Στα «Τούρκικα»

Διήγημα της Ευσταθίας Ματζαρίδου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Πρεμιέρα στο diablog.eu για τη συγγραφέα Ευσταθία Ματζαρίδου: γυναίκες με μαντίλες, οπωροπώλες, κουλούρια σουσαμένια – το διήγημά της «Στα Τούρκικα», που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της μακράς παραμονής της στη Γερμανία, αποδίδει με ευαίσθητη διάθεση το κλίμα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων όταν αυτοί ζουν στην ξενιτειά (ή στη νέα τους πατρίδα).

Η Μαρία με προειδοποίησε, θα έρθω στη γειτονιά σου, αλλά στο λέω, εγώ τα λεφτά μου δεν τα δίνω στους Τούρκους. Τα «Τούρκικα» είναι ο δρόμος με τα τούρκικα μαγαζιά, λίγο παρακάτω απ’ το σπίτι μου. Για μένα είναι ο δρόμος μου. Εκεί καταφεύγω, όταν θέλω να δοκιμάσω γεύσεις και να μυρίσω μυρωδιές, όταν θέλω να καταπνίξω τη θλίψη μου απ’ τις νοσταλγίες για φίλους κι αγαπημένα πρόσωπα, τότε, λοιπόν, πάω στα «Τούρκικα». Οι άνθρωποι μου είναι οικείοι, φιλικοί, τουλάχιστον γείτονες. Από παιδί απέναντι η Τουρκία, δεν τη φοβόμουνα ποτέ, όπως κάτι Αθηναίοι, που με ρωτάνε καμιά φορά, καλά, δε φοβόσαστε, εκεί, τόσο κοντά με τους Τούρκους. Απαντώ, θυμωμένα, άνθρωποι είναι, δεν τρώνε.

Paschalis Tounas_ Bei den Türken

Ο δρόμος ξεκινάει, ξεκόβει απ’ τον κεντρικό με ένα Bäckerei, σα ν’ απαγορεύονται, τόσο κεντρικά, τούρκικα μαγαζιά. Από ‘κει και πέρα, δεξιά, το πρώτο ζαχαροπλαστείο, αλλά και μπακάλικο και μανάβικο, έτσι είναι τα περισσότερα, αχταρμάς. Δίπλα του ένα υαλοπωλείο, αλλά και με ηλεκτρικές μικροσυσκευές και βιντεοταινίες, αχταρμάς κι αυτό. Έτσι και χαζέψεις λίγο, σε κοιτάνε φάτσες χαμογελαστές από μέσα, κουνάνε το κεφάλι χαιρετώντας. Απέναντι ένα τούρκικο καφενείο, τούρκικος δρόμος χωρίς καφενείο δε γίνεται. Πράσινη τσόχα, χαρτάκι και το τσαγάκι στα μικρά ποτηράκια. Μέσα οι θαμώνες, αγάδες, αραχτοί. Αυτοί προσαρμόστηκαν, εγκλιματίστηκαν, όχι, δεν αφομοιώθηκαν, απλά κουβάλησαν τα πάντα εδώ και έστησαν μια αποικία στην καρδιά της Ευρώπης και είναι αληθινοί, όχι σαν τους δικούς μας, που μοιάζουν ερμαφρόδιτοι, ούτε Ευρωπαίοι, αλλά ούτε και Έλληνες.

Παρακάτω το σούπερ μάρκετ του δρόμου, σε πλήρη ακαταστασία κι αυτό. Τα φρούτα έξω στα τελάρα από αρίστης ποιότητας έως σάπια, αλλά το σύστημα είναι σελφ σέρβις και δεν προβληματίζομαι. Οι υπάλληλοι χαμογελαστοί, μουστακαλήδες, με πλούσια, μαύρα, σπαστά μαλλιά και οπωσδήποτε με άσπρες ποδιές, μαζεύουν τα φρούτα που πέφτουν στο δρόμο, λόγω του συστήματος σελφ σέρβις. Μέσα κι έξω ο ίδιος χαμός, οι πελάτες δεν επιβλέπονται από κανέναν και στο ταμείο υπάρχουν πάντα ευγενικοί γείτονες, να σου παραχωρήσουν τη σειρά τους. Τα καρότσια τους είναι μέχρι επάνω, είτε ψωνίζουν για σαββατοκύριακο είτε για καθημερινές. Καλοφαγάδες και πολυφαγάδες, όπως οι Έλληνες. Στο ταμείο γίνεται και το σχετικό σκόντο στην τιμή, με σεντ θα παίζουμε τώρα,- τουρκικό χουβαρνταλίκι.

Bei den Türken-1

Οι πελάτες είναι, ως επί το πλείστον, Τούρκοι και Έλληνες, οι Γερμανοί ξεχωρίζουν αμέσως, όχι απ’ το χρώμα, όχι απ’ τη φορεσιά, αλλά απ’ τις ποσότητες που αγοράζουν, περιμένουν υπομονετικά στην ουρά ν’ αδειάσουν τα καρότσια, που πάνω τους έχουν σχηματίσει βουνό τα ψώνια, για να αποθέσουν στο ταμείο δυο πορτοκάλια και μια πιπεριά, με χαμόγελο όλο κατανόηση, τα καρντάσια τους ζυγίζουν το ένα και τους χαρίζουν το άλλο, για να δώσουν σειρά στα επόμενα καρότσια που ξεχειλίζουν. Όταν συναντώ γνωστούς Έλληνες, το Πάσχα συνήθως, που ψωνίζουν αρνιά και τα εντόσθιά τους για το πασχαλινό φαγοπότι, όλοι κάνουν ότι δεν βλέπουν ο ένας τον άλλον κι όταν η συνάντηση είναι αναπόφευκτη και νιώθουν υποχρεωμένοι να απολογηθούν για την παρασπονδία τους, καθησυχάζω τις ενοχές τους, λέγοντας τους ότι εγώ ψωνίζω πάντα από ‘δω. Μου εύχονται καλό Πάσχα και λένε φεύγοντας, «Αχ, να δούμε πότε θα κάνουν τα λεφτά μας βόμβες και θα μας βομβαρδίσουν, μην τους βλέπεις τώρα που μας χαμογελάνε, τη δουλειά τους κάνουν, αλλά δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι…» Χαμογελάω και λέω από μέσα μου, όπως ο Έλληνας, εμένα δεν θα με πειράξουν, γιατί είμαστε φίλοι.

Bei den Türken-9

Ο Έλληνας είναι ο παππούς που περνάει τη μέρα του μαζεύοντας τα φρούτα και τα λαχανικά που πετούν οι απρόσεχτοι πελάτες κάτω και όταν πέφτει πολύ δουλειά, ξεφορτώνει και κανένα τελάρο και φεύγοντας, γεμίζει όσες σακούλες θέλει για το σπίτι του και για το σπίτι της κόρης του και για όσους συναντά στο δρόμο. Περπατά, συναντά γνωστό, ρωτά, θέλεις μελιτζάνες, όχι, του λέει ο άλλος, πώς δεν θέλεις, του λέει, ξέρεις τι μελιτζανοσαλάτα κάνεις, πάρ’τες, -έτσι που στο τέλος δεν καταφέρνει να φτάσει καμιά σακούλα στο σπίτι του. Το όνομά του στ’ αλήθεια δεν το ξέρω, χρόνια τον έβλεπα και νόμιζα ότι είναι Τούρκος. Όταν πια μεγάλωσε ο γιος μου και πιάναμε την κουβέντα ψωνίζοντας, πετάγεται μια μέρα και μου λέει « Ελληνίδα είσαι;» κι ο γιος μου, ξαφνιασμένος, «Μαμά, Έλληνας…». Ποτέ δεν συστηθήκαμε. Όταν μας συναντά, λέει στο γιο μου, « Τι είσαι ρε, Έλληνας;» και μας έμεινε από τότε ως ο Έλληνας. Και στα «Τούρκικα» που τον βλέπω να βοηθάει, μου λέει κάθε μα κάθε φορά. « Εγώ δε φοβάμαι, αν γίνει πόλεμος, τη γλύτωσα, εμένα μ’ αγαπάνεεε, έμαθα και τη γλώσσα τους, εσείς όλοι να δούμε τι θα κάνετε…»

Bei den Türken-8

Στο δρόμο κυκλοφορούν αποκλειστικά Τούρκοι με Mercedes και ΒΜW και ο αμανές στη διαπασών, γίνεται και το σχετικό πλεύρισμα του γυναικείου φύλου. Εδώ κάθε γυναίκα έχει θαρρείς εξασφαλισμένο το θαυμαστή της. Χουβαρντάδες και σ’ αυτό οι Τούρκοι. Την τελευταία φορά που ήμουνα στην Τουρκία ένιωθα από Σοφία Λόρεν και πάνω. Εκεί, σε κοιτάνε όλοι οι άντρες, ανεξαρτήτου ηλικίας και ανεξαρτήτως απ’ το αν συνοδεύουν ή συνοδεύεσαι.
Πιο κάτω είναι το «Bosporus», ρεστοράν πολυτελείας, που προσφέρει όμως και χορό της κοιλιάς. Όλο λέω να’ ρθω κι όλο δεν τα καταφέρνω. Δίπλα του κι άλλο ρεστοράν, «Bizim», όχι με χορό της κοιλιάς, αλλά με ένα σεφ μαγειρικής που έχει αναβαθμίσει την τουρκική κουζίνα στα επίπεδα της γαλλικής κι όταν διάβασα σε μεγάλη οικονομική εφημερίδα να προτείνετε σαν ένα απ’ τα καλύτερα της Γερμανίας και το σεφ να έχει προβιβάσει τη γεύση του κεμπάπ κι όλων των μπριάμ και ιμάμ σε γεύσεις λεπτές και εκλεπτυσμένες και να έχει εκτοξεύσει τις τιμές τους στα ύψη, ένιωσα δικαιωμένη για τις γαστριμαργικές μου προτιμήσεις και ανακουφισμένη που μπορώ να τις προβάλω ως γκουρμέ απολαύσεις.

Bei den Türken-2

Απέναντι ακριβώς δυο τρία γυράδικα στη σειρά, με γύρο από αρνί και μπόλικες τυρόπιτες, σπανακόπιτες, μπακλαβαδάκια, κανταΐφια και κουλούρια με μπόλικο σουσάμι. Τα κουλούρια μου τα παίρνω το πρωί, πριν πάω στη δουλειά, κάτι νοσταλγίες από Ελλάδα, κάτι παιδικές μνήμες,- το κουλούρι του σχολείου. Για το γύρο μ’ αρέσει να έρχομαι το βράδυ, μετά τη δουλειά, όταν σουρουπώνει. Τότε έχει και ο ιδιοκτήτης όρεξη για λίγη κουβέντα, με κερνάει και αϊριάνι, όταν ακούει ότι είμαι Ελληνίδα. Όσους Τούρκους γνώρισα πάντως μας συμπαθούνε πολύ. Ο δικός μας στην πολυκατοικία, μεγάλος άνθρωπος, με καλημερίζει καθημερινά με χειραψία, τρέχει να μου ανοίξει την πόρτα και πολλές φορές θέλει να μου κουβαλήσει τα ψώνια. Ο Τούρκος της γειτονιάς μας με τα νόστιμα κεφτεδάκια, φιλέλληνας κι αυτός. «Καλημέρα σας, πεντέμισι μάρκα, αντίο σας». Εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω ούτε το καλημέρα τους ούτε το αντίο τους, ντρέπομαι κι ένα Τούρκο συμμαθητή μου στο μάθημα των Γερμανικών, κάθεται κάθε φορά δίπλα μου, και « γεια σου, τι κάνεις», του αρέσει η Θεσσαλονίκη και ξέρει το Νίκο, την Ιωάννα και το Θωμά. Όσο για τη φίλη μου τη Μελτέμ, μου έλεγε στην αρχή, όταν δεν μπορούσα να συγκρατήσω το όνομά της, θα θυμάσαι τα μελτέμια που έχετε στη γλώσσα σας.

Bei den Türken-4

Και ο δρόμος συνεχίζεται, εδώ είναι και το μαγαζί που έχει λίγα απ’ όλα και κάθε Τρίτη και Τετάρτη ψάρια. Γελάμε, χειρονομούμε και συνεννοούμαστε, γιατί τα ψάρια δεν τα ξέρω ούτε στα Γερμανικά αλλά ούτε και στα Ελληνικά,- τουλάχιστον είναι φρέσκα.

Λίγο παρακάτω η μπουτίκ φρούτων, τυριών, ελιών και λοιπά. Λίγο ακριβό το μαγαζί γι’ αυτό και δεν πατάει Τούρκος. Από ‘δω αγοράζω τα ρόδια μου, τα κυδώνια μου κι άλλες μοναδικές λιχουδιές, που δεν τις έχουν τ’ άλλα. Έχει και κάνα δυο παλαιοπωλεία ο δρόμος απ’ αυτά τα γραφικά με τις κάθε είδους παλιατζούρες να ξεχειλίζουν απ’ τα μαγαζιά στο πεζοδρόμιο, και οι ιδιοκτήτες σαν φαντάσματα μιας άλλης εποχής, αραχτοί, δίπλα στις παλαιικές κούκλες, σαν αλλοπαρμένοι, ατενίζουν όλο εκείνο το ανατολίτικο πανηγύρι, μη προσδοκώντας καμιά πελατεία, παρά μόνο ματιές όλο περιέργεια και έκπληξη για τα απολιθώματα που αποφάσισαν να παρασταίνουν. Αλλά κι αυτοί φαίνεται να επέλεξαν το δρόμο για την άνεση και τη χαλαρότητα που τους μεταδίδει για το έξω καρδιά που τους εκπέμπει, για τους περιορισμούς που δεν προϋποθέτει. Που και που συναντάς καμιά φορά κανένα μικρό φορτηγάκι, το πλευρίζουν παιδιά και άντρες, λαθραίο εμπόρευμα, κάτι παντελόνια, κάτι δερμάτινα μπουφάν, όλα δοκιμάζονται στο δρόμο. Αυτές είναι αυθεντικές σκηνές Τουρκίας.

Και καθώς προχωράς, ζαλίζεσαι, βυθίζεσαι, ονειρεύεσαι Ανατολή. Λίγο οι φάτσες, λίγο οι αμανέδες, λίγο οι μυρωδιές, γλυκιές, σιροπιαστές, αλλά και αλμυρές με μπόλικο μπαχαρικό.

Bei den Türken-6

Στο τέλος του σχεδόν ο δρόμος φτάνουμε στο πιο ακριβό και πολυτελές τμήμα του δρόμου. Χρυσοχοΐα τρία τέσσερα στη σειρά. Δεν υπάρχει θέμα ανταγωνισμού, αναρωτιέμαι. Τα χρυσαφικά κρέμονται ή μάλλον ξεχειλίζουν στις βιτρίνες, αραδιασμένα στη σειρά, πλουμιστά με μπόλικο σχέδιο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν την απλότητα, όλα μπόλικα τα θέλουν, απ’ τα αλάτια, τα μπαχάρια ως τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Εδώ προμηθεύονται τα χρυσαφικά τους, όσοι αρραβωνιάζονται ή παντρεύονται, παιδάκια τα περισσότερα. Μια φορά γνώρισα μια Τουρκάλα κατά την εγγραφή μου στο Δήμο, τη βοήθησα να φύγουμε, γιατί κουβάλαγε τρία παιδιά. Θα είναι καμιά εικοσιπενταριά, σκέφτηκα, με τρία παιδιά. Ήταν δεκαεννέα.

Στην άλλη πλευρά, είναι ένα ελληνοιταλικό μαγαζί, από ‘δω παίρνω τη φέτα μου, φέτα Δωδώνης. Ευγενικοί και γλυκύτατοι και οι δυο ιδιοκτήτες, καλώς αντιπροσωπεύουν τη χώρα μας. Αλλά, ενώ απέναντι δεν τίθεται θέμα ανταγωνισμού, αυτοί γκρινιάζουν ότι δεν πάνε καλά και ότι, πώς να πάνε, αφού οι Τούρκοι χτυπάνε τις τιμές. Προς στιγμήν τους λυπάμαι, μετά όμως σκέφτομαι, καλά να πάθουν και γιατί πρέπει να πουλάνε το μαρούλι κατά μισό ευρώ ακριβότερο. Ελληνοιταλική απληστία.

Ο δρόμος τελειώνει και τώρα διαπιστώνω ότι ελάχιστες γυναίκες συνάντησα με μαντίλες ή με μαύρες κελεμπίες μέχρι κάτω, γυναίκες συνήθως αγέλαστες και μελαγχολικές, αλλά μάλλον κρατάνε καλά κι εδώ τα έθιμα.

Κι ο δρόμος κλείνει μ’ ένα κατάστημα αλυσίδα, κάποιου μεγάλου οπτικού οίκου, Fielmann. Άλλος κόσμος, άλλο επίπεδο, άλλη προσφορά και ζήτηση.

Φωτό: Πασχάλης Τούνας (Karstadt), M. Prinzinger, Πορτρέτο Ματζαρίδου: Τάσος Αλεβίζος.

Efstathia_MatzaridouH Ευσταθία Ματζαρίδου, γεννημένη το 1962 στην Ορεστιάδα, σπούδασε Φιλολογία και Ψυχολογία στη Θεσσαλονίκη και στην Κολωνία. Εργάστηκε επί σειρά ετών ως Λέκτορας στα Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών της Κολωνίας, του Μπόχουμ και του Έσσεν. Από το 2006 ζει ως συγγραφέας στην Αθήνα. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Ένας κόμβος όλα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) κυκλοφόρησε το 2009 και έλαβε θετικές κριτικές.

Η Σοφία Κουτιακίδη, μεταφράστρια του διηγήματος στα γερμανικά, είναι φοιτήτρια του μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών Μάστερ Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, και έλαβε το 2013/14 μέρος στο ετήσιο πρόγραμμα για λογοτεχνική μετάφραση ως υπότροφος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη που ανήκει στην Ακαδημία Αθηνών. www.greektranslatorprogramme.gr

 

 

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

2 σκέψεις στο “Στα «Τούρκικα»”

  1. Αυτή η αμεσότητα, η ειλικρίνεια και ευθύτητα που διαχέεται πάνω απ΄τις εικόνες και πίσω απ΄τις σκέψεις και τις περιγραφές της, που σε κρυφοκυτάει ανάμεσ΄απ΄τις λέξεις και σε περιμένει μετά από κάθε τελεία και πριν κάθε κεφαλαίο… είναι ένα απ΄τα πολλά που μ΄αρέσουν στην Ευσταθία Ματζαρίδου. Σαν να περπάτησες μαζί της εκεί που πήγε, σαν να είδες κι άκουσες όσα είδε κι άκουσε. Με ταξιδεύει με χρώμα και νόημα.

    Απάντηση

Σχολιάστε