Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Καλάβρυτα, Δεκέμβριος του 1943: Η συγγραφέας Μαρία Στεφανοπούλου έδωσε μια λογοτεχνική ερμηνεία στα τραγικά γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου. Για το μυθιστόρημά της «Άθος, ο δασονόμος» τιμήθηκε το 2015 από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 2019 σε γερμανική μετάφραση στον εκδοτικό οίκο Elfenbein Verlag.
Ο δασονόμος Άθος από την Ευρυτανία, που είχε αναλάβει υπηρεσία στα Καλάβρυτα στις αρχές της δεκαετίας του 40, είναι άραγε πράγματι ένας από τους δεκατρείς επιζώντες από τη μαζική εκτέλεση της Βέρμαχτ, όταν, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, δολοφονήθηκαν στην πελοποννησιακή κωμόπολη όλοι οι άρρενες κάτοικοί της ηλικίας 14-65 ετών; Ο αναγνώστης δεν θα το μάθει παρά μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστoρήματος Άθος, ο δασονόμος της Μαρίας Στεφανοπούλου. Η Αντρέα Σέλιγκερ μίλησε στην Αθήνα με την εγγονή ενός από τα θύματα για λογαριασμό του diablog.eu.
Τι σας παρακίνησε να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τέσσερις γενιές γυναικών που, μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων, η ζωή τους σφραγίζεται από το τραύμα, την απώθηση και την ανάμνηση;
Μέχρι σήμερα τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1943 αντιμετωπίστηκαν μόνο μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν και βέβαια από την ιστοριογραφία των μελετητών, πάντοτε υπό το πρίσμα του ηρωισμού, του μαρτυρίου και της θυσίας. Στο δικό μου βιβλίο τώρα, που είναι λογοτεχνία, έχουμε την εσωτερική οπτική ενός υπαρξιακά καθοριστικού πένθους των επιζώντων από ένα έγκλημα και μιας δυνατότητας ανάνηψης από το πένθος αυτό.
Πρόκειται για την ιστορία της Μαριάνθης, συζύγου του Άθου και μητέρας του επίσης δολοφονημένου γιου που απέκτησε με τον Άθο, του Γιάννου, της κόρης της Μαργαρίτας και της εγγονής της, της Λευκής. Πλάι στη Μαριάνθη, που είναι σημαδεμένη δια βίου από τον σπαραγμό ως επιζήσασα και πιασμένη στον «τροχό της μοίρας» (λέει σε κάποιο σημείο: «Γέρασα με το μίσος του πολέμου. Μίσος για τους Γερμανούς, μίσος για τους αντάρτες … Η μνησικακία έκαιγε σαν φωτιά μέσα μου»), μεγαλώνει δίχως πατέρα η κόρη. Αυτή, προσπαθεί να ξεχάσει, βάζοντας τις αναμνήσεις στον πάγο, στομωμένη. Η κόρη της, η Λευκή, ξεφεύγει σπουδάζοντας στο εξωτερικό, επιστρέφει ωστόσο ως γιατρός στα Καλάβρυτα και ιδρύει την κλινική Πόνου στο νοσοκομείο της πόλης. Εκεί, στον τόπο του εγκλήματος, αποδέχεται μέσα της το τραύμα, μπαίνει στη θέση του παππού της, του Άθου, κι αφήνεται να βιώσει ολόκληρη τη διαδικασία του πένθους. Καθόλου τυχαίο που τόσο η Μαργαρίτα όσο και η κόρη της, η Λευκή, είναι μητέρες που μεγαλώνουν παιδιά χωρίς πατέρα.

Εδώ περιλαμβάνονται βέβαια και αυτοβιογραφικά μοτίβα….
Ο Άθος ήταν ο παππούς μου, η γυναίκα του η Μαριάνθη η γιαγιά μου, με την οποία μεγάλωσα. Εγκατέλειψε τα Καλάβρυτα μετά την καταστροφή, δεν είχε άλλωστε δεσμούς με τον τόπο, και πέθανε στην Αθήνα το 1985. Νομίζω ότι μόνον αν έχει κανείς το ανάλογο βιωματικό υπόβαθρο μπορεί να γράψει γι’ αυτά τα πράγματα. Δεν μπορείς απλά να επινοήσεις το δράμα. Επιπλέον χρειάζεται η απόσταση, ώστε να σκεφτείς τη συλλογική εμπειρία και πέρα από τον εαυτό σου. Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσε ίσως να έχει γραφτεί από κάποιον που θα είχε περάσει τη ζωή του ολόκληρη στα Καλάβρυτα, ή που θα γνώριζε τα γεγονότα μονάχα από τη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο εσωστρεφές. Είναι η ματιά της εσωτερικής εμπειρίας.
Μέχρι τώρα τα θύματα αυτής της σφαγής παρουσιάζονται ως επί το πλείστον σαν άνθρωποι που θυσιάστηκαν για μια δίκαιη υπόθεση. Στα δικά μου μάτια, ωστόσο, αυτό άλλο δεν κάνει από το να δημιουργεί νέα τραύματα οδηγώντας στην αυτοεξαπάτηση της ηρωοποίησης. Φυσικά και δεν πρόκειται, στην περίπτωση των Καλαβρύτων, για έναν ηρωικό θάνατο υπέρ της σωστής πλευράς, παρά για ένα έγκλημα πολέμου που διαπράχθηκε ως αντίποινα σε βάρος του άοπλου άμαχου πληθυσμού. Ωστόσο, η ηρωική, θυσιαστική αυτο-αντίληψη σε συνδυασμό με ένα αενάως αμετακίνητο πένθος είναι ο τρόπος ζωής της τοπικής αυτής κοινωνίας, το ψυχικό της θεμέλιο. Η κοινωνία αυτή «ζει», θα έλεγε κανείς, από τη «μαυρίλα» της ανάμνησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σημερινά Καλάβρυτα οικοδομήθηκαν κυριολεκτικά και συμβολικά πάνω στα ερείπια του κατεστραμμένου τόπου, ενώ τα ερείπια της γαλλικής πόλης Οραντούρ-συρ-Γκλαν, που επίσης υπέστη αντίποινα του γερμανικού στρατού (γι΄ αυτό και οι δύο πόλεις συχνά συγκρίνονται), έμειναν ανέπαφα αποτελώντας μνημείο, δίπλα στο οποίο οικοδομήθηκε εξαρχής το σημερινό Οραντούρ. Εδώ είναι φανερές και οι διαφορές ως προς την αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος, ή τον αναστοχασμό γύρω από το τραύμα του πολέμου (για τους έλληνες βάρυνε ακόμα περισσότερο εξαιτίας του εμφυλίου που ακολούθησε) και τους τρόπους μνημείωσης των τόπων μαρτυρίου.
Ποιός είναι αυτός ο Άθος που μετά τη μαζική εκτέλεση αποτραβιέται στα δάση για να διδαχθεί από τη φύση πώς να τα βγάζει πέρα με την καταστροφή; Είναι αυτόπτης μάρτυρας όσων συνέβησαν μετά τη σφαγή; Ένας πρώιμος οικολόγος, επικριτής του πολιτισμού; Ένας πατριώτης που βοηθάει τους αντάρτες στην αντίσταση, αλλά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τόσο τους δεξιούς όσο και τους αριστερούς;
Ποιά από τις γυναίκες αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται πιο κοντά στη δυνατότητα μιας απάντησης σε όλα αυτά;
Πιστεύω η Λευκή! Εδώ, η τρίτη γενιά καταφέρνει να αντεπεξέλθει αποφασιστικά στη διαδικασία του πένθους. Η πρώτη γενιά επιβιώνει απλώς του εγκλήματος, η δεύτερη επιχειρεί να ξεφύγει, μέσω της λήθης, από τις συνέπειές του, η τρίτη τις αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο.
Στο μυθιστόρημα είναι η Λευκή που, μέσω της αφήγησής της για την επιβίωσή του στα δάση μετά τη σφαγή, χαρίζει στον δολοφονημένο Άθο ακριβώς τη ζωή που του αρνήθηκαν. Ταυτίζεται με τον παππού της: «Εγώ είμαι ο Άθος». Συνάμα αποδέχεται το βαρύ πένθος που της κληροδότησαν η γιαγιά και η μητέρα της. Κι ωστόσο υποκύπτει στον πειρασμό «να προσφέρει τη δική της θυσία». Ως γιατρός αφοσιώνεται μέρα νύχτα σε ανθρώπους που υποφέρουν, απαλύνει τον πόνο τους, παρατείνει τη ζωή τους, λειτουργεί θεραπευτικά. Με τον τρόπο αυτόν απελευθερώνεται από τον παθητικό ρόλο του θύματος που προκαλεί πικρία ή παραμένει εμμονικά προσανατολισμένος στο βίωμα της οδύνης μέσω της απώθησης.
Ως μητέρα γεμάτη δύναμη ζωής και δημιουργίας η Λευκή δείχνει τον σωστό δρόμο. Ο Πάουλ Τσέλαν γράφει: Κανείς/ δεν μαρτυρεί για τον /μάρτυρα, κι ωστόσο αυτό ακριβώς επιδιώκει εντέλει η Λευκή προσπαθώντας να αφηγηθεί τα γεγονότα του ΄43: να καταθέσει μια μαρτυρία στη θέση του «επιζώντος» Άθου. Ταυτόχρονα όμως είναι και δική της μαρτυρία – μια ανέφικτη αποστολή, εξού και ο πρόωρος χαμός της: προσφέρει εντέλει αυτή η ίδια τη θυσία, πεθαίνοντας νέα.
Ο Άθος εξηγεί στη Γερμανίδα Ίνγκε Μπραμς (μυθιστορηματικό πρόσωπο που παραπέμπει απαραγνώριστα στην Γερμανίδα ιστορικό Έρενγκαρντ Σραμ-φον Τάντεν, η οποία ήδη τη δεκαετία του ’50 στρατεύθηκε ως αρωγός για να στηρίξει τις χήρες των Καλαβρύτων):
«Τις κοινωνίες όμως, που στους κόλπους τους αναπνέουν και επιβιώνουν ακόμα οι ιδεολογίες, ενώ οι άνθρωποι, ζωντανοί, εξακολουθούν να ανταλλάσσουν εκεί τις απόψεις τους, δεν μπορείς να τις κάνεις μουσεία, ούτε τόπους μαρτυρίου. Ούτε η λήθη του κακού θα επιτευχθεί χάρη στις φιλικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας και στις επενδύσεις της γερμανικής βιομηχανίας στην Πτολεμαΐδα, ούτε η μνήμη των μαρτύρων θα εξασφαλιστεί χάρη στα επιβλητικά μουσεία και στη ρητορεία περί ηρώων και αίματος των αθώων».
Ποια μπορεί να είναι η συνέχεια, στην τέταρτη γενιά;
Μονάχα η τέταρτη γενιά, εδώ η κόρη της Λευκής, η Ιοκάστη, βγαίνει από τον κύκλο του τραύματος αναγνωρίζοντας ότι ο Άθος δεν ήταν ένας από τους 13 επιζήσαντες. Ανακαλύπτοντας η Ιοκάστη το χειρόγραφο της Λευκής στην καλύβα του δάσους, όπου ο Άθος αποτραβήχτηκε δήθεν μετά τη μαζική εκτέλεση, κατανοεί ότι η μητέρα της θέλησε να διατηρήσει στη ζωή τον παππού ως αντι-ήρωα, κι όχι ως μάρτυρα. Στο τέλος η Ιοκάστη κλονίζεται όταν συναντά έναν γέρο Γερμανό επισκέπτη στο λόφο του μνημείου των Καλαβρύτων. Της θυμίζει τον Κουρτ, πρόσωπο της αφήγησης της Λευκής, λιποτάκτη της Βέρμαχτ και σύντροφο του Άθου στην αντι-ηρωική επικράτεια που γειτνιάζει με τη φύση.
Αναρωτιέται: Ποιός ήταν ο Κουρτ; Πώς φτάσαμε σ’ αυτόν τον πόλεμο; Από θέση ισχύος, καθώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο του πένθους και του πεπρωμένου, το ζητούμενο για την ίδια είναι να ψάξει για απαντήσεις δίχως να αναμετριέται με τα τραύματα των προηγούμενων γενεών. Η συνάντηση στο μνημείο είναι μια πρόκληση. Εδώ μεταφέρεται όχι το ίδιο το τραύμα, αλλά η λύτρωση από αυτό. Πρόκειται για πολύ μεγαλύτερη ευθύνη.
Ποιόν δρόμο θα τραβήξει η γενιά της Ιοκάστης; Δεν το γνωρίζουμε. Μπορούμε ίσως μονάχα να της πούμε τι να αποφύγει: όχι, μην πας αποκεί. Η γενιά αυτή βρίσκεται μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις. Καλό θα ήταν λοιπόν να έχει βρει τουλάχιστον μέσα της μια σύμπνοια με το παρελθόν.
Η Μαρία Στεφανοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε φιλολογία στη Ρώμη και στράφηκε κατόπιν στο θέατρο ζώντας ένα διάστημα στη Στοκχόλμη και μετά για πολλά χρόνια στο Παρίσι. Το 1997 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει εκδώσει νουβέλες, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο και δοκίμια για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Το μυθιστόρημά της «Άθος, ο δασονόμος» κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2015 από τις αθηναϊκές εκδόσεις «Το Ροδακιό» και τιμήθηκε με το βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.
Συνέντευξη: Andrea Schellinger, Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη. Φωτό: Chris Drury (teaser), Ιστορικές φωτογραφίες από το αρχείο της Ανναμαρίας Δρουμπούκη, Αλέξανδρος Χριστοδούλου (Πορτρέτο Στεφανοπούλου).
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)