Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Το βιβλίο που έγινε ταινία: Η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη ανοίγει το 1ο κινηματογραφικό φεστιβάλ Hellas Filmbox Berlin στις 21 Ιανουαρίου στις 07:30 μ.μ. στον κινηματογράφο BABYLON, Berlin-Mitte. Με την ταινία αυτή ο Παντελής Βούλγαρης εικονογράφησε το best-seller μυθιστόρημα της συζύγου του Ιωάννας Καρυστιάνη. Η ελληνική ταινία διατηρεί τον αρχικό τίτλο του μυθιστορήματος «Μικρά Αγγλία», ενώ το βιβλίο φέρει στην γερμανική του έκδοση τον τίτλο «Die Frauen von Andros» (Οι γυναίκες της Άνδρου).
Στην Άνδρο, η οποία στη δεκαετία του 1930 καλείται λόγω της ευημερίας της Μικρά Αγγλία, η εικοσάχρονη Όρσα ερωτεύεται κρυφά τον νεαρό ανθυποπλοίαρχο Σπύρο, ενώ η νεώτερη αδελφή της Μόσχα ονειρεύεται να αποδράσει από τα στενά όρια του νησιού. Ο Σπύρος φεύγει από το νησί και ζητά από την Όρσα να τον περιμένει. Αλλά η Όρσα υποκύπτει στη θέληση της μητέρας της, που απαιτεί έναν αρμόζοντα γαμπρό, και παντρεύεται τον καπετάνιο Νίκο Βατοκούζη. Ο Σπύρος επιστρέφει στην Άνδρο ως καπετάνιος και παντρεύεται τη Μόσχα, την αδελφή της Όρσας. Ένα δράμα διαφαίνεται στον ορίζοντα. Θα εξελιχθεί σε τραγωδία;
Παράσταση: Πέμπτη 21 Ιανουαρίου, 07:30 μ.μ. – 11:00 μ.μ.
Babylon, Αίθουσα Saal 1, Rosa-Luxemburg-Straße 30, 10178 Berlin
ΣΤΙΣ ΕΝΝΕΑ Ιουλίου, Τετάρτη, ο Σπύρος Μαλταμπές της άγγιξε το χέρι, στις δεκαεφτά Ιουλίου, την επόμενη Πέμπτη δηλαδή, της το ´σφιξε κιόλας, όχι το δεξί αυτή τη φορά, το άλλο, το χάιδεψε αργά, το ξανάσφιξε, έτριψε εκεί που διχαλώνουν δυο δυο τα δάχτυλα. Μαζεύτηκε κι αυτή σαν σαλιγκαράκι, ένιωσε ένα κάψιμο παντού κι αμέσως μετά την καρδιά της, δίχως ήχο, να σκάει σαν ρόδι και τα ρουμπινάκια να διαγράφουν τόξα, να ξανασκοντάφτουν στους ώμους της και πάνω του, να αναπηδούν στις πλάκες του αγίου, σαν πυγολαμπίδες. Πέθανα φαίνεται, της ήρθε στο νου χωρίς να φοβάται ή να μετανοεί.
Στις είκοσι μία του μηνός, ημέρα Δευτέρα, της άνοιξε τις αφέλειες, για να δω τα μάτια σου, Όρσα, πριν αποσκοτεινιάσει, αλλά το χέρι του έμεινε στα μαλλιά της ώρα πολλή, τρυπούσε με το δάχτυλο τη σφιχτή κοτσίδα, πασπάτευε και ζύγιζε, με τα πετσιασμένα ακροδάχτυλα ακούμπησε στα μηνίγγια, στο σβέρκο, πλάι στο λαιμό, έκανε τα μισοφέγγαρα των αυτιών, τα μισοφέγγαρα των φρυδιών, την ευθεία της μύτης, το οβάλ του πιγουνιού.
Τα αντρικά δάχτυλα είναι βαριά. Σ’ αγγίζουνε μόνο και μαρμαρώνεις. Οι τοποθεσίες τώρα.
Το πρώτο ραντεβού ήτανε κάτω στο γεφυράκι, πίσω από τα πλατάνια και τις αγριοσυκιές, απομεσήμερο κι η Όρσα είχε τη δικαιολογία ότι πήγαινε πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες, αγγουρόφλουδες στο κοτέτσι του νεκροθάφτη που τους έδινε τα παραπανίσια αυγά, και σε άλλη περίπτωση θα πρόσεχε μην πατήσει τη γλίτσα στις χοχλάκες και κωλοκαθίσει μες στο νερό, φοβόταν πολύ νεροφίδες, σκωλίδες, αμπελούδες, οχιές, είχε λιποθυμήσει και με εύχιο. Πήγε στο πρώτο ραντεβού χωρίς τη μαγκούρα για το σαματά που διώχνει τα ερπετά, πύρωνε ο ήλιος στέγες, σκάλες, σέρες, μάντρες, κόσκινο έκανε τις φυλλωσιές, ούτε πονοκέφαλο είχε όμως, μούσκεμα στον ιδρώτα κατρακυλούσε τρισευτυχισμένη προς το ποταμάκι, λησμόνησε και το νεκροθάφτη· παρουσιάστηκε στο πρώτο της ραντεβού βαστώντας στα δυο της χέρια το μεγάλο τους ταψί με τ’ αποφάγια, φλούδια, σπόρια και ξεροκόμματα μες στη λίγδα.
Το δεύτερο ραντεβού αλλού, πίσω από το ιερό του Αγίου Δημητρίου, ήτανε σούρουπο και πήγαινε στη νονά της ν’ αποσπερίσουν παρέα, την έτρωγε τη μαύρη η μοναξιά μέσα στην ξεραΐλα, χωρίς γειτόνισσες, μ’ ένα σκύλο αβάφτιστο που δε γάβγιζε ποτέ. Τα σκίνα θεριά, ο τοίχος καυτός ακόμα, ο Άγιος Δημήτριος ναρκωμένος, άγιος του Οκτώβρη αυτός, τέλος φθινοπώρου.
Μες στις ζέστες, όλοι τρέχανε να κουμαντάρουν τους καλοκαιρινούς Αγίους, Πέτρο και Παύλο πρώτους και καλύτερους, Κοσμά και Δαμιανό, Αγίους Αναργύρους, τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Παρασκευή, τον Άγιο Παντελεήμονα. Από τα εξωχώραφα δεν πέρναγε ψυχή, οι δυο χιλιάδες κάτοικοι της πόλης αγνοούσαν το ειδύλλιο. Μόνοι μάρτυρες κάτι χελιδόνια που φτεροκοπούσανε καθώς σαλτάρανε να κρυφτούν στις φωλιές τους κάτω από την τσίγκινη σκέπαστρα της θύρας.
Αργότερα, όταν η Όρσα ανηφόρισε στη νονά, ο νους της ήταν αλλού, να τη συντροφέψει πήγε, άχνα δεν έβγαλε, χάζευε τ’ άστρα. Βαρέθηκε κι εκείνη, μπορεί και να τσαντίστηκε που το κορίτσι δεν την είχε άξια για μυστικά, γέμισε την ποδιά της ψιλοφάσουλα, μια ώρα πάστρευε μέσα στο σκοτάδι αφήνοντας τη βαφτισιμιά στον κόσμο της, μέχρι που αποκοιμήθηκε στο ντιβανάκι κάτω από τη λυκαστρίνα.
Το τρίτο ραντεβού, κόντευε να νυχτώσει, είχε φεγγάρι κιόλας, ο Σπύρος Μαλταμπές κατέβηκε πρώτος στην ακροθαλασσιά και την περίμενε, στη μικρή σπηλιά όπου οι καππαριές κρέμονταν από τα βράχια σαν αφέλειες κι αυτές και της έκρυβαν το κούτελο.
Βγάλανε τα παπούτσια, βράχηκαν ως τον αστράγαλο στο χλιαρό νερό, έκανε να την αγγίξει στο γόνατο και της έφυγε μια πνιχτή φρασούλα, μη, μωρέ Σπύρο, είχε στα μάτια του μια υπερκόσμια δύναμη που την παρέλυε και στα χέρια του άλλη μια που τη ζεματούσε, καρβουνάκι στο θυμιατό. Ρεγουλάρισε την ανάσα της και κόλλησε το αυτί στο στήθος του, μπουρού με τους ήχους μακρινών ωκεανών, και πού δεν είχε ταξιδέψει αυτός, έκλεινε κατά προτίμηση ζόρικους μπάρκους και η μεγάλη του αγάπη κάτι λιμάνια του διαόλου. Το κορίτσι φορούσε το κοραλλί
Ραντεβού αριθμός τέσσερα, Κυριακή, είκοσι εφτά Ιουλίου, καλεσμένοι σε Παντελήδες όλοι, σούρτα φέρτα και τέλειο άλλοθι για ένα ακόμα ξεπόρτισμα στον αυλόγυρο κάποιου άλλου αγίου, οποιουδήποτε, είχαν άριστες σχέσεις με όλους.
Για το πρώτο φιλί η Όρσα φόρεσε το μπρικέ μεταξωτό, ολόκληρα τόπια της έστελνε ο πατέρας της παλιότερα, που έκανε συχνά Καλκούτα-Βομβάη, πέρασε σε κλωστή γιασεμιά και καρφίτσωσε το μπουκέτο στο τιραντάκι της, δρόσισε μπράτσα, ντεκολτέ, αυτιά με κολόνια, ράντισε και τα μαλλιά, λόγω ημέρας ο καλλωπισμός δε θα κινούσε υποψίες, δεν ήταν ανάγκη πριν επιστρέψει σπίτι να κρυφοξεπλένεται σε κρήνες και νεροσυρμές.
Το μπρικέ μεταξωτό ο Σπύρος Μαλταμπές το τίμησε δεόντως και το κατατσαλάκωσε, έσφιγγε και φιλούσε το κορίτσι του και το ´γδερνε με τις πετσικαρισμένες παλάμες του, άλλο που δεν ήθελε η Όρσα, τον αγαπούσε εδώ και εφτά χρόνια, από τα δώδεκα δεκατρία της, από έναν Νοέμβριο που έβρεχε καταρρακτωδώς, κι αυτός, στα δεκαεννιά τότε, είχε ξεντυθεί κι έκανε μακροβούτι για ένα στοίχημα με κάτι άλλους, και τα φιλιά του τα είχε ονειρευτεί έτσι ακριβώς, λιγάκι άγρια σαν κύματα, πολύ σίγουρα, σαν ανεξίτηλες σφραγίδες στα χείλη της.
– Πες μου ντε ποιος είναι, την πίεζε την επομένη η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, στα χαρτιά φιλόλογος, στη διάθεση μαθήτρια, μα η Όρσα παρέμενε σιωπηλή, δεν ήθελε επί του παρόντος να μοιραστεί το μυστικό της. Όλα είχαν συμβεί όπως ακριβώς τα είχε επιθυμήσει. Ραντεβού κρυφά, τοποθεσίες ερημικές, λόγια απόρρητα, δικαιολογίες περίτεχνες, παράφορα και μικροπανικός. Κάθε έρωτας, και ειδικά ο πρώτος, πρέπει για αρκετό καιρό να μην κερνάει τρίτους.
Το βεραμάν διώροφο της καθηγήτριας είχε σήμα κατατεθέν τη διάσημη λευκή τριανταφυλλιά, ποικιλία Ιαπωνίας, που του στεφάνωνε βεράντες και παράθυρα και μες στο κατακαλόκαιρο έμοιαζε χιονισμένο. Πίνανε καφέ οι δυο τους, και πριν χηρέψει η κυρία Νανά είχε κοριτσίστικες σχέσεις με πρώην μαθήτριες.
Η Όρσα πήγαινε πού και πού, κυρίως την επομένη των ραντεβού, όταν ήθελε να καλμάρει, να επανέλθει στη συνηθισμένη αδιατάραχτη εικόνα της, μην πάρει μυρωδιά η μάνα της.
Κοίταξε τη Νανά με περισσότερη επιείκεια, καλοχτενισμένα μαλλιά, καλοβαμμένα χείλη, δυο κιτρινισμένα δάχτυλα, καθισμένη σταυροπόδι πάνω στην καινούρια πουαντιγιέ φούστα με τις αιώνιες πιέτες και διαθέσιμη· το κυριότερο αυτό, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη. Την κολάκευε η εμπιστοσύνη των κοριτσιών και ποτέ δεν τους έκανε χαλάστρα, συναδέλφους, γονείς και κηδεμόνες δεν τους ενημέρωνε, ακόμα κι όταν έπρεπε.
– Προχθές απασχολούσαν τη σκέψη μου τα παράταιρα ζευγάρια της πόλης, έκανα τις αναδιατάξεις μου και ξαναπάντρεψα τους μισούς από την αρχή. Ο γυμνασιάρχης είναι πλασμένος για τη Γλυνού και η γυναίκα του ταιριάζει γάντι στον τυπογράφο. Ο παπα-Φίλιππας εξάλλου θα ζούσε καλύτερα με τη Φραντζέσκα.
– Κι η παπαδιά του με τον Άγιο Φανούριο, η Όρσα την άκουγε δυο τρεις φορές την ημέρα να ψάχνει τον άντρα της στα ξένα σπίτια.
– Ο φωτογράφος ταιριάζει με τη Νότα του ζαχαροπλάστη, συνέχισε η Νανά.
– Κι ο ζαχαροπλάστης με τη σοκολατίνα του, ξανάπε η Όρσα και η καθηγήτρια ενθουσιάστηκε, η εικοσάχρονη πρώην μαθήτρια της ήταν φυσικό να τα βλέπει όλα αυτά σαν αστείο, ένα παιχνίδι βεράντας, για να σκοτώνουν την ώρα που στην πόλη τους κυλούσε πιο αργά από αλλού, η πείρα της ζωής όμως μαζί με τα αναρίθμητα απογεύματα που η ίδια αφιέρωνε σε παρατηρήσεις ουσίας και στοχασμούς δε σήκωναν αμφισβητήσεις.
– Ναι, καλό μου, η έπαρση της νιότης είναι το ωραιότερο λάθος στη ζωή, πολύ συχνά τα ταίρια σμίγουν αταίριαστα και χίλιες φορές καλύτερα ο ζαχαροπλάστης να παντρευότανε μια πάστα και να άφηνε ήσυχη τη Νότα· μαθήτρια της προ ετών κι αυτή, που της έφερνε σε δισκάκι με σελοφάν και φιόγκο τα γλυκάκια και σε άλλη θεαματική πλην διαφανή συσκευασία το κενό του έγγαμου βίου της, ξεφτέρι η Νανά, κάτω από τα στερεότυπα και τα καθησυχαστικά αλίευε τις μικροαπογοητεύσεις.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Μικρά Αγγλία», Εκδ. Καστανιώτης, με ευγενική παραχώρηση του εκδότη. Φωτό: Από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μικρά Αγγλία».
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)