Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
18 Οκτωβρίου 2016: Παρουσίαση του μυθιστορήματος της Ελένης Τορόση «Όταν σου έδειξα τον ήχο του κόσμου» στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Ιανός, Σταδίου 24, ώρα 20.30. Το βιβλίο της συγγραφέως, που δημοσιεύτηκε στα γερμανικά το 2014, παρουσιάζεται από τους Πέτρο Μάρκαρη, Άλκη Ζέη και Τίτο Πατρίκιο. Το diablog.eu δίνει μια πρώτη γεύση αυτής της συγκινητικής ιστορίας μητέρας-κόρης που διαγράφει έναν κύκλο από τη χούντα των συνταγματαρχών και των «γκασταρμπάιτερ» στο Μόναχο μέχρι τη σημερινή εποχή.
Στη σιωπηλή άβυσσο
Η μητέρα μου ήταν αλλιώς από τις άλλες μητέρες. Είχε έναν άσπρο κόμπο στα αυτιά. Όταν το κατάλαβε ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοίταζε τα πόδια της που έβγαιναν από το άσπρο σεντόνι. Αυτά τα πόδια την απωθούσαν πάντα. Σαν να ανήκαν σε άλλον. Ήταν σωστά χοντροπόδαρα που δεν ταίριαζαν καθόλου στο υπόλοιπο παρουσιαστικό της. Εκείνη ήταν λεπτή, ξανθιά, αιθέρια, με γαλάζια μάτια, ίδια πριγκίπισσα. Όταν όμως έβγαζε τα παπούτσια της γινόταν απλή χωριάτισσα που μαζεύει τις ελιές και πατάει τα σταφύλια. Είχε από καιρό αφήσει πίσω της το χωριό και είχε πάει στην πόλη. Στην Αθήνα φρόντιζε να φτιάχνει τα μαλλιά της, να φοράει καπελάκια, να αγοράζει ανάλαφρα υφάσματα και να στριμώχνει τα πόδια της σε κομψά παπούτσια.
Ο άσπρος κόμπος εμφανίστηκε αναπάντεχα στα δεκατρία της. «Το δεκατρία είναι γρουσούζικος αριθμός» συνήθιζε να λέει.
Εκείνη την ημέρα η μαμά έπεσε στο κρεβάτι με βαρύ πυρετό κι όταν ξύπνησε όλα γύρω της ήταν άσπρα και σκεπασμένα με μπαμπάκι. Μόνο τα πόδια της, που εξείχαν από το σεντόνι, ήταν τα ίδια χοντροπόδαρα όπως πάντα.
Τα κοιτούσε παραξενεμένη και δεν πήρε είδηση ότι πάνω από το κεφάλι της στέκονταν κάποιοι με άσπρες μπλούζες. Τραντάχτηκε από τον τρόμο της όταν τους είδε. Ανοιγόκλειναν το στόμα τους κάνοντας μορφασμούς. Απόρησε. Γιατί ήταν όλοι τόσο άσπροι και γιατί έπεφτε χιόνι; Χιόνι πέφτει τον χειμώνα στο χωριό, κι όταν πέφτει πέφτουν και οι ήχοι. Ειδικά τη νύχτα δεν ακουγόταν παρά μόνο το τσιτσίρισμα του φιτιλιού στον λύχνο. Και τα ξύλα που έσκαγαν στο τζάκι. Κοιτούσε ώρες ατέλειωτες τη φωτιά, λάτρευε το φως και τη ζέστη της. Η μάνα της της άλλαζε δροσερές κομπρέσες. Τα αυτιά της είχαν πυρώσει, όταν όμως τα έπιασε ήταν παγωμένα. Σαν να ήταν γεμάτα χιόνι. Δεν ήταν όμως χιόνι, ήταν μάλλον ο κόμπος.
Η μαμά έκλεισε τα γαλανά της μάτια και βυθίστηκε στην άβυσσο. Την άρπαξε μια χιονοστιβάδα και την έριξε στον γκρεμό. Σαν να είχε πέσει σε κρατήρα ηφαιστείου. Μέσα του ήταν όλα παγωμένα. Όταν την απελευθέρωσαν με τα φτυάρια, ήταν ήδη πολύ αργά.

Άσπρος, ύπουλος, παγωμένος
Αυτό που της συνέβη θα γινόταν στο εξής η αιτία να τραντάζεται συχνά από τον τρόμο. Της το έγραψαν: Πως εξαιτίας του κόμπου δε θα ακούει ποτέ πια τίποτα. Και πως κάνουν τα πάντα για να φύγει ο κόμπος και να γίνει καλά. Ίσως όμως και να μην ξανακούσει ποτέ. Αυτό το τελευταίο δεν το άκουσε, δηλαδή δεν της το είπαν. ΄Η μάλλον δεν της το έγραψαν.
Από τότε σταμάτησε γι’ αυτή το «εν αρχή ην ο λόγος». Η αρχή δηλαδή του κόσμου; Του δικού μας κόσμου, του ομιλούντος φωναχτά;
Όμως άνοιξε η πύλη ενός άλλου κόσμου: εκείνου της παρατήρησης, των χεριών, του ρυθμού, του ζεστού δέρματος, της συμβίωσης με τις σκέψεις που κλωθογύριζαν μέσα της. Πολύ συχνά η μαμά τις σιγοτραγουδούσε αυτές τις σκέψεις. Ένα τραγούδι μελαγχολικό, άνευ μελωδίας. Έσερνε τη φωνή της και προσπαθούσε να βρει ρυθμικές παύσεις, μακρόσυρτες διακοπές, κι ύστερα ύψωνε πάλι άτσαλα τη φωνή για να πει έναν φθόγγο από εκείνους που θυμόταν από λαϊκά τραγουδάκια. Η μαμά τραγουδούσε συχνά για να με νανουρίσει. Ήξερε απέξω πολλά στιχάκια και τα φώναζε ρυθμικά. Στις ομοιοκαταληξίες τραβούσε τη φωνή της γιατί νόμιζε πως έτσι γίνεται μελωδική. Ήταν όμως παράφωνη. Αντηχούσε σαν ώριμο σύκο που πέφτει από τη συκιά, κάνει πλατς στις πέτρινες πλάκες κι ύστερα γίνεται κάτι σαν πληγή ή απλώς ένας βιολετής λεκές.
Πολλά χρόνια αργότερα στο Μόναχο, μάλλον κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας του 1972, περιδιάβαινα ένα καλοκαιρινό βράδυ το μεγάλο πάρκο. Επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα και το ελαφρύ αεράκι έφερνε προς το μέρος μου παράξενους ήχους. Και τότε σαν να άκουσα να πέφτουν ώριμα σύκα, πλατς πλατς, μέσα σε βιολετιές ανταύγειες. «Είναι ηλεκτρονική μουσική» μου είπε κάποιος «έχει συναυλία του συνθέτη Στοκχάουζεν απόψε, εκείνου δηλαδή που κάνει ατονική ηλεκτρονική μουσική». Τότε σκέφτηκα κι εγώ πως η μαμά ήταν ηλεκτρονική και μιλούσε ατονικά. Τη φαντάστηκα παρέα με τον Στοκχάουζεν, τον Γερμανό συνθέτη, να συνομιλούν ατονικά. Ατονικά και αφωνικά.
Όταν έγινα δέκα χρονών η μαμά ήθελε οπωσδήποτε να μάθω πιάνο, κι όταν χτυπούσα τα πλήκτρα αγκάλιαζε το νοικιασμένο όργανο με τα χέρια της και ακούμπαγε το κεφάλι στο μαύρο ξύλο για να νιώσει τον ρυθμό μέσω των κραδασμών. Κάθε τόσο έβγαζε κι εκείνη ρυθμικές κραυγές και με συνόδευε. Με πίεζε να χτυπώ δυνατά τα πλήκτρα και με παρακολουθούσε αφοσιωμένη. Σαν να αφουγκραζόταν κάτι, ίσως τα νανουρίσματα της μάνας της και τα πλατς στις πέτρινες πλάκες.
Ραδιόφωνο δεν είχαμε στο σπίτι, ούτε πικάπ – μόνο όταν η μαμά σκεπτόταν έκανε θόρυβο. Την παρακολουθούσα όταν έραβε, όταν έτριβε μια κατσαρόλα ή όταν καθόταν στο λεωφορείο κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Κουνούσε τα χείλη της αδιάκοπα αλλά χωρίς φωνή, πού και πού κουνούσε και το κεφάλι, σαν να την αναστάτωναν κάποιες σκέψεις.
Όσα θα ήθελε ίσως να πει στους άλλους και δεν τολμούσε, τα έλεγε στον εαυτό της, όσα σκεφτόταν τα αναμασούσε σαν μηρυκαστικό. Φαινόταν σαν θυμωμένη. Ίσως να την έπνιγε το άδικο που δεν μπορούσε να το βρει. Μεγαλώνοντας μαζί της δε συνειδητοποιούσα πως παραμιλούσε. Για μένα έτσι ήταν τα πράγματα. Ο κανονικός κόσμος ήταν μια μαμά που παραμιλάει. Πολλά ήταν εκείνα που δεν συνειδητοποιούσα τότε γιατί δεν είχα μάλλον καιρό. Έπρεπε να παρατηρώ αδιάκοπα και να προσέχω πού είναι εκείνη, τι βλέπει εκείνη, τι καταλαβαίνει εκείνη από τον γύρω μας κόσμο. Να της εξηγώ τι βλέπω εγώ, να σκέφτομαι τι από όλα αυτά θέλω να της εξηγήσω.
Μεγάλωσα δηλαδή με ενσωματωμένη ταχύτητα: Με το να παρακολουθώ αδιάκοπα τα γύρω μου και τα μέσα μου και να κάνω τις επιλογές μου, όχι όμως για μένα αλλά για εκείνη. Γινόμουν όλο και πιο πολύ εγώ εκείνη· κι εκείνη εγώ.
Πότε άρχισε αυτό και πότε συνειδητοποίησα ότι δεν άκουγε κι ότι παραμιλούσε κι ότι είχα μια μητέρα διαφορετική από τις άλλες δεν μπορώ να το πω με ακρίβεια. Δηλαδή δεν μπορώ να το πω καθόλου.
Για μένα ο κόσμος της μαμάς ήταν ο κόσμος που ίσχυε. Νόμιζα πως έτσι είναι όλος ο κόσμος, πως είναι κανονικό να έχεις έναν άσπρο κόμπο στα αυτιά, να αναμασάς τις σκέψεις σου, να ρωτάς συνέχεια τι και πώς και να προσπαθείς να το διαβάσεις από χείλη που ανοιγοκλείνουν μια περισσότερο και μια λιγότερο, σαν πλήκτρα πιάνου που ανεβοκατεβαίνουν κι εσύ πρέπει να φανταστείς τη μελωδία που παίζουν.
Νόμιζα πως είναι κανονικό να μη στρέφεσαι προς το μέρος του άλλου όταν σε φωνάζει, πως είναι κανονικό να κρατάς συχνά το χέρι του στο δικό σου, να τον αγγίζεις, να τον παίρνεις αγκαλιά, να τον χαϊδεύεις με την πρώτη ευκαιρία.
Έτσι έκανε η μαμά μ’ εμένα. Κι αυτό ήταν ΚΑΝΟΝΙΚΟ.
Τα χέρια της ήταν πάντα ζεστά και μαλακά.
Αργότερα κατάλαβα ότι δεν είναι καθόλου κανονικό, αν δεν την έχεις νιώσει ως παιδί αυτή την ευχαρίστηση. Το να μην μπορείς να αγγίξεις τον άλλο είναι χειρότερο από το να μην ακούς. Δηλαδή κάτι παθαίνεις. Το αποφεύγεις το άγγιγμα. Μερικούς ανθρώπους τούς εκνευρίζουν και τους φοβίζουν τα χάδια. Τους τρελαίνουν γιατί δεν τα έχουν νιώσει ποτέ.

Να, όπως ο φίλος μου ο Γιούνους, ο Πέρσης ποιητής που έγραφε ερωτικά ποιήματα. Ήταν κάτι απίστευτα τρυφερές μινιατούρες. Μου έστελνε κάθε μέρα από μία με το ταχυδρομείο.
«Είμαι ένα ερωτευμένο ψάρι
Όλες οι θάλασσες της Γης με σέβονται».
Μετά τον έρωτα ο Γιούνους έπεφτε σε βαθύ ύπνο. Δεν μπορούσε να χαϊδέψει. Ούτε πριν ούτε μετά. Αλίμονο αν τολμούσα να σύρω το χέρι μου πάνω στο δέρμα του. Τον ανησυχούσε αφάνταστα αυτό, τον έκανε να αισθάνεται φρικτά εκτεθειμένος. Σαν να είχε το δέρμα του εγκαύματα.
