Ξέρει κανείς πώς είναι ο μουντζούρης στα Ελληνικά;

του Andreas Schäfer

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Πώς αισθάνεται ένας «μισός Έλληνας» σε καιρούς κρίσης; Γίνεται αναγκαστικά ειδικός για κάθε τι το ελληνικό; Ο Andreas Schäfer, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, αποτόλμησε το 2002 με το βιβλίο του «Auf dem Weg nach Messara» (Στο δρόμο προς τη Μεσσαρά) μια προσέγγιση της ελληνικής του κληρονομιάς. Από τότε θεωρείται κάθε τόσο κύριος υπεύθυνος λόγω ελληνικών σχέσεων…

Τώρα που η Ελλάδα είναι και πάλι το θέμα της ημέρας (Η Ελλάδα κηρύσσει τον «πόλεμο των Τιτάνων». Η κυβέρνηση στην Αθήνα σχεδιάζει να επιβάλει νέο φόρο ακινήτων/Ο Rösler της FDP[1] δεν αποκλείει πτώχευση της χώρας. SZ[2], 12.9.2011), εμφανίζονται πάλι τα παλιά αντανακλαστικά, η τάση για κρυφτό, για συστολή. Ελπίζω να μη μου αναθέσει πάλι κάποιο όργανο των μέσων ενημέρωσης το καθήκον της διαφώτισης και μου ζητήσει ν’ αποδώσω την ανικανότητα των Ελλήνων για αποταμίευση στο χαρακτήρα τους.

Πείτε μας αλήθεια, κύριε Σέφερ, εξηγείται ιστορικά η παρουσίαση ψευδών στοιχείων, η αθέτηση υποσχέσεων; Λόγω της πανουργίας των Σπαρτιατών ενδεχομένως ή λόγω της καταπίεσης από τους Οθωμανούς, που χάραξαν ανεξίτηλα στο χαρακτήρα του λαού τη νοοτροπία του θύματος -μαζί με όλες τις επακόλουθες, αψυχολόγητες ενέργειες;

Κάποτε μου τηλεφώνησε ένας συντάκτης και μου είπε: Θα γράψουμε μια ιστορία για τα κλισέ. Επειδή είπε η Angela Merkel, ότι οι νότιοι θα έπρεπε να δουλεύουν περισσότερο και να μην είναι τόσο τεμπέληδες. Μία ιστορία κόντρα στο ρεύμα. Ειρωνική. Για παράδειγμα: Οι Ιρλανδοί τα πίνουν. Οι Ισπανοί, ξέρω γω, γλεντάνε και τρώνε τάπας. Και οι Έλληνες; Ωχ, όχι, είπα. Σε παρακαλώ, εσύ πρέπει να το κάνεις, δεν έχουμε άλλον (εννοούσε: κάποιον με ελληνικό υπόβαθρο, κάποιον με το δικαίωμα αυτό). Να αποδυναμώσουμε τα κλισέ σαν της Μέρκελ μέσα από την παιγνιώδη υπερβολή. Κάπως έτσι. Δε μου ερχόταν τίποτε στο νου. Ευτυχώς είχα ακόμη ένα βιβλίο στα ράφια. Ο τίτλος του: «Οι Έλληνες γενικά» και ήταν μια συλλογή κοινών τόπων.

Graffiti

Κάποια άλλη φορά καθόμουν σ’ ένα τοκσόου ανάμεσα σε πολλούς Γερμανο-Έλληνες, και με σύστησαν ως εκείνον που «αναζητά στα βιβλία του τους Έλληνες με την ψυχή». Η εφημερίδα Bild μόλις είχε ξεκινήσει την καμπάνια της ενάντια στους πτωχυμένους Έλληνες, το περιοδικό Focus είχε τυπώσει την Αφροδίτη με το κ…δάχτυλο στο εξώφυλλο, προκαλώντας εξοργισμένους Έλληνες να κάνουν έκκληση για μποϊκοτάζ γερμανικών προϊόντων.

Η εκπομπή αποσκοπούσε προφανώς στον περιορισμό της ζημιάς, στον κατευνασμό των πνευμάτων, στη διάσωση της τελευταίας στάλας της παροιμιώδους γερμανο-ελληνικής φιλίας. Μια συμπαθητική ενημερωτική εκπομπή μ’ ένα μικρό μουσικό συγκρότημα που ήρθε αεροπορικώς από την Κρήτη, την υποχρεωτική τηλεοπτική διασημότητα (ένας Έλληνας από την τηλεοπτική σειρά Lindenstraße, ο γιος, όχι ο πατέρας) και την ερώτηση που επαναλήφθηκε καμιά δωδεκαριά φορές: «Τι σόι τύπος είναι ο Έλληνας τελικά;»

Ο Έλληνας της Lindenstraße είπε: «Εμείς οι Έλληνες αγαπάμε την ελευθερία!» Μια εκδότρια γερμανο-ελληνικής καταγωγής έβαλε σχεδόν τα κλάματα! Οι φιλόξενοι Έλληνες! Και τώρα αυτή η χαιρεκακία. Με είχαν επιλέξει, ας το πούμε έτσι, ως κοινωνιολόγο κι έπρεπε να κάνω αναλύσεις. Καμία ανεπτυγμένη αίσθηση για το κοινό καλό, επειδή η ελληνική κοινωνία δήθεν δεν είχε περάσει κάτι σαν Διαφωτισμό. Επιπλέον δεν υφίσταται αστική τάξη, τουλάχιστον με την κεντροευρωπαϊκή έννοια. «Το σημαντικότερο στην Ελλάδα είναι η οικογένεια!», αναφώνησε ο ηθοποιός της Lindenstraße.

Schwarzer Peter

Και συνέχισε να φουσκώνει από ελληνική περηφάνια: «Εφευρέτες της Δημοκρατίας! Ελευθερία ή θάνατος!» απήγγειλε. (Πολεμικό σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης, το οποίο ακόμη και σήμερα οι έλληνες μαθητές υποχρεούνται να απαγγέλουν την ημέρα της εθνικής επετείου). Από δραματουργικής άποψης, όλο αυτό ήταν επιτυχημένο. Δάκρυα λύπης, σύντομες ματιές στην καθημερινότητα και την ιστορία, που αποδυνάμωναν με την ευκαιρία μερικά στερεότυπα. Ταυτόχρονα, όμως, μπορούσε να δει κανείς ζωντανά από την κάμερα, ότι ο Έλληνας προφανώς λειτουργεί κάπως αλλιώς.

Αργότερα, ο ηθοποιός με τράβηξε στην άκρη. «Ρε συ, δεν το εννοούσα με κακία. Αφού ξέρεις πώς λειτουργεί το παιχνίδι». Κοίταξε την οθόνη του κινητού του και διάβασε το πιο πρόσφατο μήνυμα: «Δύο ώρες φλυαρία και ούτε μια πρόταση ουσίας», του έγραψε ένας φίλος που είχε φρίξει. «Χα!», έκανε ο ηθοποιός θριαμβευτικά, σαν να συνίστατο το νόημα της παράστασης «αγαπάμε-την-ελευθερία» σε αυτό ακριβώς το σημείο: να κρύβουμε την ουσία πίσω από τα στερεότυπα. Η γνήσια ελληνική επαναστατικότητα δε θα έπρεπε ν’ αναλυθεί, αλλά να γίνει μία επίδειξή της, πετώντας στο φακό της περιφρονημένης γερμανικής κάμερας αυτό ακριβώς που, ούτως ή άλλως, ήταν διατεθειμένη να δει: τον Έλληνα–κλισέ που εύκολα αρπάζεται (τον παθιασμένο, δηλαδή), που θα έκανε καλή εντύπωση σε κάθε διαφήμιση για ούζο.

Η γερμανίδα κυρία με την πονηριά στο βλέμμα, η οποία έκανε από τις παρυφές της ομήγυρης τις πιο έξυπνες παρατηρήσεις (και η οποία ζει εδώ και τριάντα χρόνια σε ερμητική απομόνωση στην Πελοπόννησο) είπε: «Επισκεφτείτε με καμιά φορά στην καλύβα μου στη Μάνη!» Ακουγόταν σαν πρόσκληση στο βουνό της επιφοίτησης. Τότε, έλεγε το βλέμμα της, θα καταλαβαίναμε, κι αυτή η άθλια φλυαρία περί ταυτότητας και χαρακτήρα ενός λαού θα έληγε επιτέλους.

Κάποιος από το κρητικό συγκρότημα ήθελε να μάθει για ποιο ζήτημα γινόταν κουβέντα. Όλοι τού φαίνονταν αναστατωμένοι. Προσπαθήσαμε, όμως ήταν αδύνατο να το εξηγήσει κανείς. Ελληνική ψυχή. Φιλία λαών. Δείχνοντας τον ένοχο, χωρίς να χρησιμοποιηθεί η λέξη ενοχή. Μήπως ξέρει κανείς, πώς είναι ο μουντζούρης στα Ελληνικά; Και αυτός επαναλάμβανε μη πιστεύοντας στ’ αυτιά του: «Ενοχή; Ψυχή;»

{%ALT_TEXT%}

Οι ιστορίες στα ΜΜΕ είναι φυσικά ικανοποιητικές. Είναι εύκολο να σπάει κανείς πλάκα με την ερώτηση «Τι σόι τύπος είναι αλήθεια ο Έλληνας;», με τη φαιδρότητα των ημερησίων εφημερίδων, που θεωρούν καθήκον τους ν’ απαντούν στην κάθε δήλωση ενός πολιτικού, ή με την κατανομή των ρόλων και των τελετουργιών μιας τηλεοπτικής εκπομπής που είναι καταδικασμένη σε επιφανειακότητα. Από την άλλη: κανείς δεν είναι αναγκασμένος να εκφέρει άποψη. Προφανώς υπάρχει κάποια αιτία γι αυτό, ένα είδος υποχρέωσης ίσως;

Το αγόρι, που ήμουν κάποτε, μεγάλωσε σ’ ένα προάστιο της Φρανκφούρτης, σ’ ένα σπίτι από μια σειρά ίδιων κατοικιών της μεσαίας αστικής τάξης, περιτριγυρισμένος από γερμανούς γείτονες, παίζοντας τα απογεύματα με γερμανούς φίλους –ή με το Μάριο, του οποίου οι γονείς κατάγονταν από την Ισπανία. Ο Μάριο ήταν ξένος, γιατί είχε ένα ασυνήθιστο όνομα, το αγόρι από την άλλη ήταν Γερμανός, αν και η μητέρα του καταγόταν από την Ελλάδα.

Αλλά αυτό δε γινόταν αντιληπτό, γιατί το επίθετο του δε θα μπορούσε να είναι πιο γερμανικό. Η μεγάλη διαφορά βρισκόταν στο ότι ο Μάριο -είτε το επιθυμούσε είτε όχι- γινόταν από τους άλλους αντιληπτός ως ξένος, ενώ το αγόρι (αυτό τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει) μπορούσε να ορίσει μόνο του, σε ποιον θα ομολογούσε και πότε, ότι η μητέρα του καταγόταν από την Ελλάδα.

Schwarzer Peter

Το αγόρι δεν ήταν διαφορετικό, ήταν φυσιολογικό, πέρα από αυτό όμως είχε και μια εξωτική πλευρά, ένα μυστικό, με το οποίο μπορούσε να κάνει επίδειξη, να μαζέψει πόντους: στην αρχή στις μητέρες των συμμαθητών του, αργότερα στα ίδια τα κορίτσια. Στο γυμνάσιο (ο Μάριο πήγαινε στο μεταξύ σ’ ένα άλλο σχολείο) υπήρχε ένα χρονικό διάστημα, στο οποίο μερικοί συμμαθητές του τον φώναζαν Costa –λόγω του Costa Cordalis[3]. Αυτό δεν τον πείραζε, απεναντίας το δεχόταν σαν διακριτικό γνώρισμα, αφού ήταν σταθερό μέλος του στενότερου κύκλου της τάξης, αφού ήταν πάντα μεταξύ εκείνων, που ανήκαν σε αυτόν.

Όταν όμως ένας δάσκαλος τόλμησε κάποτε να τον αποκαλέσει επίσης Costa «επειδή το έκαναν όλοι σε τελική ανάλυση», αγανάκτησε το αγόρι και παρουσίασε τον άντρα (ο οποίος πιθανότατα ήθελε απλά με άγαρμπο τρόπο να τον κολακέψει) σαν ξενόφοβο και κρυφό ρατσιστή. Μπορεί να πει κανείς: το αγόρι εκμεταλλευόταν την ελληνική του πλευρά, έπαιζε με αυτήν, τη χρησιμοποιούσε σαν χαρακτηριστικό διάκρισης και την περιέφερε με καμάρι όπως άλλοι τα μπουφάν Chevignon, που ήταν τότε στη μόδα.

Μόνο όταν το αγόρι ρώτησε με αναίδεια έναν Έλληνα ή Ημι-Έλληνα από ένα άλλο τμήμα της ίδιας τάξης, εάν αλήθεια «είναι εκατό τοις εκατό ή μόνο κατά το ήμισυ Κανάκ[4]», ανέτειλε μέσα του από την έντρομη αντίδραση και την αγανάκτηση του άλλου αγοριού κάτι σαν κοινωνική πραγματικότητα: αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι πραγματικά αισθάνονταν πληγωμένοι απ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το αόρατο όριο ανάμεσα στο εμείς της πλειοψηφίας και στους άλλους, τους οποίους είχε μέχρι τώρα κατά κάποιον τρόπο μόνο ακουστά, έγινε ορατό τη στιγμή εκείνη, που ξεπέρασε το όριο και πρόσβαλλε τον άλλον. Μεμιάς κατάλαβε όχι μόνο ότι πλήγωσε τον άλλον βαθιά, αλλά και ότι στην πραγματικότητα απαρνήθηκε και τη δική του ελληνική πτυχή με την αλαζονεία του.

Illustration

Όπως υπάρχει μέσα σε μία κοινωνία ένα όριο ανάμεσα στο εμείς της πλειοψηφίας και σε εκείνους, για τους οποίους γίνεται λόγος, έτσι ασφαλώς διαχωρίζει ένα όριο τη διαφωτισμένη κεντρική Ευρώπη από τις νότιες, λιγότερο προοδευμένες ή μικρότερες χώρες, οι οποίες αισθάνονται παραδοσιακά θύμα, έρμαιο των μεγάλων εθνών.

Η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα του νότου, της οποίας η ένδοξη ιστορία κρέμεται σαν μυλόπετρα από το λαιμό της και η οποία βιώνει για ολόκληρες γενιές το γεγονός να είναι αποδέκτης κοροϊδευτικών χαμόγελων. Η κεντροευρωπαϊκή αλαζονεία είναι υπόγεια, μερικές φορές φαίνεται σε ένα ειρωνικό μόνο υπονοούμενο, ακόμη και σε ένα διασκεδαστικό νεύμα της κεφαλής για τις συνθήκες εκεί κάτω.

Για ένα χρόνο έζησα στην Αθήνα και, αν και έβγαζα και τότε τα προς το ζην μου από τη δημοσιογραφία, δεν έγραψα σχεδόν τίποτα για την Ελλάδα, παρότι υπήρχαν αρκετές αφορμές. Ολυμπιακοί αγώνες. Η Ελλάδα έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο ποδόσφαιρο. Στεκόμουν στην Αθήνα μπροστά από το Καλλιμάρμαρο και περίμενα με χιλιάδες άλλους ανθρώπους το λεωφορείο, το οποίο έφερε τους παίκτες της Εθνικής μετά το θρίαμβο στο γήπεδο, με τον Otto Rehagel στο κάθισμα στην πρώτη σειρά. Γιατί δεν έγραψες τίποτα, ρώτησε ένας φίλος μετά την επιστροφή μου στο Βερολίνο. Όλο τον καιρό περίμενα το ρεπορτάζ σου για την Αθήνα.

Μα εγώ είχα πάει στην Αθήνα για να δω αν θα μείνω. Για να αμφισβητήσω προοπτικές. Μόνο ως Γερμανός όμως θα μπορούσα να γράψω, από την οπτική γωνία κάποιου που απορεί. Για τη γερμανική επιφυλλίδα. Δεν ήθελα να χαλάσω με ειρωνεία τον τόπο της εμπειρίας, αυτό το άγιο έτος. Ήθελα ν’ ακολουθήσω μια νοσταλγία, να κάψω ψευδαισθήσεις. Δεν ήθελα να προδώσω την Ελλάδα.

Ήταν ζήτημα χρόνου. Σαν τη γάτα περιτριγύριζα τον καυτό χυλό. Πώς μπορώ να γράψω για την ελληνική κοινωνία, η οποία με συναρπάζει και με σκιάζει ταυτόχρονα, πώς μπορώ να αρθρώσω την αδυναμία μου να κατανοήσω τη φρίκη μου, το πένθος μου για την κατάσταση στην Ελλάδα – χωρίς να μπω αυτόματα στη ρότα μιας γερμανικής κουβέντας ανωτερότητας;

Illustration

Συζητήσεις σε αθηναϊκές βεράντες, σε μπαλκόνια των προαστίων με κατεβασμένες τέντες για προστασία από τον ήλιο και τα βλέμματα των γειτόνων: Η ζήλια στα γερμανικά είναι Eifersucht. Ο καημός είναι Leiden. Τί είναι αυτό; Η δύναμη ενός τόπου. Η ηρεμία. Το να είσαι κάπου ενταγμένος και προστατευμένος (ο ντόπιος ξέρει και χαμογελάει). Και μετά, το άλλο πρωινό πάλι: η δυσπιστία, ο φόβος, τα καθημερινά εμπόδια, τα βάρη, που μοιάζουν να κολλάνε σαν βρωμιά στις σόλες των ανθρώπων και μετατρέπουν ακόμη και τo μικρότερο εγχείρημα σε καφκική περιπέτεια που σε κάνει να ιδρώνεις.

Το μολύβδινο βάρος μιας παλιάς αλύτρωτης κολεκτίβας; Ακόμη ζούμε σε κατάσταση πολέμου, λέει ο ντόπιος. Δεύτερος Παγκόσμιος, Εμφύλιος, Δικτατορία. Κάθε μέρα, στο δρόμο, στην υπηρεσία, στο υπερπλήρες λεωφορείο σκηνοθετούμε εκ νέου τον προσφιλή μας πόλεμο των αδερφών. Μάγκας: Αυτός που τα καταφέρνει. Πονηριά: Η πανουργία. Στην πραγματικότητα είμαστε πειρατές, διερχόμενοι, πλιατσικολόγοι.

Χωρίς καμία επαφή με τη γη, στην οποία ζούμε. Αδικημένοι, που αρπάζουν με ορμή ό, τι μπορούν ν’ αρπάξουν, με ακλόνητη την πίστη, πως έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Μεγαλοπρεπείς βίλες, αλλά πίσω από τον ψηλό τοίχο μπάζα και ανοχύρωτη ουδέτερη ζώνη αντί για πεζοδρόμιο. Κερδοσκόποι οικοπέδων, που κατακαίνε τις τελευταίες δασωμένες πλαγιές, χωρίς να νοιάζεται κανείς πραγματικά.

Schwarzer Peter

Το εγώ, όχι το εμείς, και αν ναι, τότε είναι το εμείς της φατρίας, όχι αυτό που σε προσκαλεί, που σε δέχεται, αλλά αυτό που σε αποκλείει. Κάνεις ένα λάθος, λέει ο ντόπιος. Ανοίγεις τα μάτια σου διάπλατα και προσπαθείς να καταλάβεις. Αλλά ακόμη κι αν είσαι εδώ, δεν είσαι εδώ, μιλάς με αφετηρία τη δική σου εσώτερη βερολινέζικη νήσο των μακάριων. Δωρεάν παιδικοί σταθμοί, νοίκια που μπορείς να πληρώσεις! Εδώ βγάζουμε 800 Ευρώ το μήνα και πληρώνουμε 400 για τον παιδικό σταθμό. Δε γίνεται, λέει ο ντόπιος. Δεν ξέρω, κάπως γίνεται, με μισόκλειστα μάτια.

Δεν είναι αλήθεια λοιπόν αυτό με την τάση για κρυφτό. Αντίθετα, με ένα είδος αλγολαγνείας ανταποκρίθηκα στις αποστολές, όταν έφτασε η στιγμή: Μια βραδιά σε ένα ελληνικό πολιτιστικό ίδρυμα στο Βερολίνο. Ο ιστορικός Hagen Fleischer που διδάσκει στην Αθήνα μίλησε για την περίοδο κατοχής στην Ελλάδα, η οποία δεν έχει αναλυθεί ακόμη από τη γερμανική σκοπιά. Για το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός λαχταρούσε εδώ και δεκαετίες μια συγγνώμη, μια ξεκάθαρη κουβέντα, που όμως δεν έλεγε να βγει από τα χείλη κανενός προέδρου. Ήταν ένα είδος συμφωνίας που έκανα με τον εαυτό μου. Μπορούσα να γράφω για την καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον δεν έσπρωχνα τις παραλείψεις εκ μέρους της Γερμανίας κάτω από το χαλί, εφόσον δε σιωπούσα για τις προμήθειες όπλων προς την Αθήνα.

Μπορούσα να επιστρέψω πάλι στην Ελλάδα, και ζήτησα από μια δασκάλα που εργαζόταν χωρίς ασφάλιση να μου εξηγήσει, πόσα πρέπει να σπρώξει κανείς κάτω από το τραπέζι για μία γέννα. Έκοψα βόλτες στα Εξάρχεια παρέα με έναν αυτόνομο, ο οποίος με μύησε στους νόμους του ελληνικού πελατειακού συστήματος και έγινα μάρτυρας, με τον αέρα γεμάτο δακρυγόνα, ενός αλλόκοτου τελετουργικού. Αστυνομία και διαδηλωτές, πώς στέκονταν αντίκρυ, πώς ωθούσε ο ένας τον άλλον τη μία φορά προς τη μια κατεύθυνση και την άλλη φορά προς την άλλη, με βασανιστική βραδύτητα, με μεγάλα διαλείμματα στα οποία δε συνέβαινε τίποτε. Μια επίμονη διαδικασία, σαν από παλιά τελετή, κράτος και πολίτης ενωμένοι στην εχθρότητα.

Συνόδεψα για αρκετές μέρες έναν γερμανό κύριο από το γερμανο-ελληνικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο στην Αθήνα. Από την αρχή της κρίσης ήταν απασχολημένος να γκρεμίζει το ένα στερεότυπο μετά το άλλο. Μια δουλειά Σίσυφου, διότι το επόμενο κλισέ, ο επόμενος πολιτικός λόγος, το επόμενο πανό κατά της Μέρκελ με το χιτλερικό μουστάκι υπήρχε πάντοτε.

Illustration

Και στην Ελλάδα υπάρχουν τοκσόου. Εκεί τα ερωτήματα που απευθύνονταν στους Γερμανούς ήταν τα εξής: «Εμείς είμαστε το μαύρο πρόβατο; Πώς μας βλέπει ο μέσος Γερμανός;» Ο κύριος από το Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο απάντησε περιορίζοντας τη ζημιά: «Δεν υπάρχουν άσπρα πρόβατα στην Ευρώπη. Και ο μέσος Έλληνας δεν υπάρχει.»

Αργότερα, ένας διάσημος τραγουδιστής, ο οποίος του είχε επιτεθεί μπροστά στην κάμερα και του είχε θυμίσει πολλές φορές, ότι σε τελική ανάλυση η Ελλάδα δεν είχε προκαλέσει δύο Παγκόσμιους Πολέμους, του είπε: «Είστε ένας λογικός άνδρας». Ήταν μετά τη μία τη νύχτα. Τρεις παρουσιαστές, δέκα καλεσμένοι της εκπομπής. Δύο κοπέλες βοηθοί τούς έβγαλαν τα μικρόφωνα. Χαμήλωσα τα βλέφαρα, κοίταξα με μισόκλειστα μάτια το συσκοτισμένο στούντιο, από το οποίο ο στρατός πριν σαράντα χρόνια, τον καιρό της χούντας, εξέπεμψε κλασσική μουσική, για να κατευνάσει το λαό. Κάπως έτσι γίνεται.

Η καταιγίδα σάρωσε τη χώρα. Ο Έλληνας ως τέτοιος δεν ενδιαφέρει πια. Το τελευταίο μου άρθρο αφορούσε στους ζάμπλουτους Έλληνες. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο είχε να κάνει περισσότερο με το Λιχτενστάιν και την Ελβετία παρά με την Ελλάδα. Με τους αόρατους αυτού του κόσμου. Στην πτήση επιστροφής για το Βερολίνο με την Easyjetκάθονταν μπροστά μου δύο νέοι Έλληνες, οι οποίοι διάβαζαν όλη την ώρα έναν ταξιδιωτικό οδηγό. Κατά την προσέγγιση του αεροδρομίου του Schönefeld η γυναίκα κοιτούσε από το παράθυρο. «Κοίτα!», φώναζε κάθε τόσο ενθουσιασμένη. «Η πόλη είναι καταπράσινη!»

Κάτι σαν περηφάνια με κατέκλυσε, κάπου μέσα μου άνοιξε το καλά κρυμμένο ρεζερβουάρ συγκινήσεων του παιδιού μεταναστών και με πλημμύρισε με μελό ευγνωμοσύνη. «Ναι», τους φώναξα σιωπηρά. «Το Βερολίνο δεν έχει μόνο πράσινο! Στο Βερολίνο υπάρχει και η κοινωνική τάξη των καλλιτεχνών και το πολιτιστικό ταμείο της πρωτεύουσας και καπουτσίνο για δύο Ευρώ και γιατροί που θεραπεύουν, χωρίς να χρειάζεται να τους δώσεις φακελάκι.»

Graffiti

Κάτι που ήθελα να μοιραστώ εδώ και πολύ καιρό: Ένα από τα καλύτερα ελληνικά εστιατόρια της πόλης λέγεται «Ποικιλία» και βρίσκεται στη λεωφόρο Spanische Allee στο Zehlendorf. Την Κυριακή ήμασταν και πάλι εκεί. Ο σεφ, ο οποίος κατάγεται από την ίδια πόλη της Βόρειας Ελλάδας με τη μητέρα μου, ήρθε στο τραπέζι μας.

«Όλα καλά;» ρώτησα. «Φυσικά», απάντησε. Κοίταξε γύρω του δεξιά και αριστερά. Πριν από μερικές μέρες ήταν ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας εδώ, είπε. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Έπρεπε να περιμένει. Χωρίς κράτηση – δικό του λάθος. Έφυγε βιαστικά προς την είσοδο, για να υποδεχθεί νέους πελάτες, εγκάρδια σαν παλιούς φίλους. Και αυτούς τους έκανε να αισθανθούν σαν στο σπίτι τους.

 

[1]Freie Demokratische Partei: Συν. FDP (ελλην. Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα)

[2]Süddeutsche Zeitung: Συν. SZ (ελλην. Εφημερίδα της Νότιας Γερμανίας)

[3]Costa Cordalis: Ελληνικής καταγωγής τραγουδιστής του ελαφρού γερμανικού τραγουδιού

[4]Κανάκ: Αυτόχθονες κάτοικοι της Νέας Καληδονίας. Στη γερμανική γλώσσα χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός για μετανάστες με μελαμψή εμφάνιση.

Μετάφραση: Κυριακή Δαλκίλιτς. Η μετάφραση εκπονήθηκε στο πλαίσιο σεμιναρίου του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Διερμηνείας και Μετάφρασης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύτηκε στο: Schluss mit der Deutschenfeindlichkeit, επιμέλεια: N. Ljubic. Hoffmann&Campe 2011.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε