Poetry slam, λογοτεχνία επί σκηνής

Η Dominique Macri και ο Dalibor Markovic μιλούν για το πάθος τους

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Slam! 2019: Γερμανόφωνος διαγωνισμός προφορικής ποίησης μεταξύ 16 και 24 Οκτωβρίου στο Βερολίνο. Στον 1ο ημιτελικό των ομάδων στις 24 Οκτωβρίου στο Club Gretchen στις 9 μ.μ. μπορείτε να απολαύσετε μια παράσταση των προηγούμενων νικητών Dominique Macri και Dalibor Markovic, γνωστοί ως«Team Scheller». Διαβάστε εδώ μια περιγραφή του ποιητικού τους έργου που έγραψαν για το ελληνογερμανικό συνέδριο λογοτεχνίας Syn_Energy Berlin_Athens τον Οκτώβριο του 2018. Στον διαγωνισμό συμμετέχει επίσης και ο Ελληνογερμανός slammer Νεκτάριος Βλαχόπουλος, του ευχόμαστε κάθε επιτυχία!

YouTube

Mit dem Laden des Videos akzeptieren Sie die Datenschutzerklärung von YouTube.
Mehr erfahren

Video laden

Το ποιητικό δίπτυχο ήχου και γλώσσας
(μια εκ των υστέρων πλάνη)

Ήμουν περίπου δώδεκα χρονών όταν ο κόσμος του beatboxing μού διανοίχτηκε από μόνος του. Βέβαια, δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι έπρεπε να μάθω κάτι το καινούργιο, έπρεπε απλώς να ενεργοποιήσω μέσα μου μια λανθάνουσα ικανότητα, την οποία στη συνέχεια όφειλα να εκλεπτύνω σύμφωνα με το προσωπικό μου αισθητήριο.

Η έννοια «beatboxing» μου ήταν μέχρι τότε άγνωστη. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν μουσικός της τζαζ και έπαιζε κρουστά, μου ανέφερε μόνο ότι του θύμιζε την τεχνική του «scat» ή του «scat singing» στα τζαζ τραγούδια, ένα είδος φωνητικού αυτοσχεδιασμού χωρίς τη χρήση λέξεων. Στην αρχή ήταν για μένα περισσότερο κάτι για να περνάω την ώρα μου, όπως άλλοι σφυρίζουν ή τραγουδούν σιγομουρμουριστά. Με τον καιρό περνούσα περισσότερη ώρα στο να επικεντρώνομαι στο παίξιμο των beats. Ολόκληρα απογεύματα καθόμουν στο παιδικό μου δωμάτιο και «χτυπούσα» με τη φωνή μου τα «τύμπανα». Ηχογράφησα ατελείωτες κασέτες ενενήντα λεπτών με τέτοια sessions και τις άκουγα ξανά και ξανά. Φυσικά οι ηχογραφήσεις αυτές απείχαν πολύ από το να είναι σε θέση να δημοσιευτούν. Αλλά για να εντυπωσιάσω καναδυό συμμαθητές μου στην αυλή του σχολείου, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διαλείμματος, αρκούσαν και με το παραπάνω. Το ίδιο και τις συμμαθήτριές μου βέβαια.

Το πως ακριβώς σχηματίζονται αυτά τα beats στο στόμα, δηλαδή ποια ακολουθία απαιτείται λεπτομερώς στο ανατομικό συμπαίγνιο του λάρυγγα, των γνάθων, της γλώσσας, των χειλών και της ανάσας, είναι κάτι που διαφέρει σημαντικά από ερμηνευτή σε ερμηνευτή. Στην δική μου περίπτωση, εκτός μερικών εξαιρέσεων, δεν μπορώ σχεδόν καθόλου να το συγκεκριμενοποιήσω. Αναπαράγοντας φωνητικά τα χτυπήματα των κρουστών γνωρίζω όμως πάντα πολύ καλά τι πρέπει να κάνω για να παράγω σκοποθετικά τον επόμενο ήχο. Η όλη διαδικασία μοιάζει σα να έχει κανείς αποθηκεύσει τους ήχους σε μια βάση δεδομένων, ανασύροντας κάθε στιγμή τον κατάλληλο όπως το απαιτεί ο ρυθμός. Όπως και κάθε πληκτράς, ο οποίος κατέχει μεν το όργανό του, δεν είναι όμως υποχρεωμένος να ξέρει αναγκαστικά πώς παράγονται τεχνικά οι ήχοι εντός του κίμπορντ.

ein mann mit Brille und blauem Schal
Dalibor Markovic, Syn_Energy Berlin_Athens, Οκτώβριος 2018, ©Nelly Tragousti

Για να διασαφηνίσω ωστόσο το βαθμό της εξάρτησης της παραγωγής του ήχου από την υλικότητα του ίδιου του σώματος, θα παραθέσω μια από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις, με τη βοήθεια της οποίας μπορώ να εξηγήσω κατά κάποιο τρόπο, πώς λειτουργεί ανατομικά η δημιουργία του ήχου. Στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου είδους των δικών μου δημιουργιών beatbox (όπου ο ήχος θυμίζει κατά κύριο λόγο τα ηλεκτρονικά πρότυπα των συνθεσάιζερ των αρχών της δεκαετίας του ’80, βλέπε την εικόνα πάνω) χρησιμοποιώ περισσότερο τη δεξιά πλευρά της γνάθου μου παρά την αριστερή. Οι ήχοι, προπάντων αυτοί των snares, επιτυγχάνονται με ένα στοχευμένο φύσημα που περνά μέσα από τις οδοντοστοιχίες, και ανάλογα με την διαφορετική θέση μεταξύ των δυο γνάθων αλλάζει και το ηχητικό χρώμα, η ένταση και η διάρκεια των snares. Αυτό το συνειδητοποίησα ήδη πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, μετά από μια οδοντιατρική επίσκεψη, καθώς το ύψος και η οξύτητα του τόνου των ήχων snares άλλαξαν μετά από την αντικατάσταση ενός σφραγίσματος στη δεξιά κάτω γνάθο. Είχαν πέσει τουλάχιστον έναν τόνο πιο κάτω, αλλά ταυτόχρονα είχαν αποκτήσει περισσότερο attack. Με το καινούριο σφράγισμα δεν ήταν πια δυνατόν να εξακολουθούν να δημιουργούνται ακριβώς τα ίδια κενά μεταξύ των δύο γνάθων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή αλλαγή των ήχων πλαταγιάσματος της γλώσσας. Σε γενικές γραμμές όμως μπορεί να πει κανείς πως είχα τύχη, γιατί με ψηλότερη τονική και περισσότερη ασάφεια στο ξεκίνημα ο οδοντίατρός μου θα με είχε αφήσει με τη σαφώς χειρότερη εκδοχή φιλτραρίσματος του ήχου στο στόμα.

Ο ενθουσιασμός που συχνά προκαλεί στους ακροατές το beatboxing οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι πρόκειται για ένα είδος τέχνης που εκτελείται μονοφωνικά, δηλαδή οι νότες τίθενται δια μέσου των εισπνοών και εκπνοών και με τη βοήθεια του μικροφώνου η μια μετά την άλλη σε έναν χώρο. Δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ η δυνατότητα πολυφωνίας, δηλαδή σε αντίθεση με έναν ντράμερ, ο beatboxer δεν μπορεί να «χτυπάει» ταυτόχρονα και κύμβαλο, και τύμπανο και μπάσο τύμπανο. Γι’ αυτό και κάθε καλός beatboxer προσπαθεί να πετύχει μια τόσο μεγάλη ταχύτητα στην ακολουθία που έχουν οι νότες, έτσι ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ταυτοχρονίας, την οποία το ακροατήριο βασιζόμενο στις δικές του εμπειρίες στοματικής αίσθησης και κίνησης δεν μπορεί να εξηγήσει, οπότε και επικροτεί αυτή την αναντιστοιχία με ενθουσιασμό. Συνεπώς, ένα καλό beatbox beat είναι στην ουσία μια σκόπιμα στοιχειοθετημένη ακουστική πλάνη που βασίζεται σε ένα επαρκές επίπεδο επιδεξιότητας. Το γεγονός λοιπόν, ότι οι beatboxers στη συντριπτική τους πλειοψηφία διαθέτουν ισχυρά κίνητρα να πετύχουν μια άριστη δεξιοτεχνία στη χρήση του στοματικού τους οργάνου, οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια να καλύψουν τις ανεπάρκειες του οργάνου παρά στην προσωπική φιλοδοξία για διάκριση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Mann auf Bühne mit Schatten an der Wand
Dalibor Markovic, Syn_Energy Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, Απρίλιος 2019,  ©Θάλεια Γαλανοπούλου

Η χαρακτηριστική αυτή μονοφωνία του, φέρνει το beatboxing σε γειτνίαση με τη λογοτεχνία, διότι βασικά ο τρόπος αισθητικής πρόσληψης των κειμένων είναι εξίσου γραμμικός, με εξαίρεση βέβαια το graphic novel, όπου εικόνα και κείμενο αλληλοδιαπλέκονται. Ο αναγνώστης του παραδοσιακού λογοτεχνικού έργου π. χ. αποκρυπτογραφεί τα τυπωμένα στοιχεία στις συλλαβές, λέξεις και προτάσεις μιας παραγράφου σε μια σελίδα βιβλίου και δια μέσω αυτής της διαδικασίας αναπτύσσει ένα νόημα, το οποίο τού μεταδίδει την εντύπωση εικόνων, διαλόγων και πλοκών, στοιχεία από τα οποία τελικά θα προκύψει μια ολοκληρωμένη ιστορία. Για έναν συνθέτη, αντιθέτως, θα ήταν βασικά μια μάλλον ασυνήθιστη προσέγγιση να χρησιμοποιήσει για το έργο του μόνο ένα όργανο και, επιπλέον, να μην επιτρέψει και καμία συγχορδία, αλλά να σημειώσει μόνο μεμονωμένες νότες – αν εξαιρέσει κανείς βέβαια τα σόλο για έγχορδα (κάτι το οποίο ίσως εξηγεί την από αιώνων αξίωση δεξιοτεχνίας των βιολιστών), και τα απλοϊκά κομμάτια για φλάουτο με ράμφος για τους μαθητές της πρώτης δημοτικού. Κατά κανόνα οι μουσικοί εργάζονται με διάφορα όργανα, και μάλιστα ταυτόχρονα και πολυφωνικά. Ένας γερμανόφωνος συγγραφέας που ήθελε να αμφισβητήσει και να ξεπεράσει την καταστατική συνθήκη της γραμμικότητας στη λογοτεχνία ήταν ο Άρνο Σμιτ. Στα ύστερα μυθιστορήματά του (π.χ. το Zettels Traum) έδινε εντολή να τυπώνονται σε μεγάλο σχήμα και εν μέρει σε τρεις ανεξάρτητες στήλες, οι οποίες όσον αφορά το περιεχόμενο περιπλέκονταν και αλληλοσχολιάζονταν, θέλοντας να ωθήσει τον αναγνώστη σε μια «σταυρωτή ανάγνωση», προκειμένου να καταλήξει μέσα από τη συνύφανση των τριών στηλών σε ένα ενιαίο επίπεδο πλοκής. Επρόκειτο αναμφισβήτητα για ένα μεγαλοπρεπές και αδιάσειστα παράτολμο εγχείρημα, παρόλα αυτά δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια επιτήδεια καθοδήγηση του συγγραφέα προς την αισθητηριακή αυταπάτη του αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

Χωρίς, στην τότε ηλικία μου, να προαισθάνομαι ούτε κατά διάνοια αυτό το κοινό στοιχείο μεταξύ λογοτεχνίας και beatboxing, άρχισα σχετικά γρήγορα να εισάγω στα beats μου λέξεις και μικρά κομμάτια κειμένου, συνταγμένα από μένα τον ίδιο, στην αρχή παρουσιάζοντας ακόμα έντονα κομπιάσματα και αφήνοντας μεγάλες παύσεις ανάμεσά τους, μια και μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να πραγματοποιήσω τη μετάβαση από τη μουσική στο λόγο και από το λόγο πάλι πίσω στη μουσική με την απαιτούμενη ταχύτητα. Έτσι, τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσε με τίποτα να ισχυριστεί κανείς ότι ο ακροατής βυθιζόταν σε μια ακουστική πλάνη. Μόνο με την πάροδο του καιρού κατάλαβα πώς προσέγγιζα το θέμα πολύ «μουσικά». Αυτό που χρειαζόταν όμως ήταν να ερμηνεύσω το beatboxing στο ημισφαίριο της γλώσσας, να κατανοήσω τη μπότα ως ένα ηχηρό «πι», το hi-hat σαν συριχτό «σίγμα» και το snare σαν βροντερό «ταυ». Αυτό με βοήθησε στη συνέχεια για αρκετό καιρό και διευκόλυνε τις μεταβάσεις, αλλά μόνο όταν άρχισα να διασπώ τα κειμενικά αποσπάσματα σε αποκόμματα λέξεων, σε συλλαβές και σε μεμονωμένα γράμματα, διατάσσοντας γύρω τους τα επιμέρους beats στο κατάλληλο μέτρο, κι έτσι να τα εντάσσω, είχα για πρώτη φορά την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο σωστό δρόμο. Παρόλα αυτά ήταν συχνά αποθαρρυντικό να αποδέχομαι από τη μια πλευρά απώλειες στο κείμενο, π. χ. την αδυναμία σχηματισμού μιας συγκεκριμένης λέξης ή συλλαβής (κυρίως αυτές που άρχιζαν με «κάπα» αποτελούσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο), και από την άλλη πλευρά να επιτρέπω ρυθμικά λάθη, σε κάποιο σημείο να αναγκάζομαι να κάνω το beat άκαμπτο ή να ενσωματώνω για λόγους απόκρυψης επιπρόσθετες και (ως εκ τούτου από αμιγώς μουσική σκοπιά περιττές) διακοσμητικές κινήσεις επειδή δεν υπήρχε ή δεν επιτρεπόταν μια πειστική εναλλακτική λύση για μια συγκεκριμένη λέξη. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να φτάσω στο σημείο να είμαι τόσο ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, ώστε να δηλώσω πρόθυμος να παρουσιάσω στη δημοσιότητα τους ηχητικούς στίχους και τα ηχητικά μου αφηγήματα, τα κείμενα μπιτ και τα ποιητικά μου δίπτυχα ήχου και γλώσσας.

Κείμενο: Dalibor Markovic. Μετάφραση: Jazra Khaleed. Φωτογραφίες: Κανέλλα Τραγουστή, Θάλεια Γαλανοπούλου. Tο δοκίμιο γράφτηκε για το τετραήμερο συνέδριο συγγραφέων Syn_Energy Berlin_Athens, 17-21 Οκτωβρίου 2018, οργάνωση: Diablog Vision e.V. και Lettrétage, χρηματοδήτηση: Hauptstadtkulturfonds Berlin, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

YouTube

Mit dem Laden des Videos akzeptieren Sie die Datenschutzerklärung von YouTube.
Mehr erfahren

Video laden

Η ποίηση της στιγμής
ή Συντονισμός λόγου-χώρου

Όταν ήμουν μικρή, κάθε μέρα μετά το σχολείο ανέβαινα στο τραπέζι της κουζίνας της μαμάς μου και έκανα μιμήσεις των καθηγητριών και των καθηγητών μου. Κύρτωνα την πλάτη, παραμόρφωνα τη φωνή μου και σούφρωνα το μέτωπο. Οι βραδινές παραστάσεις τροφοδοτούνταν από σκόρπιες κουβέντες που είχα πιάσει τυχαία κατά τη διάρκεια της μέρας, από χειρονομίες, περπατησιές, διαπεραστικές φωνές που αντηχούσαν μες στους ώχρινους διαδρόμους του γυμνασίου μου. Κουρασμένα πρόσωπα, συνομιλίες στον διάδρομο που έφταναν παραμορφωμένες στα αυτιά μου, διάφορα αξιοπερίεργα από το νευρωτικό γραφείο των καθηγητών, στο οποίο μπορούσα να μπαινοβγαίνω – με το πρόσχημα ότι ήθελα να μιλήσω στη μητέρα μου.

Η μητέρα μου πάντως λάτρευε αυτές τις παραστάσεις και αναγνώριζε, εννοείται, όλους ανεξαιρέτως τους παθόντες. Ο πατέρας μου ούτε που είχε δει ποτέ του έστω κι έναν από όλους αυτούς και έτσι δεν έβρισκε παρά ελάχιστο ενδιαφέρον σε αυτό το θέατρο.

Η χαρά της πρόσληψης αυτών των παραστάσεων βρισκόταν επομένως στο καθρέφτισμα του γνώριμου, αυτού που αντιληφθήκαμε εμείς οι ίδιοι, αυτού που (συν)αισθανθήκαμε προσωπικά. Η μαγεία βρισκόταν στην επανάληψη αυτού που υπήρξε πριν από λίγο, αυτού που μόλις τώρα βιώσαμε εμείς οι ίδιοι.

Τις περισσότερες φορές οι στιγμές αυτές είχαν παρελάσει μπροστά στη μητέρα μου χωρίς καν να τις έχει πάρει είδηση. Κι εκείνη απολάμβανε τη δυνατότητα που της δινόταν να ξαναζήσει κάτω από άλλο φως όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας ανάμεσα στα μαθήματα.

Γινόμασταν ολοένα και περισσότερο ένα είδος μυστικής εταιρείας, της οποίας τα δύο μέλη περιδιάβαιναν όλη μέρα στους διαδρόμους χαχανίζοντας με τα μάτια σφιγμένα: με τις φωνές-καρικατούρες στο μυαλό και διαρκώς σε αναζήτηση νέας έμπνευσης.

eine Frau mit hochgesteckter Frisur
Dominique Macri, Syn_Energy Berlin_Athens, Οκτώβριος 2018, ©Nelly Tragousti

Έτσι, σε αυτό το παιχνίδι –όπως και σε κάθε σάτιρα, κάθε φωτογραφία, κάθε πορτρέτο, κάθε ιστορία– γινόταν κατά κάποιον τρόπο μια φανέρωση όσων συνέβαιναν κάθε φορά, από την προσωπική μου οπτική γωνία, μέσα από το φίλτρο της δικής μου αντίληψης και συναισθηματικότητας. Κάθε ιστορία αφορούσε τα γεγονότα της ημέρας, ήταν πάντοτε άμεση, πάντοτε αληθινή. Μεταφερμένη μέσω του μικρού παιδικού μου σώματος, το οποίο μιμούμενο τους ενήλικες δημιουργούσε μια αρχικά αθέλητη, αργότερα όμως πάντα συνειδητά προκαλούμενη κωμικότητα. Εμπλουτισμένη με υπερβολές, επαναλήψεις, παύσεις, εξάρσεις.

Εκτός από την παρατήρηση και το «καθρέφτισμα» των παράξενων ενήλικων συνανθρώπων μου λάτρευα και το γράψιμο. Από τότε που τα γράμματα τέθηκαν στη διάθεσή μου και με τη γραπτή τους μορφή, τα χρησιμοποίησα στο έπακρο. Αφενός για αισθητικούς λόγους, απλώς και μόνο επειδή μου άρεσαν. Οι καμάρες, οι έντονες γωνίες, οι σειρές που λικνίζονται, που απερίσκεπτα αραδιάζονται η μια μετά την άλλη, τα τρυφερά ζωγραφισμένα γιώτα και όμικρον και άλφα… Κι επειδή επίσης μου επέτρεπαν σε μορφή φιξαρισμένη αυτό που μέχρι πρότινος μπορούσα να αποδώσω μόνο με τη φωνή και το σώμα.

Στα 18 μου άρχισα να ασχολούμαι με το αυτοσχεδιαστικό θέατρο. Μια ωδή στη στιγμή, στο εφήμερο, μια γιορτή της αυθόρμητης ιδέας, της ιστορίας που τροφοδοτήθηκε από κοινού, η οποία, ίδια με βουδιστική μάνταλα από άμμο, αρχίζει κιόλας και θολώνει μόλις λίγο μετά το χειροκρότημα, γίνεται εξωπραγματική και πέφτει σε λήθη. Σε αυτό ακριβώς μπορεί να συνίσταται και η αλήθεια της, το βάθος και η μαγεία της, η γοητεία και το κωμικό του αυθόρμητου θεάτρου.

Έτσι, τα επόμενα 15 χρόνια ασχολήθηκα κατά κόρον και με τα δύο: με το γράψιμο για τη σκηνή και με το αυτοσχεδιαστικό θέατρο. Από χόμπι έγινε επάγγελμα, με οδήγησε σε γωνιές της γης που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου και μου επέτρεψε να ζήσω από αυτό που ήταν η μεγαλύτερή μου χαρά. Ωστόσο, οι δύο αυτές μορφές τέχνης μου έμειναν πολύ καιρό ερμητικά αποκομμένες η μία από την άλλη. Το μόνο κοινό που είχαν μεταξύ τους ήταν ότι εγώ δείλιαζα να τους αφαιρέσω το εφήμερο του χαρακτήρα τους. Να τις καταγράψω σε βιβλία και βίντεο –κι ας ήμουν σίγουρη ότι έτσι θα άφηνα τη γοητεία τους να γίνει έρμαιο στις διαθέσεις της υποτιθέμενης διατήρησής τους–, να τις καταστήσω ξεπερασμένες. Γιατί ακριβώς αυτό το αυτοσχέδιο, το ημιτελές, το οποίο μπορούσε κάτω από δυσμενείς συνθήκες να φτάσει σύντομα σε εντυπωσιακό βάθος, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να ζήσει πέραν της στιγμής, εκείνο ακριβώς μού ήταν τόσο αγαπητό και οικείο. Δεν μου προκαλούσε δυσπιστία και με άφηνε ελεύθερη στην έκφρασή μου, χωρίς να θέλει να την τυποποιήσει, να τη ρυθμίσει ή να την ορίσει σε υπερβολικό βαθμό. Έτσι, η στιγμή και η τέχνη που ενυπάρχει σε αυτήν έμοιαζε για μένα προσωπικά να είναι ο μοναδικός βατός καλλιτεχνικός δρόμος.

Σε αντίθεση με τις σκηνές αυτοσχεδιαστικού θεάτρου, τα κείμενά μου τα κατέγραφα, τα διάβαζα ξανά και ξανά, τα λείαινα καλά καλά και τα έδινα στο κοινό να τα ακούσει, μέχρι που τελικά μού έγιναν κάποτε πολύ μικρά πάλι και έμοιαζαν να μη χωράνε πια στο φτιαγμένο από γράμματα δέρμα τους. Τότε άρχισα σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα να τα ξεχνάω πάνω στη σκηνή, μάλλον γιατί δεν συνάρπαζαν πια εμένα την ίδια, ενώ και εγώ ξέφευγα από το βίωμα της στιγμής καταφεύγοντας ολοένα και πιο συχνά στο λίγο πριν και στο λίγο μετά. Αυτό πολύ σύντομα τα έκανε άχαρα και δεν ήθελα πια να τα ερμηνεύω – πόσο μάλλον να τα βλέπω κάπου γραμμένα.

drei Personen im Gespraech, Nelly Tragousti
Dalibor Markovic, Dominique Macri, Syn_Energy Berlin_Athens Oktober 2018, ©Nelly Tragousti

Αργότερα, πριν από δύο χρόνια, με ρώτησε η διοργανώτρια ενός συνεδρίου αν θα ήταν άραγε εφικτό να γράψω ένα κείμενο που θα αφορούσε όσα θα συνέβαιναν τη συγκεκριμένη μέρα. Της πρότεινα δύο εναλλακτικές λύσεις: έναν αυτοσχεδιαστικό μονόλογο, εννοείται με αφορμή όλα όσα θα συνέβαιναν τη συγκεκριμένη μέρα, ή ένα κείμενο που θα είχα ήδη προετοιμάσει σχετικά με το θέμα του συνεδρίου. Και τα δύο μαζί δεν γίνεται δυστυχώς. Έτσι νόμιζα.

Το ποίημα, ωστόσο, το οποίο είχα στις αποσκευές μου φτάνοντας στο συνέδριο διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας με μια ευκολία που με εξέπληξε. Η επίδραση που είχε στο κοινό ήταν τεράστια: ένιωθαν ότι κάποιος τους έβλεπε, τους καθρέφτιζε, τους εκτιμούσε· αναγνώριζαν τον εαυτό τους και τους άλλους και χαίρονταν πραγματικά, όπως και η μητέρα μου τότε στα πόδια μου, στο τραπέζι της κουζίνας.

Είχε γεννηθεί λοιπόν έτσι μια φόρμα, την οποία ονόμασα «Poetic Recording» κατά αναλογία με τη γραφική μορφή τεκμηρίωσης. Στόχος εδώ είναι να συλλάβω νοήματα και συναισθήματα μέσα στον χώρο, να συλλέξω σχετικές λέξεις-κλειδιά και πηγές έμπνευσης και να τα συμπυκνώσω ποιητικά σε σύντομο χρονικό διάστημα με τέτοιο τρόπο ώστε, την ώρα που θα απλώνεται η σιγή καθώς θα κλείνει και η τελευταία ομιλία, να έχει δημιουργηθεί ένα κείμενο που θα καθρεφτίζει το πώς αντιλήφθηκα εγώ την ημέρα. Το παρουσιάζω αμέσως μετά στους θεατές και τους δίνω έτσι μια στέρεη ανάμνηση όσων συνέβησαν για να την πάρουν μαζί τους στο σπίτι.

Είχε γεννηθεί λοιπόν έτσι μια φόρμα, την οποία ονόμασα «Poetic Recording» κατά αναλογία με τη γραφική μορφή τεκμηρίωσης. Στόχος εδώ είναι να συλλάβω νοήματα και συναισθήματα μέσα στον χώρο, να συλλέξω σχετικές λέξεις-κλειδιά και πηγές έμπνευσης και να τα συμπυκνώσω ποιητικά σε σύντομο χρονικό διάστημα με τέτοιο τρόπο ώστε, την ώρα που θα απλώνεται η σιγή καθώς θα κλείνει και η τελευταία ομιλία, να έχει δημιουργηθεί ένα κείμενο που θα καθρεφτίζει το πώς αντιλήφθηκα εγώ την ημέρα. Το παρουσιάζω αμέσως μετά στους θεατές και τους δίνω έτσι μια στέρεη ανάμνηση όσων συνέβησαν για να την πάρουν μαζί τους στο σπίτι.

Τώρα, το πόσο πολύ το εκλαμβάνουν οι άνθρωποι σαν δώρο όταν τους ακούει κανείς πολύ προσεκτικά και όταν νιώθει επιπλέον και να εμπνέεται από τη δική τους δράση στον κόσμο, είναι κάτι που εξακολουθεί να με εκπλήσσει κάθε φορά. Και μερικές φορές με γεμίζει ανησυχία. Γιατί αυτό το διαπιστώνει κανείς συνέχεια ακόμη και στα εργαστήρια στο πλαίσιο των Poetry Slam. Αγγίζει και συγκινεί τους ανθρώπους τόσο πολύ να τους παρακολουθεί κανείς ακριβώς σε αυτό που κάνουν, στις εκδηλώσεις και στις ιδιαιτερότητές τους. Το γεγονός ότι εδώ αποκτούν έναν χώρο, το ότι γίνονται ορατές και εκτιμώνται οι δικές τους ιδέες, αξίες, στάσεις και προπαντός οι ιστορίες τους, γεμίζει τους ανθρώπους με μια ευγνωμοσύνη, η οποία στην επαναλαμβανόμενη εντατικότητά της παραπέμπει και στην ύπαρξη μιας έλλειψης. Απ’ ό,τι φαίνεται τελικά αυτό είναι όντως κάτι σπάνιο, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολικό σύστημα… Και η ανάγκη για αυτό τεράστια.

Έτσι, σήμερα ξέρω: η ονομασία «Poetic Recording» δεν είναι απόλυτα σωστή. Γιατί, όπως μου είπε και πρόσφατα μία από τους θεατές: πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο.

Η αυθόρμητη ποίηση, η μεταστροφή προς το καλλιτεχνικό κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ότι κάποιος τους παρατηρεί με τρυφερότητα. Με αφορμή όσα έχουν συμβεί μεταφέρει πάντοτε, επιπλέον, και τις δικές μου προσωπικές αξίες, τη δική μου βαθιά πεποίθηση: ότι μπορεί κανείς, δηλαδή, να βρει στο καθετί και στον καθέναν κάτι αξιοθέατο και ωραίο, κάτι παράξενο, γελοίο, συγκεχυμένο, κάτι που εμπνέει, που ενοχλεί, που εμπλουτίζει. Το να το βγάζεις αυτό στην επιφάνεια και να το καθιστάς ορατό κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται αυτό που κάνουν, να χαίρονται τον εαυτό τους. Και αυτό είναι αληθινό. Ακόμη κι αν τα ποιήματά μου δημιουργούνται για τη στιγμή κι έπειτα πάλι εξαφανίζονται, αυτό που μένει είναι η από βάθους καρδιάς υπόκλιση μπροστά στη στιγμή και στους ανθρώπους που την έκαναν πολύτιμη με την παρουσία, τις συναντήσεις και τις λέξεις τους. Με αυτή την έννοια λοιπόν: Κλείστε τα μάτια. Ανοίξτε το χέρι[1]. Υπάρχει τόσο μεγάλος πλούτος ιδεών στον κόσμο.

[1] (Σ. τ. μ.) Στο σημείο αυτό η συγγραφέας αναφέρεται σε ένα παιχνίδι που συνηθίζει να παίζει με το παιδί της, όπως έχει εξηγήσει η ίδια σε μια παράσταση Poetry Slam που κυκλοφορεί σε βίντεο στο διαδίκτυο. Σε αυτό το παιχνίδι ο ένας παίχτης κλείνει τα μάτια και ανοίγει το χέρι, ενώ ο άλλος του βάζει κάποιο αντικείμενο στην παλάμη. Στόχος είναι να ανακαλύψει για τι αντικείμενο πρόκειται και τελικά να αναπτύξει μεταξύ άλλων τη φαντασία του.

Κείμενο: Dominique Macri. Μετάφραση: Μαριάννα Χάλαρη. Φωτογραφίες: Κανέλλα Τραγουστή. Tο δοκίμιο γράφτηκε για το τετραήμερο συνέδριο συγγραφέων Syn_Energy Berlin_Athens, 17-21 Οκτωβρίου 2018, οργάνωση: Diablog Vision e.V. και Lettrétage, χρηματοδήτηση: Hauptstadtkulturfonds Berlin, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε