Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο συγγραφέας παιδικών και εφηβικών βιβλίων Φίλιππος Μανδηλαράς είναι στις 10 και 11 Σεπτεμβρίου φιλοξενούμενος του διεθνούς φεστιβάλ λογοτεχνίας «internationales literaturfestival berlin». Επ΄ ευκαιρία της επίσκεψής του στο Βερολίνο έγραψε στα πλαίσια της σειράς εκδηλώσεων «Kulturen des Vertrauens» (κουλτούρες της εμπιστοσύνης) ένα δοκίμιο, που το diablog.eu επιθυμεί να μοιραστεί μαζί σας. Επιπλέον έχετε στις 17 Σεπτεμβρίου τη δυνατότητα να επισκεφθείτε μια ανάγνωση με την Αμάντα Μιχαλοπούλου, που θα παρουσιάσει το τελευταίο της μυθιστόρημα. Διαβάζει η Χάνα Συγκούλα.
Μέσα στην κουνελότρυπα κι ακόμα παραπέρα (ή Όταν η αλήθεια του συγγραφέα συναντάει την πραγματικότητα του αναγνώστη)
Την εποχή που ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής χρειάστηκε να μελετήσω δεκάδες τόμους που συγκέντρωναν προφορικές παραδόσεις σχετικά με τα δαιμονικά όντα στην Ελλάδα και στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο. Όλοι αυτοί οι τόμοι χρονολογούνταν από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Λίγα χρόνια αργότερα χρειάστηκε να συλλέξω κι εγώ παρόμοιες ιστορίες που οι ηλικιωμένοι αφηγητές μου (κάτοικοι δυσπρόσιτων περιοχών της νησιωτικής Ελλάδας οι περισσότεροι) τις παρουσίαζαν και τις πίστευαν σαν αληθινές. Κι όμως, είχε περάσει τουλάχιστον ένας αιώνας από τις τυπωμένες παραδόσεις που διάβαζα κάποια χρόνια πριν! Μου μιλούσαν λοιπόν για τελώνια[1] που είχαν δει με τα μάτια τους κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας στο πέλαγος, ή καλικάντζαρους[2] που είχαν ακούσει τα βράδια των Χριστουγέννων να τριγυρνάνε στους δρόμους του χωριού, έτοιμοι να εισβάλουν στο πρώτο αφύλαχτο σπίτι και να το κάνουν μαλλιά κουβάρια. Άλλοι μου μιλούσαν γι ανασκαλέδες[3] που έβλεπαν τακτικά τις νύχτες στα χωράφια έξω από το χωριό, κι άλλοι μου ψιθύριζαν για κάποιον συγγενή τους που όλοι στο χωριό γνώριζαν ότι είχε γίνει βρικόλακας[4] κι επέστρεφε κάθε βράδυ στο συνεργείο του για να τακτοποιήσει τις δουλειές του. «Αλλιώς τι είναι αυτά τα τάκα τάκα κάθε βράδυ στο συνεργείο;» με ρωτούσαν κάνοντας το σταυρό τους όταν τολμούσα να αμφισβητήσω τα λόγια τους. «Μόνο οι δαιμόνοι τα κάνουν αυτά!» λέγαν απόλυτα πεπεισμένοι για την αλήθεια των λόγων τους.
Πώς όμως ένας άνθρωπος που έχει ανατραφεί με τις αρχές της επιστημονικής έρευνας και γαλουχηθεί μέσα στην καρτεσιανή λογική, μπορεί να πιστέψει πως τα δαιμονικά πλάσματα που όλοι αυτοί οι γέροντες έβλεπαν ή άκουγαν, υπάρχουν στ’ αλήθεια;… Δεν θα το πιστέψει, θα μου απαντήσετε, και θα κατατάξει τους συνομιλητές του στην κατηγορία των δεισιδαιμόνων -αυτών, δηλαδή, που πιστεύουν ότι τα δαιμονικά όντα υπάρχουν, ανεξάρτητα αν η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται επιστημονικά ή όχι.
