Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Στις 30 Οκτωβρίου θα εμφανιστεί στο Βερολίνο ο εξαίρετος Ψαραντώνης, από την κρητική «μουσική οικογένεια» Ξυλούρη. Ο Αρν Στρόμαϊερ παρευρέθηκε σε μια συναυλία του στην Κρήτη και την περιγράφει. Το diablog.eu ξεδιπλώνει –όπως ακριβώς και οι διοργανωτές συναυλιών Mixing Roots– για άλλη μια φορά γέφυρα μεταξύ των πολιτισμών και των επιπέδων αντίληψης. Εισιτήρια για τη συναυλία θα βρείτε εδώ.
Στο υπαίθριο θέατρο των Μοιρών, το οποίο στέκει σ’ έναν λόφο πάνω από την πόλη, δεν έχει μείνει ούτε μια θέση κενή. Η ατμόσφαιρα είναι μάλλον χαλαρή την ώρα αυτή που βραδιάζει, οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μεταξύ τους, λένε ο ένας στον άλλο τα νέα τους· κι όμως, νιώθεις πως επικρατεί έντονη αγωνία στο κοίλο του θεάτρου. Όλοι εδώ ξέρουν τον Ψαραντώνη, ίσως μάλιστα να τον έχουν ήδη ξαναδεί σε πολλές άλλες συναυλίες. Δεν έχει ανάγκη από διαφήμιση. Τις τελευταίες ημέρες σε κάποιες από τις βιτρίνες της πόλης έβλεπες αφίσες μικρές, όσο μια κόλλα χαρτί σε μέγεθος: ένα πρόσωπο γωνιώδες κι απόμακρο, με μιαν άγρια γενειάδα κι ελαφρώς σγουρά μαλλιά να πέφτουν στους ώμους, και μάτια στυλωμένα πάνω στον λαιμό της λύρας του – μια κεφαλή Χριστού, που η απαλή ακουαρέλα δεν αφήνει παρά μονάχα να εννοηθεί. Και στη δεξιά γωνία της αφίσας, η ώρα και το μέρος. Αυτά αρκούν. Περισσότερα δεν χρειάζονται για να πει κανείς στους ανθρώπους εδώ ότι έρχεται ο Ψαραντώνης. Ο άνθρωπος μιλάει από μόνος του.
Ο ίδιος γνωρίζει βέβαια για την τέχνη του και τη δημοτικότητά του. Και φυσικά του αρέσει να τον θαυμάζουν και θαυμάζει κι ίδιος τον εαυτό του. Πάνω από μία ώρα αφήνει το κοινό του να τον περιμένει, κάτι όμως που μόνο σ’ εμάς τους Γερμανούς κάνει τόση εντύπωση. Το συγκρότημά του έχει πάρει θέση πάνω στην έντονα φωτισμένη σκηνή και οι μουσικοί κουρδίζουν τα όργανά τους. Κι έπειτα έρχεται εκείνος· το ανάστημά του μικρότερο από αυτό που φαντάζεσαι να έχει ο ήρωας αυτός της κρητικής μουσικής, ήδη γκριζαρισμένος, πράγμα που δείχνει ότι έχει περάσει πλέον τα εξήντα. Κατευθύνεται προς την εξέδρα, ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά και κάθεται στην καρέκλα του, στη μέση του ημικυκλίου που έχουν σχηματίσει οι μουσικοί του. Μερικές δοξαριές στη λύρα για ζέσταμα, την οποία αγκαλιάζει τρυφερά και στοργικά, και χωρίς εισαγωγή, χωρίς χαιρετισμό, χωρίς κάποια αναγγελία – ένα βλέμμα μονάχα στους μουσικούς, ένα νεύμα κι αμέσως αρχίζουν να παίζουν: σε τόνο χαμηλό, με ήσυχα και απαλά αρπίσματα, η κιθάρα κάνει την αρχή, ο ρυθμός – τον οποίο κρατούν από τη μια το λαούτο κι απ’ την άλλη ένα μεγάλο τύμπανο – συγκρατείται ακόμη στο βάθος, κι έπειτα μπαίνει κι ο Ψαραντώνης με τη λύρα του: με κοφτά, τραχιά και απότομα ποικίλματα και γυρίσματα, οι μελωδίες εκτινάσσονται, πέφτουν, αναπηδούν κι εναλλάσσονται σε μιαν ατέρμονη διαδικασία μετάβασης και σε ατέλειωτη ποικιλία, μοιάζουν να μην ξέρουν από οκτάβες ή διαστήματα, παρά μόνο από ασυνήθιστους, ασύμφωνους τόνους, που αρχικά σε πριονίζουν επώδυνα, σε βασανίζουν, κλαίνε κι υποφέρουν από πόνο – πρώτα σκληρά και μαρτυρικά, έπειτα με χαριτωμένα καλοπιάσματα και εύθυμη διάθεση.

Με το μουσικό του όργανο στηριγμένο στο γόνατο, ακουμπώντας τις χορδές μόνο με το νύχι και τραβώντας δοξαριές πότε με ένα απαλό χάδι και πότε ασκώντας εκρηκτική πίεση, χτίζει τονικές αντιθέσεις, για να τις αφήσει να χαθούν πάλι στη στιγμή και να χτίσει νέες μελωδίες. Η εντύπωση παραφωνίας εξαφανίζεται μετά από ελάχιστες στιγμές κι οι τόνοι τα βρίσκουν μεταξύ τους, μπαίνουν σε τάξη και συνταιριάζονται δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο.
Στη συνέχεια ξεκινά κι ο ρυθμός, βροντάει, χτυπάει, σέρνεται και πάλλεται μονότονα. Και πάνω του, πότε συγκρατημένα χαριτωμένη, χαμηλόφωνη και λυρική, πότε γκρινιάρα, παραπονεμένη και θλιμμένη, πότε άγρια ξέφρενη και παθιασμένη, αιωρείται η λύρα. Τότε διακόπτει απότομα το παίξιμο ο Ψαραντώνης, και τον ρόλο της λύρας τον αναλαμβάνει τώρα η φωνή του: μπαίνει βραχνή, βαθιά, τραχιά και γεμάτη χαρακιές. Σπάει κάθε λίγο και λιγάκι, μερικές φορές ηχεί σαν κελάρυσμα, άλλοτε πάλι είναι ευαίσθητη και τρυφερή, έπειτα εκρήγνυται κι εκτινάσσεται φτάνοντας και τους πιο ηχηρούς αλαλαγμούς – εκείνος ταυτόχρονα, ίδιος με πουλί που ερωτοτροπεί, τινάζει προς τα πίσω το κεφάλι του με τη μακριά χαίτη, για να βρεθεί την επόμενη κιόλας στιγμή σε πτώση και, με βαθύ μπάσο στο λαρύγγι, να βουτήξει στο νερό, να λουστεί, να εκστασιαστεί τη στιγμή που ο τόνος αγγίξει τα σωθικά. Το τραγούδι του ακούγεται τότε λες και αντανακλάται σαν ηχώ που βγαίνει από έναν σκουριασμένο σωλήνα βαθιά μες στα έγκατα της γης.

Μια σύντομη οπτική επαφή με τους ανθρώπους του, και ο ρυθμός βροντοχτυπά και πάλι με άγριους καλπασμούς. Οι πηδηχτές μελωδίες της λύρας γίνονται ολοένα και πιο πυκνές, έχουν εδώ κι εκεί ξαφνικές εκρήξεις, ανατρέπονται η μια μετά την άλλη μέσα σε ατμόσφαιρα διθυραμβικής ευθυμίας. Το δοξάρι γελάει, αναπηδάει, χορεύει πάνω στις χορδές, ο ρυθμός γίνεται όλο και πιο γρήγορος. Η ένταση κλιμακώνεται, γίνεται έκσταση, είναι πλέον σχεδόν δυσβάσταχτη, οδηγείται σε μιαν άγρια, άπληστη κορύφωση – και καταλήγει σε μια οργιαστική έκρηξη, την οποία διαδέχεται μια χαυνωτική, γεμάτη ευτυχία χαλάρωση. Όχι όμως για να σβήσει μες στη σιωπή· γιατί τώρα αρχίζει να σκούζει, να γρυλίζει και να απλώνει τον ήχο της σε όλο τον χώρο η ασκομαντούρα, η κρητική τσαμπούνα, γκρινιάρα και παραπονεμένη, μελαγχολική και θλιμμένη, για να ξεσπάσει αναπάντεχα στη στιγμή και δίχως μετάβαση σε αλαλαγμούς χαράς κι ευθυμίας, με όχημα τα κεφάτα και πάλι τραντάγματα του ρυθμού, που όλα τα διαπερνά και όλα τα συμπαρασύρει. Στο σημείο αυτό μπορεί να ξεκινήσει και η φλογέρα, το πανάρχαιο βουκολικό όργανο των βοσκών, το οποίο, όπως και η ασκομαντούρα, μπορεί να εναλλάσσει γρήγορα το κλάμα με τους χαρούμενους αλαλαγμούς, όταν λέει ιστορίες από τη δύσκολη και στερημένη αλλά συνάμα και τόσο υπέροχη ζωή στα βουνά.

Ωστόσο τα όργανα αυτά δεν είναι παρά μονάχα δευτερεύουσας σημασίας, παίζουν μόνο δευτερεύοντες ρόλους στη μεγάλη παράσταση που ανεβαίνει στη σκηνή και στην οποία κυριαρχεί ολοκληρωτικά ο Ψαραντώνης με τη λύρα του και το βραχνό του τραγούδι. Ο άνθρωπος δεν παίζει απλώς το όργανό του, είναι τελείως σύμφυτος, είναι εντέλει ένα μαζί του. Μόνο αυτή η ολοκληρωτική ταύτιση μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για το τι είναι εκείνος σε θέση να αποσπάσει από το μουσικό του όργανο. Το χαϊδεύει τρυφερά, με ερωτική μάλιστα αφοσίωση, και αφήνει το δοξάρι να γλιστρήσει και να χορέψει πάνω στις χορδές. Έπειτα τις κοπανάει ρυθμικά, χτυπάει το ξύλινο κυρίως σώμα της λύρας και ακουμπά στοργικά με τα χείλη τον λαιμό της, μετά τον φέρνει στο μέτωπό του, σαν να θέλει να μεταδώσει τη δύναμη των σκέψεων και των συναισθημάτων του στο ξύλο. Ταυτόχρονα έχει το βλέμμα του πάντοτε στραμμένο προς τους μουσικούς του κι εκείνοι δεν τον αφήνουν από τα μάτια τους, προσαρμόζοντας το παίξιμό τους ανάλογα με τα νεύματα και τις ματιές του. Πράγμα που πρέπει να απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση, αφού ποτέ δεν παίζει το ίδιο δύο φορές. Κάθε κομμάτι αναδημιουργείται – με τη βοήθεια αναπάντεχων μεταβολών, παραλλαγών και αυτοσχεδιασμών, όπως προκύπτουν ανεβαίνοντας και ξεσπώντας κάθε φορά από αυτό το ηφαίστειο που κοχλάζει. Το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο κρύβεται πίσω από κάθε άγγιγμα των χορδών από το δοξάρι. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό, στατικό, ούτε καν κάτι φιξαρισμένο. Κι όταν ο ρυθμός παραληρεί βροντοχτυπώντας, όταν η λύρα στενάζει, βογκάει, τσιρίζει και αλαλάζει, όταν ο Ψαραντώνης τινάζει πίσω το κεφάλι του σαν μέσα σε άγρια έκσταση, βγάζει βουκολικές κραυγές, πέφτει σε λαρυγγισμούς μεγάλου βάθους και κινείται φωνητικά σε πρωτόγονα τοπία, τότε μόνο ο μύθος μπορεί να εξηγήσει παραστατικά τα βάθη της παράδοσης από τα οποία αντλεί κανείς εδώ τη δημιουργία του.

Ο Ψαραντώνης είναι ένας βάρδος οργιαστικός, ένας Φαύνος, ένας βουκολικός Ορφέας, ένας Σάτυρος – προπάντων όμως ένας μουσικά μαινόμενος Διόνυσος. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτού του πιο μυστηριώδους από όλους τους θεούς της αρχαιότητας ήταν η αδιάλειπτη κίνηση, η μορφή σε αιώνια μεταβολή, το αυθόρμητο, το αιφνίδιο και το απρόβλεπτο. Ο Διόνυσος ήταν η φυσική δύναμη πίσω από το απότομα συντελούμενο συμβάν. Ακριβώς αυτό είναι και το θαύμα στη μουσική του Ψαραντώνη: καθετί σ’ εκείνη είναι παράδοση, οικοδομείται πάνω στον μύθο, την αρχαιότητα, την ανατολή και τη βυζαντινή κληρονομιά, μόνο και μόνο όμως για να τα αφήσει αμέσως πάλι κατά μέρος και να οργώσει νέα ηχητικά τοπία, ανήκουστα ως τώρα, τα οποία μεταβάλλονται και αναδιαμορφώνονται αιώνια. Η μουσική αυτού του μάγου μοιάζει με τον περίφημο ποταμό του φιλοσόφου Ηράκλειτου: δεν μπορείς να μπεις δυο φορές μέσα του, γιατί τότε πάλι θα είναι πια τελείως διαφορετικός. Τυχεροί που είναι οι Έλληνες, που μπορούν να έχουν τους μύθους τους ως αφετηρία χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να παραπλανηθούν και να οδηγηθούν σε κοσμοθεωρητικά παραστρατήματα, όπως έκαναν οι Γερμανοί με την κακομεταχείριση του μυθικού και τις συνακόλουθες φοβερές ιστορικές επιπτώσεις!
Εκείνο το βράδυ στο υπαίθριο θέατρο των Μοιρών δεν κατάλαβα φυσικά για τι ακριβώς τραγουδάει αυτός ο βάρδος των θεών. Άφησα μονάχα ό,τι είδα κι άκουσα να επιδράσει πάνω μου σε βάθος. Εκ των υστέρων πια φρόντισα να βρω μεταφράσεις των τραγουδιών και των κομματιών που παίζει και έμεινα έκπληκτος με το περιεχόμενό τους. Με τη φαντασία μου είχα βάλει στον νου μου ότι συνοδεύει τη μουσική του αναφερόμενος σε επιβλητικά θέματα: ιστορίες για μάχες ανάμεσα σε θεούς κι ανθρώπους, για παράτολμα ανδραγαθήματα Κρητικών αγωνιστών για την ελευθερία κατά την αντίσταση ενάντια σε ξένους κατακτητές, καθώς και για τα πάθη μεγάλων εραστών. Αφηγήσεις με τραγούδι και μουσική, τις οποίες θα παρουσίαζε στους θεούς που θα ήταν συγκεντρωμένοι σε κύκλο για να τον ακούσουν εκεί ψηλά στην κορυφή του Ψηλορείτη. Κι αν ακόμη δεν ήταν έτσι, τα τραγούδια του θα έφταναν να μετρήσουν το βάθος της γης ως τα έγκατά της, θα υμνούσαν τις ψηλότερες κορφές των βουνών που υψώνονται στον ουρανό – ή θα ξεσκέπαζαν εντέλει το αιώνιο μυστικό του Ορφέα.

Η φαντασία μου όμως είχε παραπλανηθεί εκεί. Ο Ψαραντώνης αφηγείται πολύ απλές λυρικές ιστορίες: πετάει πέτρες ψηλά στο φεγγάρι, γιατί θέλει γρήγορα να το κάνει να βασιλέψει. Ο δορυφόρος της Γης πρέπει να παραμερίσει για χάρη της παλιάς του αγάπης, έτσι ώστε η δική της λάμψη να φωτίσει το σπίτι του. Τραγουδάει για ένα κορίτσι που αγαπά, γιατί έχει τόσο όμορφες μακριές πλεξούδες. Εκείνη όμως κάνει κάτι τρομερό, κόβει τις πλεξούδες της και χάνει έτσι την ομορφιά της. Σε ένα άλλο τραγούδι ρωτάει τα αγρίμια, τα αγριοκάτσικα του βουνού, που μαζί με τους αετούς λογίζονται ως τα πιο ελεύθερα πλάσματα του Ψηλορείτη, για τους τόπους και για τα χειμαδιά τους. Κι εκείνα απαντούν: «Γκρεμνά είναι εμάς οι τόποι μας, λέσκες τα χειμαδιά μας, τα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά μας». Μια πέρδικα, που κάνει τις βόλτες της καμαρωτή στο οροπέδιο της Νίδας μα φοβάται τους κυνηγούς – ένας συμβολισμός για ένα κορίτσι που αγαπά – την καθησυχάζει με τα εξής λόγια: «Μη με φοβάσαι, πέρδικα, κι αν βαστώ τουφέκι, εγώ ξαμώνω σ’ άλλο πουλί που πέταξε παρέκει!». Εξυμνεί την ομορφιά μιας γυναίκας που είδε στον δρόμο στα Χανιά: «Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος, την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά της». Και ομολογεί: «Παλιό κρασί είν’ η σκέψη μου, πάντα μ’ αυτή γλεντίζω, μα ’ναι φορές που με μεθεί και δεν την νταγιαντίζω».

Αυτή είναι η γνήσια σεμνότητα ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Στην περίπτωση του Ψαραντώνη δεν πρόκειται για κάποιου είδους προσποιητή χειρονομία. Όλα του τα τραγούδια λένε για την αγάπη, είπε κάποτε. Για ποια αγάπη; Τι είναι η αγάπη; «Η αγάπη αφορά τα πάντα. Είναι άσκοπο να την στρέφει κανείς σε κάτι συγκεκριμένο. Κι αν λες πως είναι η αγάπη για τη φύση, σωστά τα λες. Η φύση θα σου δώσει την αγάπη της, αν είσαι σε θέση να συνομιλήσεις μαζί της. Αν δεν μιλάς με τη φύση, τότε δεν σου χαρίζει μουσική. Αν όλοι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να συνομιλήσουν με τη φύση, θα ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο». Κι η λύρα – τι είναι για εκείνον; «Είναι η καρδιά του ανθρώπου. Το όργανο του Θεού». Ο Έλληνας δημοσιογράφος στον οποίο ο Ψαραντώνης είπε κάποτε τις φράσεις αυτές σε μια συνέντευξη, παραδέχτηκε μετά το τέλος της συζήτησης: «Πήγα χίλια χρόνια πίσω κι άλλα τόσα μπροστά».
Η συναυλία στις Μοίρες τέλειωσε όσο παράξενα είχε ξεκινήσει. Ο Ψαραντώνης σηκώθηκε από την καρέκλα του κι απλά έφυγε από τη σκηνή. Ούτε μια λέξη ευχαριστίας ή δυσαρέσκειας προς το κοινό. Όταν ξεσπούν τα θυελλώδη χειροκροτήματα κι οι άνθρωποι ζητούν κι άλλο, εκείνος ανεβαίνει άλλη μια φορά στην εξέδρα, κάθεται, ρίχνει πάλι ένα επιβλητικό βλέμμα στους μουσικούς του, παίρνει ένα γνέψιμο για απάντηση και ξεκινάει ακόμη μια φορά: άγριος, βουκολικός και μεθυστικός. Έπειτα αποχωρεί οριστικά πια. Δίχως μια λέξη, δίχως μια χειρονομία.
Εκείνο το βράδυ είχαμε μια σύντομη γνωριμία με τον Ψαραντώνη. Θα ήθελα να του πάρω συνέντευξη, να του αποσπάσω έστω λίγα λόγια για τη μουσική του. Ο παλιός μου φίλος ο Πέλοπας από τον Λέντα, ο οποίος τον ξέρει από τότε που πήγαιναν μαζί σχολείο στο Ηράκλειο, προσφέρθηκε να με συστήσει σ’ εκείνον και να του εκφράσει την επιθυμία μου. Οι δυο τους χαιρετίστηκαν πολύ εγκάρδια, κι ο Πέλοπας με γνώρισε στον Ψαραντώνη. Εκείνος μου έδωσε το χέρι ευγενικά και με κοίταξε με τα μεγάλα καθαρά του μάτια. Στη συνέχεια είπε στον Πέλοπα ότι την περασμένη αυτή ώρα δεν είχε πια διάθεση να δώσει συνέντευξη. Δεν μου συμπεριφέρθηκε όμως περιφρονητικά, αντιθέτως έτρεξε στο αυτοκίνητό του, ψαχούλεψε λιγάκι κι επέστρεψε μ’ ένα μεγάλο πάκο εφημερίδες και περιοδικά. Όλα αυτά μου τα έδωσε στα χέρια και είπε: «Σε όλες τις συνεντεύξεις που θα βρεις στις σελίδες αυτές έχω πει τα πάντα για μένα. Περισσότερα δεν μπορώ να πω. Θα έπρεπε να λέω τα ίδια και τα ίδια κι αυτό δεν το θέλω».
Δεν απογοητεύτηκα ούτε στο ελάχιστο από αυτή την άρνηση, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα μεγάλος καλλιτέχνης, είναι και φιλόσοφος, είναι σοφός. Αυτό το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή.
Η μουσική του Ψαραντώνη πηγάζει από μια μικρή ορεινή περιοχή ενός νησιού στην ανατολική Μεσόγειο, πηγάζει από τον Ψηλορείτη και το Δικταίο Άντρο, το σπήλαιο του Δία. Αυτός είναι ο τόπος όπου συναντήθηκαν η Ασία, η Αφρική και η Κρήτη και όπου δημιουργήθηκε η Ευρώπη. Κι αυτός ο τόπος χαρίζει τη μουσική του σ’ όλο τον κόσμο. Η μυθολογία των Ολύμπιων θεών, που τόσο πολύ συνδέεται με την οροσειρά της Ίδης, μπορεί να μας φαίνεται πια ξένη, μα του Ψαραντώνη η μουσική αποδεικνύει ότι η ψυχή των ανθρώπων ανά τις χιλιετίες δεν έχει αλλάξει. Το μοντέρνο μπορεί σε μια ευτυχή συγκυρία, όπως ακριβώς αυτή εδώ, να είναι ταυτόχρονα και αρχαϊκό, κάτι που ισχύει και για το αντίστροφο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Strohmeyer “Faszination Kreta. Impressionen von einer alten und doch jungen Insel“, 2010, Verlag Dr. Thomas Balistier. Μετάφραση: Μαριάννα Χάλαρη. Filmstills από την ταινία “A Family Affair” της Αγγελικής Αριστομενοπούλου. Πληροφορίες για τη συναυλία στο Facebook: https://www.facebook.com/events/397710713686913/
Περαιτέρω συναυλίες: 29.10.2015 De Centrale Ghent, BE, 01.11.2015 Saalbau Titus Forum, Frankfurt/Main, DE, organized by Listen Loud.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)