Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Από τις 18 Μαΐου 2017 προβάλλεται στις γερμανικές κινηματογραφικές αίθουσες το ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους «Beuys» του σκηνοθέτη Άντρες Φάιελ σχετικά με τον αστέρα των προγενέστερων εκθέσεων της documenta Γιόζεφ Μπόυς. Η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ συναντήθηκε με τη Ρέα Thοnges-Στριγγάρη, που συνόδεψε πολλά χρόνια τον εικαστικό. Στον ελληνόφωνο χώρο ήταν η πρώτη που επέστησε την προσοχή στον Μπόυς, ενώ στην ταινία αναφέρεται στην προσωπική τους συνεργασία.
Πώς σας φαίνεται το τελικό αποτέλεσμα του ντοκιμαντέρ «Beuys» για τον Γιόζεφ Μπόυς; Πέτυχε το εγχείρημα του σκηνοθέτη Άντρες Φάιελ να φέρει τον άνθρωπο και τον εικαστικό Μπόυς κοντά στο κοινό;
Έχω δει την ταινία αυτή μέχρι σήμερα τρεις φορές. Κάθε φορά βρίσκω κάτι καινούργιο. Είναι συναρπαστικό το συναπάντημα δυο καλλιτεχνών, οι οποίοι χρησιμποιούν διαφορετικά εκφραστικά μέσα. Στην περίπτωση αυτή ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου αντανακλά το έργο ενός εικαστικού που η σκέψη του τον είχε οδηγήσει πολύ πιο πέρα από την τέχνη.
Είχα την τύχη να συνοδεύσω την παραγωγή της ταινίας από την αρχή. Γνωρίζω τα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσει – αν μη τι άλλο τη διαβολική ζούγκλα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας … Μπροστά στον Άντρες Φάιελ υψωνόταν όλο και πάλι ένας αξεπέραστος τοίχος. Παρ΄ όλα αυτά ήταν αποφασισμένος να κάνει την ταινία αυτή, πάση θυσία – στη χειρότερη περίπτωση χωρίς τον Μπόυς, χωρίς ένα έργο του.
Ο Άντρες και η ομάδα του εργάστηκαν περίπου 4 χρόνια, οι συνεντεύξεις και οι ημέρες των γυρισμάτων ήταν αμέτρητες. Τελικά είχε στα χέρια του αρχειακό υλικό σχεδόν 400 ωρών και 30000 ετερογενείς φωτογραφίες.
Στην ταινία, που κάθε άλλο παρά συμβατική είναι, γίνεται το κίνητρο του Φάιελ αντιληπτό σε τρία σημεία – στο πρόσωπο του Μπόυς («για μένα πρώτευε να δείξουμε τον άνθρωπο Μπόυς»), στο αινιγματικό του έργο και στην κοινωνικοπολιτική του σκέψη.
Και τα τρία αυτά κυρίαρχα στοιχεία διέπουν την ταινία, της οποίας η αφήγηση δεν είναι χρονολογική και γραμμική, αλλά ελικοειδής και ελισσόμενη. Δημιουργούνται θεματικοί κύκλοι, η προσέγγιση γίνεται συνειρμικά.
Μου αρέσει Ιδιαίτερα η σκοπιά του Φάιελ πάνω στον Μπόυς, η οποία φορτίζει συναισθηματικά ενώ συγχρόνως μεταφέρει και αναλυτικές πληροφορίες. Επανειλημμένα αναφέρεται στη μεταδοτική δύναμη του χιούμορ και του γέλιου του Μπόυς, αλλά και στο κωμικοτραγικό στοιχείο του ίδιου. Ο σκηνοθέτης είναι γοητευμένος από την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του, χωρίς ωστόσο να αποπροσανατολίζεται. Επειδή ακριβώς παρακολουθεί και ακούει ιδιαίτερα προσεκτικά, ο Άντρες είναι από τους λίγους που έχουν αντιληφθεί και παίρνουν στα σοβαρά τον κοινωνικοπολιτικό διαλογισμό του Μπόυς. Ο Φάιελ εισχωρεί στους χώρους της σκέψης του καλλιτέχνη. Του ταιριάζει στο σκεπτικό ότι η ιδέα της δημοκρατίας και της οικονομίας πρέπει ουσιαστικά και αυτές να βρίσκονται στο στόχαστρο της τέχνης και της μορφοδοσίας. Ανακαλύπτει την επικαιρότητα του Μπόυς, δείχνει ότι αυτός, που τόσο έντονα προηγείτο της εποχής του, αναγνώρισε από νωρίς τους οικονομικούς κινδύνους. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αναζήτησε συστηματικά νέες αντιλήψεις σχετικά με τη φύση του χρήματος και την αναγκαιότητα του εκδημοκρατισμού του. Τελικά, για τον Φάιελ , ο Μπόυς δεν είναι καλλιτέχνης του 20ου, αλλά του 21ου αιώνα. Αυτή την εντύπωση μεταδίδει και στο κοινό του.
Όπως σε όλα τα κινηματογραφικά έργα του Φάιελ, έγκειται κι εδώ η ποιότητά του στο ότι αναζητώντας πάντα τα αίτια εξετάζει το αντικείμενό του σε βάθος. Έτσι επιτυγχάνει την σπάνια ισορροπία –κινούμενος μεταξύ αντικειμενικότητας και εμβάθυνσης, έντασης και δραματικότητας– να δώσει στην ταινία του μια δυνατή καλλιτεχνική μορφή. Το αποτέλεσμα είναι τόσο αισθητικά άρτιο όσο και διαφωτιστικό. Το ότι η ταινία αρχίζει και τελειώνει με την φράση του Μπόυς: «Ποιά είναι τα ερωτήματα των ανθρώπων;» – που θα μπορούσε να ξεστομίσει ο καθένας μας – είναι άλλωστε χαρακτηριστικό του κόνσεπτ.

Πότε συναντήσατε τον Γιόζεφ Μπόυς για πρώτη φορά;
Τον πρωτογνώρισα το 1972 στην documenta 5 στο Κάσελ. Το κίνητρό μου ήταν αρχικά πολιτικό. Αυτό που με είχε προσελκύσει κατά κύριο λόγο τότε ήταν το έργο συμμετοχής του στην documenta, το «Büro der Organisation für Direkte Demokratie durch Volksentscheid» (Γραφείο της Οργάνωσης για Άμεση Δημοκρατία μέσω Δημοψηφίσματος).
Αλλά η ουσιαστική εμπειρία-κλειδί ήταν για μένα λίγο αργότερα η συνάντηση με την τέχνη του Μπόυς – με τα αντικείμενα από μαλακά και ευαίσθητα υλικά όπως λίπος και τσόχα. Σε συνάφεια με την αντίληψή του περί τέχνης ανέτρεψαν άρδην την τότε αισθητική και τις αντιλήψεις μου όσον αφορά τις παντοίες σχέσεις μεταξύ ζωής και τέχνης. Είχα την αίσθηση ότι εδώ όλα είναι, όπως θα έπρεπε να είναι. Η φιλία και η συνεργασία με τον Μπόυς οριοθέτησαν τα επόμενά μου χρόνια.

Περιγράφετε τον Μπόυς ως «πρώιμο ρομαντικό και ρεαλιστή» συνάμα. Ακούγεται αντιφατικό. Τι ακριβώς εννοείτε;
Ο Μπόυς είναι πράγματι ρεαλιστής, στυγνός μάλιστα. Συγχρόνως ωστόσο –πράγμα σπάνιο σε αυτό τον συνδυασμό– και με τον τρόπο του επίγονος του πρώιμου ρομαντισμού και του κλασικισμού – με εκπροσώπους τούς Νοβάλις, Χέγκελ, Σίλερ, Γκαίτε, Νίτσε και Στάινερ. Αυτό ακούγεται αρχικά ως αντίθεση, γίνεται όμως ευκολονόητο αν σκεφτούμε ότι ο Μπόυς πάντα δρούσε στο πεδίο έντασης των πολικοτήτων.
Από τη μια πλευρά δεν έτρεφε αυταπάτες – υφιστάμενες ελλείψεις δεν μπορούν να αρθούν από καθαρό ιδεαλισμό εν μία νυκτί. Είχε άλλωστε άμεση επίγνωση της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης φύσης ή και της αδράνειας. Από την άλλη πλευρά ήξερε από προσωπική εμπειρία ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει, εφόσον πράγματι το επιζητήσει. Και το ότι από τη στιγμή που αναγνωρίσεις την ορθότητα μιας ιδέας, μιας αλήθειας –με την προϋπόθεση ότι είναι από κοινού δοκιμασμένη από πολλούς– δεν μπορείς να ξεμακρύνεις απ΄ αυτήν. Καμία υποχώρηση, αυτό ήταν η αρχή του. Αλλά αυτό και μόνο δεν τον κάνει αυτόματα ιδεαλιστή. Τον εαυτό του τον έβλεπε περισσότερο ως έναν σύγχρονο Σίσυφο που κουβαλάει τον βράχο στην κορυφή του βουνού, έχοντας επίγνωση ότι αυτός θα κυλήσει πάλι προς τα πίσω. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπόυς πέτυχε πολλά στη ζωή του. Και δεν ξέρω κανέναν άλλο, του οποίου τα λόγια και οι πράξεις να ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους.

Τι προασπίστηκε ο Beuys ως πολιτικός/καλλιτεχνικός ακτιβιστής; Ποιά ήταν τα ιδανικά του;
Ο Μπόυς πίστευε ότι ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα τελειωμένος, δεν έχει ολοκληρωθεί στην ανάπτυξή του. Ως πρωταρχικά πνευματικό ον βρίσκεται εξελισσόμενο αλλά ως έργο ημιτελές. Ως ουσιαστικά μη καθορισμένο πλάσμα αποτελεί –με αφετηρία την αίσθηση της ελευθερίας και της δημιουργικότητας– ένα είδος θεού, όντας ως εκ τούτου αυτοπροσδιοριζόμενος. Επικεντρωνόμενος στις δημιουργικές του δυνατότητες είναι σε θέση να ανασκευάσει ριζικά όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά –σε συνεργασία με άλλους– και την κοινωνία. Κεφάλαιό του δεν είναι τα χρήματα και τα υπάρχοντά του αλλά οι ανθρώπινες δεξιότητες. Αυτό ήταν το πιστεύω του, από εκεί πηγάζουν και οι περίφημες εξισώσεις του: ΤΕΧΝΗ = ΚΕΦΑΛΑΙΟ και Κάθε άνθρωπος και καλλιτέχνης.
Εξίσου συναρπαστικές είναι και οι ιδέες του Μπόυς όσον αφορά τη μελλοντική κοινωνία, στη διαμόρφωση της οποίας βλέπει τις γυναίκες –ως επικοινωνιακά ταλαντούχα πλάσματα– στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τις ονομάζει actrices, δηλαδή παράγοντες, δρούσες.
Αλλά αφετηρία του Μπόυς ήταν ουσιαστικά πάντα η τέχνη και τα αμείλικτα ερωτήματά της. Νωρίς συνειδητοποίησε ότι η παραδοσιακή μορφή και εφαρμογή της τέχνης αποτελούσε ένα ξεπερασμένο μοντέλο. Από αυτό το μνημειώδες συμπέρασμα προκύπτουν η Θεωρία της Γλυπτικής, ο Ευρύτερος Όρος της Τέχνης και η Κοινωνική Γλυπτική.
Μέσα απ αυτούς τους «χώρους σκέψης» (Φάιελ) του Μπόυς έχουν προ πολλού αναπτυχθεί ισχυρές πρωτοβουλίες : Το Omnibus für Direkte Demokratie (Λεωφορείο για την Άμεση Δημοκρατία), το Mehr Demokratie e.V. (Σωματείο Περισσότερη Δημοκρατία) – με συνολικά περισσότερα από 12000 μέλη -, και το Bewegung für ein Garantiertes Grundeinkommen (Κίνημα για το Εγγυημένο Βασικό Εισόδημα) κάνουν αισθητή ως τις μέρες μας τη δυναμικότητα αυτή. Σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει ότι οι πρωτοβουλίες αυτές είναι βασικά απόγονοι του Free International University (FIU – Ελεύθερο Διεθνές Πανεπιστήμιο) του Μπόυς.
Είναι ο Μπόυς μέσω της δέσμευσής του για την άμεση δημοκρατία, μέσα από τις εικαστικές performances και τον τρόπο επικοινωνίας του με το κοινό ένας πρόδρομος του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
Ναι, έμμεσα, δίχως άλλο. Ήδη η ορολογία που χρησιμοποιεί τα λέει όλα. Θα μπορούσε ωστόσο να πούμε: Αυτό πλανιόταν στον αέρα – και ο Μπόυς διαισθητικά έπιανε τις τάσεις νωρίτερα από άλλους. Τις δυνατότητες χειραφέτησης αυτού του ευφυήματος θα τις επιβεβαίωνε μάλλον δίχως άλλο. Αλλά τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται σήμερα –σε πολλά σημεία έχουν ήδη εύκολα διαγνωσθεί ως αναστολείς δημιουργικότητας και επικοινωνίας– θα τον θεωρούσε καρπό των ανεπαρκών εκπαιδευτικών συστημάτων του 20ου αιώνα και επιβεβαίωση της πολιτιστικής κριτικής και των προειδοποιήσεών του.

Ένα από τα μείζονα έργα του ήταν να φυτέψει στο Κάσελ τις «7000 βελανιδιές». Πώς ζήσατε εσείς το ξεκίνημα και την πορεία αυτού του έργου;
Στο μνημειώδες γλυπτό «7000 Eichen/Stadtverwaldung statt Stadtverwaltung» (7000 βελανιδιές/αστική αναδάσωση αντί αστικής διοίκησης – που στα γερμανικά είναι λογοπαίγνιο) βιώνει η ιδέα της Κοινωνικής Γλυπτικής του Μπόυς. Η πραγματοποίησή του ήταν μια από τις ωραιότερες και τολμηρότερες συνεργασίες μου μαζί του.
Το φθινόπωρο του 1981 διηύθυνα στο Κάσελ το παράρτημα του Free International University (FIU) που είχε ξεκινήσει ο Μπόυς. Πλησιάζοντας η documenta 7, τον ρώτησα πώς φανταζόταν την επόμενη συμμετοχή του. Προς έκπληξή μου απάντησε ότι δεν το είχε σκεφτεί ακόμα. Ήταν σαφές ότι καμία documenta δεν θα μπορούσε να τον αγνοήσει. Πώς θα μπορούσε με το επόμενο έργο του να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από κάθε τι το μουσειακό, τον ρώτησα, να πάει δηλαδή ακόμα πιο πέρα απ΄ ό,τι η Αντλία μελιού στη θέση εργασίας/Free International University (FIU) στη documenta 5 του 1972 και το Büro für die Direkte Demokratie (Γραφείο για την Άμεση Δημοκρατία) στη documenta 6 του 1977; «Άσε με να το σκεφτώ», μου είπε. Λίγες μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε λέγοντας: «Ξέρω τώρα τι θα κάνω, θα φυτέψω 7000 δέντρα!» Σπάνια τον είχα ζήσει σε τέτοιο πυρετό.
Ακολούθησε μια εξαιρετικά συναρπαστική διαδραστικότητα – με το δημοτικό συμβούλιο του Κάσελ, με τους κατοίκους της πόλης, το πανεπιστήμιο, τον Τύπο … Εγώ συμμετείχα όχι μόνο λόγω του Μπόυς. Είχα γίνει πρότινος δημοτικός σύμβουλος του εναλλακτικού κόμματος Die Grünen και είχα έτσι το δικαίωμα να κάνω τις πρώτες διαπραγματεύσεις με τις δημοτικές αρχές. Φυσικά έπρεπε να αντιμετωπιστεί πρώτα η φρίκη στα μάτια των αρμόδιων: 60 δέντρα το πολύ, είπαν, ούτε ένα παραπάνω!