Η διαπίστωση αυτή με οδηγεί στον ονομαζόμενο από τους ανθρωπολόγους «νηπιακό νου» της ανθρωπότητας, όπου ο δεισιδαίμονας (ή «άγριος» κατά άλλους) άνθρωπος πιστεύει πως καθετί που τον περιστοιχίζει διαθέτει ψυχή την οποία καλείται να εξευμενίσει για να την πάρει με το μέρος του. Εδώ ο κόσμος χωρίζεται σε Καλό και Κακό, σε Πάνω (φως) και Κάτω (σκοτάδι), ενώ υπάρχει σύγχυση μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος, του φαινόμενου και της πραγματικότητας.
Ας προσπαθήσουμε όμως να μπούμε για λίγο στο νου αυτού του δεισιδαίμονα ανθρώπου για να καταλάβουμε τον τρόπο της σκέψης του: Είναι μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα με δυνατό αέρα σ’ ένα βουνό στη Μεσόγειο, έναν αιώνα πριν. Ένας χωρικός έχει ξεμείνει μακριά από τον οικισμό και χρειάζεται να επιστρέψει νύχτα. Το μόνο φως που διαθέτει είναι η ασθενική και τρεμάμενη φλόγα μιας λάμπας θυέλλης. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, ο αέρας φυσάει μέσα από τα κλαδιά των λιγοστών δέντρων παράγοντας ανατριχιαστικούς ήχους και τα σύννεφα, σε συνδυασμό με το λιγοστό φως από την λάμπα του, δημιουργούν τρομακτικές σκιές που η φαντασία του δεισιδαίμονα χωρικού τις ερμηνεύει ως κάθε είδους δαίμονα.
Βάλτε τώρα τον εαυτό σας στη θέση του χωρικού. Είμαι σίγουρος ότι κανείς σας δεν πιστεύει στην ύπαρξη των ξωτικών (elves), των βαμπίρ ή των φαντασμάτων, όπως κανείς δεν πιστεύει στον κακό λύκο ή στη μάγισσα των παραμυθιών. Κι όμως, πάω στοίχημα ότι μια τέτοια εμπειρία θα ξυπνήσει μέσα σας τους νηπιακούς σας φόβους, θα νιώσετε έξαφνα πολύ μικροί κι απροστάτευτοι σ’ αυτόν τον απέραντο σκοτεινό κόσμο, η λογική σας θα υποχωρήσει και θ’ αρχίσετε να βιώνετε φόβους παρόμοιους με αυτούς των προγόνων σας. Η φόρμα[5] μπορεί να είναι διαφορετική αλλά το περιεχόμενο παραμένει ίδιο!
Αυτά ακριβώς τα αντανακλαστικά δημιουργούνται και στο νου ενός νηπίου το οποίο πιστεύει ότι τα παραμύθια αντιστοιχούν στην απόλυτη αλήθεια. Αν γυρίσουμε για μια στιγμή πίσω το χρόνο και πάμε στα νηπιακά μας χρόνια, τότε όλοι μας μπορούμε να ανασύρουμε μνήμες από το φόβο που νιώθαμε για τον κακό λύκο ή τη μάγισσα. Ποιο κορίτσι δεν ένιωσε συμπόνια για την τύχη της Ωραία Κοιμωμένης ή της Ραπουτζέλ και ποιο αγόρι δεν χάρηκε όταν ο πονηρός του παραμυθιού (trickster) έπαιρνε την εκδίκησή του απέναντι στον πολύ δυαντότερό του Κακό; Κι όλοι μας ήμασταν σίγουροι ότι ο κακός λύκος είναι αληθινός και παραφυλάει έξω από την πόρτα του σπιτιού μας τις Κοκκινοσκουφίτσες, όπως πιστεύαμε πως μπορούμε να κερδίσουμε τον κακό Γίγαντα με την πονηριά και την καπατσοσύνη!
Τα παραμύθια, λοιπόν, είναι αλήθεια για κάθε νήπιο και θα χρειαστεί να περάσει στην παιδική ηλικία, να αρχίσει να θέτει ερωτήματα για τον κόσμο γύρω του, να φτιάχνει συλλογισμούς και να συσσωρεύει γνώσεις, για να αντιληφθεί ότι οι λύκοι δεν μιλάνε ούτε παραφυλάνε κοριτσάκια, ότι οι Ωραίες δεν γίνεται να κοιμούνται εκατό χρόνια, ότι καμιά φασολιά δεν μπορεί να φτάσει ως τα σύννεφα κι ότι κανείς πύργος ή πολιτεία δεν είναι χτισμένα εκεί πάνω. Να αντιληφθεί, με λίγα λόγια, τη μεταφορική και, στη συνέχεια, παιδευτική σημασία των παραδοσιακών παραμυθιών που λειτουργούν ως προθάλαμος για την κατανόηση του κόσμου.
Τότε, λοιπόν, θα αντιληφθεί το παιδί για πρώτη φορά το ρόλο του συγγραφέα ως μυθοπλάστη (ή ως «δημιουργού», με την πλατωνική έννοια του τεχνίτη που είναι υπεύθυνος για την δημιουργία ενός κόσμου) και θα συνάψει μαζί του το πρώτο του «συμβόλαιο» στο οποίο αυτός, ως αναγνώστης –μέτοχος στον κόσμο του συγγραφέα, αποδέχεται ότι ο κόσμος στον οποίο συμμετέχει δεν είναι αληθινός. Την ίδια στιγμή ο συγγραφέας, από τη δική του μεριά, αποδέχεται τον ρόλο του ως δημιουργού – μυθοπλάστη κι αποποιείται αυτόν του αρχιερέα μιας νέας αλήθειας.
Ας συλλογιστούμε όμως για λίγο τη σημασία αυτού του συμβολαίου: Υπάρχει κάποιο παιδί, έφηβος ή ενήλικος που έχει πιστέψει έστω και για μια στιγμή πως αν μπει σε μια κουνελότρυπα, θα συναντήσει τον όλο και πιο παράξενο κόσμο που συναντάει η Αλίκη[6]; Δυστυχώς, όλοι γνωρίζουμε ότι οι κουνελότρυπες δεν γίνεται να χωρέσουν καμιά Αλίκη, όσο μικρή κι αν είναι… Υπάρχει κάποιος που ισχυρίζεται ότι έχει επισκεφτεί τη Χώρα του Ποτέ Ποτέ[7] ή, έστω, ότι έχει συναντήσει έναν κάτοικό της; Ή μήπως θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί με τις ξύλινες κούκλες, στην περίπτωση που συναντήσουμε ανάμεσά τους τον Πινόκιο[8]; Πάω στοίχημα, όμως, ότι πολλοί από ‘μας θα ήθελαν να είχαν την τύχη του Νιλς Χόλγκερσον[9] και να ταξιδέψουμε πάνω στα φτερά μιας χήνας, ή να διαθέτουμε τα χαρίσματα του Χάρι Πότερ[10], δίχως όμως να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τον Κακό Λόρδο Βόλντεμορτ…
Ναι, οι ιστορίες που απολαμβάνουμε στην παιδική μας ηλικία είναι μαγικές, εξωπραγματικές, φανταστικές, υπέροχες, κι όλες τους αποτελούν μια ευκαιρία για μας, τους αναγνώστες, να ταξιδέψουμε σε μέρη που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρεθούμε. Κανείς μας δεν πιστεύει όμως ότι οι τόποι και πρόσωπα αυτά υπάρχουν, ή ότι θα βρεθεί κάποτε η περίφημη αποβάθρα 9 ¾ του σταθμού «King’s Cross» του Λονδίνου, από όπου ξεκινάει το τρένο για το Χόγκουαρτς[11]. Το συμβόλαιο με τον συγγραφέα έχει εκτελεστεί με επιτυχία. Και τα δύο μέρη είναι ευχαριστημένα: ο συγγραφέας γιατί μπορεί να δημιουργεί κι ο αναγνώστης γιατί μπορεί να συμμετέχει. Κι οι δύο γνωρίζουν ότι ο κόσμος στον οποίο συναντιούνται είναι πλασματικός.
Ας αφήσουμε όμως τις περισσότερο ή λιγότερο μαγικές ιστορίες που επιτρέπουν στον -ανήλικο κυρίως- αναγνώστη να περνάει από τον πραγματικό στο φανταστικό κόσμο, κι ας πάμε σε ιστορίες που μοιάζουν πολύ με ρεαλιστικές[12] ενώ, στην πραγματικότητα, δεν είναι. Ας μεγαλώσουμε δηλαδή αναγνωστικά, κι ας προχωρήσουμε σε αναγνώσματα για μεγάλα παιδιά, έφηβους ή ενήλικους, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η ανάγκη για ρεαλισμό.
Τέτοια ιστορία είναι το «Νησί των Θησαυρών»[13] του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον[14] -μια παραλλαγή της τυπικής περιπέτειας με πειρατές σε αναζήτηση ενός θαμμένου θησαυρού.
Ένα αγόρι, ο Τζιμ Χόκινς, βρίσκει το χάρτη ενός νησιού, πάνω στον οποίο είναι σημειωμένο το σημείο όπου βρίσκεται θαμμένος ο θησαυρός του διαβόητου Κάπτεν Φλιντ. Με τη βοήθεια κάποιων ισχυρών οικονομικά ενήλικων φίλων του, αρματώνει μια σκούνα και ξεκινάει για το νησί. Όμως, λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό τους, ανακαλύπτει ότι το πλήρωμα, υπό την ηγεσία του μάγειρα Λονγκ Τζον Σίλβερ, είναι έτοιμο να στασιάσει για να αρπάξει το θησαυρό. Έτσι, με τη βοήθεια του Μπεν Γκαν, ενός πειρατή εγκαταλειμμένου από τους συντρόφους του στο νησί, καταφέρνει να νικήσει τους πειρατές και στο τέλος να επιστρέψει με το θησαυρό που θα τον μοιραστεί και με τον ραδιούργο Λονγκ Τζον Σίλβερ, έναν ήρωα που κερδίζει τις εντυπώσεις με το δυισμό του χαρακτήρα του.
Διαβάζοντας σήμερα το βιβλίο μας δημιουργείται η εντύπωση ότι αποτελεί μια πιστή καταγραφή της ζωής και της ηθικής των πειρατών. Κι όμως… Μελετητές του έργου έχουν καταδείξει ότι ο Στίβενσον έχει παραλλάξει σε πάρα πολλά σημεία την πραγματικότητα προς όφελος της ιστορίας του. Στηρίχτηκε, δηλαδή, σε γεγονότα ιστορικά ασύμβατα με την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία και, έχοντας το άλλοθι της μυθοπλασίας, τα χρησιμοποίησε προς συμφέρον του. Και σαν αν μην έφτανε αυτό, κατάφερε να φτιάξει μια τόσο δυνατή ιστορία, που η επιρροή της σε δημοφιλείς αντιλήψεις σχετικά με τους πειρατές είναι τεράστια. Για παράδειγμα, οι χάρτες θησαυρών όπου σημειώνεται με ένα “Χ” το μέρος όπου είναι κρυμμένος ο θησαυρός, η Μαύρη Βούλα με την οποία καταδίκαζαν οι πειρατές τους συναδέλφους τους ή οι ναυτικοί με το ξύλινο πόδι και τον παπαγάλο στον ώμο δεν αντιστοιχούν σε καμία ιστορική πραγματικότητα αλλά αποτελούν προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα. Έτσι, η επινοημένη εικόνα έχει έρθει να αντικαταστήσει την πραγματικότητα, εξωραΐζοντάς την κάποιες φορές ή εμπλουτίζοντάς την με εικόνες που εξυπηρετούσαν τον «σχεδόν αληθινό» κόσμο του συγγραφέα.
Τι κάνει, λοιπόν, ο Στίβενσον στο «Νησί των Θησαυρών»; Σπάει τη συμφωνία μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη και φτιάχνει μια ιστορία που «μοιάζει με…» αλλά δεν «είναι». Δημιουργεί δηλαδή έναν κόσμο «καθ’ εικόνα και ομοίωση» και δεν δυσκολεύεται να πείσει τον αναγνώστη ότι είναι αληθινός. Γιατί ποιος ήξερε στα τέλη του 19ου αιώνα που κυκλοφόρησε το βιβλίο (και πολύ περισσότερο σήμερα) πώς ήταν η ζωή των πειρατών στα πλοία, αν έψαχναν ή όχι για θησαυρούς, κι αν οι απόμαχοι πειρατές κυκλοφορούσαν με ξύλινα ποδάρια και παπαγάλους στον ώμο… Οι εικόνες που δημιουργούσε το βιβλίο ήταν υπέροχες και το κοινό τις υιοθέτησε δίχως κανένα δισταγμό. Φυσικά ο Στίβενσον δεν είναι ο πρώτος λογοτέχνης που το κάνει αυτό, αλλά το έργο του είναι από τα πρώτα που καταφέρνουν να εγκαθιδρύσουν μια νέα πραγματικότητα εις βάρος της «ιστορικής» ή «αντικειμενικής» αλήθειας.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, όσον αφορά στη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του κινείται τη ίδια περίπου εποχή κι ο ζωγράφος Ανρί Ρουσσώ[15], ο επονομαζόμενος «Douanier» (Τελώνης) λόγω του επαγγέλματός του. Όπως θα δούμε παρακάτω, ο ζωγράφος είναι πολύ πιο τολμηρός από τον λογοτέχνη. Αυτό συμβαίνει επειδή η ζωγραφική είχε αποκολληθεί από το άρμα της πιστής απεικόνισης της πραγματικότητας πολύ πιο νωρίς από τη λογοτεχνία.
Ο Ρουσσώ ήταν ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος κι έγινε γνωστός για τα ναϊφ, παραστατικά αλλά και συμβολικά έργα, τα οποία απεικόνιζαν συνήθως ζούγκλες, παρόλο που ο Ρουσσώ δεν είχε βγει ποτέ έξω από τη Γαλλία κι έπαιρνε την έμπνευσή του από εικονογραφημένα βιβλία και το Βοτανικό Κήπο στο Παρίσι. Αγαπήθηκε πολύ από τους υπερρεαλιστές, και δοξάστηκε από τον Πικάσο.
Ας προσέξουμε τον παρακάτω πίνακα του 1908, που ονομάζεται «Η μάχη μιας τίγρης με ένα βουβάλι».
Εδώ ο Ρουσσώ τοποθετεί τη σκηνή της επίθεσης της τίγρης στο βουβάλι σε ένα περιβάλλον φανταστικής ζούγκλας μέσα στο οποίο βλέπουμε τις μπανάνες να φυτρώνουν ανάποδα! Παρόλα αυτά, καταφέρνει να μεταφέρει στο θεατή τον τρόμο που νιώθει το βουβάλι τόσο μέσω της χρωματικής παλέτας που χρησιμοποιεί, όσο και μέσω των αλλοιωμένων αναλογιών, φανερώνοντας τελικά ότι το τοπίο αυτό, παρότι στα μάτια ενός παιδιού μπορεί να μοιάζει ρεαλιστικότατο, είναι τελικά υποκειμενικό. Αυτό δηλώνεται τόσο με την αλλοίωση της οπτικής πραγματικότητας, όσο και με την παραμόρφωση των μορφών, τη λανθασμένη απόδοση της προοπτικής καθώς και τα λαμπερά, καθαρά χρώματα. Τελικά ο Ρουσσώ ανοίγει έναν προσωπικό διάλογο με τον κόσμο γύρω του, καταγράφοντας αυτό που βλέπουν τα μάτια της ψυχής και όχι αυτό που υπαγορεύει η αλήθεια. Ο ζωγράφος έχει κάνει το παραπάνω βήμα που τώρα αποτολμά ο συγγραφέας.
Ας δούμε όμως πώς μπορούμε να ορίσουμε την πραγματικότητα, τι είναι αλήθεια και κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για «αντικειμενική» και «υποκειμενική» αλήθεια. Ας δούμε, δηλαδή, αν ο Στίβενσον κι ένα σωρό άλλοι λογοτέχνες πριν και -κυρίως- μετά απ’ αυτόν, χαλάνε τη συμφωνία με τον αναγνώστη ή αν αναπροσαρμόζουν το συμβόλαιο στους μοντέρνους καιρούς και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους όπως έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν οι ζωγράφοι από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Για το σκοπό αυτόν θα κάνουμε ένα πείραμα. Θα χρειαστούμε τέσσερα άτομα (ή τέσσερεις ομάδες ατόμων) που θα τοποθετήσουμε στο κέντρο μιας αίθουσας (σχολικής τάξης ή οποιασδήποτε άλλης) με τέτοιο τρόπο, ώστε το κάθε άτομο να κοιτάει προς μια μοναδική κατεύθυνση (Β, Ν, Α, Δ). Στη συνέχεια θα προμηθεύσουμε το κάθε άτομο με μερικές κόλες χαρτί κι ένα μολύβι και θα του δώσουμε τρία λεπτά για να καταγράψει εξαντλητικά καθετί που βλέπει -από το πιο προφανές, όπως πόρτα, παράθυρο ή πρίζα, ως τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια, όπως ένα ξεφλούδισμα στον τοίχο, περιεχόμενα ενός πίνακα ζωγραφικής ή καλώδια και λάμπες. Στη συνέχεια θα δώσουμε στον καθένα από δεκαπέντε λεπτά ώστε να γράψει ένα κείμενο ελεύθερου συνειρμού χρησιμοποιώντας όσο το δυνατό περισσότερες από τις λέξεις που έχει καταγράψει προηγουμένως[16]. Όταν τελειώσει ο χρόνος, θα ζητήσουμε από τον καθένα να δώσει ένα τίτλο στο κείμενό του, ο οποίος θα περιλαμβάνει μία τουλάχιστον λέξη απ’ αυτές που έχει καταγράψει προηγουμένως. Τέλος τους ζητάμε να μας τα διαβάσουν με τυχαία σειρά.
Το αποτέλεσμα του πειράματος θα μας αφήσει κατάπληκτους. Το κάθε κείμενο θα είναι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα αφενός γιατί αυτά που βλέπει ο καθένας διαφέρουν αρκετά από αυτά που βλέπουν οι άλλοι, κι αφετέρου γιατί φιλτράρονται από το κριτήριο της υποκειμενικότητας. Κι όλα αυτά, παρόλο που όλα όσα βλέπουν οι συμμετέχοντες στο πείραμα, ανήκουν στο σύνολο «αίθουσα»! Κάποιος, γι παράδειγμα, θα επιλέξει να αναπτύξει τις λεπτομέρειες από έναν πίνακα ζωγραφικής που υπάρχει στην αίθουσα, κάποιος άλλος να ταξιδέψει στις χώρες του κόσμου επιλέγοντας να καταγράψει μία μία τις χώρες που τον ενδιαφέρουν από ένα χάρτη, ένας τρίτος θα μείνει καθηλωμένος στην αίθουσα και στην κανονική -συνηθισμένη της λειτουργία (ανπρόκειται για αίθουσα διδασκαλίας, θα επιδιώξει να αναπαράγει αντικείμενα που παραπέμπουν στη χρήση της) κι ένας τέταρτος, που θα βλέπει προς ένα παράθυρο, μπορεί να επισκεφτεί τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών που βλέπει ή να αποδράσει στο πιο κοντινό πάρκο.
Ποια είναι η αλήθεια ανάμεσα σε όλα αυτά; Ποια είναι, τελικά, η πραγματικότητα και ποια η «αληθινή» – «αντικειμενική» αλήθεια;
Πριν βιαστούμε να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, ας αναλογιστούμε πώς θα ήταν ένα κείμενο που περιέγραφε όσο το δυνατόν πιστότερα τα κορδόνια των παπουτσιών μας. Για σκεφτείτε λίγο… Όχι, δεν θα περιοριζόταν στο χρώμα, αλλά θα έπρεπε να μεταφέρει στον αναγνώστη το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, το μήκος τους, το πάχος τους, τον τύπο της απόληξής τους και, πιθανώς, τον τρόπο με τον οποίο είναι περασμένα στα παπούτσια μας… Βαρετό; Παρά πολύ! Κι όμως, αυτό το «κλινικό» κείμενο θα εκπροσώπευε την αντικειμενική αλήθεια για τα κορδόνια μας. Καθετί άλλο αποτελεί υποκειμενοποίηση της αλήθειας ή, για να το πούμε διαφορετικά μιας και μιλάμε για λογοτεχνία, «λογοτεχνική» αλήθεια. Ακριβώς εδώ βρίσκεται, λοιπόν, το μυστικό του καθενός ο οποίος, κατά τη διάρκεια του παραπάνω πειράματος, καταγράφει και μεταφέρει τη δική του «λογοτεχνική» αλήθεια η οποία απέχει πολύ από αυτή του διπλανού του και ακόμα περισσότερο από την απόλυτη, «αντικειμενική» αλήθεια η οποία είναι σύμφωνη με αυτό που πραγματικά υπάρχει, δηλαδή την πραγματικότητα.
Τι ορίζει όμως ο καθένας μας «πραγματικότητα»; Αυτά που ακούει και βλέπει στις ειδήσεις ή αυτά που ζει ο ίδιος; Τις κουβέντες και τα παιχνίδια με τους φίλους ή μήπως αυτά που ακούει να κάνουν κάποιοι άλλοι αλλού, μακριά από το σημείο όπου βρίσκεται; Μήπως τελικά πραγματικότητα είναι αυτή εδώ η στιγμή όπου εσύ που διαβάζεις αυτές εδώ τις γραμμές ανασαίνεις ανακουφισμένος γιατί διαπιστώνεις ότι φτάνει στο τέλος του, ενώ, την ίδια στιγμή, ο διπλανός σου ούτε καν ενδιαφέρεται γιατί σκέφτεται τις διακοπές του, ενώ παραδίπλα μια συμμαθήτριά σου εξετάζει με επιστημονικό ενδιαφέρον τα μαλλιά ή τα νύχια της και ούτω καθεξής;
Όπως γίνεται φανερό, ο Στίβενσον δεν έκανε τίποτα παραπάνω από αυτό που κάνουμε όλοι μας όταν περιγράφουμε μια στιγμή από τη ζωή μας, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε. Είδε τον κόσμο των πειρατών με τα δικά του μάτια (όπως ακριβώς έβλεπε τη ζούγκλα ο Ρουσσώ), προσαρμόζοντάς τον, ταυτόχρονα, στις ανάγκες της εποχής του. Κι αυτό που ζητάει από τους αναγνώστες του είναι να πιστεύουν ό,τι τους βολεύει από την ιστορία του και να αφήσουν την έρευνα της αλήθειας στους φιλόλογους ή τους ιστορικούς. Μην ξεχνάμε, άλλωστε την υπενθύμιση που συναντάμε σε πολλά βιβλία μυθοπλασίας, ειδικά όταν γειτονεύουν επικίνδυνα με τη αλήθεια: «Το έργοπου ακολουθεί είναι προϊόν της καθαρής φαντασίας του δημιουργού του. Οποιαδήποτε σχέση ή ομοιότητα με ονόματα, πρόσωπα και καταστάσεις είναι ολωσδιόλου τυχαία και συμπτωματική». Υπάρχει καλύτερη υπενθύμιση του νέου, ανανεωμένου συμβολαίου μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη;
Η εποχή μας ζητάει μυθοπλασίες στις οποίες ο αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει μόνος του το δικό του μέρος της αλήθειας καθώς κι αυτό που ανήκει στη σφαίρα του μύθου. Όμως, η αλήθεια και ο μύθος διαφέρουν από αναγνώστη σε αναγνώστη. Αυτή είναι άλλωστε και η γοητεία της λογοτεχνίας: ότι ο καθένας μας παίρνει αυτό που ο ίδιος ζητάει (ή μπορεί) τη στιγμή που περιδιαβαίνει τον κόσμο που έπλασε γι αυτόν (όπως και για τόσους άλλους) ο συγγραφέας. Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο της σύγχρονης λογοτεχνίας: το έργο ανήκει μεν σε όλους αλλά είναι μοναδικό καθώς απευθύνεται στον καθένα ξεχωριστά. Ο σύγχρονος λογοτέχνης, γνωρίζοντας πως ο ενήλικος αναγνώστης του έχει κατανοήσει πια ότι η αλήθεια είναι μόνο υποκειμενική, κάνει στην άκρη τα συμβόλαια και παίζει μαζί του, παρασύροντάς τον σ’ ένα γοητευτικό αλλά και επικίνδυνο λογοτεχνικό ταξίδι όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Πορτέτο του συγγραφέα: ιδιωτ. Φωτό: M. Prinzinger (Νίκος Κεσσανλής, “Ουρά”, Αττικό Μετρό, Σταθμός Πλατείας Ομονοίας)
[1] Κακοποιό δαιμονικό ον που εμφανίζεται στα πέλαγα τις ώρες της καταιγίδας. Συγγενής των φωτιών του Σαν Έλμο.
[2] Δύσμορφο, ενοχλητικό και αφελές δαιμονικό ον που εμφανίζεται στη Γη κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων.
[3] Κακοποιό δαιμονικό ον που έχει μορφή γαϊδάρου
[4] νεκρός που βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του και γυρίζει ανάμεσα στους ζωντανούς με σκοπό να ολοκληρώσει τις δουλειές που άφησε ημιτελείς. Συγγενής του βαμπίρ.
[5] Οι προσωποποιημένες όψεις των φόβων, δηλαδή
[6] Λιούις Κάρολλ, η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων
[7] Τζέιμς Μπάρι, Πήτερ Παν
[8] Κάρλο Κολντόνι, Πινόκιο
[9] Σέλμα Λάγκερλεφ, Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον
[10] Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, Χάρι Πότερ
[11] Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, Χάρι Πότερ
[12] Απεικονίζουν, δηλαδή, την πραγματικότητα
[13] Α’ έκδοση, Μάιος 1883.
[14] (Εδιμβούργο, 1850 – Σαμόα, 1894)
[15] Λαβάλ, 1844 – Παρίσι, 1910
[16] Σε περίπτωση ομαδικής εργασίας, είναι προτιμότερο να αυξήσουμε το χρόνο για τη καταγραφή στα πέντε λεπτά και για το κείμενο στα είκοσι.
Προωθήστε τις ακόλουθες πληροφορίες στους γερμανόφωνους φίλους σας!
Filippos Mandilaras – Essay »Tief hinein in den Kaninchenbau« – Gespräch, Lesung und Q&A
11.09.2014 09:00 Uhr
Internationale Kinder- und Jugendliteratur
Kulturen des Vertrauens
Haus der Berliner Festspiele
Bühne am Garten
In der Literatur schließen Autor und Leser einen Vertrag ab, der dem Leser die Teilhabe an der Fantasie des Autors und dem Autor das Vertrauen des Lesers zusichert. So begegnen sich beide in der Welt der Fiktion und stürzen sich hinunter in den Kaninchenbau, in die Wand am Gleis 9 ¾, ins Nimmerland – und jeder Leser kann etwas anderes dort finden. Filippos Mandilaras lädt dazu ein, in der Welt der Geschichten, die jedem offensteht, eigene Erfahrungen und Erkenntnisse zu machen. [Eintritt frei]
Essay »Tief hinein in den Kaninchenbau« – Gespräch, Lesung und Q&A mit Filippos Mandilaras | Eintritt frei | Klasse 4–6 | Buchungs-Nr. 091104
Tickets über kjl@literaturfestival.com oder 030-278786 -66 / -70
Amanda Michalopoulou stellt ihren Roman über Gottes Ehefrau vor
17.09.2014 21:00 Uhr
Kulturen des Vertrauens
Haus der Berliner Festspiele
Bühne am Garten
Gott ist unnahbar und unvorstellbar, nicht einmal ein Bild darf man sich von ihm machen. Amanda Michalopoulou wagt einen neuen Versuch, sich dem »Allmächtigen«, dem »Stundenbeherrscher« zu nähern: In ihrem neuen Roman stellt sie ihm eine Geliebte, eine Ehefrau zur Seite, um sein Wesen zu erforschen, das dadurch zugleich an Klarheit und Mythos gewinnt – sowohl für den Leser als auch für die Protagonistin, die lernt, »ihn zu lieben, wie ich eine Schnecke geliebt hätte, die sich in ihr Haus verkrochen hat«.
Moderation Ulrike Guérot
Sprecher Hanna Schygulla
Preis 8 Euro / ermäßigt 6 / Schüler 4
Ticketinfos
Ticket online kaufen
Περισσότερες πληροφορίες για τους Έλληνες συγγραφείς στο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας 2014 θα βρείτε εδώ.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)