Άθος, ο δασονόμος

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μαρίας Στεφανοπούλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία: το μυθιστόρημα «Άθος, ο δασονόμος» της Μαρίας Στεφανοπούλου σε γερμανική μετάφραση από τις εκδόσεις Elfenbein Verlag! Θέμα του είναι τέσσερις γενιές γυναικών και οι τραυματικές εμπειρίες από την μαζική εκτέλεση στις 13 Δεκεμβρίου 1943 στα Καλάβρυτα. Μπορείτε να παρευρεθείτε στις τρεις λογοτεχνικές αναγνώσεις της Μαρίας Στεφανοπούλου: την 24η Μαρτίου 2019 στη Λειψία (στις 12.30 μμ στο Φόρουμ «Die Unabhängigen» στην έκθεση Βιβλίου της Λειψίας και στις 6 μμ στο Europa-Haus Leipzig) και την 25η Μαρτίου 2019 στο Βερολίνο (7:30 μμ στο Literaturhaus Fasanenstraße). Η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ παρουσιάζει στις εκδηλώσεις αυτές ένα ημερολόγιο εργασίας της μεταφραστικής της δουλειάς.

Συμπληρωματικά και ως εισαγωγή παραπέμπουμε και στη συνέντευξη του diablog.eu με τη συγγραφέα.

Flyer Lesung

Flyer Lesung

Τὸ χιόνι. Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Ἄθου

ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΡΑΤΑΓΑ τὸ στόμα μου κλειστό. Ὅταν ζεῖς κοντὰ στὴ φύση μαθαίνεις στὴ σιωπή. Οἱ βοσκοί, ποὺ ζοῦν σιωπηλὸ καὶ μοναχικὸ βίο, μποροῦν νὰ ἀκοῦν τί συμβαίνει σὲ μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρίσκονται, ὣς τὴν ἀντικρινὴ πλαγιὰ ἢ πέρα χαμηλὰ στὴν πεδιάδα, μποροῦν νὰ ἀκοῦν καὶ τί γίνεται κάτω ἀπ’ τὴ γῆ. Τὰ ζῶα ποὺ εὐγνωμονοῦν τὸν ἀφέντη τους γιὰ τὴ στοργή του ἢ τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάποτε τὰ βοήθησε νὰ βγοῦν ἀπ’ τὴν παγίδα τοῦ δάσους τοὺς μιλοῦν μὲ τὸ βλέμμα καί, καμιὰ φορά, τοὺς μιλοῦν μὲ ἀνθρώπινη φωνή, ὅταν εἶναι νὰ τοὺς συντρέξουν ἢ νὰ τοὺς προστατέψουν ἀπὸ τὸν κίνδυνο, ἀλλὰ τοῦτο τὸ βλέμμα ἢ ἡ φωνὴ εἶναι τόσο βαθιά, τόσο ἀνιδιοτελὴ καὶ συνάμα περήφανα, σοφὰ καὶ ἔξυπνα, σὰν μαγικὸ τέχνασμα ποὺ σὲ βγάζει μεμιᾶς ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση μὲ τρόπο ἀφοπλιστικὰ ἀθῶο καὶ μαλακό, ὥστε ἐκεῖνο τὸ βάθος τους δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ πυκνὴ καὶ ἀδιαπέραστη σιωπή, ὅπως ὀφείλει νὰ εἶναι κάθε πράξη εὐγνωμοσύνης.

Στὰ μέρη μου, στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Εὐρυτανίας, λένε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη μιλιὰ τοῦ πουλιοῦ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ εὐεργετημένου νεκροῦ. Ὑπάρχει πουλὶ ποὺ μιλάει σὰν ἄνθρωπος; Ὅσο ὑπάρχει καὶ ἄλογο ποὺ κουβεντιάζει μὲ τὸν καβαλάρη του. Οἱ χωρικοὶ στὶς βίγλες, οἱ βουνίσιοι, ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸν οὐρανό, ζοῦν λίγα πράγματα στὴν κλειστὴ ζωή τους. Ἡ φύση ὅμως στὸν ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα τοὺς δίνει μιὰν ἀπέραντη διάσταση καί, ὅταν ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι διηγοῦνται τὶς ταπεινὲς ἱστορίες τῆς γῆς καὶ τοῦ κόπου τους τὰ βράδια δίπλα στὴ φωτιά, αὐτὲς γίνονται ὑπερφυσικές, ὅλα τότε ἀποκτοῦν νόημα, διπλὰ τριπλὰ νοήματα, ἄλλα λογικὰ καὶ ἀντιληπτὰ κι ἄλλα ἀνεξήγητα, σκοτεινὰ ἢ γεμάτα φόβο καὶ πάθος, ποὺ τοὺς ἀλαφρώνουν τὴν ψυχή. Στὶς μεγάλες πόλεις, ἀντίθετα, συμβαίνουν τόσο πολλά, ποὺ δὲν προλαβαίνουν νὰ ἀποκτήσουν νόημα. Ὁ θόρυβος ἐκεῖ καὶ ἡ βιασύνη καλύπτουν τὶς σιωπές, ἀνθρώπινες φωνὲς πουλιῶν δὲν μποροῦν νὰ ἀκουστοῦν —ποιὸς ἔχει τὴν ὑπομονή;—, ἄλλωστε καὶ οἱ νεκροὶ στὰ κοιμητήρια θάβονται γρήγορα, τυπικά, χωρὶς περιττὲς μέριμνες καὶ ξεχνιοῦνται ἀμέσως. Ἄλογα δὲν ὑπάρχουν στὶς πόλεις καὶ οἱ ψυχὲς βαριὲς σέρνονται μονότονα σὲ δρόμους χωρὶς δέντρα, χωρὶς νερὸ κι ἀγνάντεμα, ξεγελασμένες ὅτι δῆθεν γνωρίζουν τὸν ἑαυτό τους, ἄρα ἔχουν ἐξηγήσει καὶ τὰ ἀλλότρια — μύθους, στοιχειὰ καὶ ἀερικὰ ποὺ τρέχουν καὶ κρύβονται στὰ δάση μὲ τὸ στροβίλισμα τῶν βουνίσιων ἀνέμων. Οἱ δικοί μου, στὶς ράχες τοῦ Τυμφρηστοῦ καὶ τῆς Χελιδόνας, λένε ὅτι εὐεργετημένοι εἶναι οἱ βιαιοθάνατοι νεκροί, πού, γιὰ νὰ μὴ στοιχειώσουν, δέχονται φροντίδες στὶς πληγές τους πρὶν κατέβουν στὴ γῆ, σκοτωμένοι ἀπὸ κεραυνὸ ἢ φίδι, ἀπὸ βόλι ἐχθρικὸ στὸν πόλεμο ἢ ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ φθόνου καὶ τῆς ἐκδίκησης. Καὶ τότε τὸ πουλὶ στὸ μνῆμα τους, ἀνάμεσα στὰ κελαηδίσματά του, ξεστομίζει λέξεις καὶ λόγια ἀνθρώπινα εὐχαριστώντας τοὺς ζωντανοὺς γιὰ τὴ συγχώρεση ἢ τὴν ἀνακούφιση ποὺ δέχτηκε στὰ θανάσιμα τραύματά του — ὁ θαμμένος εἶναι ποὺ μιλάει.

blattlose Baeume an einem See

Μικρὸς δὲν ἤξερα τί εἶναι οἱ βιαιοθάνατοι. Ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τοῦ πουλιοῦ, ποὺ τὴ γνώριζα καλά, εἶχα ἀσκηθεῖ νὰ τὴν ἀκούω ὅταν ἔβγαινα ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ χωνόμουν στὸ ἐλατοδάσος ἢ ὅταν διάβαινα τὰ μονοπάτια ἀπὸ τὸν πάνω στὸν κάτω μαχαλά, ἀπὸ τὴν Ἁγία Δυνατὴ δίπλα στὶς γοῦρνες ὣς τὸν Ζαφειρόμυλο καὶ τὴν Καματερόβρυση ἢ ἀπὸ τὸ σφεντάμι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ὣς τὶς ἀπότομες πυκνόφυτες πλαγιὲς τῆς Ἀπολύκαινας. Στὴ φωνὴ τοῦ πουλιοῦ ἀναγνώριζα τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα μου: «Νὰ ἔχεις ἕναν ἥσυχο θάνατο!» Ὁ Παναητογιάννος εἶχε ζήσει δυὸ πολέμους, μάχιμος, τοὺς Βαλκανικοὺς τοῦ ’12 καὶ τὸν Μικρασιατικὸ τοῦ ’21. Εἶχε δεῖ σκοτωμοὺς καὶ φονικὰ ὁ πατέρας μου, γι’ αὐτὸ μιλοῦσε γιὰ ἥσυχο θάνατο. Κι ἐγὼ ἐτούτη τὴν παράξενη αἴσθηση τοῦ θανάτου τὴ ζοῦσα ἤδη ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ξαπλωμένος συνήθως στωικὰ στὶς χορταριασμένες πέτρες, πλάι στὰ νερὰ ποὺ ἀνάβλυζαν μὲ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ βράχο, μὲ τὰ γυμνά μου χέρια καὶ πόδια παραδομένα μὲ τρόμο καὶ ἡδονὴ στὰ ζωύφια ποὺ ἐφορμοῦσαν ἀπὸ παντοῦ —μέλισσες, σφῆκες, ἀκρίδες, σερσένια, μπάμπουρες, μαῦρες κάμπιες, ψαλίδες, σκνίπες—, κι ἔλεγα πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ «ἥσυχος θάνατος», μέσα στὴ φύση ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωὴ καὶ ὀμορφιά, στὸ ἔλεος τῶν ἐντόμων ποὺ σοῦ ρουφοῦν τὸ αἷμα καὶ ξεσκίζουν τὴ σάρκα σου. Ὥσπου ὁ φόβος τοῦ φαρμακεροῦ ἀστρίτη μὲ ξυπνοῦσε κι ἔτρεχα ψηλὰ στὴν κορφὴ τοῦ βράχου, ἄφηνα ἐκεῖ τὴν ὁμίχλη νὰ τυλίξει σὰν γάζα τὰ πονεμένα μου μέλη κι ἔνιωθα ὅτι ἤδη βρισκόμουν στὸ σπίτι μου, ἕνας εὐεργετημένος νεκρός. Δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ τουφεκίδι, ποτὲ σκοτωμὸ μήτε αἷμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τσίμπημα τῶν ἐντόμων ποὺ σοῦ κοκκίνιζε τὸ δέρμα κι ἔσταζε ποῦ καὶ ποῦ μιὰ μαύρη σταγόνα. Ὅταν ἔβλεπα κυνηγοὺς νὰ πυροβολοῦν πουλιά, γύριζα ἀλλοῦ τὸ κεφάλι κι ἀπέστρεφα τὸ βλέμμα. Νὰ ἀφαιρεῖς μιὰ ζωὴ μοῦ φαινόταν ἀδιανόητο, ἀκόμη κι ἂν ἦταν γιὰ νὰ θρέψεις τὰ παιδιά σου. Εἶχα συνδέσει τοὺς βιαιοθάνατους μὲ τὰ σκοτωμένα πουλιά.

Ὅπως στὴ φύση ὑπάρχουν πολλοὶ θεοί, καὶ εἶναι κρίμα οἱ ἄνθρωποι νὰ θέλουν νὰ ἔχουν ἕναν καὶ μονάκριβο, ποὺ τοὺς περιορίζει τὴ φαντασία καὶ τοὺς κρατᾶ ἐξαρτημένους νὰ γυρεύουν ἀπ’ αὐτὸν τὴ σωτηρία τους, ἔτσι καὶ στὶς πολιτεῖες, ἰδίως στὶς μικρὲς κοινωνίες, ὑπάρχουν πλῆθος ἀπὸ φαντάσματα — ἴσως ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἶναι βιαιοθάνατοι ποὺ στοίχειωσαν. Παιδί, στὴν Καστανιά, ἄκουγα ὅτι τὰ φαντάσματα ἦταν πεθαμένοι ποὺ τοὺς κρατάει στὴ γῆ ἕνας ἔρωτας, ἕνα καθῆκον ἢ μιὰ ὑπόσχεση ἀνεκπλήρωτη, ἢ ἀκόμα ἡ ὀργὴ γιὰ κάποιον συνάνθρωπό τους ζωντανό. Τὰ φοβόμουν τὰ φαντάσματα, τὰ συνέδεα μὲ τὰ μίση καὶ τὰ πάθη τῶν ἐνηλίκων. Ἤξερα ὅμως ὅτι αὐτὰ δὲν κατέφευγαν ποτὲ στὸ δάσος, πὼς δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ συγχρωτίζονται μὲ νεράιδες καὶ ξωτικά. Προτιμοῦν νὰ ἐνοχλοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄφησαν πίσω τους μέσα στὰ ἴδια τους τὰ σπίτια, στοὺς δρόμους τῆς πόλης, στὰ κατοικημένα μέρη, γύρω ἀπ’ τὰ νεκροταφεῖα. Ἴσως καὶ νὰ τὸ εἶχα ἐπινοήσει αὐτό, ἄγνωστο γιατί. Ἔτσι, λάτρευα τὰ ὀρεινά μας δάση ποὺ κυκλώνουν τὰ χωριά, τὶς βουνοκορφὲς μὲ τὰ χαμηλὰ σύννεφα ποὺ μπορεῖς νὰ τὰ ἀγγίξεις. Τὰ δέντρα ἔγιναν ἀπὸ τότε οἱ καλύτεροι φίλοι μου, ἡ σιωπὴ τῆς φύσης ἡ δεύτερη φύση μου. Στὰ δεκαοχτώ μου ἀποφάσισα νὰ γίνω δασονόμος. Ἔφυγα ἀπὸ τὸν τόπο μου τὸ 1928 γιὰ νὰ σπουδάσω στὴ Δασοκομικὴ Σχολὴ τῆς Βυτίνας. Ἄλλη χώρα ἦταν ἡ Πελοπόννησος. Ἐμεῖς, ἐκεῖ ἀπάνω στὴν Εὐρυτανία, ἔχουμε τὴ δική μας πατρίδα. Δὲν ξαναγύρισα ποτέ. Μόνο μὲ τὴ σκέψη ταξίδευα στὰ βουνά της.

Baumscheiben

Ὁ ἄνθρωπος ἐντέλει γίνεται αὐτὸ ποὺ βάζει μὲ τὸ νοῦ του νὰ γίνει, ὅ,τι κι ἂν τοῦ συμβεῖ στὸ διάβα τῆς ζωῆς του. Ὁ Γερμανὸς δάσκαλός μου στὴ Σχολή, σοβαρὸς ἐπιστήμονας τῆς δασολογίας, μᾶς ἔλεγε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ κανεὶς στὰ νιάτα του τὸ ἔχει ἄφθονο στὰ γηρατειά του. Δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται αὐτό. Τὸ παιδί, ἔλεγε, μεγαλώνει μὲ τὶς φροντίδες τῶν γονιῶν του, ὅπως τὸ δέντρο τρέφεται μὲ τὰ μυστικὰ τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ γονεῖς ἔχουν βαθιὰ καὶ σκοτεινὰ μυστικά, ποὺ γίνονται ἀργότερα ἐπιθυμίες τοῦ παιδιοῦ, θέλει δὲ θέλει. Καλὲς ἢ κακὲς ἐπιθυμίες, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προβλέψει. Τὶς κυνηγάει ἐρήμην του τὸ παιδὶ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ τέλος γίνεται αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει. Ἄνθρωποι καὶ δέντρα, ἴδιος νόμος. Ὅταν ἡ Μαριάνθη μὲ ρωτοῦσε γιατί ἀγαπῶ τόσο πολὺ τὸ δάσος, τῆς ἔλεγα ὅτι μοῦ φαίνεται σὰν μιὰ ἀνθρώπινη πολιτεία, γεμάτη ζωή, χυμούς, φῶς καὶ σκιά, ἕνας πλούσιος κόσμος κατοικημένος ἀπὸ φωνὲς καὶ σιωπή, δυνατὰ καὶ ἀδύναμα ὄντα, σὰν τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς ὅμως τὴν κακία τους. Ἐκείνη καθόταν ὧρες στὸ ξέφωτο περιμένοντάς με νὰ μαζέψω τὴ ρητίνη καὶ προσηλωνόταν, ἔτσι μοῦ ἔλεγε, στὸν ἴδιο πάντα ἀργὸ συλλογισμὸ κοιτάζοντας τοὺς ψηλοὺς κατανυκτικοὺς κορμοὺς μπροστά της, μὲ τὶς πυκνὲς μαῦρες φυλλωσιὲς στὴν κορφή τους: ἕνα νεκρὸ δέντρο πῶς ἦταν ἄραγε πρὶν τὸ κόψουν, κι ἕνα θαλερὸ πῶς θὰ γίνει ὅταν ξεραθεῖ;

Κανεὶς δὲν μπαίνει στὸ δάσος γιὰ πρώτη φορά. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται ὅτι, σὲ παλαιότερη ἐποχή, προτοῦ τὸ εἶδος τους ἐξελιχθεῖ σὲ ζωῶδες κορμὶ ποὺ καταλήγει σὲ πόδια ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ περπατάει, τὸ ἀρχαῖο φυτικὸ σῶμα τους, προφανῶς χάρη σὲ κάποιες ἀόρατες ρίζες, φύτρωνε στὴ γῆ καὶ τρεφόταν, μὲς στὴν ἀμέριμνη ἀκινησία του, ἀπὸ τὰ ὑπόγεια ὕδατα. Τὸ νερὸ εἶναι τὸ κοινὸ ριζικὸ γιὰ ὅ,τι κινεῖται καὶ ὅ,τι μένει ἀκίνητο, γιὰ ἀνθρώπους καὶ δέντρα. Ὅ,τι ἡ καταγωγή, ἔτσι καὶ τὸ πεπρωμένο. Ἂν σοῦ λείψει αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔδωσε ζωή, πεθαίνεις. Ἄν, πάλι, σοῦ περισσεύει, σὲ πνίγει. Ἂν μιὰ μεγάλη ξηρασία ἐξαπλωθεῖ στὸν πλανήτη μας, θὰ καταστρέψει τὸ φυτικὸ καὶ τὸ ζωικὸ βασίλειο, καὶ τότε θὰ μείνουν ὄρθια μόνο τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὰ ποὺ ἔχτισε μὲ ἄλλα ὑλικά —σπίτια, γέφυρες, δρόμοι, κτίρια καὶ ναοὶ—, ἔρημα καὶ ἀχρηστεμένα μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν νερῶν. Κι ἂν πλημμυρίσουν οἱ θάλασσες καὶ λιώσουν οἱ πάγοι τῆς Ἀρκτικῆς, ὅλα θὰ θαφτοῦν κάτω ἀπὸ τὰ παγωμένα νερὰ τῶν ὠκεανῶν τῆς γῆς.

knorriger, blattloser Baum mit in den See abgeknickten Ästen

Ὅταν ἡ Μαριάνθη μπῆκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ δάσος τῆς Βυτίνας, ἔπεσε πάνω στὸ πηλήκιό μου, ποὺ ἦταν ὅμοιο μὲ τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ. Φοροῦσα τὴ στολὴ δασονόμου α΄ τάξης. Μαζὶ μὲ ἄλλους ἀποφοίτους τοῦ ἔτους 1930-1931, γιορτάζαμε τὴν ἀπονομὴ τοῦ πτυχίου μας ἀπὸ τὴ Δασοκομικὴ Σχολὴ καὶ τὸν ἄμεσο διορισμὸ τῶν δύο ἀριστούχων, ἐμένα κι ἑνὸς συμφοιτητῆ μου, στὴ Δασικὴ Ὑπηρεσία τοῦ Κράτους, μολονότι δὲν εἴχαμε ἐκπληρώσει τὶς στρατιωτικές μας ὑποχρεώσεις, καί, πρὸς μεγάλη μας χαρά, χωρὶς νὰ διαγωνιστοῦμε. Ἡ Μαριάνθη βρισκόταν ἐκεῖ μὲ τὶς σπουδάστριες τοῦ Ἐργαστηρίου Ὑφαντουργίας, σὲ μιὰ πρώτη τους αὐθόρμητη ἐξόρμηση γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ καλοκαίρι, ἀσυνόδευτες. Καὶ παρότι φαινόταν κοπέλα τῆς πόλης, καλοντυμένη καὶ συνεσταλμένη, μὲ ἀρχοντικοὺς τρόπους, γρήγορα ἔδειξε πόσο ἐξοικειωμένη καὶ τολμηρὴ ἦταν μὲ τὴ φύση. Τὰ σκαρπίνια της γέμισαν χώματα καθὼς ἔτρεχε ἀνάμεσα στὰ δέντρα παίζοντας μὲ τὶς φίλες της, τὸ φουστάνι της λασπώθηκε, οἱ κορδέλες στὰ μαλλιά της λύθηκαν ἐλευθερώνοντάς τα χυτὰ στοὺς ὤμους της, σκεπάζοντας μυστήρια τὸ μισό της πρόσωπο, ἐνῶ ἀμέσως σχεδόν, ὅταν μιλήσαμε, μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι εἶχε γεννηθεῖ στὸ Βαλτεσινίκο, μέσα σὲ μιὰ κουφάλα δέντρου, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε ξαναβρεθεῖ σὲ δάσος, ἀλλὰ —τί παράξενο!— ἔμοιαζε σὰν νὰ εἶχε ζήσει ἐκεῖ ὅλη της τὴ ζωή. Δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὸ γέλιο ποὺ τῆς εἶχε προκαλέσει τὸ πηλήκιό μου καὶ ἀναρωτιόταν διαρκῶς τί σχέση εἶχε τὸ ναυτικὸ αὐτὸ κασκέτο μὲ τὴ δασικὴ ὑπηρεσία. Στὸ τέλος, ἐπέμενε ὅτι ὑπάρχουν δέντρα ποὺ φυτρώνουν στὴ θάλασσα καὶ ἀρκοῦσε, ἔλεγε, νὰ πηγαίναμε μαζὶ στὴ Ζάκυνθο γιὰ νὰ μοῦ τὸ ἀποδείξει.

Οἱ πρῶτοι δασικοὶ ὑπάλληλοι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἀμέσως μετὰ τὴ σύστασή του, ἦταν Βαυαροὶ δασολόγοι ἢ ἀξιωματικοὶ τοῦ βαυαρικοῦ στρατοῦ. Ὁ δικός μου ὁ δάσκαλος ἴσως ἦταν ἀποσπόρι αὐτῶν τῶν πιονιέρων. Τὴ Δασικὴ Ὑπηρεσία μᾶς τὴν ἔφτιαξαν τότε οἱ Βαυαροί, μὲ πρότυπο τὴ δική τους ἰσχύουσα νομοθεσία, εἶχαν ἄλλωστε γνώσεις καὶ πείρα μεγάλη τεσσάρων αἰώνων στὴ διαχείριση τῶν δασῶν. Αὐτοὶ διαίρεσαν τὸ κράτος στὰ πρῶτα ἑπτὰ δασαρχεῖα, τῆς Ρούμελης, τῆς Εὔβοιας, τῆς Ἀττικῆς, τῆς Ἠλείας, τῆς Ἀρκαδίας, τῆς Μεσσηνίας καὶ τῶν Κυκλάδων, καὶ ὅρισαν τὴν ἱεραρχικὴ κλίμακα τῶν δασικῶν ὑπηρεσιῶν: ἐπιθεώρηση δασῶν, δασαρχεῖο, δασονομεῖο, δασοφύλακες. Καθόρισαν τὶς θέσεις τῶν ἐθνικῶν δρυμῶν στὶς ὁποῖες ἐπιτρεπόταν ἡ ὑλοτομία, ἡ κατασκευὴ ἀνθράκων, ἡ συλλογὴ καυσόξυλων, ἡ ρητινοσυλλογή.

zerschnittene und gestapelte dünne Baumstämme

Ἡ ρητίνη ἦταν ἡ ἀγαπημένη μου ἀσχολία. Οἱ βοσκοὶ μοῦ δημιουργοῦσαν προβλήματα. Δὲ σέβονταν τοὺς δασότοπους μὲ φυσικὴ ἢ καλλιεργούμενη βλάστηση. Ποιμένες καὶ ἐνοικιαστές, ἀλλοῦ τοὺς ὑποδείκνυες νὰ πᾶνε κι ἀλλοῦ κατέληγαν. Ἀσκοῦσα, εὐθὺς μόλις ἀνέλαβα ὑπηρεσία, καθήκοντα διοικητῆ τοῦ δασονομείου Ξυλοκάστρου, μὲ ζέση καὶ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης. Ὅταν χρειαζόταν, ἀναπλήρωνα τὸν ἀνώτερό μου στὴν ἱεραρχία, τὸ γερμανοθρεμμένο δασάρχη Βυτίνας, καὶ τότε δὲν ἔχανα τὴν εὐκαιρία νὰ καλύπτω τὰ κενὰ τῶν γνώσεών μου στὴν ἐπιστήμη τῆς δασοπονίας περνώντας ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης του. Μελετοῦσα τὰ ἐγχειρίδια βοτανικῆς, ἐδαφολογίας, μετεωρολογίας, λογάριαζα μάλιστα νὰ πήγαινα νὰ φοιτήσω στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ λειτουργεῖ ἡ Ἀνωτάτη Δασολογικὴ Σχολή. Ἀποστολή μου πάντως ἦταν νὰ μεριμνῶ γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου στὴν ὑλοτομία, γιὰ τὴ διαχείριση τῶν δασικῶν ἐκτάσεων τῆς δικαιοδοσίας μου, γιὰ τὴν τήρηση ἀπαγορευτικῶν διατάξεων, γιὰ τὴν ἐποπτεία δασῶν ποὺ ἀνῆκαν σὲ δήμους, κοινότητες καὶ μοναστήρια, γιὰ τὴ φορολογία δασικῶν προϊόντων, τὴν προστασία ἀπὸ πυρκαγιά, τὴν καταδίωξη δασικῶν ἀνομημάτων. Ἂν τὸ θεωροῦσα ἀπαραίτητο, ζητοῦσα τὴ συνδρομὴ χωροφυλάκων. Δὲ χρειάστηκε ποτέ. Ἤμουν μόλις εἴκοσι ἑνὸς χρονῶν καὶ εἶχα ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψή μου δασοφύλακες, ἀγροφυλακή, γραφεῖς καὶ δοκίμους. Ἡ στολή μου, ποὺ ξετρέλαινε τὴ Μαριάνθη καὶ τὴν περιποιόταν σὰν τὰ ὑφαντὰ ποὺ κεντοῦσε μὲ ἔμπνευση καὶ θρησκευτικὴ λατρεία, ἦταν ἕνα χακὶ χιτώνιο, μάλλινο τὸ χειμώνα καὶ λινὸ τὸ καλοκαίρι, μὲ μαλακὸ περιλαίμιο καὶ περισκελίδα μακριά, μὲ δερμάτινες περικνημίδες. Εἶχα μιὰ κοντὴ χλαίνη μὲ ἐπωμίδες, ποὺ πάνω της ἦταν ραμμένα δυὸ ἀργυροκέντητα φύλλα βελανιδιᾶς, ὄχι χρυσὰ σὰν τοῦ δασάρχη. Τὸ ἀστεῖο ναυτικό μου πηλήκιο τὸ περιέβαλλε βαθυπράσινη μεταξένια ταινία, διακριτικὸ τοῦ βαθμοῦ μου, ἐνῶ τὰ δυὸ κόκκινα σιρίτια δὲν τὰ ἔραψα ποτὲ στὰ ἐπώμια τοῦ μανδύα μου. Ἡ Μαριάνθη τὰ εἶχε καρφιτσώσει στὶς κουρτίνες τοῦ δωματίου μας, γιὰ νὰ τὰ χαρίσει στὰ παιδιά μας ὅταν θὰ γεννιόντουσαν. Εἶχα κι ἕνα πυροβόλο ὅπλο, ποὺ τὸ ἔπαιρνα μαζί μου στὶς περιπολίες μου μὲ τὸ δασονομικὸ βοηθό. Τὸ κρατοῦσε ἐκεῖνος. Ἐγὼ ποτέ.

«Ἡ σιγαλιὰ τοῦ δάσους μὲ μεταφέρει στὴ γαλήνη τῆς ἐκκλησίας», εἶπε ἡ Μαριάνθη μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ περπατούσαμε σ’ ἕνα δασικὸ μονοπάτι τῆς Βυτίνας. Τὴν παντρεύτηκα λίγες ἑβδομάδες μετὰ τὴν τελετὴ ἀπονομῆς τοῦ πτυχίου μου καὶ τὸ διορισμό μου. Ἦταν δεκαοχτὼ χρονῶν. «Μέσα στὸ δάσος ποτὲ δὲν ξαστερώνει», μοῦ ψιθύρισε τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου μας. «Θὰ ζήσουμε τὴν ἀγάπη μας στὴ σκιά, σὰν κατάνυξη.» Ὁ τυφλὸς πατέρας της ἐρχόταν συχνὰ ἀπὸ τὸ Βαλτεσινίκο κι ἔμενε γιὰ λίγο μαζί μας στὴ Βυτίνα. Τὸν συνόδευε ἡ ἄλλη του κόρη, ἡ Δωροθέα. Ἡ Μαριάνθη τὸν κοιτοῦσε στὰ ἀκίνητα μάτια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ μαντέψει τί κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν ὁμίχλη ποὺ θόλωνε τὴν ὅρασή του. Ἔβλεπε τότε τὸν ἑαυτό της μικρὸ κορίτσι, ὀκτὼ χρονῶν. Ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸ πρόσωπό της καθρεφτίστηκε στὸ πατρικὸ βλέμμα. Ὕστερα ὁ ἄντρας τυφλώθηκε, δὲν τὴν ἔβλεπε πιὰ νὰ μεγαλώνει, δὲν ἤξερε πῶς ἦταν ἡ κόρη του ντυμένη νύφη. «Μεγάλωσα στὴ σκιά», μοῦ ἔλεγε, «στὸ σκοτάδι τοῦ γυναικωνίτη ὅπου ἐκκλησιαζόμουν μὲ τὴ μητέρα μου. Θὰ γίνω ἡ γυναίκα τοῦ δασονόμου, ἀντάξια τῶν βαθύσκιων ἐκτάσεων γῆς ποὺ κυβερνᾶ. Θ’ ἀγαπήσω τὰ δέντρα σὰν πραγματικοὺς γονεῖς μου καὶ θὰ τὰ φροντίζω σὰν παιδιά μου.» Ὕστερα ἦρθαν οἱ πρῶτες μεταθέσεις. Πρῶτα στὴ Μυτιλήνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ Γιάννος, ὕστερα στὸ Ζαγόρι, ὅπου ἡ Μαριάνθη ἔφερε στὸν κόσμο τὴ Μαργαρίτα. Παραμονὲς τοῦ πολέμου, τὸ ’39, ἀνέλαβα τὸ δασονομεῖο Καλαβρύτων. Ὑπαγόταν στὸ δασαρχεῖο τῆς Βυτίνας καὶ λογοδοτοῦσε στὴ Δασικὴ Ἐπιθεώρηση Πατρῶν.

blattlose Bäume ragen in den Himmel

Ἀλλὰ τί τὴν ἐνδιαφέρουν τὴ Λευκὴ ὅλα αὐτά; Ἡ Λευκὴ μοῦ ζητάει νὰ μιλήσω, νὰ σπάσω τὴ σιωπή μου. Νὰ μιλήσω ὅμως γιὰ διαφορετικὰ πράγματα. Γιὰ τὸν πόλεμο, γιὰ τὴν πυρπόληση τῶν Καλαβρύτων καὶ τὴ μαζικὴ ἐκτέλεση τῶν ἀνδρῶν τῆς πόλης στὸ χωράφι τοῦ Καπῆ. Ζητάει νὰ μάθει πῶς πέθανα, πῶς ἐπέζησα. Ἐγὼ μιλάω, ἡ Λευκὴ γράφει. Ὄχι, δὲν καταγράφει ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ λέω. Ἐγὼ ὁ Ἄθος, δασονόμος τῶν Καλαβρύτων, σύζυγος τῆς Μαριάνθης καὶ πατέρας τῆς Μαργαρίτας καὶ τοῦ Γιάννου, ποὺ μὲ σκότωσαν τριάντα τριῶν χρονῶν οἱ Γερμανοί, μὲ τὴ χαριστικὴ βολή, στὰ ἀντίποινα τοῦ ’43, γέρος τώρα, ἀποφάσισα νὰ μιλήσω γιὰ χάρη τῆς Λευκῆς, τῆς κόρης τῆς Μαργαρίτας. Νὰ μιλήσω ὅμως γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὸν ἔρωτα τῆς Μαριάνθης, γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ ὄνειρά μου ποὺ τράφηκαν καὶ ἀναλώθηκαν μέσα στὴ φύση, γιὰ τὸ σπίτι μου τὸ δάσος. Ἡ Λευκὴ λέει καὶ μὲ τρομάζει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἄθος. Ἐγὼ ἐπέζησα ἀπὸ τὴ σφαγή. Μιλῶ γιὰ τὸ θάνατό μου. Φέρνω τὴ μαρτυρία τοῦ ἐγκλήματος. Ἐπέζησα καὶ ὀφείλω νὰ μαρτυρήσω πῶς ἔγιναν τὰ πράγματα, πῶς συνεχίστηκε ἡ ζωή μου μετὰ τὴν ἐκτέλεσή μου. Ὁ Ἄθος ξέχασε, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ζήσει. Ἐγὼ ὅμως, ἡ Λευκή, θυμᾶμαι. Τὸ παρελθὸν δὲν εἶναι γιὰ μένα ἱστορία. Εἶναι ἡ παροντικὴ ζωή μου. Ἂν οἱ νεότεροι θυμοῦνται τὰ ἐγκλήματα πολέμου, εἶναι πιὸ εὔκολο γιὰ τοὺς γεννήτορές τους, ποὺ τὰ ὑπέστησαν, νὰ ξεχάσουν. Τοὺς βοηθᾶμε ἔτσι νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὸ μαῦρο τους κομμάτι. Γινόμαστε θυσία γι’ αὐτούς. Λένε ὅτι, κανονικά, οἱ γονεῖς πρέπει νὰ θυσιάζονται γιὰ τὰ παιδιά τους. Ἂς εἶναι λοιπὸν καὶ ἀμοιβαῖο. Ἡ Μαργαρίτα, ἡ μάνα μου, ξέχασε. Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει. Ἡ Μαριάνθη πάλευε, μάταια μᾶλλον, ἀνάμεσα στὴ λήθη καὶ τὴ μνήμη. Εἶχε παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι ἀμέτοχη. Ὁ Ἄθος εἶναι ἡ μνήμη ἡ δική μου. Δύσκολη μνήμη, ποὺ ζωντανεύει χάρη στὴ φαντασία τοῦ τρόμου. Ὁ τόπος ἐπίσης θυμᾶται. Στὸ λόφο τῆς ἐκτέλεσης, στὸ παλιὸ χωράφι τοῦ Καπῆ, ὑψώνεται σήμερα ἕνας λευκὸς σταυρός. Κάτω ἀπ’ τὶς εὐλογίες αὐτοῦ τοῦ ἀόρατου Ἐσταυρωμένου, στὴν καινούρια νεόκτιστη πόλη ποὺ ἁπλώνεται στοὺς πρόποδες, ζεῖ ἡ νεότερη γενιά, μὲ νωχέλεια ἢ φανατισμό, μὲ ἐμπάθεια ἢ ἀδιαφορία, βυθισμένη στὴν ἀδράνεια τῆς κρυμμένης ἱστορικῆς ἀλήθειας. Τὰ ἀντίποινα τῶν Γερμανῶν τὸ ’43 στὰ Καλάβρυτα ἦταν ἐντέλει θυσία ἢ ἔγκλημα;»

Ἡ Λευκή, ἀπὸ μικρὸ κορίτσι ὣς τώρα ποὺ εἶναι ὥριμη γυναίκα μὲ παιδί, δὲν ἔπαψε νὰ ρωτάει. Ἔχει δυὸ μεγάλα φωτεινὰ ἐρωτηματικὰ στὶς κόρες τῶν ματιῶν της, ποὺ δὲ σβήνουν μὲ ὅποια ἀπάντηση κι ἂν πάρει. Σὲ καρφώνει τὸ βλέμμα της σὰν ἀνάκριση. Γιατί; Πῶς; Μὲ ποιὸ τρόπο; Πότε ἀκριβῶς; Ὅταν ἦταν μικρὴ τῆς μιλοῦσα γιὰ τὸ δάσος. Ἦταν τὸ μόνο πράγμα ποὺ τὴ γαλήνευε. Τὰ καλοκαίρια, μόλις ἔκλειναν τὰ σχολεῖα, ἡ Μαργαρίτα τὴν ἔφερνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἄφηνε μαζί μου στὴν καλύβα, πάνω στὸν Χελμό. Τὰ δασονομεῖα εἶχαν καταργηθεῖ τότε μὲ τὸ βασιλικὸ διάταγμα τοῦ 1966. Ἐγὼ εἶχα πάρει σύνταξη ὡς ἀνάπηρος πολέμου (ὡς «θύμα πολέμου» ἔλεγαν ἄλλοι), ἂν καὶ ποτέ μου δὲν πολέμησα οὔτε ἔπιασα ὅπλο στὰ χέρια μου. Δούλευα ἐθελοντὴς στὰ νέα νομοδασαρχεῖα. Ἀξιοποιοῦσαν τὴν πείρα μου στὴ διάνοιξη καὶ στὴν καταγραφὴ τῶν μονοπατιῶν. Ἡ Λευκὴ μὲ ἀκολουθοῦσε στοὺς δασικοὺς δρόμους σὰν μαγεμένη. Ἦταν ὅλοι ἴδιοι. Δὲν τοὺς ξεχώριζες. Ἐγὼ κι οἱ ξυλοκόποι μόνο γνωρίζαμε τὸν τρόπο. Σταματοῦσες ἀπότομα σὲ ἕνα ἀδιέξοδο, φραγμένο ἀπὸ χαμόκλαδα, θάμνους, πουρνάρια. Μπροστὰ δὲν προχωροῦσες. Πίσω ἂν ἔκανες, θὰ ἦταν λάθος, ἀφοῦ ὁ προσανατολισμὸς τοῦ ἑπόμενου χωριοῦ βρισκόταν στὴν εὐθεία ποὺ διάβαινες ἤδη. Δεξιὰ κι ἀριστερὰ ρείκια φουντωμένα, ψηλοὶ κορμοὶ σὰν ἄνθρωποι στημένοι σὲ καρτέρι σὲ παραμόνευαν σιωπηλοί. Ἡ Λευκὴ ἔβλεπε τότε τὸ κόκκινο σημάδι στὴ ρίζα ἑνὸς χαμηλοῦ λοξοῦ κλαδιοῦ. «Ἀπὸ δῶ», ἔδειχνε. Ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν κορμῶν ἀραίωνε μὲ νόημα. Παλιὸ μονοπάτι ποὺ τὸ εἶχε πνίξει ἡ ἄγρια βλάστηση. Ξεχορτάριαζες τὸ πέρασμα. Μαλακά. Μόνο τὰ ξερόκλαδα ἔκοβες. Τί μᾶς μαθαίνει τὸ τυφλὸ σημεῖο στὸ δασικὸ δρόμο; ρωτοῦσα τὴ Λευκή. Ὅτι πρέπει νὰ στεκόμαστε καὶ νὰ κοιτάζουμε καλὰ γύρω μας, μὲ καθαρὸ μυαλό. Κι ὅταν στέκεσαι καὶ ἐρευνᾶς μὲ προσοχή, καλὰ συγκεντρωμένος, τὸ κάθε σημεῖο ὅπου βρίσκεσαι, ἀναγκαστικὰ σκέφτεσαι. Καὶ τότε, χάρη στὴ σκέψη, σοῦ φανερώνεται σὰν λάμψη ἀστραπῆς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ προχωρήσεις. Τὰ δάση θὰ σὲ διδάξουν καλύτερα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ διαβάζεις, τῆς ἔλεγα. Τὰ δέντρα καὶ οἱ βράχοι θὰ σοῦ μάθουν περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι οἱ δάσκαλοι τῆς ἐπιστήμης. Ἡ ζωὴ τοῦ δάσους εἶναι μόνο προσφορά. Στὶς καταρρακτώδεις βροχὲς τὸ δάσος ἀντιστέκεται μὲ τὰ πυκνά του φυλλώματα. Μὲ τοὺς κορμοὺς καὶ τὰ βάτα προστατεύει τὶς πλαγιὲς ἀπὸ τὴ διάβρωση τοῦ ἐδάφους, ὅταν κυλοῦν ὁρμητικὰ τὰ νερά. Τὶς κοιλάδες τὶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τοὺς βαλτότοπους, τὶς πεδιάδες καὶ τοὺς ἀγροὺς ἀπὸ τὶς πλημμύρες. Τὸ τρελὸ νερὸ τὸ φρονιμεύει, γίνεται ὁ ρυθμιστὴς τῆς ροῆς του. Διαλύει τοὺς ἀνεμοστρόβιλους μετατρέποντάς τους σὲ ἁπαλὸ ἀεράκι, ζεσταίνει τὸ ἔδαφος τὸ χειμώνα, κρατάει τὸ πάχος τοῦ χιονιοῦ, ἐπιβραδύνει τὸ λιώσιμο τοῦ πάγου τὴν ἄνοιξη, ἁπαλύνει τὸν καύσωνα τὸ καλοκαίρι. Τὰ δέντρα ἐξαγνίζουν τὸ περιβάλλον τους. Καθὼς τρέφονται ἀπὸ παρασιτικοὺς μικροοργανισμοὺς ποὺ ἀναπτύσσονται στὰ ὑγρὰ ἐδάφη, στὸ βρόμικο βοῦρκο, στὰ λιμνάζοντα νερὰ καὶ στὴ χαμηλὴ ὁμίχλη, δημιουργοῦν ἕναν ἀέρα ζωογόνο καὶ καθαρό. Ἀπορροφώντας τὰ ὕδατα ποὺ ποτίζουν τὸ ἔδαφος, τὰ ἀποβάλλουν ἔπειτα μὲ μεγάλες ἀνάσες ποὺ συμβάλλουν στὴ φυσικὴ ἀπολύμανση τῶν βάλτων. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως χρειάζεται κάθε τόσο χέρσους, ἐλεύθερους ἀγροὺς καὶ λιβάδια, τόπο γιὰ νὰ κατοικήσει καὶ νὰ βοσκήσει τὰ ζῶα του. Καὶ τότε, ὅταν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ χάνονται τὰ δάση, ἔρχονται οἱ χείμαρροι καὶ πνίγουν τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ λιβάδια.

Holzmaserung

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἄθος», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἡ Λευκὴ ὅσο μεγάλωνε καὶ γινόταν κοπέλα, γυναίκα δροσερή. «Ὁ κόσμος βρίσκει κάποτε μιὰν ἁρμονία, τὰ πράγματα ἀνακαλύπτουν τὴ θέση τους, θαρρεῖς ἀπὸ μόνα τους. Πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν τάξη ὑπάρχει πολὺς πόνος, πολλὰ δάκρυα, ἀτιμωτικὸς θάνατος, προδοσία, κόπος, ἱδρώτας.» Ἡ Μαριάνθη ἄκουγε ἀπαθὴς τὴν ἐγγονή της, τὴν κοίταζε ψυχρά, μὲ τὸ γκριζογάλανο βλέμμα της. Δὲ μιλοῦσε. Ἦταν κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, σὲ ἕναν τόπο ἄγνωστο, ἄγρια μοναχικό, ὅπου ὁ χρόνος δὲν κυλοῦσε κι ὅλα συνέβαιναν ἐρήμην της. Ἡ κόρη μου ἡ Μαργαρίτα δὲν ἔδινε σημασία, δὲν καταλάβαινε τὶς ἀσυναρτησίες τῆς Λευκῆς. Ἐξάλλου δὲν τὴν ἐνδιέφερε νὰ καταλάβει, εἶχε τὴ δική της ζωή, τῆς ἀρκοῦσε. Ἂν μέσα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὑπῆρχε καὶ μιὰ φαντασμένη κόρη, δὲν ἄλλαζε τίποτα. Ἐκείνη, ἡ Μαργαρίτα, ζοῦσε τὴ ζωή της στὴν Ἀθήνα σὰν νὰ εἶχε γεννηθεῖ στὴν πόλη αὐτή. Ἀπέκτησε φίλους, ποῦ καὶ ποῦ μελαγχολοῦσε στὸν καθρέφτη θαμπωμένη ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἡ ὀμορφιά της ἔσβηνε κάθε μαύρη κηλίδα τοῦ πρότερου βίου.

Ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονα τὴν ἀνάγκη νὰ βρίσκομαι στὸ δάσος ὅσο ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό μου. Μᾶλλον, ὅσο τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου μου. Ἀπὸ τὰ χιτλερικὰ ἀντίποινα ἐξιλασμοῦ τοῦ ’43 στὰ Καλάβρυτα ἐπιζήσαμε δεκατρεῖς ἄντρες. Μέχρι σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια ἀργότερα, ἐγώ, ἕνας ἀπὸ τοὺς δεκατρεῖς, ἔζησα στὶς πλαγιὲς τοῦ Χελμοῦ, ὅπου εἶχα καταφύγει σὰν λαβωμένο ἀγρίμι ἀμέσως μόλις οἱ Γερμανοὶ μὲ τὰ πολυβόλα τους γύρισαν τὴν πλάτη στὸ ματωμένο σωρὸ τῶν ἐκτελεσμένων, μπῆκαν στὴ γραμμὴ κι ἄρχισαν νὰ κατηφορίζουν πρὸς τὴν ἔξοδο τῆς πόλης, ἐνῶ ἡ φωτιὰ κατάκαιε τὰ πάντα γύρω τους. Δὲν ἐπέστρεψα ποτὲ σ’ αὐτὸ ποὺ ἐγκατέλειψα τότε, πλὴν τῶν περιπτώσεων ὅπου ἄλλοι μὲ ὁδήγησαν ἐκεῖ λόγω ἀνωτέρας βίας ἢ ἐξαιτίας δικῶν μου ὑποχρεώσεων, καὶ τότε ἔτρεχα ἀμέσως πίσω στὸ δεντρωμένο μου βουνὸ μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη λαχτάρα. Ἡ φυγὴ ἦταν πάντοτε ἡ μοναδική μου ἔγνοια, ὅπου κι ἂν βρισκόμουν. Φυγὴ στὸ βουνό, ἢ στὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ μου. Κουβαλοῦσα στὸ κεφάλι τὴν τρύπα ποὺ μοῦ εἶχε ἀνοίξει ἡ σφαίρα τῆς χαριστικῆς βολῆς. Πόσο βάρος ἔχει μιὰ τρύπα στὸ κρανίο; Ἕνα μάτι ποὺ χάσκει;

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἄθος», λέει καὶ ξαναλέει ἡ Λευκή. «Πές μου πῶς τὸ ἔσκασες ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ποῦ κρύφτηκες; Πῶς περπάτησες πληγωμένος; Πῶς ἄντεξες τὸ κρύο, τὸ χιόνι; Πάψε νὰ μοῦ μιλᾶς γιὰ τὸ δάσος τοῦ παραμυθιοῦ. Ἐγὼ ἔχω τὴν τρύπα. Γιὰ μένα ἦταν ἡ σφαίρα. Δὲ μὲ λένε Λευκή. Μὲ λένε Ἄθο.»

Baum mit Herbstblättern

Προσπαθοῦσα πάντα νὰ καθησυχάζω τὴ Λευκή. Δὲ μιλοῦσα ποτὲ γιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε γιὰ τὸ γερμανικὸ οὔτε γιὰ τὸν ἐμφύλιο. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἄλλωστε μὲ βασάνιζαν κενὰ μνήμης. Ἔπειτα ἡ μνήμη ἐπέστρεφε μέσα ἀπὸ εἰκόνες, μόνον εἰκόνες, ποὺ μὲ στοίχειωναν καὶ θόλωναν τὸ μυαλό μου. Ἡ καθημερινότητά μου ὡστόσο κυλοῦσε ἀπρόσκοπτα. Μέσα στὸ δάσος δὲ χανόμουν ποτέ. Οἱ χάρτες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ἔφτιαχνα ἦσαν ἄψογοι. Ἐκτελοῦσα τὶς ἐθελοντικές μου ἐργασίες στὴν ἐντέλεια. Στὸ ὑλοτομεῖο, στὴν ἀποθήκη μὲ τὴν ξυλεία, στὸ φυτώριο. Διαχειριζόμουν τὶς προμήθειες, βοηθοῦσα τοὺς νεότερους δασικούς, τοὺς ἔκανα μαθήματα. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἐπάγγελμά μου, ἀναγνώριζα καὶ θυμόμουν τὰ πάντα μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ἐνημερωνόμουν ἀνελλιπῶς γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὴ δασοπονία.

Ἡ Λευκὴ ἔφυγε κάποτε σὲ μιὰ ξένη χώρα γιὰ νὰ σπουδάσει. Γύρισε μὲ ἕνα κατάξανθο κοριτσάκι. Ζήτησε νὰ διοριστεῖ γιατρὸς στὸ νοσοκομεῖο Καλαβρύτων. Ἦταν τυχερή, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη στὰ μέσα τοῦ 1980, ἕναν παγωμένο Δεκέμβρη. Ἀμέσως μετὰ ἔπεσε τὸ χιόνι. Τὰ βουνά, τὰ σπίτια, τὰ δέντρα καλύφθηκαν ἀπὸ ἕνα βαμβακένιο πυκνὸ σύννεφο, ὅλα ἑνώθηκαν μεταξύ τους μέσα στὸ λευκὸ σιωπηλὸ τοπίο, οἱ δρόμοι καὶ τὰ μονοπάτια ἐξαφανίστηκαν, οἱ ἀποστάσεις καταργήθηκαν. Τὰ ἔλατα στὶς χαμηλὲς πλαγιὲς ἄγγιζαν τώρα τὶς βουνοκορφές, τὰ ὑψώματα τῆς πόλης βρέθηκαν νὰ ἀκουμποῦν στὴν κοίτη τοῦ ξεροπόταμου κάτω στὸ φαράγγι τοῦ Βουραϊκοῦ. Ἡ Λευκὴ ἔδωσε καὶ στὸ παιδὶ ἕνα σακίδιο, τὸ φόρτωσε στὴν πλάτη του κι ἦρθαν μαζὶ νὰ μὲ βροῦν στὴν καλύβα τῆς Ἐλατοράχης πάνω στὸν Χελμό. Δυὸ ὧρες πεζοπορία. Ὅταν τὴν εἶδα στὸ κατώφλι, ἄθελά μου ψέλλισα τὸ ὄνομα τῆς Μαριάνθης. Ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα ὁ παγωμένος ἀέρας ἔφερε μιὰ γνώριμη ἀρωματισμένη πνοή, ἡ φωτιὰ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου φούντωσε, ἕνα κούτσουρο ἔτριξε κυλώντας στὶς στάχτες. Τὰ κατακόκκινα ρουθούνια τῆς ἐγγονῆς μου ὀρθάνοιχτα καὶ διογκωμένα μὲ κοίταζαν ἔκπληκτα. «Πῶς βρῆκες τὰ μονοπάτια μὲς στὴ χιονοθύελλα;» ρώτησα σαστισμένος. «Ἀνέπνεα μὲ τὴ μύτη, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τῶν δασῶν. Ἐσὺ μοῦ τὸ ἔμαθες αὐτό», εἶπε καθὼς τακτοποιοῦσε τὸ μισοκοιμισμένο παιδὶ μπροστὰ στὸ τζάκι.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ τὸ πάθος τους δεν ἱκανοποιεῖται μὲ τὴ φύση, ἢ ποὺ φοβοῦνται νὰ τῆς ἐμπιστευτοῦν τὸν ἑαυτό τους: εἶναι ἄνθρωποι κακόβουλοι, μὲ διεφθαρμένα αἰσθήματα, ἢ ἁπλῶς ἀδιάφοροι γιὰ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς, κλεισμένοι στὸ ὄστρακό τους, ἀνοιχτοὶ στὸ συνάνθρωπό τους μόνο γιὰ νὰ τὸν ἐκμεταλλευτοῦν ἢ νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν δικαιώνοντας ἔτσι τὴ μικροψυχία τους, τὸν ἀπνευμάτιστο κόσμο τους ποὺ τοὺς στέλνει στὴν ἀπομόνωση σὰν μολυσματικὴ νόσος. Δὲν μποροῦν τέτοιοι ἄνθρωποι νὰ ξεχωρίσουν τοὺς κινδύνους ποὺ κρύβονται στὴ φύση ἀπὸ τὴν ἀγαθοεργία ποὺ αὐτὴ προσφέρει καὶ νὰ δεχτοῦν τούτη τὴ μοιραία γόνιμη ἀντίφαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ φοβοῦνται, τὴν ἐχθρεύονται, τῆς φέρονται ἀλαζονικά, ἢ ἁπλῶς τοὺς κάνει νὰ πλήττουν. Ἡ Λευκὴ εἶναι εὔθραυστη σὰν μιὰ σταγόνα βροχῆς, σκληρὴ σὰν τὸ τσόφλι καρυδιοῦ, ἁγνὴ σὰν τὸ γάλα τοῦ βρέφους, κι ἔχει μιὰ ἀναπνοὴ λεπτή, προσεκτικὴ καὶ τρυφερὰ καχύποπτη. Ἐκτίθεται καὶ αὐτοπροστατεύεται μὲ τὴν ἴδια φροντισμένη προσήλωση. Μοιάζει μὲ τὸ χιονισμένο τοπίο στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα. Τὸ χιόνι παγώνει τὴν πλάση, ἀλλὰ συγχρόνως διατηρεῖ τὴ θερμότητα τοῦ ἐδάφους, προφυλάσσει τὴ βλάστηση ποὺ θὰ ἀνθοβολήσει πάλι τὴν ἄνοιξη, πιὸ ἰσχυρὴ καὶ πιὸ θαλερή. Ἡ γυναίκα καὶ τὸ παιδὶ στρέφουν τώρα τὰ ἀναψοκοκκινισμένα τους πρόσωπα στὶς φλόγες ποὺ τυλίγουν τὰ ξύλα στὸ τζάκι. Κοιτάζουν σιωπηλὰ τὴ μαύρη τρύπα τῆς καπνοδόχου. Ἡ Λευκὴ σκαλίζει μὲ μιὰ σιδεριὰ τὴ στάχτη, ἀναποδογυρίζει τὶς πατάτες στὴ χόβολη. Ἡ πόλη τῶν Καλαβρύτων καίγεται. Μυρωδιὰ κάρβουνου καὶ αἰθάλης ἁπλώνεται στὸ δωμάτιο. Ἡ Λευκὴ μὲ ρωτάει πῶς ἐπέζησα ἀπὸ τὴ σφαγή. Πῶς βρῆκα τὸ κουράγιο νὰ παραμερίσω τὰ πτώματα τῶν συντρόφων μου καὶ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸν κλοιὸ τοῦ θανάτου; Ρωτάει ἂν τὰ ἀντίποινα ἔγιναν ἐπειδὴ οἱ ἀντάρτες εἶχαν σκοτώσει τοὺς ἑβδομήντα ὀκτὼ Γερμανοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὴ μάχη τῆς Κερπινῆς. Ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι τοὺς εἶχαν γκρεμίσει στὴ χαράδρα τοῦ Μαγέρου, δεμένους μὲ σκοινιά, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἐκτέλεσαν. Γιατί ἔμεινα στὸ βουνὸ καὶ δὲ γύρισα ποτὲ πίσω στὴν πόλη μετὰ τὴν ἐκτέλεση; Γιατί πρόδωσα τὴν ἀγάπη τῆς Μαριάνθης κι ἐγκατέλειψα τὴ Μαργαρίτα καὶ τὴ μάνα της ἀφήνοντάς τες νὰ τὰ βγάλουν πέρα μόνες τους;

mächtiger Baumstumpf

Ἔδειχνα στὴ Λευκὴ μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀξία τῆς σιωπῆς. Αὐτὴ περιεῖχε ὅλες τὶς ἀπαντήσεις. Στὴ βαθιὰ σιωπὴ μπορεῖς νὰ ἀφουγκραστεῖς τὸ θόρυβο ποὺ κάνει μιὰ πευκοβελόνα ὅταν πέφτει καὶ ἀγγίζει τὸ χῶμα. Μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις τὴ θυσία ἀπὸ τὸ ἔγκλημα. Τὸν ἡρωισμὸ ἀπὸ τὴν τυφλὴ ὑποταγή. Τὴν τιμωρία ἀπὸ τὴ στυγνὴ ἐκδίκηση. Ὁ πόλεμος, κάθε πόλεμος, εἶναι ἀπεχθὴς καὶ δὲ θά ’πρεπε νὰ ἐξυμνεῖται. Μοναδικός του στόχος εἶναι τὸ σφαγεῖο. Ἀλλά, ἐπειδὴ στὶς μάχες σφάζονται ἄνθρωποι καὶ ὄχι ζῶα, ὑπάρχουν λεπτὲς ἀποχρώσεις στὴν ἀπόδοση δικαιοσύνης καὶ ἠθικὲς παράμετροι ποὺ καταργοῦν τὴν ἐντολὴ «Οὐ φονεύσεις» καὶ νομιμοποιοῦν τὸ μακελειό. Κανένα κράτος δὲν κάλεσε τοὺς Ἕλληνες νὰ πολεμήσουν, παρὰ μόνοι τους βγῆκαν στὸ βουνὸ καὶ ἀντιστάθηκαν στὸν κατακτητή. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μιὰ ἡρωικὴ ἀντίσταση μπορεῖ νὰ γεννήσει τέρατα καὶ τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης νὰ σβήσει μέσα σὲ μιὰ ἀναίσχυντη, πλὴν ὅμως ὣς ἕνα βαθμὸ δικαιολογημένη, συλλογικὴ ἀμνησία. Καὶ τότε, στὸ θρίαμβο τῶν νικητῶν, ποὺ δὲν εἶναι νικητές, καὶ στὴν ταπείνωση τῶν ἡττημένων, ποὺ δὲν εἶναι ἡττημένοι, ποιὸς τρίτος ἄνθρωπος θὰ ἔρθει νὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἐμφύλιο σπαραγμὸ καὶ τὴ φονικὴ ἰδεολογία τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ; Τὰ δυὸ στρατόπεδα ὁδηγοῦνται στὴ μοιραία ἀλληλοεξόντωση, στὸ διχασμὸ ἑνὸς ἐξολοθρευτικοῦ πολέμου γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἰσχύος. Ἡ χώρα κόβεται στὰ δυὸ καὶ τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ἡ συλλογικὴ ἀμνησία τρέφει τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ κόστος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξέγερση τοῦ μοναχικοῦ φαίνεται μάταιη, ἀκόμη καὶ ὅταν, ἀπὸ διαφορετικὲς ἀτραπούς, μὲ ἐφαλτήριο τὴ μνήμη, ὁ μόνος στρέφεται πρὸς τὸ πληθωρικὸ «ἐμεῖς». Ἀξιώνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν ἡρωισμὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ἀλλὰ ποιὸς λέει ὅτι ὁ ἡρωισμὸς εἶναι ἕνα χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς προικίζει ἡ φύση; Ὁ Κοὺρτ ἐξηγοῦσε καλὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἐξαπέλυσε ἡ πατρίδα του καὶ ὁ Χίτλερ. Ὅταν εἶσαι νικητής, ἔλεγε, ὁ ἡρωισμὸς εἶναι οἱ ὡραῖες πράξεις. Ἀλλὰ ὅταν ἔχεις ἡττηθεῖ καὶ πρέπει νὰ βρεῖς τὴ δύναμη νὰ ἀντικρίσεις τὴν κατάστασή σου καὶ νὰ τὴν ἐλέγξεις, ὁ ἡρωισμὸς ἀποδεικνύεται μιὰ δύναμη ἐχθρική, ἐπικίνδυνη, ποὺ σὲ παραλύει ἕνας Μολώχ. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ δικό μας ἐμφύλιο πόλεμο. Δὲν ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Ξετυλίχτηκε πάντως σὰν μιὰ ὁλοκληρωμένη πράξη τραγωδίας. Καὶ οἱ δυὸ πλευρές, ἂν ὄχι περισσότερο οἱ ἡττημένοι, ἐξαναγκάστηκαν νὰ πολεμήσουν.

Ἀποφάσισα νὰ λύσω τὴ σιωπή μου. Ἀντὶ νὰ μιλάω ὅμως ἐγώ, ἀκούω τὶς φωνὲς τῶν ἄλλων: τῆς Μαριάνθης, τῆς Μαργαρίτας, τοῦ Κούρτ, ἀκούω τὶς ἐπίμονες ἐρωτήσεις τῆς Λευκῆς. Τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος μιλοῦν γιὰ μένα, γιὰ λογαριασμό μου. Ἀκούω τὶς ὁμιλίες τους ποὺ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ τρίξιμο τῶν ξύλων στὴ φωτιά. Οἱ φλόγες στὸ τζάκι πῆραν μιὰ μπλὲ ἀπόχρωση κι ἡ Λευκὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναδεύει τὴ στάχτη, ἀπορροφημένη ἀπὸ τὸ χιονισμένο τοπίο. Θὰ τοῦ ἀφιερώσει τὶς σκέψεις της, τὴν ἀνάσα της, τὴν ἀνάγκη της γιὰ προσφορά. Εἶναι παιδὶ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς πονεμένης ἔγνοιας γιὰ τοὺς ταπεινωμένους τούτης τῆς γῆς. Εἶναι ἄνθρωπος τῆς φύσης, σὰν ἐμένα, τὸ γέροντα πατέρα τῆς μάνας της. «Γιατί δὲν ἤσουν στὴν ἀντίσταση;» ρωτάει. «Γιατί ἐσὺ δὲν πολέμησες;»

Ναί! Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιὰ νὰ πολεμάει. Γιὰ νὰ ὑπερασπίζεται τὸν πολιτισμό, νὰ ἀποκρούει τοὺς βαρβάρους. Ἔτσι δίνω κι ἐγὼ τὶς δικές μου μάχες μὲ τὴ φύση. Τὴ φύση τὴν πολεμῶ, γιατὶ τὴν ἀγαπῶ. Δὲν εἶναι ἕνας ἐξωτερικὸς ἐχθρός, τὴν κουβαλῶ πάντοτε μέσα μου. Ἡ φύση σκοτώνει, συμβουλεύει ὕπουλα τὸ ἔγκλημα. Τὴν τιθασεύω, τὴν ἀφοπλίζω, νιώθω ἀπεριόριστο θαυμασμὸ γιὰ τὴ βαρβαρότητά της, ποὺ κρύβει εὐεργεσία, γονιμότητα, ἀναγέννηση. Ἄλλοι πολεμοῦν ἀπὸ μίσος, ἀπὸ ὑποχρέωση, ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ἀνυπαρξίας. Στὴ φύση δὲν ὑπάρχει ταπείνωση ὅπως στοὺς ἀνθρώπους. Ταπεινώνεται ἕνα ζῶο; Ἕνα δέντρο; Μὲ ρωτάει ἡ Λευκὴ γιὰ τὸ χιόνι. Τὸ χιόνι δὲν πέφτει γιὰ νὰ σκεπάσει τοὺς λόφους καὶ τὶς βουνοκορφές, ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσει κάθε ζῶο νὰ ἀφήσει πάνω του τὰ ἴχνη του. Ὅταν ἄνοιξαν τὰ μάτια μου στὸ χωράφι τοῦ Καπῆ, μόλις ἔπαψαν τὰ πολυβόλα, ἔνιωσα ὅτι ἤμουν νεκρός. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς δίπλα μου. Ἤμουν μόνος. Ἡ μορφὴ τοῦ Γιάννου εἶχε σβηστεῖ. Κατάλαβα ὅτι μποροῦσα, ἂν καὶ νεκρός, νὰ κινήσω τὸ σῶμα μου. Κύλησα σὲ μιὰ πλαγιά. Εἶδα τότε πατήματα πάνω στὸ χιόνι ἀπὸ πέλματα ζώου. Τὸ νὰ τὰ ἀκολουθήσω δὲν ἦταν μόνο ἡ σωτηρία μου ἀπὸ τὸ Γερμανὸ ποὺ ἔδινε τὶς χαριστικὲς βολές, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀνάγκη μου νὰ βρῶ τὰ χνάρια τῆς ζωῆς ποὺ μοῦ ταίριαζε πραγματικά — ἂς ἦταν καὶ μιὰ μεταθανάτια ζωή. Λίγο πιὸ κάτω ἄρχιζαν τὰ πρῶτα ἔλατα. Μπῆκα στὸ δάσος. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα γνώριζα καλὰ τὰ μονοπάτια.

Κείμενο: Μαρία Στεφανοπούλου, απόσπασμα με ευγενική παραχώρηση των εκδόσεων Ροδακιό από το μυθιστόρημα «Άθος, ο δασονόμος», Ροδακιό 2014. Φωτό: Μιχαέλα Πρίντσιγκερ.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

1 σκέψη στο “Άθος, ο δασονόμος”

  1. Πρόκειται για εξαιρετικό μυθιστόρημα το οποίο δυστυχώς ούτε προσέχτηκε ούτε προβλήθηκε όσο έπρεπε από την ελληνική κριτική. Ευτυχώς που απόσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

    Απάντηση

Σχολιάστε