Τότε αποδείχτηκε ωφέλιμο να έρθει ο Μπόυς σε επαφή με δύο πανεπιστημιακούς καθηγητές της αρχιτεκτονικής τοπίου. Δημιουργήσαμε ως εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ένα αυτοδιοικούμενο δενδροκομικό γραφείο με σκοπό την προμήθεια των 7000 δέντρων (κυρίως βελανιδιές) και ισάριθμων στηλών από βασάλτη. Παζάρεψα με ελληνικό τρόπο τις τιμές και συνήθως είχα επιτυχία. Όσον αφορά τις θέσεις φύτευσης των δέντρων θεωρήσαμε πρωτεύον να λάβουμε υπόψη τις επιθυμίες των κατοίκων του Κάσελ – άμεσα και μη γραφειοκρατικά. Πολλοί είχαν για πρώτη φορά στη ζωή τους την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε μια τέτοια δράση. Έπρεπε να πετύχει και η συνεννόηση με τις δημοτικές υπηρεσίες (τα τμήματα κήπων & πρασίνου, δημοσίας τάξεως και κίνησης & μεταφορών) που θα διέθεταν εργαλεία και τεχνική βοήθεια.
Αλλά τη χρηματοδότηση έπρεπε να την επωμιστεί ο Μπόυς μόνος του – και αυτό ήταν το πιο δύσκολο: το ποσό των 3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων! Αυτό απαιτούσε τεράστια προσπάθεια εκ μέρους του, μια και θεωρούσε το έργο αυτό ως προσωπικό δώρο προς την πόλη Κάσελ. Μόνος του, γιατί οι αναμενόμενες δωρεές ήταν ελάχιστες: το καλλιτεχνικό κύκλωμα αρνήθηκε να αποδεχτεί την δεντροφύτευση ως τέχνη, ενώ για τους άλλους, τους φυσιολάτρες, ο Μπόυς ήταν λίγο πολύ ένας τρελοκαλλιτέχνης. Επίσης υπήρξαν στην περίοδο δραστηριοποίησης και φύτευσης των 5 ετών μεταξύ της documenta 7 και της documenta 8 επανειλημμένα επιθετικές αντιδράσεις. Άγριες διαμαρτυρίες των πολιτών προκάλεσε ιδιαίτερα η τοποθέτηση των 7000 στηλών βασάλτη στην πολύ κεντρική πλατεία Friedrichsplatz του Κάσελ. Η γιγαντιαία σφήνα που σχημάτισαν αποτέλεσε ωστόσο για τους γνώστες της τέχνης το σημαντικότερο γλυπτικό έργο της έκθεσης.
Σήμερα οι 7000 βελανιδιές συνεχίζουν να μεγαλώνουν, δίνοντας πράσινο στην πόλη. Είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι το έργο αυτό αποτελεί τη σημαντικότερη γλυπτική δράση του Μπόυς. Ο ίδιος δεν έζησε για να δει την ολοκλήρωσή του έργου του: Όταν τον Ιούνιο του 1987 –έγκαιρα πριν από τα εγκαίνια της documenta 8– φύτεψε ο Βέντσελ, ο γιός του Μπόυς, το τελευταίο δέντρο δίπλα σε αυτό που είχε πρωτοφυτευτεί, ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει 17 μήνες πρωτύτερα τα εγκόσμια.
Πρωτοπαρουσιάσατε τον Μπόυς στο ελληνικό κοινό το 1974 στο περιοδικό «Ζυγός», κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ποιές ήταν οι τότε αντιδράσεις; Έγινε αισθητό το επαναστατικό του δυναμικό;
Όχι, υπήρξαν περιέργως μόνο λίγες αντιδράσεις, κυρίως στον κύκλο των γνωστών μου. Άλλωστε εγώ τις μάθαινα σποραδικά, γιατί τον περισσότερο καιρό βρισκόμουν στο εξωτερικό. Επιπλέον, ο εκδότης είχε δυστυχώς λογοκρίνει από μόνος του το πολιτικό μέρος του άρθρου μου για το φόβο των δικτατόρων. Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’90, έμαθα από κύκλους των ιστορικών τέχνης πόσοι αναγνώστες είχαν διαβάσει το άρθρο μου για τον Μπόυς στον «Ζυγό».
Το 2010, μετά από πολλές δημοσιεύσεις στον γερμανόφωνο χώρο, εκδώσατε και ένα βιβλίο για τον Μπόυς στα ελληνικά με τίτλο «Η επανάσταση είμαστε εμείς». Η σχέση του Μπόυς με την Ελλάδα υπερέβαινε τη σχέση του με τους αρχαίους; Ο ίδιος έθεσε τον όρο «γλυπτική» σε νέα βάση. Ποιά ήταν η σχέση του με την γλυπτική της αρχαιότητας;
Ο Μπόυς –του οποίου οι γνώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είχαν μικρότερο εύρος αλλά εξαιρετικό βάθος όσον αφορά τη μυθολογία, η οποία ήταν αστείρευτη πηγή έμπνευσης γι αυτόν– έτρεφε μεγάλη συναισθηματική εγγύτητα με τους σύγχρονους Έλληνες και τους μεσογειακούς ανθρώπους γενικά. Συχνά τον άκουγα να αναφωνεί χαριτολογώντας «Αχ, αυτοί οι Έλληνες!» ή πανηγυρικά «Είμαστε όλοι Έλληνες!» – ένα επιφώνημα, που, αν δεν κάνω λάθος, το δανείστηκε από τον Percy Bysshe Shelley. Όταν τα Χριστούγεννα του 1982 ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα, ήταν πολύ εντυπωσιασμένος από την πόλη και είπε: «Για τι πράγμα παραπονιούνται όλοι; Η Αθήνα είναι μια πολύ ζωντανή πόλη!» Όταν ωστόσο επέστρεψε με την οικογένειά του από ένα πολυήμερο ταξίδι στην Πελοπόννησο, εξέφρασε την έκπληξή του για τα πολλά κλειστά μουσεία. «Μα, πότε δουλεύουν;» αναρωτήθηκε μισοαστεία.
Ο Μπόυς είχε μια πολύ έντονη επαφή με το ελληνικό τοπίο, για παράδειγμα με τους Δελφούς – δεν γνώρισα κανέναν άλλον που να ήταν τόσο δεκτικός στο πνεύμα των Δελφών. Ήταν όλος αυτιά όταν του έλεγες μια ιστορία από τη μυθολογία, που κατ’ εξαίρεση δεν ήξερε – όπως τον μύθο του Ησιόδου για τον Τειρεσία ως νεαρό βοσκό.
Αυτή η ιδιαίτερη προσοχή οφείλεται στο ότι ο Μπόυς είχε ασχοληθεί με τον όρο της γλυπτικής, τον είχε επανεξετάσει και αναπλάσει εκ βάθρων δημιουργώντας τη δική του Θεωρία της Γλυπτικής. Την περιγράφει ως «αρχή της κίνησης» μεταξύ των πόλων του χάους και της μορφής και την υλοποίησε για πρώτη φορά το 1960 στο παράδειγμα ενός ελληνικού κίονα σε μια ελαιογραφία. Αλλά και ο αρχαίος ναός εμφανίζεται –ως αρχέτυπο της οικίας– επανειλημμένα στο έργο του.
Δεν μπορεί να μας το διευκρινίσει πια ο ίδιος, αλλά είμαι σίγουρη ότι ο Μπόυς ανακάλυψε πρώτος την αρχή της γλυπτικής –δηλαδή το μυστικό της γλυπτικής– στην αρχαιοελληνική τέχνη ως απαρχή της δημιουργίας – για να την αναπτύξει περαιτέρω. Η ρήση του Μπόυς ότι «η σκέψη είναι γλυπτική» αποτελεί μέρος της θεωρίας του … Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι η φιλοσοφία, δηλαδή η σκέψη που αποσπάστηκε από το μύθο και απέκτησε κινητικότητα, εμφανίστηκε την ίδια εποχή που τα αρχαϊκά γλυπτά ελευθερώθηκαν από την άκαμπτη στάση τους και άρχισαν να απεικονίζουν κίνηση. Και μόνο αυτή η ανακάλυψη στο έργο του Μπόυς μπορεί να δώσει χαρά μεγάλη σε μιαν Ελληνίδα.
Συνέντευξη: Michaela Prinzinger/Ρέα Thοnges-Στριγγάρη. Μετάφραση: Α. Τσίγκας. Φωτό: Αρχείο Ρέας Thοnges-Στριγγάρη, Dieter Schwerdtle, Magdalena Brosca.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)