ήλιος μας κτυπά πάλι ανελέητα. Μπροστά από το ξενοδοχείο-εστιατόριο Ο Σπέρχος στους Άνω Λουσούς μας υποδέχεται μια σκεπαστή βεράντα με ευχάριστη δροσιά. Χαιρόμαστε σαν τα παιδιά όταν απροσδόκητα βλέπουμε ότι σερβίρονται καφέδες και γλυκά.
Στην είσοδο του Πλανητέρου συναντάμε μια κυρία με τον εγγονό της. Οι δύο τους κλείνουν στα γρήγορα μια διανυκτέρευση για εμάς στον ξενώνα Μπελένη, χαμηλά στην κοιλάδα, στην πηγή του ποταμού Αροάνιου. Είναι δίπλα σε ένα μαγεμένο πλατανόδασος. Σε χρόνο μηδέν ετοιμάζουν 3 διαμερίσματα και φωνάζουν αποκλειστικά για μας τον σεφ του γειτονικού εστιατορίου Η Πηγή.
Τον είχαμε ήδη συναντήσει τις προάλλες ως φύλακα του εθνικού πάρκου. Μας ετοιμάζει νοστιμότατες, λαχταριστά φρέσκιες πέστροφες. Μια τοπική σπεσιαλιτέ.

Η τρίτη μας διαδρομή καταλήγει στα Κρινόφυτα. Ανοιχτό είναι μόνο το καφενείο της κυρα-Παρασκευής που έχει περάσει τα 80. Ο άντρας της πέθανε πριν από λίγες βδομάδες. Όπως συνηθίζεται στην ελληνορθόδοξη Εκκλησία στα σαραντάμερα καταφτάνουν οι συγγενείς. Ανάμεσά τους και η εγγονή. Ο ανοιχτός και ευχάριστός της τρόπος θυμίζουν τη γιαγιά της. Βοηθάει στη διερμηνεία. Στο καφενείο κάθονται διάσπαρτα μερικοί ηλικιωμένοι που παραμένουν ακόμα στο χωριό. Στη μέση του δωματίου ελίσσεται το μπουρί της σόμπας. Κυριαρχεί η υπνηλία του απομεσήμερου.

Τα Κρινόφυτα δεν έχουν πανδοχείο. Αποφασίζουμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο Χελμός στην Κλειτορία. Δύο ταξί, που τα παραγγέλνει η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, μας πάνε εκεί. Μια βουτιά στην άνετη πισίνα των 25 μέτρων χαλαρώνει το κουρασμένο μας σαρκίο στο τέλος της ημέρας.
Αυθόρμητα προκύπτει το επόμενο πρωί στο πρωινό η δυνατότητα να περάσουμε άλλη μια νύχτα στο ίδιο ξενοδοχείο. Έτσι τα σακίδιά μας δεν το κουνούν ρούπι. Θα κινηθούμε λοιπόν με ελαφρές αποσκευές, μαζί μας κυρίως άφθονο νερό. Με το ταξί επιστρέφουμε εκεί που είχαμε καταλήξει χθες, στα Κρινόφυτα. Μια καταιγίδα φέρνει το πρόωρο τέλος της σημερινής μας διαδρομής στην πηγή του Λάδωνα. Περιμένοντας τα ταξί βρίσκουμε καταφύγιο στο τοπικό τυροκομείο. Τύχη μεγάλη. Προστατευμένοι από τη κατακλυσμιαία βροχή περνάμε την ώρα μας όχι γλυκά, αλλά αλμυρά με φρέσκια φέτα.

Το βράδυ της πέμπτης μας διαδρομής οι δυο σοφέρ μάς πάνε μια τελευταία φορά στην διασταύρωση προς το Πράσινο επί της κεντρικής οδού Καλαβρύτων-Τρίπολης.
Πηγαίνουν μάλιστα και τις αποσκευές μας στο επόμενο κατάλυμα, τον ξενώνα Σινόη στη Βυτίνα. Η σημερινή διαδρομή είναι αρκετά άνετη, ανηφορίζει ήπια. Κουραστικό είναι το περπάτημα κυρίως στα ασφαλτοστρωμένα μονοπάτια. Μας το ξεπληρώνει όμως πολλαπλά μια εύφορη πεδιάδα. Γη στο καφετί της σκουριάς και λαμπερά βαθυκόκκινα λιβάδια της παπαρούνας. Κρυμμένα στο νερό φυτρώνουν κίτρινα κρίνα. Κελαηδούν τ’ αηδόνια. Διάλειμμα στο καφενείο της Καμενίτσας. Ένας Ελληνοκαναδός απολαμβάνει την κουβεντούλα με τους συνοδοιπόρους μας, ένα γερμανο-αμερικανικό ζευγάρι που ζει στη Χαβάη. Στο χωριό είναι εμφανώς πεντακάθαρο. Παντού υπάρχουν πινακίδες που προτρέπουν να διατηρηθεί το περιβάλλον καθαρό.

Κάθε οικισμός έχει μια κεντρική πλατεία όπου σφύζει λίγο-πολύ η ζωή. Η πλατεία της Νυμφασίας είναι με τα δύο της ανοικτά κέντρα τόσο φιλόξενη, που κάνουμε στάση για καφέ, παρόλο που ο προορισμός μας, η Βυτίνα, απέχει πια μόλις 3 χιλιόμετρα.
Αυτή η ορεινή κωμόπολη βρίσκεται στο κέντρο της βόρειας Αρκαδίας στα 1000 μέτρα υψόμετρο και είναι σχετικά τουριστική. Στο εν μέρει πεζοδρομημένο κέντρο υπάρχουν πολλά ανακαινισμένα ή νεόδμητα λιθόκτιστα σπίτια. Πολλά καταστήματα προσφέρουν τοπικά προϊόντα. Μέλι, καρύδια, τσάι του βουνού, βότανα, ακόμα και ξύλινα σκαλιστά. Σκοπεύουν στους κατοίκους της πόλης. Πούλμαν ολόκληρα με ημερήσιους εκδρομείς καταφτάνουν τα Σαββατοκύριακα για μια μικρή στάση στη Νυμφασία και πλημμυρίζουν τα πολυάριθμα κέντρα. Κατά τα άλλα είναι κι εδώ ήσυχα. Όπως όλα τα ορεινά μέρη πάσχει και η Βυτίνα από τη μετανάστευση. Σύμφωνα με στοιχεία της Βικιπαίδειας ο πληθυσμός συρρικνώθηκε μεταξύ του 2001 και του 2012 κατά ένα τρίτο, από σχεδόν 1000 κατοίκους στους 670 περίπου. Πέρα από το τουριστικό κέντρο πολλά σπίτια παρακμάζουν.

Αποτελεί κυρίως χιονοδρομικό κέντρο. Από εδώ είναι κοντά οι αναβατήρες του σκι του Μαίναλου που βρίσκονται σε υψόμετρο 1600 και 1900 μέτρων.
Τα στοιχεία της φύσης προβλέπουν μέσω μιας –στην περίπτωση αυτή– αξιόπιστης app έντονες βροχές και καταιγίδες για το επόμενο απόγευμα. Καλά κάνουμε και αποφασίζουμε να πάρουμε ρεπό και αλλάζουμε για τη δεύτερη διανυκτέρευση τον ξενώνα μας. Βροχές και καταιγίδες ενσκήπτουν ακριβώς όπως ανακοινώθηκε. Στο μεταξύ ξεκουραζόμαστε στα άνετα δωμάτια μας στο Αρχοντικό Νικολοπούλου.

Τώρα έχουμε χρόνο για έναν εκτενή περίπατο στη Βυτίνα. Και για μιαν ανάπαυλα στο κέντρο Λουκουμάδες με μέλι, όπου απολαμβάνουμε τη λιχουδιά αυτή – τηγανητές μπαλίτσες ζύμης με μέλι και κανέλα. Και για να τιμήσουμε τη δεύτερη βραδιά το πολύ άξιο εστιατόριο Το Κουτούκι του Γιάννη. Το φαγητό είναι πεντονόστιμο και – κανείς δεν καπνίζει. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ισχύει ο ανάλογος νόμος, δεν λαμβάνεται συχνά υπόψη.
Είμαστε τόσο ευτυχείς για τη νέα δρομολόγηση του έκτης διαδρομής μέσα από το Μαίναλο! Αντί για άσφαλτο συναντάμε εκπληκτικές, μυστηριώδεις διαδρομές και μονοπάτια. Πυκνά φυλλοβόλα και αειθαλή δάση. Τελεμένα αιγοπρόβατα γίνονται βορά των κοράκων. Βρύα. Λειχήνες. Φωτεινά, πορτοκαλόχροα μανιτάρια. Ορχιδέες. Ξέφωτα. Καταπράσινα λιβάδια. Σκοτεινά δάση με ελάχιστες ανακλάσεις φωτός. Μοναξιά. Σιωπή. Στα 1700 μέτρα, στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής μας, σταματάμε για λίγο και γινόμαστε έρμαιο των παγωμένων ανέμων. Γυμνές κορυφές. Ουλές του χιονοδρομικού τουρισμού. Λοφάκια αλμάτων για τους ορεινούς ποδηλάτες του τοπικού συλλόγου της Τρίπολης.

Εξαντλημένοι φτάνουμε το απόγευμα στον Καρδαρά. Είναι μάλλον μόνο ένα χιονοδρομικό κέντρο. Ούτε ανοιχτό ξενώνα βρίσκουμε, μήτε κάποια δυνατότητα να πιούμε έναν καφέ. Στα τελευταία χιλιόμετρα της ασφάλτου σερνόμαστε πάνω στον κεντρικό δρόμο, και είμαστε τρισευτυχισμένοι όταν βρίσκουμε κάτι σαν σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινητοδρόμου, το Σαλέ Μαίναλον. Το έχουμε σχεδόν αποκλειστικά για μας. Ένα γιγαντιαίο εστιατόριο, σχεδιασμένο για υπεραστικά λεωφορεία. Έχει καλό καφέ, ρυζόγαλο με κανέλα και προσφέρει τη δυνατότητα αγοράς τοπικών προϊόντων. Ζυμαρικά, τυρί, χαλβάς, βότανα, μέλι … Αντιστεκόμαστε στους πλείστους πειρασμούς και φεύγουμε με αναλλοίωτα ανάλαφρα σακίδια. Παίρνουμε ταξί για την κωμόπολη Λεβίδι. Με οδηγό τον Αυστραλό. Τον λένε έτσι γιατί κάποτε ζούσε εκεί. Ανεκτίμητη παραμένει η αξία των τηλεφωνικών αριθμών κλήσης ταξί που είναι καταχωρημένοι στην ιστοσελίδα του Ε4.

Επιπλέον γλιτώνουμε και την αναζήτηση διαμονής. Στο Λεβίδι ξεμπαρκάρουμε μπροστά στο ξενοδοχείο Άρτεμις. Τέλεια έκπληξη για την ξενοδόχο που μας υποδέχεται ωστόσο θερμά σαν να μας περίμενε. Παρόλο που τον καιρό αυτό ανακαινίζει την αίθουσα πρωινού και το σαλόνι. Όντας σε άγνοια της αναστάτωσης καταλύουμε σε τεράστια, πολυτελή δωμάτια, σαν διαμερίσματα. Όταν ανοίγουμε τα παντζούρια και βγαίνουμε στο μπαλκόνι που κρέμεται πάνω από τον γκρεμό, μένουμε άφωνοι. Μπροστά μας ανοίγεται ένα ανυπέρβλητο πανόραμα 180 μοιρών προς την πόλη, την εύφορη πεδιάδα που την οριοθετεί – και τα βουνά. Από την πλευρά της εισόδου του ξενοδοχείου ούτε μπορεί να το φανταστεί κανείς. Είναι να κάθεσαι, να αγναντεύεις και να θαυμάζεις αιώνια… Πόσο θα ήθελα να παρατείνω την παραμονή μας για μέρες.
Παρ’ όλα αυτά, αναχωρούμε με τα πόδια την επόμενη μέρα από τα Κάψια. Μέχρι την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου το έδαφος είναι ελαφρά ανηφορικό, μέσα από λουλουδιασμένα λιβάδια, κάτι θάμνους και λίγα δέντρα. Όλο νέες προοπτικές της πάντα υπέροχης και απεριόριστης θέας. Κι εδώ το ίδιο όπως και στην ως τώρα διαδρομή: ψυχή πουθενά, εκτός από κάποιον βοσκό εδώ και εκεί με αιγοπρόβατα και τσοπανόσκυλα.

Με ανησυχεί κάπως η σκέψη ότι η σημερινή διαδρομή μας θα καταλήξει σε πόλη. Μέσα στη μοναξιά φτάνουμε ξαφνικά στην Τρίπολη, που είναι μια ζωντανή φοιτητούπολη. Πεζόδρομοι, καταστήματα, ένας εντυπωσιακός αριθμός αρτοπωλείων. Περνάμε τη νύχτα στο παραδοσιακό ξενοδοχείο Ανακτορικόν στο ήπιας κυκλοφορίας κέντρο της πόλης. Απέριττα δωμάτια, ωραία αίθουσα πρωινού, καλό πρωινό. Οι ανησυχίες μας αποδεικνύονται αβάσιμες. Ακόμη κι αυτή η πόλη δεν είναι θορυβώδης.
Όπως μας συνιστάται, πάμε για την όγδοη διαδρομή μας με ταξί στην Ψιλή Βρύση. Μια κυρία που μιλά άπταιστα αγγλικά –εργάζεται στο κτήμα της– χαίρεται για την απροσδόκητη εναλλαγή, πιάνουμε κουβεντούλα και μας δείχνει τη σωστή αφετηρία της διαδρομής. Μας υποδέχονται αχνοπράσινα φύλλα καστανιάς και ανθοφορεμένα πεύκα. Στις κερασιές κρέμονται ήδη οι μικροί πράσινοι καρποί. Ατενίζουμε από μακριά το οροπέδιο της Τρίπολης. Στο σχεδόν εγκαταλελειμμένο ορεινό χωριό Άνω Δολιανά μας υποδέχεται η ογδοντατετράχρονη ταβερνιάρισσα του Πλάτανου – ο άντρας της πέθανε πριν από έναν χρόνο. Απολαμβάνουμε τη σκιά, έναν καλό ελληνικό καφέ και την κουβέντα μαζί της. Μας εκθειάζει το εύγευστο νερό της πηγής, τον φρέσκο αέρα, τη σιωπή. Και δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι θέλουν να φύγουν. Ένας κουρέας προσφέρει τουλάχιστον περιστασιακά τις υπηρεσίες του εδώ. Συνεχίζουμε την πεζοπορία χορεύοντας, μας συνοδεύει δημοτική μουσική από ένα μεγάφωνο τοποθετημένο σε κάποιο μπαλκόνι. Αντηχεί για ώρα ακόμα πίσω μας…

Μετά από κάτι παραπάνω από 20 χιλιόμετρα διαδρομή είναι κύριο μέλημά μας –φτάνοντας στον προορισμό μας, τον Άγιο Πέτρο– να πιούμε έναν καφέ στην πλατεία. Όταν ζητάμε τον λογαριασμό μας λένε ότι έχει ήδη πληρωθεί από δυο άλλους πελάτες που στο μεταξύ έχουν φύγει. Τους συναντάμε αργότερα στο μοναδικό ξενοδοχείο του Άγιου Πέτρου, το Πάρνων, όπου θα διανυκτερεύσουμε όλοι μας. Είναι συνοδοί μιας τεράστιας σχολικής τάξης βουτηγμένης στην εφηβεία. Η νύχτα προκύπτει για τον λόγο αυτό κάπως πιο ζωντανή απ’ ό,τι συνήθως. Το δείπνο μας το είχαμε απολαύσει νωρίτερα –ως μόνοι πελάτες– στον Άγιο Πέτρο, μια από τις ταβέρνες του χωριού, όπου μας περιποιήθηκε εγκάρδια η Βουλγάρα την καταγωγή Μαρία.
Η επόμενη μέρα τα 9 χιλιόμετρα μέχρι τις Καριές είναι ένας χαλαρός περίπατος. Εκεί μας περιμένει μια ζωντανή, πεντάμορφη πλατεία. Οι άνθρωποι είναι ανοιχτόκαρδοι. Τα διαμερίσματά μας στον ξενώνα Τα Πέτρινα είναι απολύτως της αρεσκείας μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, αυθόρμητα αποφασίζουμε να πάρουμε άλλη μια μέρα ρεπό. Για καλή μας τύχη.

Έτσι έχουμε τον χρόνο να δούμε καλύτερα το χωριό με τον πάνω και τον κάτω μαχαλά και τα πανέμορφα ιστορικά, πέτρινα σπίτια. Το σχολείο έχει σήμερα ακόμα 20 παιδιά. Ανακαλύπτουμε ένα αντίγραφο του Ερεχθείου με Καρυάτιδες που στηρίζουν καρτερικά τη βαριά σκεπή. Σύμφωνα με το μύθο ήταν σκλαβωμένες γυναίκες από τις Καρυές. Το κατά πολύ μεγαλύτερο πρωτότυπο μπορεί να το θαυμάσει κανείς στην Ακρόπολη της Αθήνας. Και συναπαντάμε κι άλλο ένα μαγικό μέρος: μια εκκλησία μ’ ένα κελαρυστό ρυάκι δίπλα της και τρία αιωνόβια πλατάνια. Τις δύο βραδιές θα έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τουλάχιστον δύο από τα κεντράκια των Καρυών. Το ένα είναι καλύτερο από τ’ άλλο.
Έτσι αντλούμε εδώ στις Καρυές την απαραίτητη δύναμη για το τελευταίο τμήμα της διαδρομής μας, που με τα 27 του χιλιόμετρα είναι από τα πιο μεγάλα. Μετά τα πρώτα 10 χιλιόμετρα κάνουμε στα Βρέσθενα και πάλι ένα μεγάλο διάλειμμα. Αρχικά σε μια καφετέρια, στη συνέχεια στη σκιερή πλατεία. Εκεί κελαρύζει μια βρύση με πηγήσιο νερό.

Στη συνέχεια περπατάμε ορισμένα τμήματα της διαδρομής στο ανώμαλο έδαφος κατά μήκος της όχθης του ποταμού ή με σαγιονάρες και ξυπόλυτοι στην κοίτη του. Είναι κουραστικό αλλά και απερίγραπτα όμορφο. Ένα ανόθευτο τοπίο απλώνεται μπροστά μας. Ορμητικά νερά, χελώνες κι εμείς, τίποτ’ άλλο. Ούτε ψυχή γύρω μας, μόνο πυκνό δάσος με αιωνόβια δέντρα.
Καταλήγουμε στη Σελλασία, στα δυτικά του μονοπατιού Ε4. Προτού καν φτάσουμε στο κέντρο, σταματάει κάποιος με τη βέσπα του. Μας προσφέρει διαμερίσματα που βρίσκονται έξω από το χωριό. Είμαστε τόσο εξαντλημένοι και κουρασμένοι που δεν μπορούμε να φανταστούμε να κάνουμε ούτε μέτρο παραπάνω για το βραδινό. Παρ’ όλ’ αυτά δεν χάνουμε τίποτα να ρίξουμε μια ματιά. Επιτόπου, στην άκρη του δρόμου, περιμένουμε να έρθει να μας πάρει ο συμπαθής ενοικιαστής και να μας πάει στο ονειρεμένο μέρος όπου βρίσκεται το συγκρότημα διαμερισμάτων Το Σέλας.

Μπαίνουμε στα ευρύχωρα διαμερίσματα. Με θέα τον Ταΰγετο, τα μεσαιωνικά ερείπια του Μυστρά, τη σύγχρονη Σπάρτη πέρα στην πεδιάδα και το χωριό Σελλασία. Γύρω από το κτήριο φυτρώνουν αγκινάρες, φασκόμηλο, λεβάντα και πολλά μικρά δεντράκια ελιάς. Στο σκοτάδι τα φώτα των οικισμών συναγωνίζονται στη λάμψη τ’ αστέρια. Ο ενοικιαστής μάς παραχωρεί απλόχερα το αυτοκίνητό του για να πάμε για βραδινό. Το επόμενο πρωί παίρνουμε πρωινό στη βεράντα μας. Είναι σαν να καθόμαστε σε βασιλικό θρόνο, απολαμβάνουμε μια τελευταία φορά το πανόραμα που απλώνεται μπροστά μας, προτού ο ενοικιαστής μας μάς μεταφέρει στον σταθμό λεωφορείων της ολοζώντανης Σπάρτης.
Ένας, ευτυχώς, πολύ συνετός οδηγός μας μεταφέρει στην Καλαμάτα. Μια εκπληκτική διαδρομή: μετά μια αλλαγή λεωφορείου στην Αρτεμισία διασχίζουμε τον Ταΰγετο μέσα από το στενό της Λαγκάδας.
Το βράδυ ολοκληρώνουμε το απερίγραπτα όμορφο τουρ της πεζοπορίας μας με ζωντανή ρεμπέτικη μουσική. Σε μια πλατεία που σου δίνει την εντύπωση καθιστικού δωματίου. Η Καλαμάτα αξίζει δικό της, ξεχωριστό ταξίδι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία …
Κείμενο: Doris Wieler. Μετάφραση: Α. Τσίγκας. Φωτό: Doris Wieler.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)