Ἕλληνας καλοῦμεν οὐ τοὺς γένει προσήκοντας, ἀλλὰ τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας

Συνέντευξη με τον Πέτρο Μάρκαρη, συγγραφέα

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Αποκλειστική συνέντευξη για το diablog.eu: η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ συνομιλεί με τον Πέτρο Μάρκαρη για τη «γερμανική» και την «ελληνική» πλευρά της ζωής και του έργου τού πολύ αγαπητού Έλληνα συγγραφέα. Ο «τέταρτος» τόμος της τριλογίας της κρίσης αποτελεί σημείο αφετηρίας απολογισμού και προοπτικής. Τόσο ο συγγραφέας όσο και η μεταφράστριά του ελπίζουν να ταξιδέψουν τώρα πια προς νέους ορίζοντες – πέρα από την κρίση! Εκδηλώσεις με τον συγγραφέα στο γερμανόφωνο χώρο θα βρείτε εδώ.

Η Γερμανία και οι ελληνογερμανικές σχέσεις απλώνονται όλο και περισσότερο στα τελευταία σου μυθιστορήματα. Όλα άρχισαν με τον Γερμανότουρκο αστυνομικό και τη γυναίκα του στο μυθιστόρημα «Παλιά, πολύ παλιά» (τίτλος στα γερμανικά «Die Kinderfrau»), ακολούθησε η «Περαίωση» (τίτλος στα γερμανικά «Zahltag») με τον Ελληνογερμανό επιχειρηματία που ενσαρκώνει τη δύσκολη ταυτότητα των μεταναστών της δεύτερης και τρίτης γενιάς. Τώρα εισάγεται στον οικογενειακό κύκλο του αστυνόμου Χαρίτου ο Ούλι, ένας νεαρός Γερμανός, που εγκαθίσταται στην Ελλάδα από έρωτα. Στο τελευταίο μυθιστόρημα η ελληνογερμανική σχέση γίνεται ακόμα πιο σαφής. Πώς προέκυψε αυτή η κλιμάκωση;

Prinzinger_MarkarisCover Zurück auf Start, Diogenes

Η δεύτερη και τρίτη γενιά Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, που είναι απόλυτα ενταγμένη εκεί, παίζει έναν βασικό ρόλο τόσο στην «Περαίωση» όσο και στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Τίτλοι Τέλους». Μάλιστα εδώ, στο τελευταίο μυθιστόρημα, έχουμε δύο αδέρφια. Για μένα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να περιγράψω δύο αδέρφια τα οποία είναι τελείως διαφορετικά. Δηλαδή η αδερφή λέει: Τι δουλειά έχω εγώ με την Ελλάδα; Ο αδερφός της όμως δεν ξέρει πού ανήκει. Έχει μέχρι τέλους δυο επιλογές.

Ήταν για μένα μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, κατά πόσο δηλαδή τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών, των «γκασταρμπάιτερ» νοιώθουν Γερμανοί ή όχι. Τρέφουν μια αγάπη για την Ελλάδα που έχει να κάνει περισσότερο με την καταγωγή τους και όχι τόσο με την καθημερινή τους πραγματικότητα. Αγαπάνε τη χώρα καταγωγής τους αλλά αισθάνονται ως Γερμανοί της Γερμανίας, όχι ως Έλληνες. Είναι απολύτως λογικό να έχουν μια κάποια απόσταση προς την Ελλάδα.

Zurück auf Start_11
©diablog.eu, Dan Perjovschi, Onassis Cultural Centre

Τελείως άλλη κατηγορία είναι ο Γερμανός Ούλι, ένας χαρακτήρας που δημιούργησα στα δυο τελευταία διηγήματα. Ήθελα να δείξω στους Έλληνες: Σταματήστε να έχετε προκαταλήψεις. Υπάρχουν Γερμανοί καταπληκτικά παιδιά. Ο Ούλι είναι αυτό που λέμε «χρυσό παιδί», ένας ήρεμος τύπος που αγαπάει πάρα πολύ την κοπέλα του, τη Μάνια. Περνάει καλά στην Ελλάδα, είναι τέλεια ενταγμένος. Ταυτόχρονα έχει όμως και μια σημαντική ιδιότητα: έχει απόσταση στα πράγματα. Αυτό που κατά κάποιο τρόπο έχω κι εγώ. Εγώ μπορώ να μιλάω όπως μιλάω για την ελληνική πραγματικότητα, γιατί δεν γεννήθηκα και δεν μεγάλωσα στην Ελλάδα. Και τους δυο μάς βοηθάει η απόσταση.

Αυτό είναι σημαντικό για κάθε συγγραφέα.

Όταν ένας συγγραφέας ενισχύει προκαταλήψεις, για μένα έχει αποτύχει στο έργο του. Ένα μεγάλο πρόβλημα για μένα είναι οι γενικεύσεις που εμφανίστηκαν στην κρίση: Όλοι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, όλοι οι Γερμανοί είναι Ναζί. Οι Έλληνες έχουν στο μεταξύ περισσότερους Ναζί απ΄ ότι οι Γερμανοί. Τέτοιες γενικεύσεις κάνουν κακό και γι αυτό πρέπει να καταπολεμούνται. Θέλω να δείξω ότι υπάρχει κι άλλη όψη των πραγμάτων, που δεν τη βλέπουμε όμως ακόμα.

Markaris_7
Petros Markaris, ©diablog.eu

Οι Ελληνογερμανοί στα βιβλία σου είναι συχνά αποτυχημένες υπάρξεις, διχασμένες προσωπικότητες που ψυχολογικά δεν τα βγάζουν πέρα με τις πολλαπλές τους ταυτότητες. Κι έτσι κάποια στιγμή είναι σε θέση να ξεπεράσουν την τελευταία αναστολή και να σκοτώσουν. Πώς μπορεί να υπερβεί κανείς αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ «γερμανικής» και «ελληνικής» ψυχής;

Εγώ είμαι από τη φύση μου ένας άνθρωπος μετέωρος. Είμαι παιδί μιας μικτής οικογένειας με Αρμένη πατέρα, Ρωμιά μάνα, μεγαλωμένος στην Πόλη αλλά σπουδαγμένος σε αυστριακά σχολεία, που έζησε στη Βιέννη και ζει τώρα στην Ελλάδα. Ένα τουρλουρούκι που λέμε στα ελληνικά.

Αισθάνομαι πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου σε μία κατάσταση μετέωρη, να μην ανήκω πουθενά, εξ ου και λέω πάντα: «Μη μου μιλάτε για πατρίδα, γιατί εμένα η έννοια της πατρίδας δεν μου λέει τίποτα, τίποτα απολύτως! Άμα το λέω σε Έλληνα φρίττει. Αλλά εγώ έμαθα να ζω μετέωρος, να μην ανήκω πουθενά.

Zurück auf Start_16
©diablog.eu, Dan Perjovschi, Onassis Cultural Centre

Ένα φίλος μου λέει: «Μένω τρείς, τέσσερις μήνες στη Γερμανία και λέω ασιχτίρ δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ εδώ πέρα, μου σπάνε τα νεύρα οι Γερμανοί, θα πάω στην Ελλάδα. Μόλις γυρίζω όμως στην Ελλάδα, στον μήνα πάνω, λέω: Δεν αντέχω τους Έλληνες, πάω να φύγω.»

Αυτό ακριβώς είναι η μετέωρη κατάσταση τού να μην ανήκεις πουθενά. Χρειάζεται ωστόσο μια κάποια άσκηση για να ζήσεις έτσι. Δεν είναι τόσο απλό. Πέρασα σε ένα επίπεδο πολιτισμού όταν αποδέχτηκα ότι για μένα ο χώρος είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός γενικότερα και όχι ο ειδικευμένος ελληνικός ή αυστριακός ή τούρκικος. Αυτό με βοήθησε να το ξεπεράσω.

Ας επιστρέψουμε στα αδέλφια των Ελληνογερμανών στους «Τίτλους Τέλους»: Πώς λύνουν οι δύο τους αυτό το δίλημμα;

Η αδερφή λύνει το πρόβλημα λέγοντας «εγώ είμαι Γερμανίδα, τελείωσε». Σώθηκε επιλέγοντας μία ταυτότητα. Ο αδερφός , όπως και ο άντρας στην «Περαίωση», δεν μπορεί να κάνει την επιλογή του. Έχω πολλούς φίλους, Ελληνογερμανούς, που δεν μπορούν κι αυτοί να κάνουν αυτή την επιλογή. Υποφέρουν και στην μια χώρα και στην άλλη. Τα παιδιά τους όμως την έχουν κάνει, είναι ταυτισμένα με την Γερμανία, όπως και τα παιδιά της δεύτερης γενιάς των Αλβανών μεταναστών που είναι ταυτισμένα με την Ελλάδα. Η πρώτη γενιά δεν είναι ακόμα ικανή να το κάνει αυτό.

Markaris_12
Petros Markaris, ©diablog.eu

Με ρωτούν ως μεταφράστρια συχνά: Τι παρτίδες έχεις εσύ με την Ελλάδα; Από βιογραφικό ενδιαφέρον δηλαδή… Γιατί ασχολείσαι τόσο έντονα με ελληνικά θέματα; Και τώρα τελευταία λέω πάντα: Είμαι επιλεκτικά Ελληνίδα, το επέλεξα, γιατί, χωρίς να έχω βιογραφικά ρίζες, έχω πολύ στενούς δεσμούς με τη γλώσσα και τους ανθρώπους. Μπορεί να πει κανείς με αυτή την έννοια ότι είσαι «επιλεκτικά Γερμανός»; Δηλαδή κάποιος που δεν είναι γέννημα θρέμμα, αλλά το επέλεξε από ελεύθερη βούληση…

Εγώ το λέω διαφορετικά. Είμαι ένας συγγραφέας από Αρμένη πατέρα, Ελληνίδα μητέρα και γερμανική κουλτούρα. Με χαρακτηρίζει η γερμανική μου κουλτούρα. Ξέρω τη γερμανική λογοτεχνία καλύτερα από την ελληνική. Μιλάω με μεγαλύτερη ευκολία για Γερμανούς συγγραφείς παρά για Έλληνες.

Zurück auf Start_18
©diablog.eu, Dan Perjovschi, Onassis Cultural Centre

Ξέρεις πότε το κατάλαβα το πόσο βαθιά το ξέρω; Όταν μετέφρασα τον Φάουστ. Εκεί πείστηκα απόλυτα ότι ξέρω τη γερμανική κουλτούρα και ότι ξέρω αυτά που λέγονται στον Φάουστ. Όχι ότι τα ξέρω όλα, αλλά ξέρω πού να ψάξω. Αν είναι να ψάξω στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, δεν ξέρω να το κάνω. Αυτή είναι η διαφορά.

Το να μπορείς από μόνος σου να επιλέξεις τον πολιτισμό «σου», είναι κάτι διαφορετικό από το να ανήκεις κάπου από γέννησης. Τους φίλους σου τους επιλέγεις μόνος σου, την οικογένειά σου όχι. Στο τελευταίο σου μυθιστόρημα «Τίτλοι Τέλους» (τίτλος στα γερμανικά «Zurück auf Start») επέλεξες ένα απόφθεγμα του Ισοκράτη: «Έλληνας καλούμε όχι τους γένει προσήκοντες αλλά τους παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντας». Δηλαδή μια κατ΄ εξοχήν αντι-εθνικιστική δήλωση…

(γελάει) Αυτή η φοβερή ρήση του Ισοκράτη είναι μία από τις πιο προοδευτικές τοποθετήσεις στο θέμα αυτό που υπάρχουν στην ιστορία της σκέψης. Δεν είναι το γένος που σε καθορίζει, αλλά η παιδεία. Εγώ το ζω στον εαυτό μου. Η παιδεία είναι αυτή που με καθορίζει. Και στο μυθιστόρημά μου παίζει ένα πολύ μεγάλο ρόλο η παιδεία, είναι αποφασιστικής σημασίας για την εξοικείωση ή την αφομοίωση της κουλτούρας.

Στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ υπάρχει ένα παρεμφερές τσιτάτο που το λέει ο αφηγητής: «Dass da gehören soll, was da ist denen, die für es gut sind – Ώστε εδώ να ανήκει αυτό, που εδώ βρίσκεται, σε αυτούς που τ΄ αξίζουν». Κι αυτό που αξίζει είναι η παιδεία, που καθορίζει τον άνθρωπο. Γι αυτό και το τσιτάτο του Μπρεχτ είναι ερμηνευτικά τόσο ανοιχτό όσο και η θαυμάσια ρήση του Ισοκράτη.

Cover_Markaris_FinstereZeitenCover_Markaris_Biografie_Wiederholungstaeter

Στο «Τίτλοι Τέλους», τον επίλογο της Τριλογίας της Κρίσης, παίζει μια συγκεκριμένη ομάδα μεταναστών έναν σημαντικό ρόλο. Ήδη σε παλαιότερα κείμενα, για παράδειγμα στο διήγημα «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (τίτλος στα γερμανικά «Balkan Blues») περιέγραψες την τύχη των διαφόρων μεταναστών στην Ελλάδα. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχες δημιουργήσει ένα πανόραμα της μεταναστευτικής ζωής στην Αθήνα με Αλβανούς, Ρώσους, μαύρους Αφρικανούς και Ασιάτες. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε;

Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα η όλη δομή ανήκει σε δύο αντίθετα άκρα. Το ένα άκρο είναι οι Νεοναζί και η Χρυσή Αυγή, το άλλο άκρο οι μετανάστες. Σε ένα άρθρο μου στην ελβετική εβδομαδιαία εφημερίδα WOZ λέω το εξής: Εάν για τους προγόνους αυτών των παιδιών της Χρυσής Αυγής το κινητήριο μίσος ήταν η Αριστερά, για τα εγγόνια τους το κινητήριο μίσος είναι ο Ρατσισμός. Αυτό το μίσος αν δεν ελεγχθεί θα έχει τρομερές επιπτώσεις. Στην Ελλάδα πολλοί απλοί πολίτες υποτιμούν τις επιπτώσεις. Δεν καταλαβαίνουν πού μπορεί να καταλήξει. Και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.

Markaris_8
Petros Markaris, ©diablog.eu

Θεωρώ ότι το πρόβλημα των μεταναστών σε πόλεις όπως η Πάτρα ή η Ηγουμενίτσα που έχουν λιμάνια είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά κρίσιμο και πρέπει να αντιμετωπιστεί έξυπνα. Πρέπει, πέραν από τις όποιες καταγγελίες του Ρατσισμού, να συνεργαστούν διάφοροι φορείς για ν΄ αλλάξουν το κλίμα στις συγκεκριμένες συνοικίες. Όταν όλοι αυτοί αδιαφορούν ή μόνο λίγοι ενδιαφέρεται, ο χώρος αυτός μένει για τους Ναζί. Και αυτό θα έχει τρομερές συνέπειες στην Ελλάδα.

Αυτός είναι και ο λόγος που επανέρχομαι στο θέμα αυτό στο μυθιστόρημά μου. Στα τελευταία μυθιστορήματα, στην τριλογία, λόγω κρίσης δεν είναι πολύ έντονο, ήταν όμως στα προηγούμενα βιβλία μου. Τώρα επανέρχομαι στο θέμα γιατί πρέπει να καταλάβουμε: οι μετανάστες δεν είναι καθόλου άγιοι, είναι άνθρωποι. Αλλά υπάρχουν και μετανάστες που αγαπάνε την Ελλάδα πάρα πολύ.

Zurück auf Start_2
©diablog.eu, Dan Perjovschi, Onassis Cultural Centre

Tο τελευταίο σου βιβλίο ασχολείται επίσης με τη διαφορετική ψυχοσύνθεση Ελλήνων και Γερμανών, ειδικά όσον αφορά την εργασιακή ηθική. Λες ότι οι Γερμανοί ταυτίζονται με την εργασία τους, οι Έλληνες το ρίχνουν στη διασκέδαση για να την ξεχάσουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Αυτό τώρα δεν είναι κάπως στερεότυπο και εικονικό;

Ο Ελληνογερμανός πρωταγωνιστής Αντρέας Μακρίδης επιστρέφει στην Αθήνα για να ιδρύσει μια εταιρεία και γράφει μια σειρά από γράμματα. Σημασία έχει σε ποιόν απευθύνει τα γράμματά του. Το «Αγαπητέ μου Φραντς» απευθύνεται, όπως γρήγορα καταλαβαίνει κανείς, στον Φραντς Κάφκα. Τι τον συνδέει με τον Φραντς Κάφκα; Ο Μακρίδης βλέπει τους Έλληνες υπαλλήλους του που κοιτάζουν πότε να τελειώσουν , πότε να λυτρωθούν από τη δουλειά τους. Αυτό το ΄χω ζήσει ο ίδιος στην Ελλάδα. Η δουλειά είναι ένας καταναγκασμός, δεν είναι ευχαρίστηση.

Cover_Markaris_AbrechnungCover_Markaris_FauleKredite

Η νοοτροπία του υπαλλήλου με την νοοτροπία πολίτη, του οποίου η χώρα βασίζεται σε μια λογική παραγωγικότητας, είναι πολύ διαφορετική: «Είμαι καλά αφού είμαι παραγωγικός στη δουλειά μου». Ο Έλληνας λέει: «Δεν παράγω, απλώς διεκπεραιώνω», που είναι άλλο πράγμα. Αλλά είναι ωραίο μετά τη δουλειά να βγούμε, να φάμε καλά, να διασκεδάσουμε – κατά έναν τρόπο ως λύτρωση από τη σκλαβιά.

Αυτές είναι οι διαφορετικές προσεγγίσεις, όμως δεν είναι κατ΄ ανάγκη θετικές-αρνητικές. Το να ξέρεις να διασκεδάζεις είναι μια τέχνη, μη γελιέσαι. Και αυτό οι Έλληνες το ξέρουν καλά, όπως και οι άλλοι μεσογειακοί. Αλλά και το να παράγεις είναι κι αυτό μία τέχνη. Οι Έλληνες ξέρουν την τέχνη της διασκέδασης, αλλά δεν ξέρουν την τέχνη της παραγωγής. Γιατί αν ήταν πιο παραγωγικοί θα χάνανε στη διασκέδαση.

Εγώ έχω αυτή τη θεωρία: Ένα μείγμα Ελλήνων και Γερμανών θα έκανε τον ιδανικό Ευρωπαίο. Λίγη ελληνική ανεκτικότητα και γερμανική πειθαρχία, λίγο ελληνικό πάθος και γερμανική συνέπεια, λίγο ελληνικός αυτοσχεδιασμός και γερμανική αίσθηση της τάξης, λίγο ελληνικό χάρισμα της επικοινωνίας και γερμανική επικέντρωση στα ουσιώδη.

Οι Γερμανοί χρειάζονται λίγο Έλληνα και οι Έλληνες λίγο Γερμανό. Έχεις απόλυτα δίκιο. Θα έπρεπε να φυτέψουμε σε κάθε γερμανική οικογένεια έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα και αντίθετα. Στους «Τίτλους Τέλους» εμένα αυτό μου βγήκε με τον Ούλι. Αυτός και η κοπέλα του η Μάνια συμπληρώνουν μια χαρά ο ένας τον άλλον και αυτός ξέρει πώς να την κουμαντάρει. Αλλά εκείνο που μ΄ αρέσει εμένα ακόμα περισσότερο είναι η αποδοχή του Ούλι απ΄ την οικογένεια του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου και μάλιστα απ΄ όλα της τα μέλη.

Petros Markaris_1
Petros Markaris, ©diablog.eu

Το να τον αποδέχεται η Κατερίνα είναι λογικό. Είναι μία ανοιχτή κοπέλα, έχει σπουδάσει, έχει κάνει διδακτορικό, τον καταλαβαίνει τον Ούλι. Τον καταλαβαίνει και ο Φάνης, ο άντρας της, που είναι γιατρός. Αλλά η Αδριανή, η μητέρα της Κατερίνας; Ειδικά όμως η Αδριανή τον συμπαθεί ιδιαίτερα. Ο Ούλι συμπληρώνει πολύ καλά την οικογένεια, το ίδιο όπως και ο παλαιοκομμουνιστής Λάμπρος Ζήσης που έχει γίνει επίσης μέρος της οικογένειας Χαρίτου. Και οι δύο επηρεάζουν με τον τρόπο τους τη νοοτροπία της οικογένειας.

Στο επίπεδο της πολιτικής αυτό το πράγμα δεν μπορεί να γίνει και δεν έχει και νόημα, αλλά στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων των Ευρωπαίων είναι ακριβώς αυτό: Πώς μπορούμε οι μεν να επηρεάσουμε με τον τρόπο ζωής μας τους δε; Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να υπάρξει προσέγγιση. Η προσέγγιση δεν είναι μόνο οικονομική, όχι αποκλειστικά οικονομική. Αυτή τη στιγμή τα πάντα αντιμετωπίζονται σε οικονομικό επίπεδο. Είναι λάθος αυτό. Έχουμε όμως να κάνουμε και με συναισθήματα, με τρόπο ζωής, με νοοτροπίες. Οι Γερμανίδες για παράδειγμα που ζουν στην Ελλάδα είναι τελείως διαφορετικές απ’ τις Γερμανίδες της Γερμανίας.

Στα κείμενά σου δίνεις παραδείγματα για το ότι οι Γερμανοί που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, γίνονται συχνά περισσότερο Έλληνες από τους ίδιους τους Έλληνες. Ο Γερμανός που προσαρμόζεται στον ελληνικό τρόπο οδήγησης, που βρίσκεται στην Ομόνοια και χαμογελά μακάρια. Τι είναι αυτό που ελκύει τόσο πολύ τους Γερμανούς στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι το άναρχο, είναι μια κάποια δόση τρέλας, είναι η λαχτάρα για ζωή;

Zurück auf Start_8
©diablog.eu, Dan Perjovschi, Onassis Cultural Centre

Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι γοητεύονται απ’ αυτό που τους λείπει. Στους Έλληνες αρέσει η γερμανική οργάνωση. Με την ίδια λογική ο πειθαρχημένος, ο οργανωμένος Γερμανός γοητεύεται από την ελληνική αναρχία. Λέει στον εαυτό του: «Επί τέλους κάτι διαφορετικό!» Αυτή η μεταφορά νοοτροπίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γερμανία αρχίζει να παίζει έναν ρόλο. Όχι τα πάντα, αλλά ένα κομμάτι εγκαθίσταται, λόγω καθημερινής τριβής, στον εκάστοτε άλλον.

Οι Γερμανοί που ζουν στην Ελλάδα δεν έχουν πάψει να είναι Γερμανοί, αλλά είναι πιο κοντά στους Έλληνες. Το ίδιο ισχύει και για τους Έλληνες που ζουν στον γερμανόφωνο χώρο. Κι αυτό νομίζω ότι είναι παραγωγικό και βοηθάει. Μια Γερμανίδα παντρεμένη με Έλληνα στη Θεσσαλονίκη μου είπε το 2011 αυτή την ιστορία: Στον δρόμο για τη Χαλκιδική σταμάτησε να βάλει βενζίνη. Μπροστά της ήταν ένα αυτοκίνητο με γερμανικό αριθμό.

Πήγε να πει μια καλημέρα στους ανθρώπους και βλέπει στο παρμπρίζ να γράφει «I don΄t vote for Merkel». Έμεινε έκπληκτη και ρώτησε γιατί οι τουρίστες έπρεπε να το γνωστοποιήσουν στα αγγλικά. Η απάντηση ήταν: Για να μην μας σπάσουν οι Έλληνες το αυτοκίνητο. Βγήκε τόσο απ΄ τα ρούχα της που είπε «Όχι οι Έλληνες, ΕΓΩ θα σας σπάσω το αυτοκίνητο.» Εκείνη τη στιγμή δεν αντέδρασε καθόλου λογικά και «γερμανικά» αλλά συναισθηματικά «ελληνικά». Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;

Φωτό: Michaela Prinzinger, ©diablog.eu

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε