Μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή του κυρίου Επαμεινώνδα Δάκου

Διηγήματα του Μιχάλη Μακρόπουλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σκηνές καθημερινής τρέλας στο diablog.eu: «Μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή του κυρίου Επαμεινώνδα Δάκου» του Μιχάλη Μακρόπουλου. Σε 34 κεφάλαια περιγράφεται μια μέρα του Αθηναίου συνταξιούχου που όλα πάνε στραβά: Βγαίνει το πρωί με τις πιτζάμες από το σπίτι του για ν’ αγοράσει τσιγάρα και πέφτει σε μια διαδήλωση, ξυλοκοπιέται άγρια, μπαίνει στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, επιστρέφει το βράδυ στο διαμέρισμά του που στο μεταξύ το έχουν σηκώσει κλέφτες. Η μετάφραση στα γερμανικά είναι της Σοφίας Κεφαλά.

Foto sw: alter Mann blickt auf Grünanlage
©Μιχάλης Μακρόπουλος

Κεφάλαιο 1

Όπου γνωρίζουμε τον κύριο Επαμεινώνδα και μαθαίνουμε για το χνουδωτό πρωινό του ξύπνημα

Πρρφφφτ, καλωσόρισε ο κύριος Επαμεινώνδας Δάκος την καινούρια ημέρα με μια χειλική-έρρινη-χειλική-οδοντική, basso profundo, υγρή, μελαγχολική, μεφιτική πορδή, κι ο χαρακτήρας ετούτης της πορδής ήτανε περίπου ίδιος με του πλάστη της, ο ήχος κι η μυρωδιά της τον περιγράφανε με θαυμαστή ακρίβεια, καλύτερα απ’ οποιοδήποτε επίθετο θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για κείνο το μοναδικό συνδυασμό μισανθρωπίας και δυσπεψίας, που ’ταν ο κύριος Πρρφφφτ Επαμεινώνδας Δάκος. Για λίγο έμεινε με το κεφάλι στρουθοκαμηλίσια χωμένο κάτω απ’ το πανωσέντονο, εισπνέοντας τ’ άρωμα της ψυχής του που ’χε μόλις βγει σφυριχτό απ’ τον πισινό του. Όταν ξαναρούφηξε αρκετή απ’ την ευωδιαστή του ψυχή, ο κύριος Επαμεινώνδας έβγαλε τ’ αναμαλλιασμένο του κεφάλι απ’ τα σεντόνια για ν’ αντικρίσει τη μέρα, και με μάτια δακρυσμένα είδε το μαγικό χορό της σκόνης στο ηλιόφως, είδε το χνουδωτό ηλιόφως να τυλίγει έπιπλα χνουδωτά απ’ τη σκόνη. Άφωνος, άφησε την ψυχή του να ψάλει άλλη μια ωδή στη χνουδωτή μέρα: Πρρφφφτ.

Foto sw: Hausecke mit Schaufenster für Miederwaren
©Μιχάλης Μακρόπουλος

Ύστερα τα πόδια του βρέθηκαν σ’ ένα ζευγάρι παλιές παντόφλες, χνουδωτές σαν την καινούρια ημέρα και μαδημένες σαν ψωριάρης σκύλος, με σκυλίσια-τρυφερά θλιμμένη όψη. Παντόφλα, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, σκέφτηκε νυσταγμένα ο κύριος Επαμεινώνδας. Γλιστρώντας μ’ αρθριτικά γεροντίστικα βηματάκια γκέισας πάνω στο χνουδωτό ψίθυρο των παντουφλών του, ο κύριος Επαμεινώνδας βρέθηκε αντίκρυ στον κύριο Επαμεινώνδα στο βρόμικο καθρέφτη του βρόμικου μπάνιου. Θέλω κούρεμα, σκέφτηκε. Τ’ αυτιά μου θέλουν κούρεμα. Τρίχες έβγαιναν απ’ τις τρύπες των πεταχτών του αυτιών. Έβαλε τ’ αριστερό του δαχτυλάκι στ’ αυτί του, σκάλισε βαθιά μέσα. Τα ρουθούνια μου θέλουν κούρεμα. Τρίχες, συστάδες γεμάτες μικροσκοπική αδηφάγο πανίδα και φαρμακερή χλωρίδα, κρέμονταν απ’ τα τρεμάμενα ρουθούνια του. Ο δείχτης του τρύπωσε μες στις λόχμες και πρόβαλε ξανά μ’ ένα πράσινο τρόπαιο. Σκουπίζοντας αφηρημένα το χέρι του στην πιτζάμα του, ο κύριος Επαμεινώνδας γύρισε την πλάτη στο σκυφτό είδωλό του, στάθηκε πάνω απ’ τη λεκάνη κι έβγαλε απ’ το παντελόνι της πιτζάμας του τη ζαρωμένη νύμφη των κίτρινων καταρραχτών.

«…» είπε συλλογισμένα ο κύριος Επαμεινώνδας στη μικρή θεότητα.

«…» του αποκρίθηκε εκείνη ντροπαλά χωμένη στην ακροβυστία της.

«…» επέμεινε ο κύριος Επαμεινώνδας, τα δάχτυλά του ξετρύπωσαν με τρεμάμενη οργή τη νύμφη απ’ τον κρυψώνα της, κι απ’ το ψαρίσιο της στόμα ανάβρυσε ανακουφιστικά κελαρυστός ο κίτρινος καταρράχτης. Ααααχ, ψιθύρισε ο κύριος Επαμεινώνδας, νιώθοντας στο πρωινό στόμα του την πρωινή γλώσσα του χνουδωτή σαν παντόφλα.

Foto sw: alter müder Mann sitzt auf Bank in Parkanlage
©Μιχάλης Μακρόπουλος

Kapitel 2

Όπου μερικά πράγματα θυμίζουν θάλασσα

Αλέθοντας βλαστήμιες κι αναθέματα ανάμεσα στα δόντια του, γιατί του ’χανε σωθεί τα τσιγάρα, ο αναμαλλιασμένος κύριος Επαμεινώνδας εγκατέλειψε τον εργένικο πύργο του, φορώντας ακόμη πιτζάμα και παντόφλες κι αφήνοντας το πατάκι ανάμεσα στη μισάνοιχτη πόρτα και την κάσα, για να κατέβει με τ’ ασανσέρ τρεις ορόφους και ν’ αγοράσει τσιγάρα απ’ το περίπτερο σχεδόν μπρος στην εξώθυρα της πολυκατοικίας.

Και τούτο, το γεροντίστικα δισταχτικό δρασκέλισμα του κατωφλιού και το τρεμάμενο πάτημα του κουμπιού για να ’ρθει τ’ ασανσέρ, είν’ η αρχή αυτής, της αληθινής μας ιστορίας.

Η πόρτα δυο πόρτες δεξιά, στο διάδρομο, άνοιξε, και πρόβαλε η γειτόνισσα, η κυρία-Ζωή, επίσης με παντόφλες, νυχτικιά, και με φιλέ και τσιμπιδάκια στα λιγοστά μεταξένια φύκια στην κορυφή του κεφαλιού της, και με δυο σακούλες με σκουπίδια στα χέρια.

Π’ ανάθεμα, σκέφτηκε ο κύριος Επαμεινώνδας. Ένιωθε ήδη σαν έντομο αιώνια παγιδευμένο στο ήλεκτρο από καλοσυνάτες καλημέρες κι αερολογίες, της γειτόνισσας. Και στριμωγμένος στη γωνιά, πάνω στον καθρέφτη του ασανσέρ. Αν όμως έφτανε έγκαιρα τ’ ασανσέρ και πρόφταινε να μπει, να πατήσει το κουμπί; Μάταιο. Μάταιες σκέψεις. Ο θάλαμος μουρμούριζε ακόμη μοχθώντας ν’ ανέβει, κι η κυρία-Ζωή είχε στεριώσει τη δικιά της πόρτα με το δικό της πατάκι και τον ζύγωνε με τις παντόφλες της να σέρνονται ανατριχιαστικά ψιθυριστές στο διάδρομο, με την καλημέρα να κρέμεται ήδη σαν πεινασμένη γλώσσα απ’ τα χαμογελαστά της χείλη.

-Καλημέρα, κύριε Επαμεινώνδα.

Ο κύριος Επαμεινώνδας άλεσε μια καλημέρα ανάμεσα στα σφιγμένα του δόντια κι έφτυσε ένα βλωμό από συλλαβές. Παλιόγρια. Καλημέρα! Χα! Όταν πρέπει να μοιραστώ τρεις αιώνιους ορόφους με τούτη τη νεκρή θαλάσσια φύση με δίχτυ που στολίζει την κορυφή του κεφαλιού σου, με το θρόισμα της νυχτικιάς σου πάνω στη σκεβρή κρεμάστρα των ώμων σου! Με τα σκουπίδια σου, τα σακουλιασμένα κωλόχαρτα κι αποφάγια σου!

Foto sw: alter Mann läuft mit Einkaufstüte an Ladenstraße
©Μιχάλης Μακρόπουλος

Στριμωγμένος απάνω στον καθρέφτη, μες στο θάλαμο που κατέβαινε μ’ εφιαλτική βραδύτητα. Το στόμα της. Ρουφούσε το λιγοστό αέρα κι έβγαζε λέξεις, έκανε τον πολύτιμο αέρα άχρηστες λέξεις. Τρόμος. Δεν ανέπνεε αέρα πια, ανάσαινε τις λέξεις της:

-Άκουσα εχθές στις ειδήσεις… τ’ ακούσατε, κύριε Επαμεινώνδα;… για μια πορεία… διαδήλωση… αυτοί… οι… ξέρετε, αυτοί… που θέλουν… τους έταξε η κυβέρνηση, και τώρα… έχουν δίκιο οι άνθρωποι· δίκιο να φωνάζουν… πρώτα τους λένε, κι ύστερα… α, συμφωνώ μαζί τους… πώς μπορεί σήμερα ένας άνθρωπος;… ναι, είν’ ίδιοι όλοι τους, ίδιοι… πρώτα έρχονται, σου λένε… κι ύστερα… δε συμφωνείτε;… να, τώρα δα, ήμουν στο μπαλκόνι, πότιζα, με τόση ζέστη τα φτωχά μου τα λουλούδια θα μαραθούν αν δεν τους ρίχνω λίγο νερό κάθε πρωί, κι είναι κρίμα, άνθισε ο πανσές μου, τον πότιζα κι άκουσα, τους άκουσα, φώναζαν κάτι για…, ξέρετε, δίκιο έχουν, τους κοροϊδεύει η κυβέρνηση, μας κοροϊδεύουν…έσκυψα πάνω απ’ τα κάγκελα, όχι πολύ, ζαλίζομαι, κι είδα την πορεία, που ’παν εχθές στις ειδήσεις… κόσμος, κόσμος… αληθινή…πώς το λένε;… αληθινή ανθρωποθάλασσα… κι έρχονται κατά δω, τους ακούσατε;… θέλουν… έχουνε δίκιο να θέλουν… θέλουν το δίκιο τους…

Ένα ψαροκέφαλο κρυφοκοίταζε τυφλά απ’ τη μια, κακοδεμένη σακούλα. Κοιτάζοντας με χαμογελαστή κακεντρέχεια τη γειτόνισσά του, ο κύριος Επαμεινώνδας πασπάτεψε φανερά, πάνω απ’ το παντελόνι της πιτζάμας του, τη ζαρωμένη νύμφη των κίτρινων καταρραχτών.

Κείμενο: Μιχάλης Μακρόπουλος. Απόσπασμα με ευγενική παραχώρηση του εκδότη: Μιχάλης Μακρόπουλος: Η μαγική εκδρομή. Αθήνα, Εκδ. Εστία 2005. Φωτό: Μιχάλης Μακρόπουλος.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε