Μερεμέτια

Διήγημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Ένα σπίτι με μια περίεργη υδραυλική ζημιά. Μια χήρα μανιώδης καπνίστρια. Κι ένας μετανάστης που πρέπει να βάλει τα πράγματα ξανά στη θέση τους. Αυτά είναι τα συστατικά της παρακάτω ιστορίας που μιλάει για μια περασμένη χρυσή εποχή και την αργή παρακμή που μάλλον δεν είναι πια αντιστρέψιμη…

Ο Κώστας απ’ το Βρότσλαβ, που δεν τον λένε Κώστα, ασφαλώς, κατεβαίνει τελετουργικά απ’ την ταράτσα. Η γριά τού έχει βγάλει καφέ, κρύο νερό και γλυκό του κουταλιού βύσσινο, και περιμένει με αγωνία τη διάγνωση.

«Δεν έπρεπε να τ’ αφήσεις τόσον καιρό», της λέει διφορούμενα.

Η γριά του προσφέρει τσιγάρο. Εκείνος μπορεί να μην αγοράζει –το έκοψε από τότε που έκοψε η δουλειά-, αλλά όποτε του προσφέρουν δεν αρνείται. Η γριά τού ανάβει μ’ έναν παλιό ασημένιο αναπτήρα κι έπειτα ανάβει και το δικό της. Τον βλέπει που κοιτάζει τον αναπτήρα.

«Του ναυάρχου», του λέει. Και, σαν να μη χρειαζόταν άλλη αφορμή, ξεκινάει. Τα πρώτα σημάδια, του λέει, είχαν φανεί χρόνια πριν˙ τότε ακόμα που ο ναύαρχος δεν ήταν ναύαρχος˙ τότε που αγωνιζόταν στα δικαστήρια ν’ αποδείξει ότι δεν είχε συνεργαστεί με τη χούντα, ότι είχε κάνει απλώς το καθήκον του ως στρατιώτης, κι ότι αδίκως τον είχαν καθηλώσει επί τόσα χρόνια, για να τον ξαποστείλουν έπειτα, πριν την ώρα του –μόνο και μόνο για να κάνουν χώρο στους δικούς τους. Τότε είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια στον βορινό τοίχο της κουζίνας, πάνω απ’ τα ντουλάπια, αλλά ποιος είχε τότε μυαλό για επισκευές;

Kaputte Haustür an altem Gebäude

Ο Κώστας, που δεν τον λένε Κώστα, την κοιτάζει σαστισμένος˙ δεν είναι σίγουρος ότι τα ’χει πιάσει όλα, αλλά η γριά δεν σταματάει τώρα.

Άσε που, και μυαλό να είχε, τα λεφτά δεν περίσσευαν˙ όλα στους δικηγόρους πήγαιναν! Η προίκα της όλη, τα χτήματα στον Γέρακα, που σήμερα θα άξιζαν μια περιουσία, τα διαμερίσματα απ’ την αντιπαροχή στο Φάληρο, η γκαρσονιέρα στα Πατήσια, στους δικηγόρους όλα. Και στις σπουδές του μεγάλου, που ο ναύαρχος τον ήθελε δικηγόρο φυσικά, για να πάρει, λες, το αίμα του πίσω. Ο μεγάλος τού τη γλίτωσε, κι έτσι την πάτησε η μικρή. Ο ναύαρχος δικαιώθηκε τελικά, και πήρε τους βαθμούς του μαζεμένους, μαζί και τα χρωστούμενα, που δεν ήτανε λίγα, αλλά ούτε και πολλά ήτανε.

Ο Κώστας νιώθει την υποχρέωση να συμφωνήσει˙ λίγα-πολλά, ποτέ δεν φτάνουνε.

