Διαμεσολάβηση: ένα άλλο παράθυρο στην επίλυση διαφορών

Συνέντευξη με την Μπερναντέτ Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ, διαμεσολαβήτρια

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Προσδοκώντας την απονομή δικαιοσύνης μέσω δικαστικών αγώνων, έχει κανείς ένα μακρύ και δύσκολο δρόμο μπροστά του και πρέπει επομένως να οπλιστεί με μπόλικη υπομονή – ιδίως στην Ελλάδα. Νέες δυνατότητες για εξωδικαστική επίλυση διαφορών προσφέρει η διαδικασία της διαμεσολάβησης, η οποία διεκπεραιώνεται από εκπαιδευμένους ειδήμονες. Λεπτομέρειες μάθαμε συζητώντας με τη δικηγόρο Αθηνών και διαμεσολαβήτρια Μπερναντέτ Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ.

Bernadette Papawassiliou-Schreckenberg
Η δικηγόρος Μπερναντέτ Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ, φωτογραφία: Κωνσταντίνος Δαβελάς, © Μπ. Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ

Τι είναι η διαμεσολάβηση και ποιος ο ρόλος της στα πλαίσια του νόμου;

Καταρχήν, ο ορισμός της δίνεται στο άρθρο 4 του ν. 3898/2010. Είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία με στόχο την επίλυση των διαφορών χωρίς, όμως, προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Τα μέρη, με την υποστήριξη του διαμεσολαβητή, αναζητούν πρόσφορες λύσεις για τη διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς, διατηρούν δηλαδή την αυτονομία τους. Συνεπώς, ο διαμεσολαβητής είναι μόνο ο «διαχειριστής της ελπίδας» της επίλυσης, στην οποία επίλυση συνδράμει με τη χρήση διαφόρων τεχνικών. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι ανάγκες και τα συμφέροντα των μερών ως προς τη διαφορά τους. Ναι μεν συνηθίζεται να μην αναγνωρίζεται o παράγοντας των συναισθημάτων, ιδίως στην εμπορική διαμεσολάβηση, αλλά είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη.

Έχει ιδιαίτερη σημασία ο διαμεσολαβητής να προσέξει ποιες «χορδές» θα «αγγίξει» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι ιδιαίτερα στην Ελλάδα δίνεται μεγάλη βαρύτητα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Πάντως ο διαμεσολαβητής οφείλει να είναι ουδέτερος και αμερόληπτος, να κρατά συμμετρικά ίσες αποστάσεις από τα μέρη και να ακούει με το ίδιο ενδιαφέρον τη βιωματική διήγηση έκαστου μέρους σχετικά με τη διαφορά.

Πως στήνεται και εξελίσσεται μια τέτοια διαδικασία;

Υπάρχουν διάφορα μοντέλα διαμεσολάβησης. Στην Ελλάδα ακολουθείται κυρίως ένα από αυτά, η διαμεσολάβηση τύπου shuttle με κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Στο πρώτο στάδιο γίνεται όλη η προετοιμασία, μια φάση που είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καλή προετοιμασία του διαμεσολαβητή, ο οποίος διερευνά όχι μόνο ποιο είναι το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά και αν υπάρχουν και ποια είναι τα θέματα που ίσως οι δύο πλευρές δεν θέλουν να θίξουν στη διαμεσολάβηση. Κατόπιν καταρτίζεται το συμφωνητικό υπαγωγής στη διαμεσολάβηση με βάση αυτή την προεργασία, η οποία βεβαίως αναφέρει και τους όρους αμοιβής του διαμεσολαβητή.

Μετά την προετοιμασία ακολουθεί το εναρκτήριο στάδιο, όπου παρίστανται τα μέρη, υποχρεωτικά μαζί με τους δικηγόρους τους, και διατυπώνουν τις θέσεις τους. Στην τοποθέτηση των δύο πλευρών με ενίοτε «σκληρές θέσεις» ακολουθεί η συλλογή των θεμάτων τα οποία είναι σημαντικά για τα μέρη. Το ερώτημα σε όλα αυτά είναι «τι χρειάζεται σήμερα για να φθάσουμε σε μία καλή λύση», δηλαδή ιεραρχούνται τα θέματα με βάση τη σπουδαιότητα που έχουν για την κάθε πλευρά.

Στη συνέχεια, στο διερευνητικό στάδιο, πραγματοποιούνται κατ’ ιδίαν συναντήσεις του διαμεσολαβητή με καθ’ έναν από τα μέρη. Ουσιαστικά σε αυτό το στάδιο, εντοπίζονται οι ανάγκες και τα συμφέροντα των μερών με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ο οποίος διαβιβάζει τα εκάστοτε μηνύματα καταλλήλως «επεξεργασμένα», προκειμένου να αναπτυχθεί μια αλληλοκατανόηση. Χρησιμοποιεί δηλαδή διάφορες τεχνικές π.χ. της ενεργητικής ακρόασης. Μετά οδηγούμαστε στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, όπου τα μέρη διατυπώνουν τις πιθανές επιλογές λύσεων (π.χ. με τη μέθοδο brainstorming).Τέλος, η διαδικασία ολοκληρώνεται με τη σύνταξη του πρακτικού (επιτυχίας ή αποτυχίας) εκ μέρους του διαμεσολαβητή, όπου παρατίθεται, σε περίπτωση επιτυχίας η συμφωνία των μερών.

Είναι δυνατόν να εκτελεστεί αναγκαστικά το ανωτέρω πρακτικό διαμεσολάβησης και κατά πόσο συνηθίζεται αυτό στην πράξη;

Όντως είναι δυνατόν – σύμφωνα με το νόμο το πρακτικό διαμεσολάβησης, από την κατάθεσή του στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της διαμεσολάβησης, αποτελεί αυτοδικαίως εκτελεστό τίτλο, εφόσον περιέχει την συμφωνία των μερών. Βέβαια, τα μέρη συμμετέχοντας στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, πολλές φορές έχουν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συμμορφώνονται οικειοθελώς πλέον προς τα συμφωνηθέντα. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της διαμεσολάβησης ωθεί τα μέρη να έρθουν πιο κοντά, με συνέπεια η τήρηση των συμφωνηθέντων να έχει αναχθεί και σε μια ηθική δέσμευση. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τον ανθρώπινο παράγοντα. Υπάρχουν περιπτώσεις που μία συμφωνία δεν τηρείται και εκεί ακριβώς έγκειται η σημασία της εκτελεστότητας. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η διαμεσολάβηση στοχεύει πρωτίστως στην εκούσια συμμόρφωση των συμφωνηθέντων.

Ποιες είναι οι βασικές αρχές της διαμεσολάβησης;

Να δούμε αναλυτικότερα δυο: Στη διαμεσολάβηση σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η αρχή της εχεμύθειας, έτσι όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 ν. 3898/2010, τόσο με την έννοια του απορρήτου της διαδικασίας και της μη χρήσης όσων κατατίθενται, σε μεταγενέστερη δίκη ή διαιτησία. Περαιτέρω, όσα εμπιστεύεται η μία πλευρά στον διαμεσολαβητή στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις που διενεργούνται, δεν θα περιέλθουν σε γνώση της άλλης πλευράς, εκτός εάν έχει δοθεί από την αντίστοιχη πλευρά ρητή άδεια. Η εν λόγω αρχή είναι πολύ βασική για να «οικοδομηθεί» μία σχέση εμπιστοσύνης. Ειδικά στις εμπορικές υποθέσεις το απόρρητο αποτελεί βασικότατο πλεονέκτημα σε αντίθεση με τη διαδικασία ενώπιον των πολιτειακών δικαστηρίων.

Επίσης μία βασική αρχή είναι το εκούσιο της διαμεσολάβησης, δηλαδή η εκούσια υπαγωγή στη διαδικασία αλλά και η εκούσια συνέχισή της. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι λόγω αυτής της αρχής ο θεσμός στερείται ακόμα της δυναμικής που του αξίζει. Στην Ιταλία π.χ. καθίσταται υποχρεωτική η προσέλευση στη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον για ορισμένου είδους διαφορές και εγώ προσωπικά θεωρώ πετυχημένο αυτό το μοντέλο.

Υπάρχει και η αντίληψη, πως η διαδικασία της διαμεσολάβησης αποστερεί τις δύο πλευρές από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του φυσικού δικαστή, ένα επιχείρημα, το οποίο κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί. Δεν πρόκειται για «εξαναγκασμό» και στέρηση του φυσικού δικαστή, καθώς τα μέρη, όταν κάθονται στο τραπέζι για μία, όπως λέγεται, «υποβοηθούμενη» από τον διαμεσολαβητή διαπραγμάτευση, αυξάνουν αφενός την πιθανότητα λύσεων από τους ίδιους, αφετέρου όμως θα έχουν πάντα την ευχέρεια διακοπής της διαδικασίας και προσφυγής στα πολιτειακά δικαστήρια.

Teilnehmer und Coach im Mediationsworkshop
Στιγμιότυπο από ένα σεμινάριο διαμεσολάβησης για επιχειρήσεις στην Αθήνα, Οκτώβριος 2014, φωτογραφία: ©Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο

Ποια είναι τα βασικότερα πλεονεκτήματα της διαδικασίας;

Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, η ταχύτητα και το κόστος. Μία διαμεσολάβηση ολοκληρώνεται συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ειδικά στην Ελλάδα, που το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, αποδείχτηκε ένα από τα πιο χρονοβόρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η επίλυση μίας διαφοράς σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί ασφαλώς σημαντικό επιχείρημα.

Περαιτέρω, οι δικαστικοί αγώνες συνοδεύονται από συνήθως αρκετά μεγάλα έξοδα, ενώ στη διαδικασία της διαμεσολάβησης η δαπάνη είναι σαφώς μειωμένη. Για μένα βέβαια το πλέον βασικό είναι ο έλεγχος της ουσίας της διαφοράς από τα ίδια τα μέρη. Έτσι διατηρείται ή και αποκαθίσταται η αυτονομία των μερών.

Είναι εφικτή η εφαρμογή της διαμεσολάβησης στις διασυνοριακές διαφορές;

Στο νόμο, που ήδη ανέφερα, ορίζεται πότε υφίσταται διασυνοριακή διαφορά. Η επίλυση αυτών των διαφορών με διαμεσολάβηση προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία στα μέρη. Αν και η εφαρμογή της είναι ακόμα σχετικά περιορισμένη, εντούτοις θα έπρεπε να τύχει μεγαλύτερης εμβέλειας, καθώς η διασυνοριακή διαμεσολάβηση απορροφά τους κραδασμούς και το φόβο για το «άγνωστο δίκαιο» και το άγνωστο δικαστικό σύστημα της χώρας του έτερου μέρους. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Αγγλία και στη Γερμανία, ο θεσμός της διαμεσολάβησης αποκτά όλο και μεγαλύτερη απήχηση, ιδίως στον επιχειρηματικό κόσμο. Όταν ένας διαμεσολαβητής καλείται να επιληφθεί μίας διασυνοριακής διαφοράς είναι βεβαίως θετικό στοιχείο να γνωρίζει καλά τον πολιτισμό των εμπλεκόμενων μερών.

Πως μπορεί να γίνει κάποιος διαμεσολαβητής;

Ο ενδιαφερόμενος θα παρακολουθήσει υποχρεωτικά ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα λειτουργούν πέντε Ινστιτούτα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Αλεξανδρούπολη). Σημειωτέον, πως απαιτείται συνεχής επιμόρφωση, δηλαδή είναι αναγκαία η θεωρητική, αλλά και η πρακτική μετεκπαίδευση. Ένας «ευσυνείδητος» διαμεσολαβητής δεν σταματάει ποτέ να «επεξεργάζεται» τις προσωπικές του δεξιότητες, και να τις εξασκεί όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην επαγγελματική του καθημερινότητα.

Ποιες είναι οι προοπτικές της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα;

Ενόψει του όγκου των υποθέσεων, που εκκρεμούν στα Δικαστήρια, θα έλεγε κανείς ότι οι προοπτικές της θα έπρεπε να είναι πολύ καλές, αρκεί ο θεσμός να γίνει περαιτέρω γνωστός στους πολίτες και στις επιχειρήσεις. Έχουν εκπαιδευθεί περίπου 1.600 διαμεσολαβητές, οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν μία «κρίσιμη μάζα» για τη διάδοση της διαμεσολάβησης και γενικά μίας άλλης προσέγγισης στην επίλυση διαφορών. Πέρσι συστήθηκε για την προώθηση του θεσμού ο Οργανισμός Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών (ΟΠΕΜΕΔ), στον οποίον συμμετέχουν 20 επαγγελματικοί και κοινωνικοί φορείς. Εάν καθιερωθεί η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης σε κρίσιμους τομείς, όπως στα «κόκκινα δάνεια» ή και στις οικογενειακές διαφορές, θα μπορούσε να συμβάλλει τόσο στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, όσο και να επιφέρει μία ποιοτική αλλαγή στην επίλυση αυτών των διαφορών προς όφελος της κοινωνικής συνοχής.

Τη συνέντευξη πήρε ο δικηγόρος Σωκράτης Τσαχιρίδης (Αλεξανδρούπολη) και τη δημοσίευσε στο www.analuseto.gr. Τη συντομευμένη μορφή για το www.diablog.eu επιμελήθηκε η Andrea Schellinger.

Η Μπερναντέτ Παπαβασιλείου-Σρέκενμπεργκ γεννήθηκε στην πόλη Μπρίλον της Γερμανίας και ζει μόνιμα στην Αθήνα από το 1983. Σπούδασε νομικά στο Münster και την Αθήνα και είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια από το 2008 (CIArb, Υπουργείο Δικαιοσύνης, CCPIT/CCOIC), Συντονίστρια του Τμήματος Διαμεσολάβησης (ΟΔΔΕΕ) του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και εκπαιδεύτρια διαμεσολαβητών του Centre for Effective Dispute Resolution (CEDR). Από το χειμερινό εξάμηνο 2015-16 είναι εισηγήτρια στο μάθημα «Διαιτησία & Διαμεσολάβηση» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΔΙΟΙΚΗΣΗ» του Παντείου Πανεπιστημίου.

Περισσότερες πληροφορίες για εναλλακτική επίλυση διαφορών στην Ελλάδα: www.opemed.gr

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε