Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Στις 15 Οκτωβρίου 2015 θα παρουσιάσει ο Αιμίλιος Σολωμού στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης και στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Κοινότητας Φραγκφούρτης, μαζί με τη μεταφράστριά του στα γερμανικά Michaela Prinzinger, το μυθιστόρημα «Ημερολόγιο μιας απιστίας» (γερμανικός τίτλος «Στον αστερισμό των Κυκλάδων») που τιμήθηκε το 2013 με το Βραβείο λογοτεχνίας της ΕΕ. Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο στη νέα σειρά του εκδοτικού οίκου Griechenland Zeitung (GZ) με έργα της σύγχρονης και κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά. Το βιβλίο αυτό μπορείτε να το παραγγείλετε σε οποιοδήποτε γερμανικό βιβλιοπωλείο και στο ηλεκτρονικό κατάστημα της GZ. Το diablog.eu σάς δίνει μια πρώτη γεύση από το σοφό και ποιητικό αυτό έργο με θέμα έναν αρχαιολόγο σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου.
Ο Γιώργος Δουκαρέλης, αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιστρέφει στις Μικρές Κυκλάδες, είκοσι χρόνια μετά την ανασκαφή που τον έκανε διάσημο και άλλαξε για πάντα την προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Εκεί είχε ανακαλύψει το προϊστορικό λείψανο μιας εγκύου νεαρής γυναίκας που είχε δολοφονηθεί πριν από 5000 χρόνια, ενώ στη διάρκεια της ανασκαφής είχε απατήσει τη σύζυγό του με μια φοιτήτρια. Αλλά τι γυρεύει ξανά στο Κουφονήσι έξι μήνες ύστερα από τη μυστηριώδη εξαφάνιση της συζύγου του, της πρώην φοιτήτριάς του; Ο Δουκαρέλης πρέπει τώρα να πραγματοποιήσει μια ακόμα ανασκαφή, αυτή τη φορά στα ενδότερα της ψυχής του. Περιφερόμενος στους χώρους όπου έζησε άλλοτε, ανάμεσα στις αναμνήσεις, τα αόρατα νήματα που τον συνδέουν με τρεις γυναίκες, από το πολύ μακρινό, το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν, κάτω από τον ήλιο του Αιγαίου, ανάμεσα στα βράχια, την άγονη γη, τη θάλασσα και το απέραντο γαλάζιο, θα προσπαθήσει να βάλει σε τάξη τη ζωή του και να ξαναθυμηθεί όσα διαδραματίστηκαν εκείνα τα καθοριστικά καλοκαίρια.
Ένα μυθιστόρημα για το χρόνο, τη φθορά, τη μνήμη, τον έρωτα και την απιστία, που ακροβατεί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.
O Δουκαρέλης στάθηκε πάνω από τον κάνναβο που χάραξε μόλις χθες με την ομάδα του, τα σκοινιά και τους πασσάλους που οριοθετούσαν τις ανασκαφικές τομές και τους μάρτυρες. Ο χώρος τού ήταν γνώριμος. Τον τελευταίο χρόνο πηγαινοερχόταν, Αθήνα Κουφονήσι, να προετοιμάσει την ανασκαφή. Με τον ηλεκτρονικό μετρητή αποστάσεων να χαρτογραφήσει τον αρχαιολογικό χώρο, να σημειώσει το ακριβές πλάτος και μήκος, να καταγράψει τις υψομετρικές διαφορές με τη βοήθεια των περιγραμμάτων και να μελετήσει το ευρύτερο αρχαιολογικό περιβάλλον.
Στις παλάμες του κρατούσε δύο όστρακα, κάποτε αδιάσπαστα κομμάτια κάποιου κρατηρίσκου, το έργο του προϊστορικού ανθρώπου που γυρνούσε σ’ αυτά τα χώματα πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια. Πάνω στον ψημένο πηλό διέκρινε το χαραγμένο κεφάλι ενός πουλιού, το μυτερό ράμφος του.
Παρουσίαση βιβλίου και συζήτηση με τους Αιμίλιο Σολωμού, Michaela Prinzinger και Jan Hübel
ώρα 19.30, Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Κοινότητας Φραγκφούρτης, Adalbertstr. 23, 60486 Frankfurt am Main
Όπως κάθε αρχαιολόγος που σέβεται την τέχνη του, ήταν κι αυτός μασκαρεμένος με στολή εκστρατείας σαν αυτές που φοράνε στα σαφάρι, στις αφρικανικές σαβάνες: χακί κοντό παντελόνι και πουκάμισο, ψάθινο καπέλο και αρβύλες, εν δυο… εν δυο…, ενθύμιον τραυματικών εμπειριών της στρατιωτικής του θητείας. Δεν είχε την έπαρση των σπουδαίων αρχαιολόγων, αυτών που έχτισαν το όνομά τους και το λάξευσαν ήδη στην επιτύμβια στήλη για την υστεροφημία τους. Μα θα ερχόταν και γι’ αυτόν εκείνη η μέρα. Ακόμη ήταν ένας άσημος επιστήμονας, πειρατής της αρχαιολογίας, που κυνηγούσε την τύχη του από βραχονησίδα σε βραχονησίδα του Αιγαίου. Έτσι δεν ήταν ο Έβανς, έτσι δεν ήταν ο Σλίμαν;

Γύρω του ζουζούνιζαν σαν τα έντομα οι υποτακτικοί του, κύριε καθηγητά: οι βοηθοί αρχαιολόγοι, ο συντηρητής, οι φοιτητές, οι εργάτες. Όλοι κινούνταν στη δική του συχνότητα. Ήταν το κέντρο του σύμπαντος, ο ήλιος που έλκυε με τη δύναμη της βαρύτητάς του τους ετερόφωτους πλανήτες, κρατώντας τους δέσμιους σε μιαν αιώνια τροχιά. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως η εξουσία του περιοριζόταν σε πιο ταπεινή ανθρώπινη κλίμακα. Μαζί θα περνούσαν τρία καλοκαίρια. Τους είχε ορμηνεύσει, έκαστος εφ’ ω ετάχθη, ο καθείς στο είδος του. Και να τους κιόλας εδώ απέναντί του, όλοι με καπέλο –Προσοχή!– σαν το ετερόκλητο στράτευμα που ετοιμάζεται ν’ αναχωρήσει για τον πόλεμο.
Η ψυχή του ήταν ταραγμένη, βρισκόταν σε ένταση, μα δεν το έδειχνε. Αντίθετα, φαινόταν αποφασιστικός, ήξερε να κρύβεται, έδειχνε να ξέρει τι θέλει. Ένιωθε βαριά ευθύνη στους ώμους του, σαν το στρατηλάτη που πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση στο πεδίο της μάχης. Από αυτόν θα εξαρτηθεί πόσοι από τους στρατιώτες του θα πέσουν ηρωικώς μαχόμενοι και πόσοι θα επιζήσουν, για να χαρούν την υπόλοιπη ζωή τους, να δρέψουν τους καρπούς της δόξας. Για την ώρα, μες στην απόλυτη σιωπή, το συνεργείο περίμενε το πρόσταγμά του. Μόνο ο αχός του πελάγους έφτανε στ’ αυτιά του. Κάπου στα τριακόσια μέτρα μακριά απλώνονταν τα έργα της θάλασσας.

Οι βοηθοί του, η Αγγελική και ο Παύλος, νεαροί αρχαιολόγοι που διορίστηκαν πρόσφατα με σύμβαση από την ΚΑ´ Εφορεία Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, κρατούσαν ντοσιέ με λευκές κόλες, για να αποτυπώσουν τα ευ ρήματα. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με το μολύβι πάνω στο σκληρό εξώφυλλο του ημερολογίου, ένδειξη αμηχανίας και ίσως αγωνίας. Οι φοιτητές, όλοι τους επιλεγμένοι προσωπικά από τον Δουκαρέλη, έδειχναν να μην ξέρουν ακόμη τι να κάνουν, κοιτούσαν σαν χαζοί τον συνοφρυωμένο καθηγητή τους, σαν τους αθλητές που περιμένουν με αγωνία στη γραμμή το πρόσταγμα του αφέτη. Ένας κασμάς άστραψε στον ήλιο. Οι ντόπιοι εργάτες έσφιγγαν τα εργαλεία στα χέρια τους, ήταν οι μόνοι που δε φαίνονταν να βιάζονται ιδιαίτερα. Η ώρα περνούσε, βρέξει χιονίσει, που λέει ο λόγος, σ’ αυτό τον άνυδρο τόπο, εκείνοι θα πληρώνονταν.
Ο Αντώνης, ο συντηρητής, προς το παρόν αχρείαστος στην ανασκαφή, επισκοπούσε την ερημιά με τους ασφόδελους και τα φρύγανα που απλώνονταν στη γη, τα βράχια με τις γούβες γεμάτες χοντρό αλάτι, τα αλόφυτα που πήγαν και φύτρωσαν ανάμεσα στις απόκρημνες προεξοχές τους κι έχασκαν πάνω από τη θάλασσα, δαρμένα από τους σφοδρούς αγέρηδες. Κι ούτε ένα δέντρο της προκοπής, για λίγη σκιά, να κρεμαστεί κανείς, αν ήθελε.

Αν ο Δουκαρέλης ήταν θρησκευόμενος, θα σχημάτιζε το σημείο του σταυρού, Στ’ όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, θα ψιθύριζε, θα ’φτυνε στις φούχτες του, θα άρπαζε τον κασμά και θα ’κανε πρώτος την αρχή.
«Λοιπόν, ξεκινάμε», έδωσε επιτέλους το πρόσταγμα και με δυο λέξεις το συνεργείο πήρε μπρος, σαν να πάτησε τώρα μόλις το διακόπτη και οι μηχανές του εργοστασίου άρχισαν να μουγκρίζουν.
Έξαφνα, η ανασκαφή μετατράπηκε σ’ ένα πολυάσχολο εργοτάξιο· εδώ δεν είχαν θέση οι αργόσχολοι. Τα σιδερέ νια εργαλεία ακούγονταν να χτυπάνε στις πέτρες, ανακάτευαν το χώμα, ο κουρνιαχτός ανέβαινε ψηλά πάνω από τα σκάμματα. Ορισμένοι έβηχαν, αμάθητοι στη σκόνη, μαθημένοι τόσα χρόνια στα καυσαέρια της πόλης τους. Ο Δουκαρέλης έστεκε ακόμη εκεί δερβέναγας, παντεπόπτης, ένας τυραννίσκος, έβαλε τις φωνές στον εργάτη που βαρούσε δυνατά με τον κασμά του.

«Σιγά σιγά, ρε Κωστή, σου είπα… δε σκάβουμε για να φυτέψουμε αμπέλι», είπε στον σαραντάχρονο νησιώτη με το ξεδοντιασμένο στόμα και το σκούρο δέρμα, που γίνηκε τούτες τις μέρες για τις ανάγκες της ανασκαφής από ψαράς εργάτης, να βγάλει μεροκάματο. Φάνη κε φοβισμένος.
«Ε… ε… εν… τάξει», ψεύδισε αυτός. Ο Δουκαρέλης τού πήρε τον κασμά φουρκισμένος, για λίγο στάθηκε να τον κοιτάει παραξενεμένος. Κι έπειτα συνήλθε, του ’δειξε πώς να γδέρνει με τρόπο τη γη. Τι περίεργο! Για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι γύρευε αυτός στην ανασκαφή. Πώς βρέθηκε εκεί, ένα πρόσωπο παράταιρο, τόσο πρωτόγονο. Σαν να μπήκε λαθραία στην εικόνα μπροστά του, σαν παρείσακτος επιβάτης στο πλοίο της γραμμής.
Ο Κωστής απέμεινε με το στόμα ανοιχτό, αμήχανος. Κι ύστερα έσκυψε ξανά πάνω στη γη. Κάθε τόσο, κομμάτια κεραμικών αγγείων ανασύρονταν μέσα από το χώμα. Ένας φοιτητής, ο Αντρέας, και μια φοιτήτρια, η Μυρτώ, κοντούλα, μελαχρινή, με τις βούρτσες στο χέρι, τα μάζευαν, τα καθάριζαν πρόχειρα και τα στοίβαζαν στα χάρτινα κιβώτια. Η Αγγελική κι ο Παύλος, κύριε καθηγητά, περιφέρονταν από τομή σε τομή, κατέγραφαν τα ευρήματα, σχεδίαζαν στο χαρτί τα πιο σημαντικά: χείλη, λαιμούς, λαβές και βάσεις αγγείων, καμιά φορά με αποτυπωμένες τις καλαμένιες ψάθες· ένα άγνωστο χέρι πριν από χιλιάδες χρόνια ακούμπησε εκεί τον βρεγμένο πηλό. Τους έδιναν κωδικό και τα κατέτασσαν πρόχειρα σε κατηγορίες.

Ο Αντώνης έπαιρνε στα χέρια του τα κομμάτια, βουτούσε τα όστρακα σε μια λεκάνη με απιονισμένο νερό και τα έτριβε με μαλακή βούρτσα, για να απομακρυνθούν τα διαλυτά άλατα από τους πόρους των κεραμικών. Αργότερα, αφού στέγνωναν με τη βοήθεια του Δουκαρέλη προεξάρχοντος, του Παύλου και της Αγγελικής, θα συνταίριαζαν όσα όστρακα πιθανόν να ανήκαν στο ίδιο αγγείο. Χιλιάδες χρόνια μετά, τα αποσπασματικά μέρη ενός συνόλου που ράγισε κι έγινε χίλια κομμάτια θα συνενώνονταν ξανά, όπως τα ξηρά κιτρινισμέ να οστά θα αποκτήσουν στη Δευτέρα Παρουσία νεύρα, σάρκα, δέρμα κι έπειτα πνεύμα και ψυχή, για να σταθούν μπροστά στο δημιουργό τους, να κριθούν.
Οι εργάτες, ανάμεσά τους και η κυρα-Ευλαλία, που δέσποζε με το πληθωρικό σώμα της, το άσπρο μαντίλι στο κεφάλι, γέμιζαν με τα φτυάρια τα καρότσια. Σε λίγο, ο χούμος, το επιφανειακό στρώμα, σκούρο καστανό, είχε αφαιρεθεί. Οι φοιτητές οδήγησαν τα καρότσια ανάμεσα στις τομές, τους μάρτυρες, μακριά στο χώρο που καθορίστηκε για τον έλεγχο των μπάζων. Αστειεύονταν μεταξύ τους, φώναζαν, δίνοντας έναν τόνο ζωντάνιας στην ανασκαφή. Ο Δουκαρέλης καθόταν στο πτυσσόμενο τραπέζι του, τους παρακολουθούσε ανέκφραστος. Του άρεσε αυτό κι ας μην το έδειχνε. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που φανέρωναν εύκολα τη διάθεση, τα συναισθήματά τους. Άναψε την πίπα του, έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας, πήρε ανάσα για πέντε λεπτά, προτού πάει ξανά κοντά στα σκάμματα.

Παρατήρησε πως ο Μάκης και η Αντιγόνη έδειχναν μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ τους από τους υπόλοιπους. Δεν ανήκαν στους φοιτητές του αμφιθεάτρου του. Τους θυμήθηκε που ήρθαν μαζί στο γραφείο του, συστημένοι από ένα συνάδελφό του, τον Απόστολο, για την ανασκαφή. Τους χάζευε να δουλεύουν τις σήτες, να προσπαθούν να ξεχωρίσουν τα μικροσκοπικά ευρήματα από το χώμα, ασήμαντα εκ πρώτης όψεως, ικανά ωστόσο να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα, να φωτίσουν την εικόνα που άρχιζε σιγά σιγά να σχηματίζεται για εκείνη τη μακρινή εποχή. Ύστερα να περνάνε και πάλι τα υπολείμματα από υγρό κοσκίνισμα, για να εντοπίσουν πιθανή γύρη, φυτόλιθους, ίχνη απανθρακωμένων σπόρων.
Αλλά το μόνο που απέμενε στα κόσκινα ήταν μικρά κομμάτια από ψαροκόκαλα, μαλάκια, κάποτε τροφή για τους κατοίκους του οικισμού. Δεν ήταν εύκολη δουλειά, θα ’λεγε κανείς πως ήταν από εκείνες τις βαριές και ανθυγιεινές εργασίες των ανασκαφών. Αλλά δε βαρυγκωμούσαν. Κάθε τόσο χαμογελούσαν ο ένας στον άλλο, σκούπιζαν τον ιδρώτα τους, αντάλλαζαν κουβέντες στον δικό τους ιδιότυπο κώδικα, ψιθύριζαν. Το ’βλεπες στο ύφος, στα μάτια και στη συμπεριφορά τους πως δεν ήταν απλώς ένας φοιτητής και μια φοιτήτρια που συναντήθηκαν τυχαία στην ανασκαφή. Μέσα στα σκάμματα, ανάμεσα στα προϊστορικά λείψανα, τους μάρτυρες μιας πολύ μακρινής εποχής, αυτοί συνέχιζαν απρόσκοπτα τη δική τους αδιατάραχτη ζωή, ένδειξη πως παρόν και παρελθόν μπλέχτηκαν πρόσκαιρα αναμεταξύ τους.

Ο χρόνος σε τούτη τη στρωματογραφία είχε κάπου μπερδευτεί. Ο Μάκης πηγαινοερχόταν με το καρότσι κι έπειτα πετούσε ό,τι περίσσευε στο τελάρο, στον κατηφορικό χώρο απόθεσης των μπάζων, δίπλα στην τσίγκινη αποθήκη που φτιάχτηκε για την ανασκαφή. Τα φουντωτά σγουρά μαλλιά του άσπριζαν μέσα στη σκόνη. Στην Αντιγόνη δεν επέτρεπε να μεταφέρει το βαρύ φορτίο, όταν το ζήτησε δυο τρεις φορές επίμονα.
«Αυτή είναι αντρική δουλειά», αρνήθηκε και πρόσθεσε με νόημα: «Όπως και άλλες».
Χαμογέλασαν πονηρά, αχνογέλασε και ο Δουκαρέλης, που κάπνισε πια τον καπνό του και ξεκίνησε μια νέα περιπολία στην ανασκαφή.
«Έτσι δεν είναι, κύριε καθηγητά;» ρώτησε ο Μάκης αιφνιδιαστικά τον Δουκαρέλη.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, έριξε μια ματιά μέσα στη σήτα, στα μικροσκοπικά τους ευρήματα. «Έτσι, έτσι είναι», αρκέστηκε να πει. «Να εξετάζετε καλά το χώμα».
Τους εξήγησε ακόμα μια φορά τι να περιμένουν να εντοπίσουν, πώς να το εντοπίζουν και να το ξεχωρίζουν, κι έπειτα κίνησε να πάει αλλού. Από περιέργεια επιχείρησε να ρίξει το τελευταίο του βλέμμα προς το μέρος τους. Κι είδε την Αντιγόνη να τον κοιτάει με ένα απροσδιόριστο ύφος. Δεν ήξερε αν ήταν αποδοκιμασία, απέχθεια, αντιπάθεια, ποιος ξέρει. Γύρισε την πλάτη του κι έφυγε.
Φωτό: Monika Hoffmann, www.reise-zikaden.de και Αρχαιολογική Κρατική Συλλογή Μονάχου, Tomasz Zaród
Παραγγελία της γερμανικής έκδοσης από το ηλεκτρονικό κατάστημα της Griechenland Zeitung: https://www.griechenland.net/shop/buecher/product/1324-im-sternbild-der-kykladen-koordinaten-eines-ehebruchs
Παραγγελία της ελληνικής έκδοσης: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001312/hmerologio-mias-apistias
Μόλις κυκλοφόρησε και το καινούργιο μυθιστόρημα του Αιμίλιου Σολωμού με τίτλο “Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση”:
21 Απριλίου 1870
Η δολοφονία τεσσάρων επιφανών Ευρωπαίων από τη συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα συνταράξει συθέμελα την Ελλάδα. Η Σφαγή στο Δήλεσι, όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία, θα στρέψει την Ευρώπη κατά της χώρας και θα αποκαλύψει τη βαθύτατη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και τη σχέση του με το φαινόμενο της ληστείας. Ταυτόχρονα, θα αναδείξει τις παθογένειες του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του, τα οικονομικά συμφέροντα που δρουν στο παρασκήνιο, αλλά και την απροκάλυπτη επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στη χώρα.
21 Απριλίου 2013
Η φρικτή δολοφονία δύο απεσταλμένων της τρόικας σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών θα στρέψουν και πάλι την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά της χώρας. Εν μέσω μιας πολύπλευρης κρίσης, η Ελλάδα θα καταστεί ξανά το μαύρο πρόβατο. Το σημείωμα που θα αφήσει ο δολοφόνος στη σκηνή του εγκλήματος θα συνδέσει το γεγονός με τη Σφαγή στο Δήλεσι. Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα ξαναζωντανέψει 143 χρόνια μετά.
Ένα μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την εκδίκηση και το καθήκον, την αγάπη και το μίσος.
https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1003166/to-misos-einai-h-mish-ekdikhsh
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)