Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Το σχόλιο της Μαρίας Τοπάλη για το μότο της documenta 14 «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» αποτελεί το πρώτο κομμάτι μιας σειράς από σχετικές τοποθετήσεις που πρόκειται να δημοσιευτούν τις επόμενες εβδομάδες στο diablog.eu. Όλες επικεντρώνονται σε δεδομένα και στοιχεία που όντως μπορεί να μάθει κάποιος απ’ αυτήν την πόλη. Γραμμένες από ανθρώπους που γεννήθηκαν ή ζουν εδώ και καιρό στην Αθήνα, μαρτυρούν την αυτοεκτίμηση και την περηφάνια των κατοίκων της ενώπιον της γενικότερης ανωμαλίας σε μια πόλη που φέρει αφενός τα σημάδια της κρίσης, αφετέρου διαθέτει βαθύτερη μνήμη σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η Αθήνα υπερασπίζεται τη ζωντάνια της σε αντίξοες συνθήκες.
Από το 2010 η Αθήνα, όπως και όλη η χώρα – η Αθήνα όμως με τρόπο ασύγκριτα πιο έντονο και δραματικό – παραδόθηκε στο έλεος της κρίσης και της εξτρεμιστικής βίας που γέννησε η κρίση. Οι άνθρωποι του Λεκανοπεδίου είδαν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται, γνώρισαν τη φτώχεια και την κατάπτωση που έφτασε μέχρι την αλλοίωση του αστικού τοπίου. Λίγα μόλις μέτρα από τη Βουλή των Ελλήνων εργαζόμενοι σε Τράπεζα κάηκαν ζωντανοί στη διάρκεια διαδηλώσεων το 2010. Είχαν κάνει το λάθος να μην απεργούν. Δεν τους θρήνησαν παρά μόνον οι οικείοι τους. Πολιτικοί και δημοσιογράφοι απειλήθηκαν ή υπέστησαν σωματική και λεκτική βία από τους «αγανακτισμένους». Δεν τους υπερασπίστηκε κανείς. Οι δολοφονίες που διέπραξαν νεοναζί παραμένουν ατιμώρητες, σφηνωμένες στα βαριά γρανάζια της ελληνικής δικαιοσύνης. Ολόκληροι εμπορικοί δρόμοι και στοές που έσφυζαν από ζωή παραδόθηκαν στην ερήμωση, τη βρωμιά και τον φόβο. Παρέες και οικογένειες διχάστηκαν, η ατμόσφαιρα, στην οποία εκλύονται επί χρόνια ανεξέλεγκτα υπερβολικές δόσεις αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, αντιευρωπαϊκής συνομωσιολογίας και καταγγελτικού μίσους, έγινε τοξική όσο δεν υπήρξε ποτέ κανένα νέφος ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Κι ωστόσο, χιλιάδες άνθρωποι παλεύουν όλα αυτά τα χρόνια να εργαστούν, να αναθρέψουν τα παιδιά τους, να καλλιεργήσουν την τέχνη ή την επιστήμη τους, να επιδιώξουν αριστεία με ανταγωνιστικούς όρους, να γράψουν μουσική και ποίηση δίχως να καπηλευτούν την πάμφθηνη σημαία της «επανάστασης». Χιλιάδες άνθρωποι στο κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας κάνουν ουρά στις αρχές κάθε μήνα για να πληρώσουν τους δυσβάσταχτους φόρους τους, όπως στάθηκαν υπομονετικά στην ουρά το καλοκαίρι του 2015, μετά την επιβολή των capital controls που σήμερα, δυο χρόνια μετά, εξακολουθούν να ισχύουν στην Ελλάδα. Χιλιάδες γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, συχνά με ειδίκευση στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ ή της Ευρώπης, δίνουν καθημερινά τη μάχη της υγείας υπό αντίξοες συνθήκες και έναντι πενιχρών αμοιβών. Το ίδιο ισχύει για πολλούς υπαλλήλους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, για μαθητές και φοιτητές. Υπό την διαρκή πίεση των ακραίων, των «αγανακτισμένων» που δυναστεύουν τη ζωή μας, δίνουμε καθημερινά, εδώ και επτά χρόνια, τη μάχη της κανονικότητας. Αυτού του ύψιστου πολιτισμικού αγαθού που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θεωρούν, ευτυχώς γι’ αυτούς, δεδομένο.

Οι καθημερινές Αθηναίες και οι Αθηναίοι είμαστε σχοινοβάτες της κανονικότητας. Κάθε πρωί, με ευλαβική μετριοπάθεια, δένουμε το σχοινί μας πάνω στα ερείπια της αλλοτινής ζωής μας και ξεκινάμε. Ξέρουμε πως είμαστε αόρατοι. Η Ευρώπη δεν έχει μάτια για μας: ενδιαφέρεται μόνον για τους ακραίους, για τους στερεοτυπικούς. Οι σχοινοβάτες της κανονικότητας θα αποσταθεροποιούσαμε την εικόνα που οι Ευρωπαίοι έχουν για τους Έλληνες. Δεν είμαστε καθόλου Ζορμπάδες ούτε νεο-Ζορμπάδες. Θα απειλούσαμε εξίσου τον αριστερό και τον δεξιό οριενταλισμό. Θα μπορούσαμε ακόμη και να διεκδικήσουμε έναν ισότιμο ρόλο πλάι στους πολίτες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Εργαζόμαστε σκληρά, έχουμε υψηλή κατάρτιση, πετυχαίνουμε εντυπωσιακά αποτελέσματα μόλις μας το επιτρέψει μια οποιαδήποτε ρωγμή ηρεμίας στο τσουνάμι που σαρώνει τη ζωή και την πόλη μας. Τα παιδιά μας μεγαλώνουν με τσακισμένη υπερηφάνεια και σφιγμένα δόντια. Δεν μπορούν – ούτε εμείς, οι γονείς τους μπορούμε – να φανταστούν ούτε να σχεδιάσουν το μέλλον. Δεν έχουν ασφάλεια, βεβαιότητες, εγγυήσεις. Ωστόσο, δεν εξαγριωνόμαστε. Συνεχίζουμε, σχεδόν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η κανονικότητα είναι ο πολιτισμός που με σχεδόν τρελό πείσμα υπερασπιζόμαστε. Οι Ευρωπαίοι μπορούν, φορώντας ειδικά γυαλιά που μας καθιστούν ορατούς, να απολαύσουν το κουραστικό και ελάχιστα θεαματικό νούμερο που καθημερινά εκτελούμε. Είμαστε άριστο δείγμα του πόσο βαθιές ρίζες διαθέτει ο δυτικός πολιτισμός στο νότιο άκρο της χερσονήσου των Βαλκανίων. Πόσο δύσκολα ξεριζώνεται. Πάρτε μας παράδειγμα.
Η ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ είναι ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας. Έχοντας τελειώσει τη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Φραγκφούρτη. Υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος Daimler–Benz. Σήμερα ζει στην Αθήνα, εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και γράφει για την «Κυριακάτικη Καθημερινή».
Επιμέλεια: Andrea Schellinger. Φωτό: diablog.eu, έργα του Edi Hila στο ΕΜΣΤ, κατά τη διάρκεια της documenta 14.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
….Η Ευρώπη δεν έχει μάτια για μας: ενδιαφέρεται —-
….Οι Ευρωπαίοι μπορούν….
ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΏ ΜΕ ΑΥΤΉΝ ΤΗ ΓΕΝΊΚΕΥΣΗ (Η Ευρώπη – Οι Ευρωπαίοι ) ΓΙΑΤΊ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΒΟΗΘΆ ΝΑ ΜΠΟΎΜΕ ΣΤΗΝ ΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ .
ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