Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Η Ελληνοκυπρία Αντωνία Κάττου, γεννημένη στη Λευκωσία το 1999, ανοίγει νέους μουσικούς δρόμους. Ανήκει σε μια νέα γενιά συνεπαρμένη από το ρεμπέτικο· το διασκευάζει – ωστόσο με βαθύ σεβασμό στο πρωτότυπο.
Η Αντωνία Κάττου αναμειγνύει με τα παλιά τραγούδια διάφορους ήχους, συνθεσάιζερ, ηλεκτρική κιθάρα, samples κρουστών και πολυφωνικό τραγούδι. Αποτέλεσμα είναι ένα είδος «re-mbetika mix».
Η Κάττου γράφει: «Ήθελα να καταλάβω το πώς εγώ, ως Ελληνοκυπρία, συνδέομαι με το ρεμπέτικο. Πέρυσι ανακάλυψα ότι είχα έναν συγγενή που λεγόταν Μητσάκης ή Δημήτρης Φιρίππης. Ήταν παραγωγικότατος μουσικός και παντρεμένος με την αδελφή της γιαγιάς μου. Τη δεκαετία του 1960 και του 1970 εμφανίστηκε ως background τραγουδιστής με τον Μανώλη Χιώτη, τη Μαίρη Λίντα και την Πόλυ Πάνου. Το 1973 ο Μητσάκης άρχισε να εργάζεται ως μουσικός στον Καναδά. Το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ολόκληρη η οικογένειά του μετανάστευσε στον Καναδά. Όταν η Μαίρη Λίντα περιόδευσε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στα ντραμς τη συνόδευε ο Νίκος Φιρίππης, ένας από τους γιους του Μητσάκη.»

Διαπολιτισμική μαγεία του ήχου: Σμύρνη – Αθήνα – ΗΠΑ – Κύπρος – Ηνωμένο Βασίλειο
Η μουσική της Κάττου είναι επηρεασμένη από τους ήχους της ανατολικής Μεσογείου, την παραδοσιακή κυπριακή μουσική και τους ρυθμούς του ελληνικού δημοτικού χορού. Συνδυάζει αυτές τις νοσταλγικές επιρροές με σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική, ένα συνθεσάιζερ Korg και διάφορα εφέ. Σε αυτά αναμειγνύει ηχογραφήσεις πεδίου, δηλαδή ηχογραφήσεις που πραγματοποιεί πολύ προσεγμένα στην ύπαιθρο αλλά και σε αστικούς χώρους. Βασικά χαρακτηριστικά των ηχητικών ταπήτων της είναι τα ήπια εφέ της καθυστέρησης, της ηχούς και της αντήχησης. Οι καθυστερήσεις και οι επεκτάσεις δίνουν στη μουσική της μια διαστημική αίσθηση. Δημιουργούνται ήχοι που ακούγονται σαν να περνούν μέσα από στρώσεις βαμβακιού. Ο Κάττου συνθέτει με μεγάλη ευαισθησία, χωρίς τη συνήθη ηλεκτρονική σφυρηλασία των ντραμς της techno. Διακριτικά ακούγονται κύμβαλα που παίζονται με δοξάρι ή η απαλή κρούση τυμπάνων. Ακούμε την ηθελημένη ευθραυστότητα των ήχων που ενορχηστρώνει, μερικές φορές αφουγκραζόμαστε τη σιωπή, τους κενούς χώρους, σε μακρόσυρτους, εν μέρει ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς. Ενταγμένοι ήχοι και διαταραχές σε ταχείς ρυθμούς προσφέρουν ζωηρές εκπλήξεις. Η πολυφωνική συνοδεία του πρωτότυπου ρεμπέτικου ακτινοβολεί μαγεία. Αλλά και οι ζωντανές παρουσιάσεις σε μικρές ενότητες, για παράδειγμα στο Instagram (εδώ), δίνουν χαρά. Η Κάττου συνθέτει και μετασκευάζει, αλλά και αποδομεί το υπάρχον ηχητικό υλικό στα εξ ων συνετέθη. Η μουσική της ακούγεται νοσταλγική, σύγχρονη και φουτουριστική συνάμα, σε ταξιδεύει σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Η παραγωγή του άλμπουμ της sound adaptations of rebetika tsimpita (εδώ) έγινε στη Γλασκώβη, την Αθήνα και τη Λευκωσία με την υποστήριξη φίλων μουσικών.
Διασπορά και μετανάστευση
Το ρεμπέτικο εμφανίστηκε τον 20ό αιώνα ως ελληνική αστική λαϊκή μουσική των «κατώτερων» τάξεων στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Επηρεάστηκε από την οθωμανική μουσική, τη λαϊκή μουσική των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας και την ευρωπαϊκή μουσική.
Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετανάστευσαν λίγα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ , άγγιξαν τη μετανάστρια Κάττου. Ασχολείται με τα μακάμ (εδώ) και τις τουρκοαραβικές-περσικές κλίμακες της σμυρναίικης μουσικής που παίζονταν γύρω στο 1900 στα πολυπολιτισμικά καφέ-αμάν στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
(εδώ, του Σίμον Στάινερ στα γερμανικά) Είναι, φυσικά, επίσης γνώστης των «δρόμων» που δίνουν στα ρεμπέτικα τις χαρακτηριστικές τους μελωδίες. (εδώ)
Στην τρέχουσα δουλειά της βγήκε στην επιφάνεια η σχέση των ρεμπέτικων με την Κάττου και την οικογένειά της. Γράφει: «Τη μουσική μου θα μπορούσα να την περιγράψω σαν ένα ταξίδι μέσα από μια σειρά αναμνήσεων ήχων του παρελθόντος, σαν νοσταλγία και αναζήτηση της μουσικής μου ταυτότητας, σαν απόρροια του σύγχρονου περιβάλλοντος και της μετανάστευσής μου.» Και συνεχίζει: «Ως έφηβος άκουγα στο σπίτι των γονιών μου μεταπολεμικά ρεμπέτικα, τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Τσιτσάνη. Αλλά θυμάμαι ότι έτρεφα γι΄ αυτά και ανάμεικτα συναισθήματα.»
Ηχητικές προσαρμογές, ρεμπέτικα και τσιμπιτά
Στα διαδικτυακά της κείμενα η Κάττου επισημαίνει δύο κοινά στοιχεία του μπλουζ και του ρεμπέτικου, που έχουν για την ίδια μεγάλη σημασία: το «τσιμπιτό» παίξιμο και τον αυτοσχεδιασμό.
Το τσιμπιτό
Ο Γιώργος Κατσαρός, στον οποίο η Κάττου αφιερώνει δύο από τις διασκευές της, μετανάστευσε νεαρός στις ΗΠΑ. Έπαιζε τα ρεμπέτικα στην κιθάρα του με τα νύχια. Αυτός ο τρόπος ονομάζεται τσιμπιτό. Έτσι παίζουν και οι αφροαμερικανοί κιθαρίστες του μπλουζ. Ο Νίκος Πολίτης από το Ρεμπέτικο Φόρουμ (εδώ) εξηγεί τον τρόπο παιξίματος του Κατσαρού ως εξής: «Πιάνεις μια μπάσα χορδή με τον αντίχειρα και τρεις πρίμες με τα άλλα δάχτυλα, και τις τσιμπάς όλες ταυτόχρονα. Ήταν ο μόνος ρεμπέτης που έπαιζε έτσι.»
Ο αυτοσχεδιασμός
Ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός είναι ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των μπλουζ και των ρεμπέτικων. Στο ρεμπέτικο ονομάζεται ταξίμι. Αποτελεί την εισαγωγή ενός ρεμπέτικου και ανοίγει το δρόμο του τραγουδιού. Στα μπλουζ οι αυτοσχεδιασμοί γίνονται με έμφαση στις μπλε νότες της κλίμακας (υφέσεις στην 3η και 7η νότα).
Και τα δυο μουσικά είδη, τόσο το θλιμμένο αφροαμερικανικό μπλουζ όσο και το μελαγχολικό ρεμπέτικο, εκφράζουν τον πόνο και το πάθος των ξενιτεμένων «παρείσακτων» και περιθωριοποιημένων. Μερικοί από αυτούς άφησαν με την πάροδο του χρόνου την υποκουλτούρα πίσω τους και σκαρφάλωσαν στα σαλόνια του κατεστημένου. Και τα δύο μουσικά είδη έχουν επίσης κοινό χαρακτηριστικό την ηλεκτρική ενίσχυση των κύριων μουσικών οργάνων τους, της κιθάρας και του μπουζουκιού. Και τα δύο «σέρνονται» εν μέρει, και ορισμένες φορές είναι σαν να «κουτσαίνουν»: το μπλουζ με τις συγκοπές του, το ρεμπέτικο με το κοφτό.
Η μεγάλη τους διαφορά: Το μπλουζ είναι αρμονικό, βασισμένο σε τρεις συγχορδίες και τη γνωστή δωδεκάμετρη μορφή, ενώ το ρεμπέτικο πατάει κυρίως στις μελωδίες των μακάμ και των δρόμων.

Τέσσερις προσαρμογές
Ας ρίξουμε μια πιο ματιά σε ορισμένες προσαρμογές της Κάττου. Επέλεξα τέσσερα ρεμπέτικα, τρία παιγμένα με κιθάρα και ένα με μπουζούκι.
1
Το ρεμπέτικο «Και γιατί δεν μας το λες» του Γιώργου Κατσαρού, Camden, New Jersey, 1928.
(Το πρωτότυπο εδώ)
Η Κάττου το διασκεύασε το 2022 και το μετονόμασε σε «Tell us about your pain». Η φωνή του Κατσαρού ακούγεται ως sample.
(Η διασκευή εδώ)
Ο Γιώργος Κατσαρός γεννήθηκε ως Γιώργος Θεολογίτης το 1888 στην Αμοργό. Το «Και γιατί δεν μας το λες» ήταν ο λαϊκός σμυρναίικος αμενές «Μπουρνοβαλιός μανές», που είχε το όνομά του από ένα όμορφο ελληνικό χωριό κοντά στη Σμύρνη. Το 1928, ο Κατσαρός πήρε μαζί του στην Αμερική αυτή τη μελωδία, που μιλάει για αγάπη, χωρισμό και ξενιτιά.
(Βιογραφικό του Γιώργου Κατσαρού εδώ, άλλες ερμηνείες στο Αρχείο Κουνάδη εδώ)
2
Η διασκευή της Κάττου «Wound without a tear» (Πληγή χωρίς δάκρυ) ήταν αρχικά ένα ρεμπέτικο με τίτλο «Ελληνική απόλαυσις» που ερμήνευε επίσης ο κιθαρίστας Γιώργος Κατσαρός. Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα ανώνυμα ρεμπέτικα, πιθανότατα από το 1919 ή το 1927: «Άντε σαν αποθάνω τι θα πούνε / πέθανε κι ένας μπεκρής / Άντε να με φαν’ τα μαύρα ψάρια.»
(Το πρωτότυπο εδώ, η διασκευή εδώ)
3
Το τρίτο τραγούδι είναι το «Τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα» που η Κάττου το βάφτισε «Blues and twos». Πρόκειται για ένα ζεϊμπέκικο που ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1928 με τους Σαμιώτες Γιαννάκη Ιωαννίδη και Μανώλη Καραπιπέρη. Ένα δημοφιλές «μπατσάδικο» ρεμπέτικο που παίζεται ευρέως στην εναλλακτική, αναρχική και αριστερή σκηνή.
(Το πρωτότυπο εδώ)
Η Κάττου γράφει: «Το κομμάτι αυτό είναι μέρος του πρώιμου ρεπερτορίου των αμερικανικών ρεμπέτικων, γραμμένο για μπουζούκι. Στο δικό μου «Blues and Twos» η αρχική μελωδία παίζεται τσιμπιτά, γίνεται δηλαδή χρήση κιθάρας τόσο στη μελωδία όσο και στο ακοπανιαμέντο. Η δομή του τραγουδιού παραμένει απαράλλακτη, αλλά το «χρώμα» της κιθάρας είναι ρε-λα-ρε-φα-λα-ρε (σημ.Στάινερ: με βάση το μπουζούκι). Το πρωτότυπο τραγούδι είναι σε δρόμο Χουσεϊνί. Σε αυτή τη σύνθεση έχω προσθέσει ηχογραφήσεις δύο πολιτικών διαδηλώσεων. Η πρώτη ηχογράφηση έγινε στα Εξάρχεια της Αθήνας το 2019, αποτυπώνει τον ήχο από τις βόμβες μολότοφ και τις απόμακρες φωνές των διαδηλωτών. Η δεύτερη επιτόπια καταγραφή είναι από τη Λευκωσία. Με το συνθεσάιζερ παρήγαγα ήχους drone.»
Η Κάττου οδηγεί το παλιό τραγούδι στο σήμερα, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε διαδήλωση ή οδομαχία με την αστυνομία. Το μοτίβο αυτό είναι χαρακτηριστικό για τα ρεμπέτικα, που ήταν συχνά τραγούδια της φυλακής. Στη δικτατορία του Μεταξά τα ρεμπέτικα απαγορεύτηκαν και πολλοί ρεμπέτες βρέθηκαν στη φυλακή.
(Η διασκευή εδώ)
4
Το «Στην Υπόγα» είναι ένα εκπληκτικό τραγούδι σε ζεϊμπέκικο ρυθμό 9/8 του Αντώνη Κωστή, που γεννήθηκε ως Κώστας Μπέζος το 1905 κοντά στην Κόρινθο. Παίζει ο ίδιος την κιθάρα. Ο Κωστής πέθανε από φυματίωση το 1943 κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ήταν 37 ετών και – τι έκπληξη! – δεν ήταν γνήσιος ρεμπέτης.
(Σύντομο βιογραφικό και αναφορά σε ένα υπέροχο άλμπουμ εδώ)
Ο Κωστής/Μπέζος συνδύασε χαβανέζικα ακουστικά όργανα με τα ελληνικά τραγούδια. Οι στίχοι αναφέρονται στο κελάρι μιας παράνομης ταβέρνας, του λεγόμενου τεκέ, όπου οι μάγκες κάπνιζαν χασίς, έπαιζαν ρεμπέτικα και τυχερά παιχνίδια και μερικές φορές ερχόντουσαν στα χέρια – μέχρι που κατέφτανε η αστυνομία.
Ο Κάττου γράφει: «Οι συνθέσεις του Κωστή/Μπέζου δεν είναι τσιμπιτά από την άποψη των χαρακτηριστικών τους, παρόλο που γράφτηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1930. Το δικό μου κομμάτι «At the basement» το έχει σαν βάση του. Αλλά δημιούργησα μια σύνθεση με τα χαρακτηριστικά ενός τσιμπιτού, ενορχηστρωμένη πειραματικά.»
(Το πρωτότυπο εδώ, η διασκευή εδώ)
Η προσωπική μου γνώμη
Είναι πολύ ωραίο το συναίσθημα να ανακαλύπτεις νέους ρεμπέτικους συνδυασμούς και συνέργειες. Το ρεμπέτικο εξελίσσεται λοιπόν πειραματικά και δεν παραμένει αυστηρά προσκολλημένο στην παράδοσή του. Ανυπομονώ και χαίρομαι για τα επόμενα βήματα της Αντωνίας Κάττου και την αστείρευτη διάθεση της για μουσικούς πειραματισμούς!

Αντωνία Κάττου
Το πάθος της Κάττου για τη μουσική την οδήγησε στο πανεπιστήμιο Royal Holloway University of London. Σπούδασε εθνομουσικολογία κοντά στη Nina Whiteman και κατά τη διάρκεια του πτυχίου της στον Henry Stobart. Στο μεταπτυχιακό της σπούδασε σύνθεση κοντά στον David Fennessy.
Μέσω της μουσικής πύλης Bandcamp η Κάττου δώρισε τα έσοδα από τις πωλήσεις της στο τμήμα Ukraine Humanitarian Appeal της φιλανθρωπικής οργάνωσης DEC (Disaster Emergency Committee), η οποία παρέχει στέγη, τρόφιμα και φαρμακευτική βοήθεια σε οικογένειες προσφύγων και εκτοπισμένων από την Ουκρανία.
Περισσότερα:
Αντωνία Κάττου εδώ
Στο Instagram εδώ
Κείμενο: Simon Steiner. Σύνταξη και μετάφραση: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: Αντωνία Κάττου.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Μπράβο στην Αντωνία Κάττου για τους ευρηματικούς πειραματισμούς της , αλλά μπράβο και στον συγγραφέα (Simon Steiner) για το αναλυτικό και τεκμηριωμένο, πολυτροπικό κείμενό του !