Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Μέχρι τις 30/11 τρέχει η έκθεση ζωγραφικής του γεννημένου το 1966 στη Λειψία Άρη Καλαϊζή. Υπό τον τίτλο «Die Sanftmut der Taube» (Η πραότητα του περιστεριού) παρουσιάζει ο καλλιτεχνικός σύλλογος Kunstverein Celle στην αίθουσα Gotische Halle στο δουκικό ανάκτορο Schloss Celle νεότερα και παλαιότερα έργα του. Ο Καλαϊζής μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία, όπου είχαν έρθει από τον Έβρο οι Έλληνες γονείς του μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστος, παρότι στη Γερμανία θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της γενιάς του. Η Ελένη Γαλάνη μίλησε με τον καλλιτέχνη για τη γένεση των εικόνων του και τη σχέση του με την Ελλάδα.
Πώς ξεκίνησες τη ζωγραφική;
Ξεκίνησα το σχέδιο σχετικά αργά, στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων. Πριν ονειρευόμουν να γίνω ροκ σταρ, όμως δεν είχα μάθει να παίζω κάποιο μουσικό όργανο –το air guitar δεν μου έδινε πολλές προοπτικές… Ήτανε μια σημαντική περίοδος στη ζωή μου όταν άρχισα για πρώτη φορά να θέτω ουσιαστικά ερωτήματα σχετικά με την τέχνη και τη ζωή κι ένιωσα πως η τέχνη μπορεί να δώσει διέξοδο και απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Οι πίνακές σου θυμίζουν φωτορεαλισμό κι έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα. Συνηθίζεις να δίνεις τίτλους στα έργα σου, αποφεύγεις, όμως, να μιλάς γι’ αυτά, να τα ερμηνεύεις. Πιστεύεις όπως και ο F. Bacon ότι δουλειά του καλλιτέχνη είναι «να εμβαθύνει στο μυστήριο» (αντί να προσπαθεί να το εξηγήσει);
Στο εστιατόριο δε ρωτάς τον μάγειρα τι γεύση έχει ένα πιάτο, το ανακαλύπτεις μόνος σου. Πολλές φορές οι σύγχρονοι καλλιτέχνες βάζουν τον εαυτό τους μπροστά από το έργο προσπαθώντας να το ερμηνεύσουν. Αυτό δεν έχει νόημα και εν τέλει υποτιμά την καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς υπονοεί ότι το έργο δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να σταθεί μόνο του χωρίς τον γραπτό λόγο. Η ιστορία της τέχνης έχει αποδείξει διαχρονικά ότι τα μεγάλα έργα τέχνης επιζούν στο χρόνο χωρίς τις ερμηνείες των δημιουργών τους.
Ερμηνεύοντας ο καλλιτέχνης δεν βοηθά το θεατή να πάρει πρωτοβουλία. Ίσως τελικά η ανάγκη για ερμηνεία να μας έχει επιβληθεί από την τηλεόραση, που έχει εισβάλει στο μυαλό μας υποκαθιστώντας τη φαντασία και το ρόλο των αισθήσεων. Επιπλέον, σήμερα οι άνθρωποι διαβάζουν λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, κάτι που τους στερεί ένα ακόμη σημαντικό εργαλείο σκέψης. Το βλέπουμε και στις ταινίες: η ερμηνεία προσφέρεται a priori στο θεατή, έτοιμες απαντήσεις γεμίζουν από πριν τα κενά. Ο λόγος που δεν τοποθετούμαι με ορισμούς και ερμηνείες σε σχέση με τα έργα μου είναι λοιπόν απλός: απευθύνομαι στον ενήλικο, τον σκεπτόμενο παρατηρητή.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής σου έζησες και εργάστηκες στη Λειψία, όμως και οι δυο γονείς σου είναι μετανάστες ελληνικής καταγωγής. Έχεις ταξιδέψει στην Ελλάδα για επίσκεψη ή για να εκθέσεις τα έργα σου;
Ναι, οι γονείς μου ήρθαν στην κεντρική Ευρώπη από τη βόρεια Ελλάδα (τον Έβρο) την περίοδο του «παιδομαζώματος» το 1949. Το θέμα της καταγωγής μου με απασχολεί εδώ και χρόνια και ελπίζω πως κάποια μέρα θα αποκτήσω την εμπειρία και την ωριμότητα να μετουσιώσω τα συναισθήματά μου σε ένα ζωγραφικό έργο αντάξιο αυτού που νιώθω. Βεβαίως επισκέπτομαι την Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο. Η Ελλάδα δεν είναι απλώς η χώρα των γονιών μου είναι και η χώρα της καρδιάς μου. Είναι κρίμα που δεν έχω εκθέσει μέχρι σήμερα έργα μου στην Ελλάδα, ειλικρινά, θα το ήθελα πάρα πολύ…
Έχεις αναφέρει σε συνεντεύξεις σου ότι στην αρχή της πορείας σου στη ζωγραφική επηρεάστηκες από τους ζωγράφους Jusepe de Ribera και Francis Bacon. Άλλες επιρροές;
Αναφορές και καλλιτεχνικές επιρροές έχουν σημασία όταν βρίσκεται κανείς στο ξεκίνημα της πορείας του – στην αρχή τα πρότυπα είναι απαραίτητα, λειτουργούν ως πυξίδες προσανατολισμού, μας μαθαίνουν πράγματα. Σε δεύτερη φάση μετατρέπονται σε βάρη και καλό είναι να αποδεσμεύεται κανείς. Είναι σημαντικό να είμαστε πάντα, όχι μόνο στην αρχή μιας πορείας, σε εγρήγορση, ανοιχτοί σε καινούρια πρότυπα και επιρροές. Ζωή σημαίνει βασικά να συν + κινείσαι, να διατηρείς το μυαλό και το ενδιαφέρον σου ενεργά και δεκτικά σε οτιδήποτε σημαντικό, είτε πρόκειται για τις εκθέσεις στα μεγάλα μουσεία, είτε για τις μικρές εκπλήξεις της καθημερινότητας. Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει κανείς σωστά εφόδια για μελλοντικές δημιουργίες.
Αν και αποφεύγεις να εντάξεις τον εαυτό σου σε καλλιτεχνικά ρεύματα, τεχνοτροπικά το έργο σου έχει χαρακτηριστεί ως «μαγικός ρεαλισμός». Πρόσφατα η Carol Strickland, ιστορικός τέχνης από τη Νέα Υόρκη, εφηύρε τον όρο «sottorealism» (ετυμολογικά αποδίδεται ως το ακριβές αντίθετο του «surrealism») για να περιγράψει τη δουλειά σου. Μεταφρασμένοι στα ελληνικά οι δύο όροι («surrealism» και «sottorealism») συγχέονται ακόμη περισσότερο. Αποδέχεσαι καταρχήν τον όρο «sottorealism»; Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ προσωπικά τη διαφορά ανάμεσα στο σουρεαλισμό και τον «σοτορεαλισμό»;
Δεν είμαι αρμόδιος να ανακαλύπτω νέες κατηγορίες ή να εντάσσω σε κατηγορίες το έργο μου. Εφόσον όμως κάποιος προτείνει αυτόν τον ορισμό τον δέχομαι. Σίγουρα ο «σοτορεαλισμός» εξηγεί καλύτερα αυτό που κάνω σε σχέση με τον όρο «ρεαλισμός», ο οποίος αναφέρεται στην ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας. Θεωρώ ότι ούτε ο «ρεαλισμός» ούτε ο «σουρεαλισμός» περιγράφουν επαρκώς αυτό που κάνω. Νιώθω άβολα όταν με αποκαλούν ρεαλιστή ή σουρεαλιστή.
Ο μεν σουρεαλισμός παραπέμπει σε μια πραγματικότητα ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του ονείρου, μια πραγματικότητα δηλαδή «πάνω από το ρεαλισμό», και η ερμηνεία αυτή δεν μου αρκεί. Ο «σοτορεαλισμός» από την άλλη, εισάγει μια εντελώς νέα διάσταση, οριοθετώντας ένα χώρο «κάτω» ή «πίσω» από το ρεαλισμό, ίσως μάλιστα να καταργεί την ίδια την έννοια του χώρου, όπως θα έλεγε ο Peter Assmann. Το θαυμάσιο, το μεταφυσικό, δεν ευδοκιμούν απαραίτητα σε μεγάλο ύψος αλλά όπως και τα μανιτάρια, φύονται πολύ κοντά στο έδαφος, κάποτε μάλιστα κάτω από το χώμα.
Τα περισσότερα έργα σου θυμίζουν κινηματογραφικά «stills» και σκηνικά θεάτρου. Τεχνητοί χώροι με έντονο το θεατρικό στοιχείο κυριαρχούν. Μπορείς να μας περιγράψεις την διαδικασία δημιουργίας ενός έργου;
Ως ζωγράφος βασίζομαι στην παρατηρητικότητα, παρατηρώ τα αντικείμενα με ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να δείξω αυτό που θέλω με παραστατικό τρόπο. Για να πείσω το θεατή, πρέπει πρώτα εγώ ο ίδιος να έχω παρατηρήσει τα πράγματα επίμονα κι εξονυχιστικά. Αυτή η διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντική: αρχικά χτίζω ένα μοντέλο, βάσει του οποίου μπορώ στη συνέχεια να μελετήσω το θέμα μου ενδελεχώς, να το προσεγγίσω με άνεση. Μετά με περισσότερη ηρεμία σχεδιάζω τις όποιες αλλαγές. Αν η αρχική ιδέα που είχα στο μυαλό μου, βέβαια, δεν άξιζε, τότε και ο πιο περίπλοκος σχεδιασμός και η ακριβέστερη αναπαράσταση δεν αρκούν.
Υπάρχουν κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται στα έργα σου: οι άγγελοι, για παράδειγμα, θυμίζουν τους αρχαίους δαίμονες (η λέξη δαίμων ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα δαίεσθαι που σημαίνει: χωρίζω, μοιράζω). Δαίμων κατά την αρχαιότητα σήμαινε ο μεσολαβητής – η λέξη δεν είχε αρχικά αρνητική χροιά (η ευ-δαιμονία για παράδειγμα, ήταν συνώνυμη της ευτυχίας). Ο Πλάτωνας με τη λέξη δαίμων αναφερόταν στη θεϊκή έμπνευση του Σωκράτη. Τι αντιπροσωπεύει η μορφή του αγγέλου στα δικά σου έργα;
Πιστεύω πως οι άγγελοι ανέκαθεν συμβόλιζαν τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην εποχή του Ραφαήλ και σε άλλους ζωγράφους της εποχής εκείνης, οι άγγελοι θεωρούνταν ως οι ανθρωπόμορφοι μεσολαβητές μεταξύ ουρανού και γης. Το «καλό» και το «ωραίο» ως μονοδιάστατες έννοιες δε με ενδιέφεραν ποτέ, γι’ αυτό οι άγγελοι στα έργα μου απεικονίζονται συνήθως σκυθρωποί, σκοτεινοί, περισσότερο γήινοι, για να ταιριάζουν καλύτερα στην εικόνα που έχω για τον άνθρωπο. Ήδη από την εφηβεία μου έχω μελετήσει στοιχεία και έννοιες από την αρχαιότητα.
Αναφέρομαι στη θεωρία των αντιθέτων, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα μας συνυπάρχουν αντίθετες ιδιότητες και δεν έχει νόημα να το αρνηθούμε αυτό, να παραβλέπουμε τα αρνητικά στοιχεία ως μη ανήκοντα στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σαν να μην είναι κι αυτά μέρος της ανθρώπινης διάστασης. Αγάπη και μίσος, ελπίδα και απογοήτευση, τάση για ελευθερία και επιθυμία για ένωση, είναι όλα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, στην πραγματικότητα το ένα αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του άλλου. Από εμάς εξαρτάται η δημιουργική μεταμόρφωση αυτών των στοιχείων στην καθημερινότητα και στο καβαλέτο.
Τα πρόσωπα στους πίνακές σου συχνά μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αυτό υποδηλώνει άγνοια, αφέλεια, διάθεση για ονειροπόληση, αδιαφορία ή κάτι άλλο; Μίλησέ μου για τους χαρακτήρες. Η παρουσία τους συχνά φανερώνει αμηχανία ή έκπληξη. Αισθάνονται μοναξιά;
Πράγματι στη ζωγραφική μου κάποιες μεμονωμένες φιγούρες «βγάζουν» αυτό το αίσθημα της μοναξιάς και της αποξένωσης. Το δέχομαι. Αυτό δεν γίνεται από πρόθεση – τουλάχιστον εξαρχής. Το 1998, για παράδειγμα, ζωγράφισα ένα δίπτυχο που απεικονίζει τη γυναίκα μου Annett και την κόρη μου Νίκη. Οι δυο τους βρίσκονται μέσα σε μια μπανιέρα και γελάνε. Με μια πρώτη ματιά η εικόνα αναδίδει μια εύθυμη και χαλαρή διάθεση. Παρατηρώντας όμως καλύτερα, νιώθει κανείς πίσω από το γέλιο της μητέρας την παρουσία του θανάτου – μια ελάχιστη λεπτομέρεια αρκεί για να αλλάξει ολόκληρη την εικόνα. Μου αρέσουν αυτές οι ανατροπές, από την μελαγχολία στο χιούμορ και αντίστροφα.
Η έννοια του θαύματος «Wunder» είναι οικεία στο έργο σου, μάλιστα χρησιμοποιείς τη λέξη «θαύμα» ως πρώτο συνθετικό στον τίτλο ενός από τους πίνακές σου, το Θαυματο-ποτείο (Wunder-bar) παίζοντας ταυτόχρονα με τη διττή έννοια του όρου wunderbar που στα γερμανικά σημαίνει και «θαυμάσιο». Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχουν εδώ θρησκευτικές αναφορές. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ το θαύμα και πώς εκδηλώνεται στην δική σου πραγματικότητα;
Δεν συμφωνώ ότι το έργο Wunderbar δεν έχει θρησκευτικές αναφορές. Οι άνθρωποι συνδέουν το θαύμα αποκλειστικά με τη θρησκεία και αυτό είναι μια παρανόηση. Ίσως το θαύμα να είναι τελικά ένα είδος «κοσμικού μυστικισμού», κάτι εντελώς ανθρώπινο – όπως πίστευαν οι γνωστικοί που ασχολήθηκαν με το θέμα της ψυχής.
Σύμφωνα με τον Francis Bacon η φαντασία είναι ένα δώρο που δόθηκε στον άνθρωπο ως αποζημίωση για όλα όσα δεν είναι, κάτι σαν αίσθηση χιούμορ προκειμένου να παρηγορηθεί. Μπορεί η δημιουργία της τέχνης να έχει θεραπευτικές ιδιότητες για το δημιουργό της;
Η ανάγκη για θεραπεία υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας δυσλειτουργίας. Για μερικούς ανθρώπους, πράγματι, η ζωγραφική πράξη θα μπορούσε να έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωσή μου δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μια θεραπευτική ζωγραφική γίνεται μάλλον με κάποιον άλλο, διαφορετικό τρόπο, δεν ξέρω πώς… Σημαντικά στοιχεία για τη δημιουργία ενός έργου είναι η εργασία και η εξάσκηση. Ο στόχος για την επιδίωξη συνεχούς προόδου προϋποθέτει κόπο, βοηθά όμως στο να ζει κανείς συνειδητά – αν και προσωπικά δεν θα έλεγα ότι έχω προοδεύσει ιδιαίτερα σε αυτόν τον τομέα…
Ποιά είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Θεωρώ πως βρίσκομαι ακόμα στην αρχή. Τα καλύτερα είναι μπροστά.
Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο περιοδικό www.art22.gr .
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)