Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Το μέλος της συντακτικής ομάδας του diablog.eu Πασχάλης Τούνας μας είχε ξεναγήσει στο αρχοντικό Μαλιόγκα-Αργυριάδη στη Σιάτιστα, για να μας δείξει μεταξύ των άλλων και την τοιχογραφία που απεικονίζει τη γερμανική Φρανκφούρτη. Στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκε την εκεί παραμονή του για να επισκεφτεί ένα πέτρινο οθωμανικό γεφύρι. Αυτό μας περιγράφει σήμερα.
Φεύγοντας από το αρχοντικό Αργυριάδη και λίγο πριν επισκεφτώ την Μανούσεια Βιβλιοθήκη στη Σιάτιστα, σταμάτησα για έναν καφέ στην πλατεία Τρία πηγάδια. Αν και γύρω γύρω αντικρίζεις παλιά σπίτια, αρχοντικά, άλλα διατηρημένα και άλλα σε εγκατάλειψη, τα περισσότερα καφενεία και καφετέριες στεγάζονται σε νεόδμητα σπίτια. Κάθισα λοιπόν σε ένα από αυτά που τουλάχιστον όπως διάβασα στον κατάλογο σέρβιρε καφέ στην χόβολη, παραγγέλνω έναν και κοιτάζω τις φωτογραφίες από το αρχοντικό του Αργυριάδη. Στην τοιχογραφία της Φρανκφούρτης και πάλι, το βλέμμα μου μαγνητίζει μια πέτρινη τοξωτή γέφυρα που οι ντόπιοι ονομάζουν Παλιά γέφυρα. Δυτικά της κατασκευάστηκε πολύ αργότερα μια γέφυρα πεζών από ατσάλι, η οποία όπως τόσες άλλες ανατινάχτηκε τις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανακαινίστηκε και από το 1999, την 150η επέτειο γέννησης του φιλέλληνα Γκαίτε, φέρει πινακίδα με την επιγραφή «Πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους», στίχο από την Οδύσσεια του Ομήρου (περίπου: Πλέοντας μέσ’ το σκοτεινοκρασάτο/μελανό πέλαγος προς αλλόγλωσσους ανθρώπους).
Και ενώ η όλη ατμόσφαιρα κινούνταν σε ρυθμούς καλοκαιρινής ραστώνης, τρία τραπέζια πιο πέρα μια παρέα ηλικιωμένων αποφασίζουν να την διαταράξουν. Διαφωνούν έντονα για το ποιος ή ποιοι έχουν γκρεμίσει κάτι : «Όχι, οι Άγγλοι ήταν» – «Νεοζηλανδοί θες να πεις» – «Δεν ήταν Γερμανοί;», κάποιος απόρησε με έναν περίεργο δισταγμό, συμπληρώνοντας «αφού για όλα, ακόμα και σήμερα, φταίνε οι Γερμανοί». Η θερμοκρασία, εξωτερική και εντός του καφενείου, ανέβαινε όταν και οι υπόλοιποι θαμώνες, όπως γίνεται συνήθως σε όλα τα ελληνικά καφενεία αποφάσισαν να εμπλακούν στην κουβέντα, στήνοντας μια ιδιότυπη βουλή. Η παρέα των ηλικιωμένων σαν το προεδρείο της ελληνικής βουλής έδινε το λόγο στους παρευρισκόμενους θαμώνες και εκείνοι με παρρησία είτε γνωρίζοντας το θέμα είτε όχι κατέθεταν την άποψή τους. Άκουσα λοιπόν για κάποιον πασά, για μαστόρους, για υδρόμυλο, για τη νίκη το 1943 της Αντίστασης επί τάγματος Ιταλών μετά από τετραήμερη μάχη στον Φαρδύκαμπο – και για το ότι το γεφύρι αυτό ήταν σαν και αυτό της Άρτας, να και όχι τόσο μακρύ. Εδώ τουλάχιστον είναι γνωστός ο λόγος της καταστροφής του, ανατινάχτηκε.

Όλοι μας ίσως έχουμε επισκεφτεί κάποιο παλιό πέτρινο γεφύρι και όλοι έχουμε μείνει εντυπωσιασμένοι από την πλήρη αρμονία της λίθινης τοξωτής κατασκευής με το φυσικό τοπίο όπου αυτή βρίσκεται. Επέστρεψα στις φωτογραφίες μου, ήπια και λίγο καφέ, είχε κρυώσει πια, ενώ η βουλή έκανε και αυτή μια παύση της συνεδρίασης. Όχι όμως για πολύ. Σε ένα τραπέζι στη γωνία του καφενείου που κοιτούσε στον κεντρικό δρόμο και είχε αρκετό φως έπινε τον καφέ του περικυκλωμένος από λευκά χαρτιά που έμοιαζαν με μεγάλους τοπογραφικούς χάρτες, ένας νεαρός σε ηλικία κύριος. Ήταν αυτός που έδωσε έναν διαφορετικό τόνο στην κουβέντα για το γεφύρι. Ως «ανεξάρτητος βουλευτής» σηκώθηκε από το έδρανο και με σιγουριά είπε στους θαμώνες πως το γεφύρι ονομάστηκε Γεφύρι του Πασά επειδή ο χρηματοδότης της κατασκευής αλλά και της συντήρησής του ήταν όπως συνηθιζόταν και σε άλλα γεφύρια, αλλά και όχι πάντα, ένας Οθωμανός αξιωματούχος, ο Μαχμούτ Πασάς που το 1690 γεφύρωσε δρόμο πάνω από τον Αλιάκμονα ποταμό, στα όρια των νομών Κοζάνης και Γρεβενών.

Κάποιος από το τραπέζι των ηλικιωμένων διακόπτοντας τον τοπογράφο μηχανικό με ύφος διανοούμενου πρόσθεσε πως σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ, που ως όμηρος του Σουλτάνου είχε ταξιδέψει 1798-1820 σε ολόκληρη τον ελλαδικό χώρο, το γεφύρι κτίστηκε από κάποιον Ρουμελί Βαλεσί (βαλής, γενικός διοικητής της Ρούμελης) για να ευχαριστήσει τον θεό, καθώς μία από τις γυναίκες του σαν από θαύμα σώθηκε από τα φουσκωμένα νερά του Αλιάκμονα. Ο τοπογράφος δεν διέψευσε αυτή την πληροφορία απλά συμπλήρωσε πως εντασσόταν σε μια τακτική κατασκευής έργων προς την κοινότητα με το κίνητρο πολλές φορές να είναι είτε η ψυχική σωτηρία του χορηγού είτε η εξιλέωση.
Ο απόλυτος συγχρονισμός του ρολογιού της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου με το ρολόι τοίχου του καφενείου αλλά και με τις κλήσεις στα κινητά τηλέφωνα των ηλικιωμένων από το σπίτι για μεσημεριανό φαγητό, μου υπενθύμισε την επίσκεψη στην Μανούσεια βιβλιοθήκη, αν ήθελα να την βρω ανοιχτή. Σηκώθηκα λοιπόν κάπως βιαστικά με αποτέλεσμα στην έξοδο να πέσω πάνω στον τοπογράφο που και αυτός φαινόταν πως βιαζόταν για τον ίδιο λόγο με εμένα. «Πρέπει να βρω ανοιχτή την βιβλιοθήκη» είπε σε κάποιον που μιλούσε στο κινητό του και εγώ του απάντησα, νομίζοντας πως αναφερόταν σε εμένα, και εγώ το ίδιο. Γέλασε και με αφορμή αυτό το σύντομο περιστατικό γνωριστήκαμε και βαδίσαμε προς την Μανούσεια Βιβλιοθήκη, η οποία χτίστηκε το 1858 δωρίζοντας σε αυτή ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ο Θεόδωρος Μανούσης, ο πρώτος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τον οποίο πήρε και το όνομά της.

Στη βιβλιοθήκη, κτίσμα νεότερο (1953) μείναμε ώσπου να κλείσει. Εγώ ξεφύλλισα τα βιβλία του Αργυριάδη, πρώτου ιδιοκτήτη του αρχοντικού που είχα προηγουμένως επισκεφτεί, και ο τοπογράφος μηχανικός, καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο, έψαχνε παλιές φωτογραφίες και γκραβούρες του γεφυριού του Πασά, αφού βρισκόταν σε εξέλιξη μια μελέτη για την αποκατάσταση-αναστύλωσή του. Έτσι λοιπόν εξηγούνται όλα σχετικά με την εμπεριστατωμένη παρέμβασή του στο καφενείο, σκέφτηκα. Η υπάλληλος της βιβλιοθήκης, βλέποντάς μας απορροφημένους στο διάβασμα και στο ψάξιμο, μας υπενθύμισε πως η βιβλιοθήκη σε 5 λεπτά κλείνει. Επιστρέψαμε το υλικό στις προθήκες και ξεκινήσαμε, μετά από πρόταση του τοπογράφου, για το Γεφύρι του Πασά.

Ακολούθησα το αυτοκίνητό του σε μια διαδρομή που ο ίδιος φυσικά γνώριζε καλύτερα αφού λόγω της μελέτης για την αναστήλωση του γεφυριού είχε ξαναπάει αρκετές φορές. Ωστόσο εγώ χρησιμοποίησα και τους χάρτες της google για να διαπιστώσω κατά πόσο είναι σωστοί, αφού σκεφτόμουν να γράψω ένα ταξιδιωτικό άρθρο για την ελληνογερμανική πολιτισμική πλατφόρμα diablog. Άνοιξα λοιπόν την εφαρμογή Χάρτες στο κινητό μου, ενεργοποίησα το gps και μέσω πλέον της φωνητικής αναζήτησης έλαβα από μια γυναικεία φωνή τις οδηγίες πλοήγησης για μια διαδρομή 13 λεπτών ή 11 χλμ. μέσω της εθνικής οδού Κοζάνης-Ιωαννίνων και έπειτα εκείνης Γρεβενών-Καστοριάς.

Οι «τρείς» μας λοιπόν (ο καθηγητής, εγώ και η ξεναγός της google μέσω της φωνής της) μετά από μια μικρή αλλά γεμάτη εκπλήξεις διαδρομή –ηλεκτροφόρα καλώδια πεσμένα, δρόμοι που κόβονται στη μέση, τροχόσπιτο σε στάνη, μια χωμάτινη αιγυπτιακή Σφίγγα, γέφυρες τσιμεντένιες, παλιές και μισογκρεμισμένες που αντικαταστάθηκαν από νέες με σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους– φτάσαμε στο γεφύρι ή καλύτερα στα ερείπιά του που στέκονται μεγαλόπρεπα πάνω από τον πολύβουο Αλιάκμονα και σαν ένα σώμα με τους γυμνούς απόκρημνους βράχους.

Ο ήχος από τα βήματά μας στον χωμάτινο δρόμο εναλλασσόταν με το θρόισμα των φύλλων των λευκών και των πλατάνων και του βουητού του ποταμού. «Γέφυρα του Πασά» έγραφε η τρυπημένη από σφαίρες κυνηγών τουριστική πινακίδα φέρνοντας έτσι στο νου κάποιου τα άλλα πυρά ή πυρομαχικά που στις 14 Απριλίου του 1941 και ώρα 9 το πρωί Άγγλοι ή Νεοζηλανδοί σαμποτέρ ανατίναξαν κατά την οπισθοχώρησή τους καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς τη γέφυρα. «Αυτά τα υπολείμματα που σώθηκαν μετά και τη νέα καταστροφή από το σεισμό του 1995, καλούμαστε να εντοπίσουμε, ώστε να αποκαταστήσουμε κατά το δυνατό τη γέφυρα», μου είπε ο καθηγητής συνεχίζοντας πως «είναι εξαιρετικά δύσκολο καθώς κάποια χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό από τους κατοίκους των γύρω χωριών ενώ κάποια έχουν παρασυρθεί και από τα νερά του Αλιάκμονα».

Το γεφύρι του Πασά με μήκος 100 μ. και 6 τόξα με διαφορετικό άνοιγμα το καθένα και κατασκευασμένα από πωρόλιθο, πράγμα σπάνιο, για την ελάφρυνση της κατασκευής, ήταν το μεγαλύτερο σε μήκος, ύψος και άνοιγμα μεσαίου τόξου (15μ.) από όλα τα πέτρινα γεφύρια του Βόρειου ελλαδικού χώρου και δεύτερο σε μήκος μετά από το γνωστό γεφύρι της Άρτας. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε να ξαναχτιστεί και να αποδοθεί στην περιοχή για να συμβάλλει στην τουριστική της ανάπτυξη, συμπλήρωσε ο καθηγητής. «Και πόσο θα κοστίσει το όλο εγχείρημα;», ρώτησα. «Η μελέτη είναι δωρεάν μέσω της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας η οποία ωστόσο από όσο μπορώ να ξέρω για λόγους περισσότερο ηθικούς έχει ζητήσει οικονομική βοήθεια από το Ηνωμένο Βασίλειο και το κράτος της Νέας Ζηλανδίας», απάντησε.

Σταθήκαμε για λίγο, δίπλα στο μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του γεφυριού. Ο τοπογράφος καθηγητής το περιεργαζόταν καθαρά υλιστικά καταγράφοντας μετρήσεις για την μελλοντική αποκατάσταση. Από την άλλη εγώ αναρωτήθηκα για το αν πράγματι χρειαζόταν αυτή η συναρμολόγηση των ερειπίων. Γιατί το απόσπασμα, το σπασμένο, το fragmentum, το ερείπιο να μην συνιστούν δομικά υλικά σκέψης, φαντασίας και αναστοχασμού των επισκεπτών ενός μνημείου; Άλλωστε το γεφύρι δεν εξυπηρετεί πλέον κάποια οδική σύνδεση όπως στο παρελθόν. «Οι αναδρομές και οι αναπαραστάσεις, όσο χρήσιμες και αν είναι, καταντούν από τα πιο απάνθρωπα πράγματα, τι άλλο έχουμε από το παρόν, τούτο το ακαριαίον;», έγραφε ο ποιητής Σεφέρης, κάνοντας χρήση αποφθέγματος του Μάρκου Αυρηλίου.
Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από τον καθηγητή. «Εντάξει, πήρα όλα τα στοιχεία. Θα συνεχίσω την έρευνα κάνοντας αυτοψία για τυχόν οικοδομικό υλικό του γεφυριού στα γειτονικά με αυτό χωριά». Χαιρετηθήκαμε και πήρα τον δρόμο της επιστροφής έχοντας κατά νου την χρησιμότητα ή όχι αυτής της προσπάθειας αποκατάστασης του Γεφυριού του Πασά – αλλά και μια εναλλακτική ψηφιακή αποκατάστασή του.
Κείμενο: Πασχάλης Τούνας. Φωτογραφίες: Πασχάλης Τούνας. Επιμέλεια: Α. Τσίγκας.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)