Η γλώσσα είναι η πατρίδα του συγγραφέα

Συνέντευξη με την Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέα

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Το diablog.eu συναντήθηκε στην Αθήνα με τη συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και μίλησε για το διήγημά της «Εξαπάτηση», που αντικατοπτρίζει τη σχέση μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων. Άλλο ένα θέμα ήταν διχασμός της Αμάντας ανάμεσα στην Αθήνα και στο Βερολίνο και οι λόγοι που την έκαναν να επιστρέψει στην Ελλάδα στην αρχή της κρίσης.

Πιστεύω πως στο διήγημά σου «Η εξαπάτηση» ορίζεις πάρα πολύ ωραία τις σχέσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Γερμανούς. Εσύ η ίδια έχεις ζήσει και στις δυο χώρες. Ποιά χρονιά είχες έρθει στο Βερολίνο;

Ήρθα το 2003 και έφυγα το 2010. Έμεινα δηλαδή 7 χρόνια.

Ποιό ήταν το κίνητρο τότε να μετακομίσεις στο Βερολίνο;

Interview Fedder-1

Είχα μια υποτροφία της DAAD, μια σημαντική υποτροφία που δίνεται σε καλλιτέχνες απ’όλο τον κόσμο για να ζήσουν στο Βερολίνο ένα χρόνο. Κι έτσι μετακομίσαμε οικογενειακώς. Ήταν μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Ο άντρας μου, άφησε την δουλειά του, πήραμε το μωρό μας που τότε ήταν ενός έτους σχεδόν και αλλάξαμε τα πάντα στη ζωή μας.

Στην αρχή πιστεύαμε ότι θα επιστρέψουμε αλλά η μία υποτροφία έφερε την άλλη, πήρε και ο άντρας μου μία υποτροφία στο Schöppingen, μετά πήρα εγώ στο «Literarisches Colloquium» και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να ζούμε ως οικογένεια με ένα παιδί που πήγαινε στον παιδικό σταθμό, δουλεύοντας ως καλλιτέχνες και οι δυο. Ο άντρας μου στο ατελιέ του, εγώ στο σπίτι και αν με ρωτήσεις πως πέρασαν τόσα χρόνια δεν ξέρω να το πω, ειλικρινά. Δηλαδή, τις πολύ σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μας τις παίρνουμε αψήφιστα κι ενώ τα πράγματα έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους.

Πάντως λίγο πολύ κινηθήκατε αντίστροφα. Γυρίσατε στην Ελλάδα μετά το 2010 σε μια δύσκολη περίοδο που άρχισε η μεγάλη έξοδος νέων Ελλήνων δημιουργών και πολύ καλά εκπαιδευμένων ανθρώπων προς τη Γερμανία.

Interview Fedder-2

Έχεις απόλυτο δίκιο. Άλλη μεγάλη απόφαση που κληθήκαμε να πάρουμε. Η «μετανάστευση» ας πούμε, εντός εισαγωγικών ήταν κάτι σαν δώρο, αλλά η απόφαση της επιστροφής ήταν πολύ δύσκολη: κάποια στιγμή αποφασίζεις να γυρίσεις και πέρα από τους προσωπικούς λόγους που ισχύουν για τον καθένα, για έναν συγγραφέα είναι σημαντικό να ανήκει στη γλωσσική του κοινότητα. Επισκεπτόμουν την Ελλάδα τα Χριστούγεννα ή το καλοκαίρι και οι νέες εκφράσεις ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια κι έλεγα τι είναι αυτό εδώ, από πού ξεφύτρωσε. Ένιωθα ξένη στην ίδια μου την γλώσσα. Πολύ δυσάρεστο αίσθημα, πολύ μελαγχολικό και είπαμε, ήρθε η ώρα πρέπει να γυρίσουμε. Ο άντρας μου ένιωθε ότι είχε χάσει τα τοπία που φωτογράφιζε, εγώ ένιωθα ότι είχα χάσει τα τοπία της γλώσσας.

Ως συγγραφέας που γράφεις ελληνικά στο Βερολίνο, νιώθεις σίγουρα εντελώς διαφορετικά από μια συγγραφέα που γράφει ελληνικά στην Αθήνα. Μπορείς να μας περιγράψεις λίγο αυτή τη διαφορά;

Interview Fedder-3

Είναι διαφορά γλωσσικής τάξης. Έψαχνα μερικές φορές τις λέξεις, χρονοτριβούσα τρομερά, σαν να τριγυρνούσα σε ένα δωμάτιο με δεμένα μάτια και να έπεφτα πάνω στα έπιπλα. Και το κατάλαβα εκ των υστέρων όταν επέστρεψα όχι μόνος τη χώρα μου, αλλά και στη γλώσσα μου.

Υπάρχει μια αποξένωση…

Αποξένωση γλωσσικής τάξης, αλλά και πολιτιστικής. Δηλαδή άκουγα και διάβαζα για την κρίση, αλλά είναι άλλο να ζεις μέσα στην κρίση και άλλο ν’ακούς για αυτήν. Το τελευταίο μου βιβλίο «Η λαμπερή μέρα», δεν θα μπορούσε να είχε γραφεί στη Γερμανία, χρειαζόμουν αυτή την τριβή με τους ανθρώπους και τις καταστάσεις τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Δεν μπορούσε να γραφτεί εγκυκλοπαιδικά, σε στυλ «διαβάζω για την κρίση, οι άνθρωποι υποφέρουν και άρα θα γράψω μερικές ιστορίες για το αίσθημα της απώλειας». Όταν γυρίσαμε, στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Το Βερολίνο είναι ένας τόπος που σε καλομαθαίνει με τις ευκολίες που σου παρέχει, με το πράσινο, την εύκολη ζωή.

Interview Fedder-4

Είναι το αντίθετο της ελληνικής ζωής. Από το πώς θα πάρεις το λεωφορείο για να πας στη δουλειά σου μέχρι πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα. Η Ελλάδα είναι ο τόπος της δυσκολίας κυριολεκτικά. Ωστόσο μέσα από τη δυσκολία, στο πεδίο της τέχνης δημιουργείται το νέο. Υπήρχε στην Ελλάδα μια επιθυμία πολυτέλειας και τρυφηλότητας, η οποία δεν συντείνει στην ανανέωση της σκέψης. Η κρίση αυτό που κάνει είναι ότι σε βάζει να ξανασκεφτείς τη ζωή σου και τις επιλογές σου από την αρχή. Με τον ίδιο τρόπο, σκέφτεσαι και τα κριτήριά σου με καθαρά καλλιτεχνικούς όρους: τι γράφεις, τι θα γράψεις, ποια είναι τα θέματά σου, ποια γλώσσα θα επιλέξεις. Η κρίση αγγίζει την τέχνη με έναν θετικό τρόπο, με έναν ουσιαστικό τρόπο.

Να επιστρέψουμε λίγο στο διήγημά σου «Η εξαπάτηση». Δεν βλέπω πια τώρα που βρίσκομαι στη Αθήνα μόνο Πακιστανούς με καροτσάκια να κυκλοφορούν και να μαζεύουν μέταλλα, αλλά και απ’ότι φαίνεται και Έλληνες. Πώς βλέπεις εσύ αυτή την εξέλιξη και διαφορά;

Όλο και περισσότεροι Έλληνες έρχονται στη θέση του μετανάστη, κάνουν και τις δουλειές των μεταναστών. Μου κάνει εντύπωση όταν βλέπω αγγελίες που λένε «βάφω, επισκευάζω, είμαι Έλληνας», σαν να λέει προτιμήστε με. Σαν μια κραυγή: δεν έχω δουλειά και είμαι και Έλληνας. Ξέρεις, είναι περίεργο να προτάσεις το εθνικό κριτήριο για να βρεις δουλειά. Αλλά δείχνει και την απελπισία των ανθρώπων. Και την απελπισία τη βλέπεις στον κύκλο σου, στην οικογένειά σου, δίπλα σου. Δεν είναι μια είδηση ξεκομμένη από τη ζωή σου, στο τηλεοπτικό δελτίο. Η κρίση σε αγγίζει πια προσωπικά. Νιώθεις το χνώτο της.

Interview Fedder-8

Αλλά πιστεύω ότι κάθε οικονομική κρίση γίνεται συχνά προσωπική κρίση και η προσωπική κρίση μας δίνει μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τον εαυτό μας, να ανοίξουμε καινούρια πεδία δράσης, να αλλάξουμε σαν άνθρωποι.

Ναι, το είπα και πριν: η κρίση ως ευκαιρία. Το πιστεύω απόλυτα αυτό και πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη και από μία καινούρια θεματολογία στην τέχνη και στη ζωή μας. Τα θέματα που μας απασχολούν, τα βασικά θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι σαν να τα έχουμε αφήσει πίσω μας. Σαν να ασχολούμαστε μόνο με την επιφάνεια των πραγμάτων. Η οικονομική ανασφάλεια τι σου θυμίζει; Σου θυμίζει και τον θάνατο. Κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Σαν να μην μας είχαν απασχολήσει αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα για καιρό και σαν να πιστεύαμε ότι ήμασταν ασφαλείς, ότι θα είχαμε για πάντα την δουλειά μας. Σαν να λέμε θα ζεις για πάντα, θα έχεις δουλειά, πόρους, σύνταξη. Αυτό το παραμύθι.

Μια υπαρξιακή αμφιβολία σε πιάνει.

Interview Fedder-7

Αρκεί να σε κατευθύνει στη δημιουργικότητα, να μην σε πάει προς τη μεριά της απάθειας. Γιατί το βλέπω και αυτό: ανθρώπους που περιμένουν σε υπηρεσίες, στις τράπεζες με ένα βλέμμα απάθειας και μιζέριας και μεμψιμοιρίας. Λες και αρνούνται να παλέψουν, λες και καταθέτουν τα όπλα. Σκοπός της τέχνης είναι να σου δείχνει με ποιους τρόπους δεν θα καταθέσεις τα όπλα. Αυτό είναι το αίτημα. Πώς ή τέχνη μπορεί να μας αλλάξει, να μας συμφιλιώσει με τη ζωή.

Είναι και η εικαστική τέχνη. Δηλαδή, το διήγημά σου, το αφιερώνεις σε ένα πολύ μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη, τον Γιώργο Ζογγολόπουλο. Γιατί του το αφιερώνεις και πώς σε ενέπνευσε;

Ο πυρήνας του διηγήματος είναι αυτοβιογραφικός. Στην οικογένειά μου υπήρχε ένα γλυπτό του καλλιτέχνη, μεγάλο και βαρύ, το οποίο εκλάπη από μια μικρή σπείρα μεταναστών. Μπήκαν με καροτσάκια στο σπίτι και επειδή δεν μπορούσαν να το περάσουν απτήν πόρτα, το έκοψαν σε κομμάτια και το πήραν μαζί τους.

Πότε είχε γίνει;

Interview Fedder-5

Πριν δυο χρόνια. Με σοκάρισε πολύ αυτή η ιστορία. Σκέψου έναν καλλιτέχνη που μοχθεί πάνω από το έργο του, αυτό το έργο αλλάζει χέρια, φτάνει σε ένα σπίτι, στόλισε τον κήπο ή το μέρος όπου ζεις και μετά από χρόνια κάποιος που δεν αντιλαμβάνεται καθόλου την αξία και θέλει απλώς να το πουλήσει για να χύσει το σίδερο και να πάρει μερικά ευρώ, χρησιμοποιεί πάλι την μυϊκή του δύναμη, παίρνει ένα πριόνι και αρχίζει να κόβει, εκεί που ο άλλος με την οξυγονοκόλληση κολλούσε. Κι αυτός τα κόβει, κάνει πάλι μια δουλειά χειρωνακτική, για να το διαλύσει.

Το βρήκα άκρως συμβολικό. Κι ήθελα κάτι να κάνω με αυτή την ιστορία. Θα μπορούσα να είχα γράψει ένα άρθρο ως δημοσιογράφος, αλλά το περιστατικό είχε βάθος συμβολικό,. Και αποφάσισα να γράψω μια ιστορία με αφορμή το περιστατικό, το οποίο ουσιαστικά μετακινήθηκε προς το τέλος του διηγήματος, αλλά για μένα είναι η καρδιά, από ‘κει ξεπήδησε η αφήγηση. Άλλη οικογένεια στο διήγημα, άλλες αναφορές, αλλά και εκεί ένα έργο που καταστρέφεται. Θεώρησα ότι πρέπει να το αφιερώσω στη μνήμη του Ζογγολόπουλου.

Όντως αυτή η σκηνή είναι και για μένα το κέντρο του διηγήματος και έχει και μια ειρωνεία όλο αυτό.

Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο η ματαιότητα. Θέλω να πω, κάποιος άλλος συγγραφέας μπορεί να το’γραφε χιουμοριστικά. Γιατί είναι ειρωνικό αυτό που συμβαίνει και σου δείχνει λίγο την ματαιότητα της ζωής. Τα πράγματα ξεκινούν αλλά δεν ξέρεις πώς θα τελειώσουν, πώς θα κάνουν τον κύκλο τους. Έχει ενδιαφέρον μερικές φορές, βλέπουμε ένα έργο, το έχουμε τελειώσει, λέμε..αυτό είναι, τώρα θα μπει σ’ένα μουσείο ή σε μια γκαλερί. Ξέρεις όμως, έχει πολύ ενδιαφέρον πώς συνεχίζεται αυτή η κρυφή ζωή των έργων. Δεν την μαθαίνουμε ποτέ.

Interview Fedder-9Interview Fedder-10

Φωτό: Δημήτρης Τσουμπλέκας. Εικονογράφηση από: Εικονογραφημένο Ελληνογερμανικό Λεξικό. Εκδόσεις ΚΑΥΚΑΣ 2007.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε