Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ακολουθήστε μας στην περιήγηση της εντυπωσιακότερης οροσειράς της Κύπρου που προσφέρει μια μεγαλειώδη εναλλαγή φύσης! Ξεναγός μας είναι ο συγγραφέας Αιμίλιος Σολωμού, που μας οδηγεί σε κορμούς δέντρων με ιδιότυπα σχήματα, μανιτάρια με μυρωδάτη μούχλα και ντελικάτους κρόκους. Περιμένουμε με χαρά το τελευταίο του μυθιστόρημα, το οποίο τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2013 και που θα εκδοθεί την άνοιξη στον εκδοτικό οίκο τής Griechenland Zeitung σε μετάφραση τής Μιχαέλα Πρίντσιγκερ. Περισσότερες πληροφορίες για τον συγγραφέα θα βρείτε στο λεξικό προσώπων «Who is who» του diablog. Η Νίνα Μπούνγκαρτεν μετέφερε το οδοιπορικό αυτό στα γερμανικά. Η εικονογράφηση προέρχεται, όπως πάντα στην ταξιδιωτική μας σειρά, από τον Γιώργο Κωνσταντίνου.

Όταν η καθημερινότητα σε πλακώνει επικίνδυνα, όταν αισθάνεσαι καταθλιπτική την πόλη να σε συντρίβει, όταν το άγχος συσσωρεύεται σαν τις τοξίνες στην ψυχή και το σώμα σου (όχι, δεν το πάμε στο γνωστό τραγούδι του Bobby McFerrin “Don’t worry be happy”), τότε το αντίδοτο είναι ένας χορταστικός περίπατος στο δάσος.
Κι ευτυχώς, σε μια ώρα και κάτι από τη Λευκωσία υψώνεται το Τρόοδος, η κεντρική ραχοκοκαλιά που δεσπόζει στη γεωμορφολογία της Κύπρου.
Εκεί, κάτω από την υψηλότερη κορφή, τον Όλυμπο (Χιονίστρα), στα 1820-1860 μέτρα, και στη γύρω περιοχή, υπάρχουν πολλά μονοπάτια της φύσης, πλήρως σηματοδοτημένα και διανοιγμένα στο δάσος.
Είναι μέσα φθινοπώρου. Αφήνουμε το αυτοκίνητο στη στροφή, λίγα χιλιόμετρα πριν τον Όλυμπο, στον μικρό χώρο στάθμευσης, μπροστά στο χάρτη που αποτυπώνει τη διαδρομή στο Μονοπάτι Άρτεμις. Το μονοπάτι περιλαμβάνεται στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Τροόδους και είναι ενταγμένο στο πρόγραμμα NATURA 2000. Η διαδρομή μήκους επτά χιλιομέτρων είναι κυκλική, επανέρχεται δηλαδή στο σημείο εκκίνησης. Η πεζοπορία διαρκεί γύρω στις τρεις ώρες σε ομαλό έδαφος.

Χωνόμαστε στο δάσος. Αυτό το ίδιο αρχαίο, πυκνό δάσος του Τροόδους που στην αρχαιότητα έδινε την άφθονη ξυλεία του για την κατασκευή καραβιών, την εξόρυξη και την εκμετάλλευση του χαλκού. Οι πινακίδες σηματοδοτούν την πορεία μας. Κάνει κρύο. Τα δόντια χτυπάνε. Η άχνα από την ανάσα μας δραπετεύει ψηλά. Στο μονοπάτι τα πεσμένα φύλλα και οι πευκοβελόνες τρίζουν κάτω από τα παπούτσια μας. Τα κλαδιά των δέντρων σχεδόν μας χαϊδεύουν, δεξιά αριστερά υψώνονται πεύκα (Pinus nigra). Ένας στοιχειωμένος στρατός σε στάση προσοχής. Ανάμεσα στις κορφές τους διακρίνεται ένας ήλιος θαμπός, αδύναμος. Από τις χαράδρες ανεβαίνει η πρωινή υγρασία. Και χωρίς να ξέρουμε γιατί θυμόμαστε …των οσίων τα πνεύματα /ως αργυρέα ομίχλη/τα υψηλά αναβαίνει/και εις ποταμούς διαλύεται/φωτός και δόξης. Είναι στίχοι του Α. Κάλβου από την ωδή του “Εις Αγαρηνούς”.

Στις βουνοκορφές οι κορμοί προβάλλουν μέσα από την πάχνη σαν στοιχειωμένοι γίγαντες. Κάπου μακριά, μες στην ερημιά, ακούγονται κρωξίματα πουλιών.
Καθώς προχωρούμε, η βλάστηση γίνεται όλο και πιο πλούσια. Ξύλινες πινακίδες του Τμήματος Δασών αναγράφουν τα ελληνικά και τα λατινικά ονόματα των θάμνων: Βερβεριτζιά (Berberis cretica) και Αγριοκυδωνιά (Cotoneaster nummularia). Εντοπίζουμε τα ενδημικά λουλούδια: την Ευφόρβια του Τροόδους (Euphorbia cassia) και την Άνθεμις Πλουτώνια (Anthemis ploutonia). Αλλού το Άλυσο του Τροόδους (Alyssum troodi) και τη Νεπέτα του Τροόδους (Nepeta troodi). Θα συναντήσουμε και το περίφημο ρούδι (rhus coriaria), «ρους» κατά την αρχαιότητα, τα φύλλα του οποίου κάποτε ήταν περιζήτητα για τη βυρσοδεψία και απέφεραν ένα γερό εισόδημα σε όσους είχαν το κουράγιο να το συλλέξουν με κόπους και βάσανα στις απότομες πλαγιές. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται και ως μπαχαρικό.
Αφουγκραζόμαστε τη μαγεία γύρω μας, με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, έτοιμοι να απαθανατίσουμε το μυστήριο. Τι απίστευτη ησυχία! Γαλήνη. Είμαστε μόνοι σ’ έναν ανόθευτο παράδεισο. Πρωτόπλαστοι. Και σε λίγο, νά η πρώτη έκπληξη. Τα λευκά άγρια μανιτάρια (Russola delica), το ένα δίπλα στο άλλο, μια οικογένεια, ανασηκωμένα μέσα από τις πευκοβελόνες και τα κούτσουρα, σαν να θέλουν να σηκώσουν στην πλάτη τους τον κόσμο. Ό, τι πρέπει για τουρσί, συνοδευτικό για το τραπέζι στη διάρκεια του χειμώνα. Τώρα είμαστε υποψιασμένοι. Κοιτάμε γύρω γύρω, βραδυπορούμε. Βγαίνουμε από το μονοπάτι και περπατάμε στις πλαγιές. Τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν παντού. Τα μαζεύουμε και σχεδόν γεμίζουμε το σακίδιο στην πλάτη μας. Καθώς αγγίζουμε και παραμερίζουμε τους θάμνους, απελευθερώνεται ένα υπέροχο άρωμα. Είναι τα αιθέρια έλαια του φασκόμηλου του Τροόδους με τα πλατιά του φύλλα (Salvia willeana). Κόβουμε μερικά κλαράκια με φύλλα. Το βράδυ, μπροστά στο τζάκι θα απολαύσουμε ένα υπέροχο αφέψημα.

Τώρα πια η βλάστηση αραιώνει. Τα βουνά είναι σχεδόν γυμνά. Εδώ κυριαρχεί ο Αόρατος του Τροόδους (Juniperus foetidissima). Τρίβουμε τα φύλλα του στα χέρια μας. Η γνώριμη διακριτική μυρωδιά του κυπαρισσιού. Το ξύλο του είναι σκληρό κι ανθεκτικό. Παλιά έφτιαχναν μπαούλα μ’ αυτό, γιατί η μυρωδιά του έδιωχνε το σκόρο από τα ρούχα. Γύρω μας ξαπλωμένα ή όρθια ξεραμένα δέντρα, σαν ξασπρισμένα κουφάρια σε διάφορα, παράξενα σχήματα λόγω του χιονιού και των αέρηδων. Τα ξερά κλαριά τους σημαδεύουν τον ουρανό. Απλώνουμε την παλάμη κι αγγίζουμε τους γυμνούς, αποφλοιωμένους κι ανεμοδαρμένους κορμούς. Σαν κάποιος ξυλουργός να τους λείανε. Γλυπτά σμιλεμένα από έναν ιδιοφυή γλύπτη. Αν έχεις παρατηρητικότητα και λίγη φαντασία, θα διακρίνεις ανθρώπινες μορφές, ανθρώπινα μέλη, βλοσυρά πρόσωπα, γίγαντες, νεράιδες και μάγισσες. Είναι τα πνεύματα του δάσους. Τα κουφάρια των δέντρων είναι σημαντικά για την ισορροπία του δάσους, για τα σαπρόφυτα, τα ζωύφια και τα έντομα.

Οι εικόνες μοιάζουν βγαλμένες από αμερικάνικο γουέστερν. Κι εμείς σαν να περπατάμε στην πλαγιά ενός ανενεργού ηφαιστείου. Η περιοχή είναι πλούσια σε πετρώματα και ορυκτά. Αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου, του κόκκινου και του καφέ. Οι πινακίδες αναγράφουν τα ονόματά τους: χαρζβουργίτης, δουνίτης, γάββρος, πυροξενίτης. Σε ορισμένα σημεία της διαδρομής θα συναντήσουμε επιφανειακά ορύγματα που ανοίχτηκαν πριν χρόνια για την εξαγωγή χρωμίτη (στο μονοπάτι Αταλάντη, που αρχίζει από την Πλατεία του Τροόδους, σε μια εξαιρετική κυκλική διαδρομή μήκους 14 χιλιομέτρων, ο πεζοπόρος θα αντικρίσει τις στοές υπόγειου μεταλλείου χρωμίτη).
Το εκπληκτικό, όπως αναφέρει ο οδηγός του Τμήματος Δασών, είναι πως στην κορφή του Τροόδους μοιάζει να περπατά κανείς στον Ανώτερο Μανδύα της γης, κάτι που είναι μοναδικό και μπορείς να συναντήσεις μόνο σε λίγα μέρη του κόσμου. Όπως καταγράφεται επί λέξει: «Ο χαρζβουργίτης είναι το δύστηκτο κατάλοιπο που παρέμεινε μετά τη μερική τήξη του Ανώτερου Μανδύα σε βάθη περίπου 60 χιλιομέτρων κάτω από τον βυθό του ωκεανού της Τηθύος και τη δημιουργία μάγματος βασαλτικής σύστασης, από το οποίο προήλθαν τα υπόλοιπα πετρώματα του οφιολιθικού συμπλέγματος πριν 92 εκατομμύρια χρόνια».
Σε λίγο η βλάστηση αρχίζει πάλι να πυκνώνει. Καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι να ξαποστάσουμε, σχεδόν στο μέσον της διαδρομής. Κυρίως, για να απολαύσουμε την υπέροχη θέα που ανοίγεται ανάμεσα στα δέντρα μέχρι κάτω χαμηλά στους πρόποδες της οροσειράς και τις πεδιάδες. Στο θερμός έχουμε καφέ. Ό, τι πρέπει. Εδώ δε χρειάζεται να κλείσεις τα μάτια για να ονειρευτείς. Βρίσκεσαι μέσα στο όνειρο. Το βλέμμα μας διακρίνει μέχρι πέρα μακριά τη θάλασσα να στραφταλίζει στον ήλιο, στο νότο του νησιού. Σε άλλο σημείο, στην αντίθετη πλευρά, προς το τέλος της διαδρομής, θα χαζέψουμε έπειτα την πεδιάδα μέχρι την οροσειρά του Πενταδαχτύλου στο βορρά.
Συνεχίζουμε. Και νά, ξαφνικά κάτω στα πόδια μας, ξεπροβάλλει ανάμεσα στις πευκοβελόνες ο Crocus veneris, εντυπωσιακός μα εύθραυστος. Λευκός με μιαν απόχρωση ροζ, βρίσκεται σε φανερή αντίθεση με τα φθινοπωρινά χρώματα γύρω του, την πλάση που πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί την άνοιξη. Τον απαθανατίζουμε με τη φωτογραφική μηχανή, όπως κι άλλα άγνωστα σε μας λουλούδια της εποχής που θα βρούμε στη συνέχεια στο διάβα μας.

Κι ύστερα πέφτουμε πάνω σε μια συστάδα αγριοτριανταφυλλιών Rosa chionistrae. Δοκιμάζουμε τον κόκκινο καρπό τους. Υπόξινη, αλλά ευχάριστη γεύση. Ο καρπός είναι εξαιρετικός για αφέψημα και μαρμελάδα.
Στη στροφή, άλλη μια απρόσμενη έκπληξη. Ερείπια απλώνονται δεξιά κι αριστερά στο μονοπάτι. Είναι τα “Τεισιά” (Τείχη) της Παλιάς Χώρας που ανήγειραν πρόχειρα το 1570-1571 μ.Χ., ως ύστατο σημείο άμυνας, Ενετοί στρατηγοί, οι οποίοι κατέφυγαν εδώ στη διάρκεια της βίαιης κατάληψης του νησιού από τους Οθωμανούς. Βαδίζουμε ανάμεσα στα πεύκα και τα σκόρπια ερείπια, το μακρύ τείχος, τους σωρούς από πέτρες, που, πιθανολογούμε, ήταν κάποτε τα καταλύματα των κρυμμένων φυγάδων.
Φανταζόμαστε την αγωνία. Τον τρόμο στα μάτια τους. Μέσα στην απόλυτη ησυχία της ερημιάς και του δάσους να περιμένουν τους επιδρομείς να καταφτάσουν, ανά πάσα στιγμή, τον ίδιο το θάνατο. Άραγε, τις κρύες, στοιχειωμένες νύχτες του χειμώνα, να μπορεί ν’ ακούσει κανείς εδώ πάνω τις φωνές, να ακροαστεί την αγωνία τους;
Απ’ εκεί κι έπειτα, η βλάστηση πυκνώνει ξανά. Τώρα κυριαρχούν εκτός από τη μαύρη πεύκη και τα θαμνόδεντρα σε μια πανδαισία χρωμάτων. Το μονοπάτι ανοίγεται μέσα από τις αγριομηλιές (Sorbus aria). Το αγριόμηλο έχει έντονο πορφυρό χρώμα. Εδώ δεν υπάρχει ο κατηραμένος όφις!
Κόβουμε και δοκιμάζουμε. Λίγο στυφό, αλλά ναι, είναι η γεύση του μήλου. Γεμίζουμε το σακούλι. Πιο πέρα, πάλι ο κόκκινος καρπός, αυτή τη φορά, της κουμαριάς (Arbatus andrachne ή Greek Strawberry) γλυκός και νόστιμος.

Κούμαρα και αγριόμηλα για μαρμελάδα. Αλλού φτιάχνουν μ’ αυτά λικέρ και τσίπουρο.
Στο τελευταίο μέρος της διαδρομής, αρχίζουμε να ανηφορίζουμε ελαφρώς. Είναι το «δύσκολο» κομμάτι. Βαδίζουμε στο χιονοδρομικό καταφύγιο. Ψηλά αιωρούνται τα καλώδια του τελεφερίκ που μεταφέρουν τους χιονοδρόμους στην κορφή. Χάσκουν γυμνά πάνω από πεύκα και βράχια. Κάτω στο πετρώδες έδαφος, βαλμένα στη σειρά είναι παραταγμένα τα μεταλλικά καθίσματα, παροπλισμένα. Σκεφτόμαστε πως η Κύπρος είναι μοναδική για τις πολλές ιδιαιτερότητες και τις αντιθέσεις της. Το χειμώνα ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί το Τρόοδος για σκι και την ίδια μέρα να κατηφορίσει (μια ώρα δρόμος) και να φτάσει στις ηλιόλουστες παραλίες του νησιού και να βουτήξει στην κρύα (όχι και τόσο-μέχρι 17 βαθμούς κελσίου) θάλασσα, αν είναι λίγο τολμηρός.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος, μπροστά μας ορθώνεται επιβλητικό ένα υπεραιωνόβιο πεύκο ηλικίας άνω των 500 ετών. Στεκόμαστε και διαβάζουμε την πινακίδα μπροστά του. Μας πληροφορεί πως το πεύκο βρισκόταν εδώ, όταν ο Βάσκο ντα Γκάμα πέρασε το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και περιέπλευσε την Αφρική, το 1497. Ίσως και πριν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική, σκεφτόμαστε. Κι έπειτα, περνάμε ανάμεσα σε έναν ακόμα στρατό με ευθυτενείς κορμούς που χάνονται ψηλά, κρύβοντας τον συννεφιασμένο πια ουρανό. Στα «πόδια» τους απλώνεται ένα στρώμα ξεραμένες φτέρες. Βαδίζουμε γρήγορα. Θα ρίξει βροχή. Τώρα οι κουμαριές και οι αγριομηλιές με τους άγριους καρπούς τους μας συνοδεύουν δεξιά αριστερά σαν να μας ξεπροβοδίζουν. Αλήθεια, γιατί τα πλείστα άγρια φρούτα του δάσους έχουν τόσο έντονο κόκκινο χρώμα; Ιδού η απορία.
Διασχίζουμε τον κεντρικό δρόμο, βρισκόμαστε πια στην αφετηρία. Ο μικρός χώρος στάθμευσης έχει γεμίζει με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Μάλλον τουρίστες που αγαπούν την πεζοπορία. Άραγε θα καταφέρουν να φτάσουν στο τέρμα, πριν ξεσπάσει η καταιγίδα; Είναι ακόμα πρωί. Οι μπαταρίες μας έχουν γεμίσει και με το παραπάνω. Εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, ακούσματα του μεσογειακού δάσους. Ηρεμία. Ως την επόμενη φορά.
Μέχρι τότε, θ’ αγναντεύουμε από μακριά την οροσειρά και στο δρόμο θα σιγοψιθυρίζουμε τους στίχους του Βασίλη Μιχαηλίδη από το ποίημα «Τρόοδος» (μελοποιήθηκε πρόσφατα από τον Λάρκο Λάρκου):
Νά το ψηλότερον βουνόν που στέκεται εκεί κάτω
Αγέρωχο, περήφανο κι όλο ζωή γεμάτο
Έχει χλαμύδα τη νοτιά, τα σύννεφα κορώνα
Χαμόγελο την άνοιξη και χιόνια το χειμώνα
Στη γην του την πευκόφυτον, την γην την εσκιωμένην
Από το χέρι του Θεού είν’ η χαρά χυμένη
Παίζουν και ψάλλουν τα πουλιά στα δέντρα, στα λουλούδια
Και τα ρυάκια τ’ ουρανού στους βράχους του τραγούδια
Φωτό: Αιμίλιος Σολωμού. Εικονογράφηση: Γιώργος Κωνσταντίνου.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)