Το όγδοο βιβλίο του το έγραψε για τη μητέρα του. Δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Τον μεγάλωσε μια μέγαιρα γιαγιά που δεν τον άγγιζε παρά μόνο για να του βγάλει με τη βία τα βρόμικα ρούχα και να του βάλει καθαρά, ξεστομίζοντας βρισιές και παράπονα για τη μοίρα που τη βρήκε. Εγώ ήθελα να του βγάλω τα ρούχα μόνο για να περιεργαστώ το κορμί του και να τον αγγίξω. Τον πονούσε αυτό. Γινόταν νευρικός, ανέπνεε κοφτά και είχε διάθεση για άλλα: Να ταΐσει την ερωτική του πείνα. Το δέρμα του το είχε ξεχάσει. Μπορεί να νόμιζε πως το φοράει αντικανονικά και πως πρέπει να το βγάλει γιατί είναι βρόμικο. Επειδή όμως δεν ήταν φίδι για να αλλάζει δέρμα, ζούσε μ’ αυτό και για να μην το φοβάται το ξέχασε. Αυτό με έκανε κι εμένα να τον ξεχάσω.
Μερικοί τον κόμπο τον είπαν «κουσούρι». Το συνειδητοποίησα μόνο όταν μου το είπαν. Όταν δηλαδή μου είπαν πως είναι κουσούρι που δεν άκουγε η μαμά.
Ναι, ο κόσμος της μαμάς ήταν παράξενος, γεμάτος με δικά της μυστικά, με μηνύματα, νεύματα και διεισδυτικές ματιές. Είχε ένα σαγηνευτικό βάθος, αλλά εκείνη το φοβόταν το βάθος, δεν το ήθελε. Την έπιανε ναυτία και παραπατούσε. Είπαν πως αυτό έγινε γιατί ο άσπρος κόμπος ακούμπησε στο κέντρο της ισορροπίας και την έκανε να σείεται στο περπάτημά της. Οι μεγάλες πατούσες της ήταν ανασφαλείς σε κάθε της βήμα. Πατούσε με ορμή στο έδαφος και αιωριζόταν σαν το καραβόπανο στην καταιγίδα. «Αυτό το είπαν τότε οι γιατροί. Πως μαζί με την ακοή έχασα και το αίσθημα της ισορροπίας. Ακοή και ισορροπία βρίσκονται μαζί στο βάθος των αυτιών» μου εξηγούσε συχνά «αλλά η απώλεια της ακοής σημαίνει έτσι κι αλλιώς και την απώλεια της ισορροπίας στη ζωή. ΄Ετσι δεν είναι;» με ρωτούσε.

Ο ανισόρροπος δρόμος της μαμάς την οδηγούσε αλλού, σε άλλες περιοχές, ολοένα και πιο μακριά από τον δικό μας κόσμο. Ήταν σαν να είχε φτάσει κάποτε στο σταυροδρόμι των παραμυθιών και να είχε πάρει το άγνωστο μονοπάτι που δεν έχει ποτέ επιστροφή και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Αδύνατον να γυρίσεις πίσω. Συνεχίζεις και μπαίνεις όλο και πιο βαθιά στο βουβό δάσος, στην απόλυτη σιωπή.
Η μαμά έστρεφε αδιάκοπα το κεφάλι προς τα πίσω και κοιτούσε με επιμονή, σαν την πριγκίπισσα με τα γαλανά μάτια και τα χρυσά μαλλιά που έχασε τον δρόμο. Αλληθώριζε προς τον κόσμο που άφησε κι αισθανόταν τύψεις που μας ανάγκαζε να την ακολουθούμε στον δικό της κόσμο. Δεν τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, ούτε και ήθελε να με πάρει μαζί της σ’ αυτόν.
Έλεγε: Όταν μεγαλώσεις και θα έχεις βγάλει πολλά λεφτά θα μπορέσεις να βρεις τον σωστό δρόμο να με φέρεις πίσω. Θα πρέπει να πληρώσεις για να βρουν τα μυστικά των άσπρων κόμπων. Αλλά εσύ θα είσαι πλούσια, όχι φτωχή σαν εμένα! Θα πληρώσεις για να μου κάνουν εγχείρηση και να βγάλουν το βουβό μπαμπάκι από τα αυτιά μου, και τότε θα πάμε μαζί σε μια συναυλία ν’ ακούσουμε τη Μαρία Κάλλας.
Απόσπασμα με ευγενική παραχώρηση του εκδότη: Ελένη Τορόση: ΄Οταν σου έδειξα τον ήχο του κόσμου, Εκδ. Πατάκη 2016. Φωτό: Ελένη Τορόση, diablog.eu.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)