Ο Σταθμός του Μονάχου

Διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

H Λένα Κιτσοπούλου – θεατρική συγγραφέας και πεζογράφος, ηθοποιός και ρεμπέτισσα – θα συμμετάσχει στις 15/12 σε συνέδριο με θέμα τη «Λογοτεχνική Μετάφραση» στο Βερολίνο. Με την ευκαιρία αυτή η συντάκτριά μας Νίνα Μπούνγκαρτεν μετέφρασε ένα διήγημα που χτίζει μια γέφυρα μεταξύ Μονάχου και Αθήνας. Οι φωτογραφίες προέρχονται από την σειρά καλλιτεχνικής φωτογραφίας Tangent τής Στέλλας Χριστοδουλοπούλου, που είναι υπότροφος της Ακαδημίας των Τεχνών του Βερολίνου.

Ήταν οριστική η απόφαση. Φεύγω. Τέλος με αυτήν τη χώρα, τέλος με την οργάνωση, τέλος με το ευχαριστώ και το παρακαλώ, τέλος με τη βουβαμάρα και τις μαύρες νύχτες. Τέλος πια αυτή η έλλειψη του μπλε, του γαλάζιου, τέλος η έλλειψη ψαρόβαρκας από το οπτικό μου πεδίο, τέλος με αυτό το γκρι τοπίο, τέλος με αυτούς τους άγνωστους δρόμους, τους χωρίς ίχνος ανάμνησης, χωρίς ούτε ένα φιλί στο στόμα, χωρίς να μου θυμίζουν τίποτα.

Φεύγω, την κάνω, τον πούλο, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό το συναίσθημα, τέλος.

Θέλω φωνές, βρισίδια, ταξιτζήδες τρελαμένους, κλέφτες, βρόμικες μασχάλες, ανοιχτά παράθυρα με τίγκα τα ντάπα ντούπα, χαλασμένες εξατμίσεις, καυσαέριο, χαλίκι, καύσωνα, σουβλάκια, κοψίδια, έρωτα στη γλώσσα μου, στα ελληνικά, παλιοπουτάνα, καυλιάρα και τέτοια. Είμαι δεκαοχτώ, έχω ακόμα πολλά τσιφτετέλια μπροστά μου, δεν θα τα χαραμίσω μπροστά στους κοκκινομούρηδες. Θέλω αργόσχολα καφενεία και φραπόγαλα, θέλω να βάλω τα πόδια μου πάνω σε πλαστικές καρέκλες και να βρίσω, να σιχτιρίσω. Τέρμα οι σπουδές στο Μόναχο.

Stella Christodoulopoulou_6
©Stella Christodoulopoulou

Προσπαθώ με δύο βαριές βαλίτσες να μπω μέσα στο τρένο, να ανεβάσω πρώτα τη μία, μετά να ανέβω εγώ και μετά να τραβήξω πάνω και την άλλη. Αυτό είναι το σχέδιο, μπουρδουκλώνομαι όμως, απελπίζομαι και μου ξεφεύγει ένα γαμώ το κερατό μου γαμώ, την ώρα που σφηνομέμη ανάμεσα στα μπαγκάζια μου, μεταξύ πρώτου και δεύτερου σκαλιού, δεν μπορώ να πάω ούτε μπρος ούτε πίσω.

Ένα χέρι δυνατό, αντρικό, γραπώνει ξαφνικά το χερούλι της βαλίτσας μου, ένα χέρι με μια χρυσή βέρα περασμένη σε δάχτυλο χοντρό σηκώνει τη βαλίτσα μου ψηλά, και μια ανατριχίλα χαϊδεύει τη ραχοκοκαλιά μου, μια νοσταλγία σαν κεραυνός στην κορυφή του κεφαλιού μου, στο άκουσμα αυτής της αντρικής φωνής με το παχύ λάμδα.

Έλα, ρε κοπέλα, να βοηθήσω. Αυτό το θεσσαλονικιώτικο λάμδα με πήρε και με σήκωσε εκείνη την ώρα, όπως πήρε και σήκωσε τη βαλίτσα μου. Έλα, ρε πατρίδα, φώναξα, εγώ που δεν τα είχα αυτά, αυτά τα εθνικιστικά. Χαμογέλασα με λαχτάρα στον άγνωστο άνθρωπο και τον αποκάλεσα πατριδάρα. Μου γέλασε κι αυτός, με υγρά μάτια και δόντι χρυσό.

Stella Christodoulopoulou_4
©Stella Christodoulopoulou

Μπήκα στο κουπέ μου, στον αριθμό που έγραφε το εισιτήριό μου, χαλόου είπα, πάνω κάτω στις κουκέτες τέσσερις άντρες ξαπλωμένοι, ξύνανε τα αυτιά τους, τους σβέρκους τους, ρουθουνίζανε και βήχανε και μία ετοιμοθάνατη γιαγιά στο κάτω κρεβάτι που την πήγαινε ο γιος της πίσω στη Γιουγκοσλαβία για να πεθάνει στο σπίτι της. Έτσι μου είπε αυτός με το σκαμμένο πρόσωπο που κοίταζε συνέχεια το στήθος μου. Σκαρφάλωσα στο πάνω κρεβάτι, το μόνο άδειο, ακριβώς πάνω απ’ τη γιαγιά. Άκουγα τον επιθανάτιο ρόγχο τις πρώτες ώρες που προσπαθούσα ακόμα να κοιμηθώ, εγώ ταξιδεύοντας για τη ζωή και εκείνη για τον θάνατο, και εκεί αγκαλιά με τις τσάντες μου έμαθα ότι για τον χάρο και τη χαρά πληρώνεις ίδιο εισιτήριο, βήτα θέση και ολόκληρο.

Αυτή η αναμονή δεν γινόταν ύπνος με τίποτα, τα σώματα στηρίχτηκαν στους αγκώνες, ανταλλάξαμε ονόματα, τσιγάρα και αναπτήρες, αυτοί βγάλαν τα παπούτσια τους και μείναν με τις κάλτσες, μπόχα από κάτω, και από πάνω όλοι κουκουλωμένοι με τα μπουφάν. Μιλάγαμε μεταξύ μας με τα χέρια, σαν κωφάλαλοι, με τις παλάμες στην καρδιά όταν θέλαμε να πούμε καλά είμαι, όλα καλά, αλλά το όπα και το αμάν ήταν ίδιο σε όλες τις γλώσσες και δεν χρειάστηκε τελικά να πούμε και τίποτα άλλο δυο ολόκληρες μέρες. Όλοι κάπου να γυρίσουμε θέλαμε, και η πραγματική θέληση έχει την ίδια έκφραση για όλους.

Stella Christodoulopoulou_3_5
©Stella Christodoulopoulou

Είκοσι τέσσερις ώρες Γιουγκοσλαβία παρέα με τον Αϊντάν, έναν Τούρκο συνομήλικό μου, μοιραστήκαμε τα ακουστικά από το γουόκμαν του, ακούγοντας τούρκικα τσιφτετέλια και χορεύοντας πάνω σε λιγδιασμένα καθίσματα. Ο κύριος Γιάννης, ο άνθρωπος που είχε πάρει το βάρος από πάνω μου στον σταθμό του Μονάχου, κάθε τόσο μου φώναζε από το δικό του κουπέ, απ’ την άλλη άκρη του διαδρόμου, Λέεενη, Λέεεενη, είσαι καλά; Φτάνουμε, κύριε Γιάννη, του φώναζα κι εγώ, φτάνουμε.

Ερωτεύτηκα τα πόδια και τα χέρια ενός Αλβανού, που δεν θυμάμαι το όνομά του, καθόταν καμιά φορά απέναντι μου την ώρα που χτυπάγαμε παλαμάκια με τον Αϊντάν και γελάγαμε, και νομίζω ότι από τότε δεν ξαναείδα τόσο ωραία άκρα στη ζωή μου. Τον αποχαιρέτησα νύχτα, από το παράθυρο, σε ένα άδειο χωράφι απέραντο, όπου το τρένο σταμάτησε για λίγο. Σ’ έναν σταθμό οφθαλμαπάτη, που τον φώτιζε μόνο μια λάμπα του δρόμου. Κρατήσαμε τα χέρια μας δεμένα, εγώ σκυμμένη από το παράθυρο κι αυτός σηκωμένος στις μύτες των ποδιών του λέγοντας άι λαβ γιου, άι λαβ γιου, ο ένας στον άλλο, ενώ ο θείος του μας κοίταζε, σαν γάτα μέσα στο σκοτάδι, και του γρύλιζε στα αλβανικά κάτι σαν άιντε πάμε, πάμε. Κάτι τέτοιο μάλλον. Το τρένο ξεκίνησε και τα χέρια μας τα κρατήσαμε δεμένα όσο γινότανε, όσο αντέχαμε, μέχρι που λύθηκαν από μόνα τους. Και για πάντα.

Stella Christodoulopoulou_2
©Stella Christodoulopoulou

Τη δεύτερη νύχτα με ξύπνησε το άγριο σκούντημα ενός άλλου Τούρκου που είχε και ένα μικρό παιδάκι μαζί του. Αυτός μίλαγε και λίγο ελληνικά. Τσιμπούσι, φώναζε δυνατά μέσα στο αυτί μου και με σκούνταγε, πάνω που είχα βυθιστεί. Πάλι καλά βέβαια που ζήταγε τσιμπούσι και όχι τσιμπούκι, πάλι καλά. Μέσα στη νύστα μου, ήρθε στα ρουθούνια μου μυρωδιά φέτας, αντζούγιας και ελιάς.

Το κουπέ μας μεταμορφώθηκε αμέσως σε ταβέρνα, ο Τούρκος έστρωσε και τραπεζομάντιλο, μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά άνθρωποι, κι όλοι έφεραν από κάτι, τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο, σε σακουλάκι, σε λαδόκολλα. Αλβανοί, Έλληνες, κάτσαμε στριμωγμένοι στα κάτω κρεβάτια, οι ανάσες βρομούσαν, χρυσά δόντια γελούσαν, χρυσοί άνθρωποι που ζέχνανε, βουτούσαμε τα δάχτυλά μας στις κονσέρβες. Ο Αϊντάν ως συνήθως ανέλαβε τη μουσική, ο ρόγχος της ετοιμοθάνατης κρατούσε τον ρυθμό στα τραγούδια μας.

Stella Christodoulopoulou_5_1
©Stella Christodoulopoulou

Κύριε Γιάννη, κύριε Γιάννη, φώναξα στον διάδρομο, ελάτε να φάμε. Πριν κάτσει ο κυρ Γιάννης δίπλα μου, έριξε μια γυροβολιά στον διάδρομο τυλιγμένος με μια γκρι κουβέρτα. Όπα, όπα, αναφωνήσαμε όλοι μαζί, γεια σου, πατρίδα, φώναξα πάλι κι ο Αϊντάν δυνάμωσε τη μουσική όσο πήγαινε. Το χέρι με τη βέρα έχωσε στο στόμα μου με το ζόρι ένα παπαριασμένο παξιμάδι. Δάγκα το, Λέεενη, δάγκα το, το καλύτερο σου δίνω. Κι εγώ έκλεισα τα μάτια μου για να μην βλέπω το μαύρο νύχι, αλλά και για να μην στραβωθώ από το τόσο χρυσάφι στο χαμόγελο. Φχαριστώ, κυρ Γιάννη. Και κατάπια. Όλοι τους μετανάστες, άνθρωποι που είχαν χρόνια να γυρίσουν στις πατρίδες τους, άνθρωποι φτιαγμένοι μόνο για γυρισμό.

Ειδόμενη. Σύνορα. Ξημέρωμα. Το τρένο σταματάει. Πηδάω το πάνω κρεβάτι κάτω. Κοιτάζω γύρω γύρω, τα κρεβάτια όλα είναι άδεια, ξέστρωτα, η γιαγιά λείπει, θα κατέβηκαν την ώρα που κοιμόμουνα, στη Γιουγκοσλαβία. Τρέχω έξω. Κύριε Γιάννη, φτάσαμε. Τρέχω στον διάδρομο του τρένου. Ξεπροβάλλουν άνθρωποι από όλα τα κουπέ, κεφάλια χαρούμενα, αγουροξυπνημένα, μάγουλα που καίνε, ο διάδρομος γεμίζει ασφυκτικά, άλλοι κολλάνε τα πρόσωπά τους στα τζάμια, άλλοι ανοίγουν τα παράθυρα. Ο ιδρώτας δύο ημερών και άλλων τόσων χρόνων πριν μυρίζει τώρα θυμάρι και ρίγανη. Ή έτσι νομίζω.

Stella Christodoulopoulou_4
©Stella Christodoulopoulou

Ένα κασετόφωνο παίζει Άκη Πάνου. Κύριε Γιάννη. «Στον σταθμό του Μονάχου, με άφησε άχου». Όλοι τραγουδάνε. Προσπαθώ να περάσω ανάμεσά τους. Έρχομαι. Μια αγκαλιά πέφτει πάνω μου. Κι εγώ πάνω της. Φτάσαμε, Λέεενη, φτάσαμε. Νιώθω τη βέρα να καρφώνεται στην πλάτη μου για πάντα, τη βέρα που γράφει μέσα Κατερίνα ή Βούλα ή Χριστίνα, ή κάποια παλιά ημερομηνία. Τη βέρα που μούλιασε χρόνια μέσα σε νεροχύτες, σε σφουγγάρια, πάνω σε πιάτα με μισοφαγωμένους μουσακάδες κάποιου ελληνικού εστιατορίου της Νυρεμβέργης ή της Στουτγάρδης, που κανένας δεν ήταν σαν της μάνας σου, κύριε Γιάννη μου, γιατί η ντομάτα εκεί δεν ήταν σαν τη δικιά μας, ούτε ο κιμάς, γιατί τίποτα εκεί δεν ήταν σαν τα δικά μας.

Έτσι όπως έχω δει σε ταινίες πολεμικές τους ανθρώπους στα στρατόπεδα να τεντώνουν τα χέρια τους έξω από τα συρματοπλέγματα μπας και τους πετάξουν μία σοκολάτα ή ένα ξεροκόμματο, έτσι μπήκα στην Ελλάδα, με τεντωμένα χέρια έξω από το παράθυρο του τρένου, εκλιπαρώντας τον πλανόδιο του σταθμού για έναν ελληνικό καφέ σε πλαστικό.

Απόσπασμα από: Λένα Κιτσοπούλου: Μεγάλοι δρόμοι. Αθήνα, Εκδ. Μεταίχμιο 2010. Φωτό: Στέλλα Χριστοδουλοπούλου, Teaser: Λ. Κιτσοπούλου, εικονογράφηση από τη συλλογή διηγημάτων “Μεγάλοι δρόμοι”.

CeMoG_Peripheren_Literatur_A2_CMYK-page-001

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε