Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο πεζογράφος και δραματουργός Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης θα επισκεφθεί το Βερολίνο στα πλαίσια του γερμανοελληνικού προγράμματος “Mein Leben – mein Theater – η ζωή μου – το θέατρό μου”. Στις 15 Απριλίου θα παρουσιαστεί η λογοτεχνία του σε μια απαγγελία στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού σε συνεργρασία με τον εκδοτικό οίκο Theaterverlag Hofmann Paul. Έτσι και ο μονόλογός του “Λα Πουπέ” (“Die Puppenfrau“), μόλις μεταφρασμένος από τη νέα μεταφράστρια Ρόζα Eichacker, αποσπάσματα του οποίου θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά από την ηθοποιό Barbara Schnitzler (Deutsches Theater). Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Σφενδόνη στην Αθήνα το 2008.
Η Ρίκα, μια γυναίκα μέσης ηλικίας, ράβει φορέματα για κούκλες. Αυτή της η απασχόληση αποτελεί κάτι παραπάνω από τα προς το ζην, είναι η εμμονή της. Έχει μια ιδιόρρυθμη όψη του κόσμου. Με παιδική αφέλεια, που κρύβει όμως τρομερή σοφία, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την ζωή της. Οι καθημερινές της συναντήσεις με γείτονες, πελάτες και φίλους μοιάζουν αθώες, κάπου κάπου αλλόκοτες, αλλά λίγο-λίγο διακρίνει κανείς το τραγικό της παρελθόν και την αληθινή της σχέση με αυτά τα άτομα.
Η Ρίκα είναι παγιδευμένη στον κόσμο των παιδικών της χρόνων, αφού συνέβη κάτι τρομερό, για το οποίο οι γονείς της ρίχνουν το φταίξιμο στην ίδια. Το υποτιθέμενο αυτό φταίξιμο ορίζει όλο της το είναι. Αντιφατικότητα χαρακτηρίζει την διάθεσή της, καθώς αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ενοχικότητα και το μίσος της για όλον τον κόσμο. Έτσι η Ρίκα δημιούργησε ένα δεύτερο εγώ, έναν σκαραβαίο, με την φωνή του οποίου μπορεί να εκφράσει όλες τις άσχημες, κακές και οργισμένες σκέψεις, που ποτέ δεν θα έλεγε ως Ρίκα. Στην πορεία του έργου η φωνή του σκαραβαίου αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική Ρίκα και οι θεατές γνωρίζουν το υποτιθέμενο, αλλά και πραγματικό της φταίξιμο.
Στο διαμέρισμά μου έμενε πριν από μένα ένας μεταφραστής. Αυτός ο άνθρωπος πέθανε. Πέθανε στον ύπνο του. Ναι. Πέθανε στο δωμάτιο που κοιμάμαι. Μετέφραζε από γερμανικά, ήταν μισός Γερμανός. Περισσότερα δεν ξέρω, δεν έμαθα, μόνο πως ήρθανε οι φίλοι του και πήρανε κάποια προσωπικά του, τα γραφτά του ίσως, τίποτα φωτογραφίες του, αλληλογραφίες, πραγματούδια, αλλά όμως τα έπιπλα, τα ηλεκτρικά, αυτά δεν τα ήθελε κανείς κι ο ιδιοκτήτης φώναξε συνεργείο και άδειασε το διαμέρισμα. Αυτοί το σπάσανε, λέει, το κρύσταλλο. Μπήκε ενοικιαστήριο πάρα πολύ γρήγορα, κι εγώ έτυχε να το δω αμέσως. Δεν είχε ούτε βδομάδα πεθαμένος ο μεταφραστής.
Ο ιδιοκτήτης μάλιστα μου το απέκρυψε το γεγονός, φοβήθηκε, φαίνεται, μην κι αγριευτώ ή μήπως δεν το πιάσω το διαμέρισμα τελικά, αν ήξερα. Το έμαθα από τη χήρα του παπά στον δεύτερο, που τότε βέβαια δεν ήταν χήρα γιατί ο παπάς ζούσε. Δεν ξέρω αν ήταν από καιρό άρρωστος ή αν πέθανε στα ξαφνικά ο μεταφραστής. Το αδειάσανε το σπίτι εντελώς, δε βρήκα τίποτα δικό του ούτ’ ένα μολύβι. Το σκαθάρι του έμεινε μόνο, κολλημένο στο τζάμι του υπνοδωματίου. Μια χαλκομανία. Έτσι, απ’ αυτές που κολλάνε για να μην πας και πέσεις πάνω στο κλειστό παράθυρο από στραβομάρα. Πού να το φανταζόταν ο άνθρωπος όταν κόλλαγε τη χαλκομανία – αστείο, δεν είναι; – ότι θα ήτανε το τελευταίο πράγμα που θά `μενε να τον θυμίζει στο σπίτι αυτό. Είναι ο λόγος που δεν την ξεκόλλησα ποτέ. Ας υπάρχει κάτι δικό του.
Για μένα, πια, το σκαθάρι αυτό είναι ο ίδιος ο μεταφραστής. Με κοιτάει με τα στρογγυλά του μάτια. Που ντύνομαι, που ξεντύνομαι, που κοιμάμαι. Μπορώ να τραβήξω την κουρτίνα, μα δεν την τραβώ. Ας βλέπει. Και τι πειράζει; Ας βλέπει. Νομίζω πως ξέρει τα πάντα για μένα. Βέβαια δεν του μιλάω ποτέ, μη φανταστείτε πως είμαι καμιά τρελή που κάθεται και μιλάει με τις χαλκομανίες στα τζάμια. Τα φτερά του κάνουν κάτι πράσινους ιριδισμούς. Όχι φτερά, κέλυφος. Με τις κεραίες του ελέγχει τα πάντα.

Ποιο το νόημα να τραβήξω την κουρτίνα; Ο σκαραβαίος αυτός μπορεί και εποπτεύει ολόκληρο το διαμέρισμα. Ολόκληρη την πολυκατοικία. Ναι. Δεν είναι μόνο ένα απομεινάρι του μεταφραστή… πρέπει να σας δώσω να το καταλάβετε… είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι ο ίδιος ο μεταφραστής συμπυκνωμένος… Έτσι το νιώθω, πως όλη η ουσία του ανθρώπου εκείνου, τον οποίο δεν είδα ποτέ μου, η ουσία του όλη, αυτό που δε θάβεται μαζί με το σώμα, το απόσταγμα, έχει πια όλο συγκεντρωθεί και συμπυκνωθεί εκεί, στο σκαθάρι το κολλημένο στο τζάμι μου. Και επειδή είναι μονάχα το απόσταγμα, η ουσία, είναι τρομερά ισχυρό. Τρομερά ισχυρό. Οι κεραίες του λαμβάνουν τα πάντα. Αλλά και στέλνουν. Στέλνουν. Στέλνουν τη φωνή του. Ακούγεται παράξενη, σα να βγαίνει μέσα από σκουριασμένη πανοπλία. Κι αυτό κάνει τα λόγια του να ακούγονται σκληρά. Η φωνή του μέσα στο κεφάλι μου.
(Αρχίζει να μιλάει με άλλη φωνή, τη φωνή του σκαραβαίου)
Είναι στεγνά. Τα μαζεύει. Η κοκκινομάλλα κυρία στον πέμπτο όροφο μαζεύει τα απλωμένα της. Ο φοιτητής στο ισόγειο τηλεφωνεί στη μητέρα του. Τον ρωτάει αν τρώει. Τρώει, ναι, να μην ανησυχεί. Ύστερα τον ρωτά αν έκανε δεσμό με καμιά κοπέλα. Της λέει ψέματα πως τα έχει με δύο ταυτόχρονα. Στο απέναντι διαμέρισμα του ισογείου η ξανθούλα βαράει τον αδερφό της γιατί της παίρνει την κρέμα της για την ακμή. Είναι στικ και σιχαίνεται που το ακουμπάει στα δικά του σπυριά, άσε που μπορεί να της κολλήσει σταφυλόκοκκο. Ένα πουλί κόβει βόλτες στην ταράτσα και χτυπάει τη μύτη του στην πλάκα. Ο λέβητας μπαίνει μπρος. Η Ρωσίδα της κυρίας Νέλλης βάζει κραγιόν, μετά φοράει τα παπούτσια της. Ρίχνει μια ματιά στη γριά που κάνει την κοιμισμένη και φεύγει. Τότε η άλλη σηκώνεται κι αρχίζει να ψάχνεται μήπως της λείπει τίποτα. Μην πας ακόμα, άσ’ τηνε να ψάξει με την ησυχία της. Τίποτα δεν της λείπει, η γριά κάνει το σταυρό της. Κάθεται στην πολυθρόνα. Πήγαινε τώρα, σε περιμένει. Είσαι το κουνελάκι της.[…]
Ο μεταφραστής αυτός πρέπει να ήταν μυστήριος άνθρωπος. Μονόχνοτος. Δεν είχε σχέσεις με κανένα μες στην πολυκατοικία. Κι επειδή ήταν στενεμένος οικονομικά, ξέρω ότι εργαζόταν όλη μέρα. Δράμα. Δεν έχεις ανάγκη από χρήματα, ε; Μόνο κάτι γυναίκες μπαινοβγαίναν πότε-πότε, κι αυτές, καταλαβαίνετε, από το υστέρημά του… Δεν έχεις ανάγκη το σεξ. Αμφιβάλλω πάντως αν ήταν αυτό που λέμε καλός άνθρωπος. Όσα λέει μερικές φορές με τρομάζουν. Προσπαθώ να μην τον ακούω πάντα. Αλλά πώς να κλείσεις την πόρτα σου σε μια μοναχική ψυχή. Τον αφήνω να ακουστεί καμιά φορά. Του το επιτρέπω.

(Με την άλλη φωνή): Είμαι το σκαθάρι ερημίτης, ανήκω στην τάξη των κολεοπτέρων. Osmoderma eremita. Ζω στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου την οποία δεν εγκαταλείπω ποτέ. Μαζί μου ζουν και άλλοι ερημίτες. Η κουφάλα μας είναι αρκετά φαρδιά και ψηλή, ώστε να ζούμε όλοι με σχετική άνεση. Σαν πολυκατοικία, να πούμε. Δεν έχουμε επαφή μεταξύ μας παρά μόνο αν τύχει και μας λάχει κανένα ζευγάρωμα. Κι όμως, χάρη στις κεραίες μας, γνωρίζουμε κάθε στιγμή τι κάνουν όλοι οι υπόλοιποι. Οι κεραίες μου είναι πολύ δυνατές. Διαβάζω με ακρίβεια τι τρέχει μέσα στο κεφάλι αυτής της γυναίκας. Κάθε στιγμή. Προσπαθώ να τη βοηθήσω. Δεν υπάρχει κανείς άλλος για κείνην. Οι γονείς της ζουν, αλλά τη μισούνε. Τη θεωρούν υπεύθυνη για κάτι απίστευτα φριχτό. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουν άδικο. Είναι υπεύθυνη. Έχει, φυσικά, το ελαφρυντικό πως όταν γίνανε όλα αυτά ήταν μικρό κοριτσάκι.
Ναι, έχει το θράσος να μιλάει για μένα. Του το επιτρέπω κι αυτό. Το βρίσκω χαριτωμένο. Όσοι ενδιαφερθείτε και πάρετε κάρτες μου απ’ έξω, θα δείτε ότι δε γράφουν τ’ όνομά μου, μόνο τη φίρμα μου. ΛΑ ΠΟΥΠΕ. Και τηλέφωνο φυσικά. Κινητό. Θα ένιωθα, δεν ξέρω, εκτεθειμένη, να κυκλοφορούσαν κάρτες με τυπωμένο το όνομά μου επάνω, να τις πιάνουν ξένα χέρια, μετά να τις τσαλακώνουν και να τις πετάν στα σκουπίδια. Έχω κάτι τέτοιες περίεργες ευαισθησίες. Μεγάλο ελάττωμα. Οι ευαισθησίες. Έχω κι άλλα, πολλά ελαττώματα, δεν το κρύβω. Υπναρού, ένα. Λαίμαργη στα γλυκά, δύο. Ειλικρινής, τρία. Ψεύτρα, τέσσερα .
Λέω κάτι ψεματάκια ώρες-ώρες…, σωστά μπιζουδάκια! Ένα βράδυ πολύ μικρή, σηκώθηκα, πήγα στο ψυγείο και καταβρόχθισα έξι πάστες. Ο πατέρας μου το άλλο πρωί με μαύρισε στο ξύλο. Εγώ ορυόμουν πως δεν τις έφαγα από λαιμαργία αλλά επειδή, λέει, δεν μπορούσα να τις ακούω άλλο να μαλώνουν. Είχαν πιάσει, λέει, καβγά οι λευκές πάστες με τις σοκολατίνες, ποιες είναι οι καλύτερες! Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να πάω να τις χωρίσω. Οι λευκές διατείνονταν πως είναι πιο αριστοκρατικές, οι μαύρες πως είναι πιο παθιάρες. Δεν μπόρεσα να τους λύσω τη διαφορά κι αναγκάστηκα να τις φάω. Τώρα που το σκέφτομαι μόνο ένα πραγματικά ευαίσθητο παιδί θα μπορούσε νά `χει τέτοια επινοητικότητα στο ψέμα.
Απόσπασμα από: „Λα Πουπέ“ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Εικαστικά: Lilly Tomec, Φωτό του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη: P. Gavriiloglou, Φωτό Άννα Κοκκίνου: Spyros Staveris
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)