Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο Marco Fründt κάνει πρακτική άσκηση στο diablog.eu. Μιλάει για την αγάπη του για την Ελλάδα και το πώς άρχισε να μαθαίνει ελληνικά. Είναι μεγάλη η χαρά όταν έχουμε τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε νέους με ενδιαφέροντα σαν τα δικά του. Ενάντια στις τρέχουσες αντιξοότητες ευχόμαστε στις αναγνώστριες και στους αναγνώστες μας Καλό Πάσχα!

Πως ξεκίνησε η ιστορία
Η ιστορία της πρακτικής μου άσκησης στο diablog.eu ξεκινά ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι γονείς μου, τότε στην ηλικία που είμαι εγώ σήμερα, άκουσαν από φίλους για μια ελληνική ταβέρνα που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του βουνού του γερμανικού χωριού όπου μέναμε. Κάθε τόσο η ανατολή του ηλίου τους έβρισκε να κάθονται ακόμη εκεί. Άλλες φορές πήγαιναν μετά το κλείσιμο του μαγαζιού με τον ιδιοκτήτη του και τον αδελφό του στο Αννόβερο, 100 χιλιόμετρα πιο μακριά, για να σπάσουν πιάτα σε ένα ελληνικό μπουζουξίδικο και μετά να πάνε για τζόγο σε κάποια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου άλλαζαν χέρια καροτσάκια ολόκληρα γεμάτα γερμανικά χαρτονομίσματα.
Κάποια στιγμή ζήτησαν από έναν σερβιτόρο να γράψει σε ένα σουβέρ μπίρας το όνομά του στα ελληνικά. Η γραφή προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον και το σουβέρ πήγε προς εξέταση χέρι χέρι. Ήταν η πρώτη φορά που οι γονείς μου ήρθαν σε επαφή με την ελληνική γραφή. Όταν αργότερα μάζευε το τραπέζι ο σερβιτόρος βρήκε το σουβέρ της μπύρας με το όνομά του και από κάτω το παιδιάστικο σχόλιο στα γερμανικά «είναι χαζός».
Παρόλο που στην αρχή εκλήφθηκε ως σοβαρή προσβολή, ο Γιώργος ξέχασε το θέμα ευτυχώς σχετικά γρήγορα. Μετά από κάποιες συζητήσεις υπό την επήρεια γλυκόπιοτου κρασιού σχετικά με το «ναι» (που μοιάζει ηχητικά με τη γερμανική άρνηση) και το «όχι», ο πατέρας μου αγόρασε από λάθος μια μέθοδο εκμάθησης αρχαίων ελληνικών. Ο Γιώργος λοιπόν του έβαλε κάτω από τη μύτη μια μερίδα μελιτζανοσαλάτα και ένα βιβλίο νεοελληνικών. «Αυτό είναι για σένα», του είπε.
Από την ώρα εκείνη ο πατέρας μου εκμεταλλευόταν κάθε ελεύθερη στιγμή για να μάθει την ελληνική γραμματική και να διευρύνει το λεξιλόγιό του. Ακολούθησαν πολλά χρόνια αυτοδιδασκαλίας και μετά μαθήματα γλώσσας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο – κάνοντας πρακτική άσκηση των γνώσεών του στην ταβέρνα.
Σημειώνοντας πρόοδο στο χόμπι του, οι γονείς μου είχαν τη φαεινή ιδέα να επισκεφτούν την Ελλάδα. Με τον ηλικίας δυο ετών γιο τους, τον μεγαλύτερό μου αδελφό, ταξίδεψαν μέσω της τότε Γιουγκοσλαβίας στη βόρεια Ελλάδα.

Πρώτα ταξίδια στην Ελλάδα
Έμειναν ενθουσιασμένοι από τη χώρα και τους ανθρώπους της, και από τότε πηγαίνανε στην Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο, αρχικά με αυτοκίνητο και σκηνή, αργότερα με φορτηγάκι VW, μετασκευασμένο σε αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Και από το 1995 μπήκα κι εγώ στο κόλπο. Στα επόμενα χρόνια ταξιδέψαμε σε διάφορα μέρη της χώρας όπως στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, την κεντρική και τη δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και κάποια νησιά, κάνοντας μια αντιπροσωπευτική επιλογή.
Φυσικά πηγαίναμε πιο συχνά σε μέρη που είχαμε αγαπήσει. Για πολύ καιρό το στέκι μας ήταν το κάμπιγκ στο Προάστιο της Μάνης. Λέγεται ότι η γειτονική Στούπα χρησίμευσε στον Νίκο Καζαντζάκη, που έζησε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ως πρότυπο για το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Δεδομένου ότι οι γονείς μου είχαν φιλίες με τους ιδιοκτήτες του κάμπινγκ, πήγαινα μαζί τους σε γάμους και βαφτίσια. Τα πρώτα μου μαθήματα κολύμβησης τα πήρα στον κοντινό κόλπο.

Παρόλο που κατά τη διάρκεια των ετών βρισκόμασταν συχνά στη θάλασσα, δεν πέρασα ποτέ με την οικογένειά μου διακοπές αποκλειστικά στην παραλία. Ευτυχώς! Από την αρχή επισκεπτόμασταν αρχαιολογικούς χώρους, εκκλησίες, μοναστήρια, αρχαία και άλλους πολιτιστικούς χώρους, που τους εξερευνούσα ανάλογα με την ηλικία μου. Ο πατέρας μου μιλούσε στο μεταξύ πολύ καλά ελληνικά, κι έτσι είχαμε πάντα γρήγορη πρόσβαση σε πληροφορίες – και κυρίως στους ανθρώπους. Και επειδή ο πατέρας μου είναι επίσης κηπουρός και δοσμένος ερασιτέχνης βιολόγος, έμαθα πολλά για την ελληνική χλωρίδα – γνώσεις που τις ξέχναγα εξίσου γρήγορα.
Όταν βλέπουμε παλιές διαφάνειες, ακολουθούν περίπου αυτή τη σειρά: μία φωτογραφία από εμάς, πέντε φωτογραφίες φυτών, δύο φωτογραφίες από εμάς, έπειτα οκτώ φωτογραφίες φυτών και μετά άλλη μια λήψη από εμάς. Ωστόσο δεν ήρθα σε επαφή μόνο με τη χλωρίδα, αλλά και με μερικά δείγματα της πανίδας. Σε αμέτρητες καταδύσεις με αναπνευστήρα συνάντησα διάφορα θαλάσσια πλάσματα και δέχτηκα συχνά «επιθέσεις» από μέδουσες, στο χέρι, στο πόδι, στο στήθος – μια φορά ακόμη και στο μάτι. Στη στεριά είδα σκορπιούς, σκαθάρια ρινόκερο και κάστορες των ελών και είχα και μια οδυνηρή εμπειρία όταν με δάγκωσε νυχτερίδα.
Σπουδές στη Βρέμη και στο Bielefeld
Το 2014 πήγα να σπουδάσω στη Βρέμη. Πριν αρχίσω το πανεπιστήμιο είχα κάνει τα πρώτα μου μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Ήμουν 19 χρονών και τουλάχιστον 25 χρόνια νεότερος από τους άλλους «μαθητές». Εμένα δεν με ενοχλούσε, αντίθετα, οι ενθαρρυντικές αντιδράσεις των συμμαθητών μου έδιναν ώθηση.
Δεν έμεινα πολύ στη Βρέμη και έτσι ο επόμενος κύκλος μαθημάτων έγινε στο Bielefeld. Άρχισα να σπουδάζω πολιτικές και παιδαγωγικές επιστήμες και φυσικά γράφτηκα αμέσως στο τοπικό ανοικτό πανεπιστήμιο για νεοελληνικά. Έτσι ασχολήθηκα για πρώτη φορά με την ελληνική μουσική καθώς μεταφράζαμε στο μάθημα και στίχους. Το πρώτο τραγούδι ήταν το «Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα» των Locomondo. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Δεν ήταν τυχαίο ότι επέλεξα ως δευτερεύον μάθημα παιδαγωγικές επιστήμες. Φυσικά προϋπήρχε ένα βασικό ενδιαφέρον, αλλά σημαντικός λόγος για την επιλογή μου ήταν η δυνατότητα να σπουδάσω στα πλαίσια του μαθήματος αυτού στο εξωτερικό και μάλιστα στην Ελλάδα.
Ένα σημαντικό βήμα: ένα εξάμηνο στη Θεσσαλονίκη
Η 28η Αυγούστου 2017 είναι για μένα μια σημαντική ημερομηνία. Τη μέρα εκείνη προσγειώθηκα στη Θεσσαλονίκη. Το εξάμηνο θα άρχιζε μεν τον Οκτώβριο, αλλά ήθελα να είμαι εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα. Πέρασα την πρώτη μου εβδομάδα στον ξενώνα «Άνω Πόλη» στην παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης, την ουσιαστικά μοναδική περιοχή που έμεινε άθικτη από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917.
Την 1η Σεπτεμβρίου μετακόμισα στο δωμάτιό μου. Ήταν σε έναν ιδιωτικό κοιτώνα για φοιτητές του προγράμματος Erasmus, μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Και το πιο σημαντικό, τρία μόλις λεπτά με τα πόδια από το φοιτητικό εστιατόριο του πανεπιστημίου, όπου μπορούσα να τρώω δωρεάν τρεις φορές την ημέρα επτά ημέρες την εβδομάδα!
Κανονικά θα έπρεπε να γράψω ξεχωριστό άρθρο για το φοιτητικό εστιατόριο. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν το κρυφτούλι μεταξύ του προσωπικού ασφαλείας και των διάφορων «κοινών θνητών» που ήθελαν να μπουν στο φοιτητικό εστιατόριο. Ήταν άστεγοι, πανκ ή φοιτητές από άλλο πανεπιστήμιο. Για όλους αυτούς ίσχυε: ήταν μέσα, μπορούσαν να μείνουν, τους ανέχονταν. Το προσωπικό ασφαλείας είχε εκτελέσει το καθήκον του. Τώρα μπορούσε να δείξει την αλληλεγγύη του απέναντι στους «εισβολείς», παρότι τα διεθνή μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν ότι η ελληνική «κρίση» είχε πλέον τελειώσει.
Η παραμονή μου στη Θεσσαλονίκη ήταν η πιο συναρπαστική περίοδος της ζωής μου ως τότε. Στο πανεπιστήμιο περνούσα σχετικά λίγο χρόνο, καθότι παρακολουθούσα τα μαθήματα γλωσσών κυρίως στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Είχα μάθημα περίπου δώδεκα ώρες την εβδομάδα. Το μοναδικό μου σεμινάριο στο πανεπιστήμιο αφορούσε τη θεατρική αγωγή για παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Επίσημα το σεμινάριο αυτό ήταν ανοιχτό και για αλλόγλωσσους φοιτητές, αλλά καθώς από τους 60 συμμετέχοντες μόνο δυο, μαζί με εμένα, δεν ήταν Έλληνες, το μάθημα γινόταν στα ελληνικά. Αυτό λειτούργησε για μένα πραγματικά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα για πολλούς λόγους: γνώριζα πια κάπως τη γλώσσα, κινήσεις και χειρονομίες κυριαρχούσαν έντονα στο μάθημα, είχα πολύ φιλικούς και εξυπηρετικούς Έλληνες συμφοιτητές-διερμηνείς και ο δάσκαλος βοηθούσε σε περίπτωση ανάγκης στα γερμανικά, μια και είχε κάνει το διδακτορικό του στο Βερολίνο. Έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα…
Για μένα ήταν σημαντικό να γνωρίσω την πόλη, τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, το πανεπιστήμιο και τους άλλους φοιτητές του προγράμματος Erasmus. Στα οικογενειακά μας ταξίδια η τριβή με την ελληνική καθημερινότητα ήταν περιορισμένη και τώρα ήθελα να την βιώσω. Έμεινα μακριά από τα χαρακτηριστικά πάρτι που διοργάνωναν οι υπότροφοι του Erasmus. Δεν ήταν κάτι που με τραβούσε. Δεν είχα έρθει στην Ελλάδα για να γλεντήσω και να καλοπεράσω με άλλους προνομιούχους από την κεντρική Ευρώπη, στους οποίους αναμφίβολα ανήκα. Ήθελα να γνωρίσω και να συμμετέχω στην καθημερινότητα του τόπου έχοντας παράλληλα επίγνωση του πόσο ήμουν προνομιούχος. Η υποτροφία, κάτι οικονομίες και η χρηματική υποστήριξη από την οικογένειά μου, ανταποκρινόντουσαν στο μηνιάτικο μιας Ελληνίδας αστυνομικού.
Το να είσαι σπουδαστής στην Ελλάδα έχει πολλά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα δωρεάν είσοδο στα μουσεία, ακόμη και αν σπουδάζεις αλλού. Γι’ αυτό πήγα σε όλα τα μουσεία της Θεσσαλονίκης και επισκέφθηκα σχεδόν όλους τους αρχαιολογικούς της χώρους.
Βέβαια η ζωή μου εκεί δεν ήταν μόνο οι σπουδές! Στη Θεσσαλονίκη είδα αμέτρητες φορές με φίλους τον ήλιο να ανατέλλει, απόλαυσα το φαγητό, ήπια αμέτρητους καφέδες και έκανα μερικά συναρπαστικά ταξίδια. Για παράδειγμα, ανέβηκα με φίλους (επανειλημμένα) στην κορυφή του Ολύμπου, μπήκα στη θάλασσα στον Βόλο Ιανουάριο μήνα (και μου κόπηκε η αναπνοή). Πίνοντας τσίπουρο υπό βροχή και καταιγίδα στην ακτή απέναντι από το Άγιον Όρος, ενώ οι φθορίζοντες μικροοργανισμοί έκαναν σε κάθε κίνησή μου το νερό να λαμπιρίζει. Έζησα αμέτρητες κρασοκατανύξεις σε απόκρυφες ταβέρνες, όπου τελικά όλοι οι θαμώνες εκτός από μένα ήταν μουσικοί. Υπήρξαν στιγμές που ρεμβάζοντας τη θάλασσα είχα την εντύπωση πως ζούσα ένα όνειρο.
Τον περισσότερο χρόνο τον πέρασα ωστόσο στη Θεσσαλονίκη, μια και ήθελα να συμμετάσχω, όπως είπα, στην καθημερινή ζωή. Κοντά στην περίφημη Ροτόντα, το εντυπωσιακό αυτό στρογγυλό και θολωτό κτίσμα της ρωμαϊκής εποχής, πιάσαμε με φίλους ένα διαμέρισμα, όπου πέρασα το δεύτερο μισό του εξαμήνου μου. Στο ισόγειο υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο που διέθετε όλα τα γλυκά και σε βίγκαν έκδοση και από το μπαλκόνι μας μπορούσαμε, στις μύτες των ποδιών μας, να δούμε τη θάλασσα. Αυτό ήταν, δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο.
Το ενδιαφέρον μου για το ρεμπέτικο και το πρώτο μου μπουζούκι
Στη Θεσσαλονίκη ασχολήθηκα επίσης για πρώτη φορά πιο σοβαρά με το ρεμπέτικο, το λεγόμενο ελληνικό μπλουζ, και την ιστορία του. Έψαξα πολύ και ρώτησα οργανοπαίκτες και των δυο φύλων, που θα μπορούσα πιθανώς να βρω ένα καλό και οικονομικό μπουζούκι. Κάποια στιγμή αποφασιστικής σημασίας για μένα μου υπέδειξαν έναν οργανοποιό σε κάποιο προάστιο της Θεσσαλονίκης – και πήγα με τα πόδια να τον βρω.
Βρέθηκα μπροστά στο εργαστήρι έχοντας μεγάλες αμφιβολίες, γιατί φαινόταν να είναι κλειστό από καιρό. Σε λίγο εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας κοντόχοντρος ηλικιωμένος κύριος με μαύρους κύκλους στα μάτια και κοντά γκρίζα μαλλιά. Στην επιθυμία αγοράς που εξέφρασα αντέδρασε σκεπτικά, αλλά ευγενικά.
Μπήκαμε στο εργαστήρι, που μου θύμισε το γκαράζ του πατέρα μου. Επικρατούσε χάος, ακόμη και σε ό,τι ξύλινο υπήρχε εκεί. Είχα αμέσως την ακαθόριστη αίσθηση ότι θα ήταν φρόνιμο να μην διαταράξω την αταξία αυτή που για κάποιο λόγο εμπεριείχε μια μυστήρια τάξη. Παντού υπήρχαν σκίτσα, μισοτελειωμένα ή σχεδόν έτοιμα μπουζούκια και μέλη άλλων έγχορδων. Διάσπαρτα σε όλους τους χώρους ήταν και τα εργαλεία.
Στη συνέχεια με οδήγησε στο «εκθετήριο», ένα μικρό, γυμνό δωμάτιο, όπου μας περίμεναν 25 μπουζούκια, τσούρες, μπαγλαμάδες και ούτια διαφόρων ποιοτήτων – αλλά όλα ιδίας κατασκευής. Μου έδειξε ένα απλό αλλά καλοφτιαγμένο, στιλπνό μαύρο μπουζούκι εξηγώντας μου μερικές λεπτομέρειες που λόγω έλλειψης των αντίστοιχων γνώσεων ομολογουμένως δεν τις κατάλαβα πραγματικά. Μου έδωσε το μπουζούκι για να το δοκιμάσω. Με μια πέννα απέσπασα πρόχειρα μερικές νότες, χωρίς να είμαι σε θέση να σχηματίσω μια οριστική γνώμη. Τότε μπήκε στη μέση ο αδελφός του οργανοποιού, ο οποίος είχε παρουσιαστεί κάποια στιγμή και παρακολουθούσε την μετ΄ εμποδίων συνομιλία μας, και πήρε το όργανο στα χέρια του. Σε αντίθεση με τον αδελφό του ήταν μουσικός και μας έκανε τη χάρη να παίξει μερικά ρεμπέτικα. Πριν ακόμη τελειώσει είχα πάρει την απόφασή μου.
Βρισκόμασταν μπροστά από το μαγαζί για να αποχαιρετιστούμε, όταν ο οργανοποιός με γύρισε πίσω στο εργαστήρι, που είχα δει στα πεταχτά πριν περάσουμε στο «showroom». Εκεί μου έδειξε με καμάρι κάθε γωνιά του και στο τέλος κάτι που φάνηκε να τον κάνει ιδιαίτερα υπερήφανο: ένα απλό κομμάτι ξύλο με μια σφραγίδα. Ο παππούς και ο πατέρας του ήταν και αυτοί οργανοποιοί. Την εποχή ακμής του εργαστηρίου ο πατέρας του είχε κατασκευάσει μπουζούκια, μπαγλαμάδες και άλλα όργανα για τη βασιλική οικογένεια. Η σφραγίδα στο ξύλο δεν ήταν παρά ο θυρεός του τότε βασιλιά της Ελλάδας. Φυσικά εντυπωσιάστηκα – τόσο από την ιστορία όσο και από την περηφάνεια του οργανοποιού. Συγκινήθηκα που μου έδειξε τον καλά φυλαγμένο θησαυρό του.
Έπλεα σε πελάγη ευτυχίας φεύγοντας από το εργαστήρι – ευτυχία γιατί μου τα είχε εμπιστευτεί όλα αυτά, ευτυχία που απέκτησα τελικά ένα μπουζούκι και πάνω απ’ όλα γιατί είχα καταφέρει να συζητήσω στα ελληνικά πάνω από μία ώρα χωρίς να έχω σημαντικά προβλήματα. Γιατί εντέλει αυτό ήταν και το κύριο κίνητρο για το φοιτητικό μου εξάμηνο στο εξωτερικό.
Τελικά έφυγα με βαριά καρδιά από έναν τόπο που είχε γίνει σπίτι μου. Μετά την επιστροφή μου στη Γερμανία έψαξα τρόπους να αξιοποιήσω το ενδιαφέρον μου για την Ελλάδα. Και τους βρήκα δίχως άλλο στη δίγλωσση πολιτιστική πύλη diablog.eu!
Κείμενο και φωτογραφίες: Marco Fründt. Μετάφραση: Α. Τσίγκας.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)