Τι τα θες –μέσα σ’ ένα χρόνο γίνανε καπνός! Απ’ τη μια ήταν ο γάμος της μικρής και το διαμέρισμα στο Κουκάκι, που δεν του έφτανε του ανεπρόκοπου, ήθελε μεγαλύτερο, τρομάρα του… Με δυο παιδιά θα είμαστε τσίμα τσίμα! Καλά, κάντε εσείς το πρώτο, κι έχει ο Θεός! Απ’ την άλλη ήταν τα σχέδια του μεγάλου που είχε τελειώσει τη Φαρμακευτική και δούλευε ήδη σε μια μεγάλη εταιρεία, αλλά ονειρευότανε να στήσει δική του δουλειά. Δεν είχε κι άδικο, αν κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος! Το αποτέλεσμα ο ναύαρχος δεν έζησε να το δει. Ίσα που πρόλαβε να μοιράσει το ποσό που του επιδικάστηκε ως αποζημίωση κι ύστερα πέθανε. Κάτι δέκατα ήταν στην αρχή, που έρχονταν κι έφευγαν, ένα τριάντα οχτώ μισό μετά, εξετάσεις, νοσοκομεία, γιατροί –χειρότεροι απ’ τους δικηγόρους ετούτοι, ευτυχώς που ο μεγάλος είχε δυο γνωριμίες, αλλά και που τις είχε, δεν ωφέλησαν, έφυγε ο ναύαρχος ώσπου να πεις «καρκίνος».

Κομπιάζει λίγο, καθώς θυμάται πόσο είχε ντραπεί για τις μαυρίλες στο ταβάνι και στον τοίχο! Έρχονταν συγγενείς και φίλοι να τη συλλυπηθούν κι εκείνη εκεί τον νου της. Άξιος άνθρωπος, νοικοκύρης, έλεγαν, κι εκείνη δεν ήξερε αν την παρηγορούσαν ή τη μέμφονταν. Πήγε και βρήκε ένα μεγάλο βάζο από σκούρο γυαλί, το γέμισε με κάτι στάχυα φουντωτά και το ’βαλε πάνω στο ντουλάπι, να κρύβουν τη ζημιά. Κι ησύχασε, αλλά όχι για πολύ.

Ο Κώστας χαμογελάει με κατανόηση. Η γριά επιβραβεύει τη λιτή συμμετοχή του προσφέροντάς του ακόμα ένα τσιγάρο.

«Η μικρή πίεζε: να το δώσουμε αντιπαροχή!»

Παραδόξως, η συγκεκριμένη λέξη ξυπνάει το ενδιαφέρον του Κώστα.

«Ο μεγάλος ούτε να τ’ ακούσει: η αξία του οικοπέδου ανεβαίνει μέρα με τη μέρα –τι λόγο έχουμε να το δώσουμε;»

Ο Κώστας συμφωνεί˙ θυμάται εκείνον τον εργολάβο, τον Φωτόπουλο, που του έβαζε ένα ένσημο για κάθε πέντε μεροκάματα –πώς να μη συμφωνεί;

Η μικρή είχε τους λόγους της. Είχε μόλις μπει στο δικαστικό, και το πρώτο παιδί δεν έλεγε να ’ρθει. Εξετάσεις, γιατροί, κόντρα εξετάσεις –με δυο μισθούς ίσα που τα ’βγαζαν πέρα. Η μικρή είχε ακούσει για μια κλινική στην Αμερική –μιλάμε για σίγουρα αποτελέσματα. Ο μεγάλος προσπάθησε να τη μεταπείσει: άνθρωποι είναι κι οι Αμερικάνοι, δεν κάνουν θαύματα. Ο ανεπρόκοπος είχε κουραστεί˙ συντάχτηκε με την άποψη του μεγάλου –σου λέει, ούτε οι πρώτοι θα ’μαστε ούτε οι τελευταίοι χωρίς παιδί. Η μικρή ούτε που να τ’ ακούσει. Προκειμένου να χαθεί το σπίτι, της έδωσε ο μεγάλος τα λεφτά, πράγμα που έκανε τη γυναίκα του έξαλλη…

Graffiti Der Joker

Τότε ήταν που τους έκοψε την καλημέρα, εξηγεί στον Κώστα που δεν τον λένε Κώστα κι έχει αρχίσει να μπερδεύεται.

Περίεργο, αν το καλοσκεφτείς. Ο μεγάλος έβγαζε λεφτά με το τσουβάλι. Ο κόσμος δεν θα πάψει ν’ αρρωσταίνει και τα νοσοκομεία από κάπου πρέπει ν’ αγοράσουν. Ο μεγάλος είχε κάνει τη σωστή κίνηση. Και μετά έκανε ακόμα μία. Πήγε και γράφτηκε μέλος του κόμματος και, από τη μια στιγμή στην άλλη, οι δυο γνωριμίες γίνανε τρεις κι έπειτα χίλιες δεκατρείς. Μια δυο φορές, μάλιστα, κάτι είχε γραφτεί στις εφημερίδες σχετικά με τις γνωριμίες του.

Είναι ζηλιάρης ο κόσμος, μάνα, της είχε πει, μη δουν τον άλλον να προκόβει. Τι λόγο είχε να μην τον πιστέψει; -ρωτάει τον Κώστα που θα είχε διάφορα να πει, αλλά προτιμάει να τα κρατήσει για τον εαυτό του.

Και για τη γυναίκα του, τη γνωστή ζωγράφο, έγραφαν συχνά οι εφημερίδες –κυρίως πόσο όμορφη και λαμπερή ήταν. Παλιότερα, έφερναν οι γειτόνισσες, κάθε τόσο, αποκόμματα και φωτογραφίες από τα περιοδικά. Σε πόσους συλλόγους ήταν μέλος ούτε κι η ίδια πρέπει να ’ξερε. Πότε προλάβαινε να ζωγραφίζει; Είχε βαλθεί να σώσει όλο τον κόσμο. Τη φώκια, την αρκούδα, τα δέντρα στα βουνά, τα άρρωστα παιδιά… Μονάχα για το παιδί της αδερφής του άντρα της δεν ήθελε να βοηθήσει. Ας είναι!

Από τότε που η γνωστή ζωγράφος σκύλιασε και τους έκοψε την καλημέρα, μάθαινε τα νέα τους απ’ την εγγονή της –τη μόνη από την οικογένεια με την οποία είχε κρατήσει κάποια επαφή, αφού συχνά πυκνά ερχόταν και της ζητούσε λεφτά. Στην αρχή της είχε κάνει εντύπωση –τι στην ευχή, δεν της έφταναν όσα της έδιναν οι δικοί της; Μπορεί να μην είχαν χρόνο ν’ ασχοληθούν με τα παιδιά τους, αλλά από λεφτά… Προκειμένου να τη χάσει κι αυτήν, της έδινε όσα της επέτρεπε η σύνταξη του ναυάρχου. Και πώς να της αντισταθείς, που ερχόταν με τα μάτια και τη μύτη κατακόκκινα –απ’ το κλάμα, πιθανότατα…

Ο Κώστας απ’ το Βρότσλαβ δεν τρώει κουτόχορτο, έχει και κόρη στην εφηβεία, αλλά δεν είναι ώρα ν’ ανοίξει συζήτηση. Παίρνει το κρυστάλλινο πιατάκι με το βύσσινο, αν κι ένα τσιγαράκι ακόμα θα το ’θελε. Ακούει τη γριά να του λέει πως απ’ τη μικρή, που ήθελε να σπουδάσει ντιζάιν, μάθαινε για την απόσταση ανάμεσα στο ζευγάρι, για τις άγριες κόντρες του αδερφού της με τον πατέρα του, για τις ανύπαρκτες σχέσεις ανάμεσα στην ίδια και τη μάνα της.

Plakat

Τι τα θες τα παιδιά, είχε πει στην κόρη της. Δεν βλέπεις τα χαΐρια του αδερφού σου; Ήταν τη μέρα που ’χε έρθει να της πει για την αποτυχία και της τελευταίας της απόπειρας για εξωσωματική γονιμοποίηση. Οι γιατροί δεν της έδιναν πια την παραμικρή ελπίδα –την παρότρυναν ανοιχτά να σκεφτεί την υιοθεσία. Είχε σηκώσει με απόγνωση τα μάτια στον ουρανό, για ν’ ανακαλύψει πως γύρω απ’ τα στάχυα, στο βάζο, είχε απλωθεί ένα μαύρο φωτοστέφανο –κακό σημάδι, ασφαλώς.

«Έχεις παιδιά;» ρωτάει τον Κώστα.

«Μια κόρη», της απαντάει εκείνος. «Κοντεύει δεκαεφτά!»

«Να σου ζήσει», του λέει και συνεχίζει λες και δεν υπήρξε η παρέκβαση.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι έσκασε η βόμβα στις ειδήσεις με τα κατορθώματα του εγγονού της –είχε και τ’ όνομα του ναυάρχου, πανάθεμά τον! Είχε μπει, λέει, να ληστέψει μια τράπεζα, αλλά τον αφόπλισε ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας. Πολύ γρήγορα η αστυνομία έκανε λόγο για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Καθώς ο μικρός κρατούσε το στόμα του πεισματικά κλειστό, δεν έλλειψαν και οι φαντασιόπληκτοι που υποστήριξαν πως η υπόθεση ίσως να ήταν πιο περίπλοκη, καθώς ο πατέρας του «δράστη» είχε καθυστερούμενα δάνεια στη συγκεκριμένη τράπεζα… Εκείνη, πάλι, συμφωνούσε με τους ψυχολόγους που έβγαιναν στις μεσημεριανές εκπομπές και μιλούσαν για εναντίωση στο σύστημα που ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στον ίδιο του τον πατέρα. Σάμπως κι ο γιος της, στην ηλικία του γιου του, δεν είχε μπλέξει με τους αριστερούς –ο ναύαρχος είχε κοντέψει να πάθει συμφόρηση- και δες τον τώρα!

Graffiti auf Metallschrank

Η γριά του κάνει νόημα να πάρει μόνος του τσιγάρο, αν θέλει. Ο Κώστας θέλει, αν και θα προτιμούσε να μιλήσουν για την ταράτσα και να τελειώνουν. Η γριά τον παροτρύνει να μη διστάσει, ανοίγοντας το πακέτο της κι αφήνοντας τον ασημένιο αναπτήρα δίπλα.

«Και να σκεφτείς πως το ’χω κόψει», της λέει, παίρνοντας το τρίτο, αλλά η γριά δεν τον ακούει.

Δεν τον ακούει γιατί στ’ αφτιά της βουΐζει το κλάμα της κόρης της που βρήκε την άκρη –άκουσον!- μ’ έναν γνωστό της δικηγόρο, που της έκανε τη δουλειά όμορφα και παστρικά, κι αγόρασε ένα μωρό –το «αγόρασε» κυριολεκτικά, πώς πας στην αντιπροσωπεία κι αγοράζεις αυτοκίνητο;- κι όλ’ αυτά κρυφά απ’ τον ανεπρόκοπο, που τώρα της ζητάει διαζύγιο. Δεν τον ακούει γιατί έχει στο μυαλό της το θυμωμένο βλέμμα του εγγονού της και το κατακόκκινο βλέμμα της αδερφής του, και το άδειο βλέμμα της μάνας τους, που το ’ριξε στα χάπια για να γλιτώσει απ’ την ντροπή, και το πανικόβλητο βλέμμα του γιου της, που τον έχουν ζώσει τα φίδια για καλά, γιατί ο κόσμος συνεχίζει ν’ αρρωσταίνει, αλλά τα νοσοκομεία αποδείχτηκαν οι μεγαλύτεροι μπαταχτσήδες, κι άντε ζήτα τώρα εσύ τα ρέστα από τις γνωριμίες σου…

Αυτά έχει στο μυαλό της κι αναρωτιέται αν είναι δίκαιο που ρωτάει τώρα τον Κώστα αν διορθώνεται η ζημιά.

Κι ο Κώστας, που δεν τον λένε Κώστα, φυσικά, σκέφτεται με τη σειρά του πως η ζημιά στην ταράτσα δεν διορθώνεται με μερεμέτια, αλλά έλα που τα μεροκάματα σπανίζουν, κι η κόρη του θέλει ένα χρόνο ακόμα να τελειώσει το σχολείο… Ένα χρόνο ακόμα, πριν τα μαζέψουν και γυρίσουν στο Βρότσλαβ –εδώ δεν πάει άλλο!

«Κάτι θα γίνει!», της λέει σβήνοντας το τσιγάρο του.

«Σίγουρα;» τον κοιτάει στα μάτια η γριά. «Δεν θα πέσει το ταβάνι να με πλακώσει…;»

Ο Κώστας απ’ το Βρότσλαβ, που σ’ ένα χρόνο, αν θέλει ο Θεός, δεν θα χρειάζεται να τονε λένε Κώστα, χαμογελάει με κόπο. Μη φοβάσαι, θέλει να της πει, αλλά δεν του βγαίνει. Δεν λέει τίποτα.

Από τον τόμο: Το Στίγμα της εποχής μας. Εκδ. Καστανιώτη 2010.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε