Σίκινος, η αρχαία Οινόη

Ένα οδοιπορικό της Χριστίνας Φρονίστα

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η Χριστίνα Φρονίστα κατάγεται από τη Σίκινο, την οποία ο νομπελίστας Οδυσσέα Ελύτης εξυμνεί μέσα από στίχους των ποιημάτων του. Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Φρονίστα ζει στο Βερολίνο, αλλά μας ταξιδεύει στο νησί της, μιλάει για τα αξέχαστα παιδικά της καλοκαίρια και περιγράφει τις πολύ ιδιαίτερες κυκλαδίτικες κυψέλες.

Καθόμαστε πάνω σ’ ένα βράχο, στα μπλόκια του λιμανιού, που χτίστηκε το 1989. Παλιά κατεβαίναμε από το πλοίο με ανεμόσκαλα. Ερχόντουσαν δυο μεγάλες βάρκες να μας πάρουν. Η κόκκινη γέμιζε με επιβάτες και η μπλε με τις αποσκευές. Μας πήγαιναν στην Αλλοπρόνοια, μπροστά στο μαγαζί του Γιάννη. Δίπλα η άμμος, η παραλία, τα σπίτια μας, οι συγγενείς μας. Ξεκινούσε το καλοκαίρι.

Στα μπλόκια τις νύχτες τραγουδάμε τραγούδια των Poll:

Ξημερώνει,
σπίτια προβάλλουν μαγικά.
Χάρτινη πόλη,
ήσουν πριν λίγο μια σκιά.

Σαν κοιτάξεις τους ανθρώπους
δε θα βρεις λουλούδια στα μαλλιά,
τα έκαψε η φωτιά.

Ξαπλώνουμε στα βράχια και αγναντεύουμε τα αμέτρητα αστέρια και την απέραντη σκοτεινή θάλασσα. Μια μεγάλη παρέα παιδιών, μια κιθάρα και τραγούδια για ταξίδια, όνειρα και έρωτες. Άλλοτε η ίδια παρέα συναντιέται τη νύχτα στην άμμο ανάβοντας φωτιά. Συναισθήματα ευτυχίας και πάθους, που ξεσπάει σε τραγούδι, σε νυχτερινές βουτιές, σε φιλί. Στη Σίκινο δεν έχει πολλά μαγαζιά. Είσαι αντιμέτωπος με τη φύση. Η θάλασσα και ο θεός. Εσύ και ο βράχος.

Στη Χώρα, στο Κάστρο ανεβαίνω τα πέτρινα σκαλιά προς το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής ακολουθώντας τις ντάμες. Περνώ το εκκλησάκι, που χτίστηκε προς τιμήν του Ελύτη. Όταν φτάνω στην κορυφή της πλαγιάς βλέπω τους βράχους πίσω απ΄ το μοναστήρι να είναι κομμένοι σύριζα. Ο Βοριάς φυσάει μανιασμένος. Δε μπορεί να του αντισταθεί τίποτα. Μόνο ο βράχος, η πέτρα. Στέκεσαι πάνω στο βράχο, στο πιο ψηλό σημείο και είσαι μόνο εσύ και ο Θεός. Ο ουρανός κι η θάλασσα.

blick vom inselberg aufs meer
Θέα από το Μοναστήρι: Στο βάθος η νησίδα Καρδιώτισα και η Φολέγανδρος, © Xρ. Φρονίστα

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ’ ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα
και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες…

Στην παιδική μου ηλικία πέρασα τις διακοπές μου στη Χώρα και στο Κάτεργω σε σπίτια πεντακοσίων-εξακοσίων ετών με μεγάλη σάλα και σκαλίσματα στα παράθυρα. Έπαιζα στο κατώι και έφτιαχνα ιστορίες με τα παλιά κιούπια, που έβρισκα, τη χτιστή βρύση, την καταπακτή –τη μούρη, με την οποία μας φόβιζε η γιαγιά για να φάμε το φαγητό–, το παλιό εργαστήριο του παππού με τα ξύλα. Άφηνα πάντα την πόρτα του κατωγιού που έβλεπε στην πλατεία, ανοιχτή, για να μπαίνει λίγο φως. Μπροστά στην πόρτα η ελιά, μια παιδική χαρά, ένας μύλος, κούνιες και από κάτω λίθινες πλάκες, γύρω τα σπίτια της πλατείας. Κατοικούνται μερικά. Απέναντι η θεία με τα μελιτίνια, το Ηρώον στη μέση της πλατείας, «το βουλιστό», ένα χάλασμα με εκπληκτικά σκαλίσματα.

verzierter tuerrahmen
Το βουλιστό, ©Αρχείο Θ. Σκαμπαβίρια

Η Χώρα είναι ένας οικισμός, που σκαρφαλώνει τη ράχη ενός βουνού. Τα πολλά στενά σοκάκια σχηματίζουν ένα είδος λαβύρινθου. Χαρακτηριστική είναι η κεντρική εκκλησία, Παναγία η Παντάνασσα, ρυθμού βασιλικής με τρούλο. Περπατώντας στα σοκάκια βρίσκεις μικρά καφενεδάκια και λίγες ταβέρνες με μαγειρευτό φαγητό. Σε μια διασταύρωση θα δεις και το φούρνο. Περπατάς και χαιρετάς όποιον δεις. Οι άνθρωποι είναι λίγοι και γνωρίζονται όλοι. Στη Σίκινο φίλος σου είναι ο βράχος, το μόνο δέντρο, ο γείτονας, το νερό και ένα βιβλίο. Στη Χώρα άνοιξε πριν λίγα χρόνια ένα γραφικό βιβλιοπωλείο. Ο βιβλιοπώλης είναι άνθρωπος με μεράκι.

Μια άλλη μέρα πήγαμε με τον παππού να δούμε το σπίτι στο χωριό. Μια πέτρινη σκάλα για να πας στο κατώι. Στο κατώι υπήρχε ένα χτιστό πλυσταριό, ένας φούρνος χτιστός, κιούπια για λάδι και κρασί και μια στέρνα. Στέρνα είχε και το απάνω σπίτι, αλλιώς δεν είχαμε νερό. Το σπίτι είχε μόνο ένα υπνοδωμάτιο και μια πολύ μεγάλη και ψηλοτάβανη σάλα. Στην κουζίνα ο παππούς, εξήγησε στους φίλους μας, ότι υπήρχε από πάνω ένα δωμάτιο ακόμα, κρυφό. Όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι πειρατές, ένας ένας πια, αφού το σπίτι ήταν χτισμένο σα φρούριο, οι κάτοικοι του σπιτιού ανέβαιναν εκεί για να σωθούν. Εκεί επάνω είχαν τα «εργαλεία». Ένα δοχείο, μες στο οποίο καίγαν λάδι και το έριχναν προφανώς από κάποια τρύπα του ταβανιού. Γιατί παππού; Για να καίνε τους πειρατές. Φοβήθηκα. Αλλά η φαντασία μου άρχισε πάλι να οργιάζει.

kykladendorf vor meer
Το Κάστρο της Χώρας, ©Xρ.Φρονίστα

Ένα βουλωμένο γράμμα. 1851, Διαθήκη.

«Εν Σικίνω (…) κατοικούν πάνω από χίλιοι άνθρωποι. Καλλιεργούν όπως από τα αρχαία χρόνια ντομάτες, λαχανικά, σιτάρι, ελιές, αμπέλια, θυμαρίσιο μέλι, κρασί. Συκιές, μουριές, φραγκοσυκιές, μια λεμονιά και αρμυρίκια σου δίνουν φρούτα μέλι και λίγη σκιά.»

Η Σίκινος όπως και άλλα μικρά κυκλαδίτικα νησιά έπαιξαν ρόλο εξορίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στον εμφύλιο. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την κατάκτηση τους από τους Ενετούς μετά το 1670 σταματούσαν πειρατικά πλοία και οι πειρατές λεηλατούσαν και κατέστρεφαν. Έτσι η ιστορία της Σικίνου έχει χαθεί κάποια χρόνια. Λόγω των καιρικών συνθηκών και της άγριας φύσης, η ζωή και κατά συνέπεια η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν προσαρμοσμένη σε αυτά.

Το Πάσχα, που είχαν γάλα, έφτιαχναν τη μυζήθρα. Ο παππούς έκοβε μια φέτα και την τρώγαμε με μέλι θυμαρίσιο. Το καλοκαίρι το ξινόγαλο ήταν δροσερό χωρίς μπαχαρικά, αφράτο. Το Πάσχα η γαλοπούλα η γεμιστή με συκώτι και πολλά μπαχαρικά. Τα μελιτίνια. Για επιδόρπιο σύκα απ΄ το Τζανάκι και σταφύλια. Κρασί του παππού.

alter mann mit ziege
Ο παππούς στο άρμεγμα, ©Αρχείο Xρ.Φρονίστα

Ο Δεκαπενταύγουστος, της Παντάνασσας, το Πανηγύρι. Τα τσαμπουνάκια, παππού, φώναζε η αδερφή μου. Τσαμπούνα, τουμπί, λαούτο. Νησιώτικα τραγούδια που ακούς σπάνια, πιο συνηθισμένος ο ρυθμός της πόλκας. «Ως τρέμουν τ΄ άστρα τ΄ ουρανού όντε θα ξημερώσει, τρέμει κι εμέ η καρδούλα μου όντε θα σ΄ ανταμώσει…» Την ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος από ένα ξωκλήσι διοργανώνεται ένα πανηγύρι. Το Πανηγύρι του Αη Παντελεήμονα στις 27 Ιουλίου. Όλο το νησί ετοιμάζει τη γιορτή. Μερικοί πάνε με βάρκες και κουβαλάνε ταψιά με φαγητό για όλους. Κρασί και ρακί για όλους και νερό. Παξιμάδι ή ψωμί χωριάτικο. Χορός όλη τη νύχτα. Παιδιά ξαπλώναμε στη σκεπή του δωματίου της εκκλησίας και κοιτούσαμε τ΄ αστέρια. Διηγούμασταν ιστορίες. Και η φαντασία μας οργίαζε. Αν γυρνούσες το βλέμμα σου έξω από το χώρο της μικρής εκκλησίας, σκοτάδι κα έρεβος ένα γύρω. Αν τύχαινε να έχει φεγγάρι φώτιζε σα να ΄ταν μέρα. Τα χαράματα, πριν ξημερώσει, κατά τις τέσσερις, παίρνουμε  όλοι μαζί με τα πόδια το δρόμο του γυρισμού, προς την Αλλοπρόνοια. Περνάμε την πλαγιά του Άγιου Παντελεήμονα. Σε κάποια σημεία οι πέτρες σχηματίζουν καθαρά σκαλιά. Λαξευμένες πέτρες, κομμένες, φαρδιές, ολόισιες και ίδιες. Εκεί ήταν οπωσδήποτε χτισμένοι οικισμοί στην αρχαιότητα. Υπάρχουν σημάδια, ερείπια. Οι πλαγιές των βουνών ενώνονται και δημιουργούν ένα ρέμα. Υπάρχει βλάστηση. Υπάρχει νερό. Ψάχνεις πάλι ίχνη, πάλι περιπέτειες, πάλι ταξίδια στην ιστορία, πάλι η φαντασία οργιάζει. Περνάς τα Τρία πηγάδια, ψάχνεις ακόμα ίχνη από τα παλιά χρόνια, βρίσκεις ίχνη της αρχαιότητας. Τα σκαλιά, οι λαξευμένες πέτρες κατεβαίνοντας την πλαγιά στο Κάτεργω. Και από πάνω η θέα στην Πούντα. Ξεχύνονται μπροστά σου χωράφια με σιτάρι. Συνεχίζουν και απλώς αλλάζει το χρώμα. Γίνονται μπλε, είναι απλώς η θάλασσα απέραντη, για να μη σταματάει το βλέμμα σου. Μαγικά μέρη.

terrassen in insellandschaft
Ξερολιθιές, ©Xρ.Φρονίστα

«Στη Σίκινο, στο μικρό νησί τούτο των Κυκλάδων βρεθήκαμε πριν λίγα χρόνια με σκοπό να ιδρύσουμε ένα Μελισσοκομικό Συνεταιρισμό. (…) Στα χέρια μας έπεσε εκείνη την περίοδο ένα βιβλίο σχετικό με την ύπαρξη δύο αρχαίων νομισμάτων της Σικίνου, που απεικόνιζαν στη μία όψη τους τη μέλισσα. (…) Αντικρίσαμε το νόμισμα με ένα βαθύ αίσθημα συγκίνησης, που μετά από 2300 χρόνια μιλούσε ακόμα την ιστορία του τόπου του. Πρόκειται για ένα χάλκινο νόμισμα, μεγέθους 13 χιλ., με εμπροσθότυπο τη μέλισσα και οπισθότυπο ένα τσαμπί σταφυλιού, με ευδιάκριτα στο πεδίο τα αρχικά ΣΙΚΙ. Το νόμισμα κόπηκε στη Σίκινο μετά το 300 π.Χ.»
(Ευάγγελος Παπάς, Καλλιρόη Μάγειρα, Μελισσοκομική Επιθεώρηση, Μάιος-Ιούνιος 2006, σελίδα 147)

Κάποτε αποφάσισε ο πατέρας μου να μου δείξει κάτι από τα παιδικά του χρόνια. Ξυπνήσαμε λοιπόν πριν τις έξι, ήταν ακόμη νύχτα. Φύγαμε απ΄ το Κάτεργω με ρότα τη Χώρα. Φτάσαμε περίπου στα δύο τρίτα του δρόμου για τη Χώρα, στρίψαμε δεξιά και πήραμε ένα μονοπάτι, προς Αη Γιώργη. Ανεβαίναμε ώρα μια ζιγκ ζαγκ διαδρομή σκαρφαλώνοντας όλη την πλαγιά του βουνού για να ξεμυτίσει ξαφνικά το Αιγαίο πέλαγος. Ήμασταν στην κορυφή του βουνού, περνούσαμε μπροστά από μια «καφκάρα», ένα χωράφι σε κυκλικό σχήμα. Ήταν πολύ όμορφη, σα να ξαπόσταινε το βουνό. Την καλλιεργούσαν. Είδα απέναντι την Ίο και το βουνό της, που μοιάζει με τρούλο. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, με μικρές «σπηλιάδες» και εμείς ανατριχιάζαμε από τη δροσιά της αυγής. Εκείνη την ώρα έσκασε πίσω από τον «Τρούλο», το βουνό της Ίου, μία λάμψη. Ο ήλιος εμφανίστηκε και κατέβαλε με όλο του το μεγαλείο όλη την εικόνα γύρω μου. Πατέρα, πού πάμε; Στο Διαλισκάρη, Χριστίνα. Στην ένωση δύο βουνών βρίσκονται εδάφη για καλλιέργεια και καταλήγουν σε μια αμμουδιά. Φτάσαμε στο Διαλισκάρι. Είχε πολύ εύφορο έδαφος η Σίκινος, μου είπε ο πατέρας μου. Μην κοιτάς, που οι άνθρωποι δεν καλλιεργούνε τόσο πολύ πια. Εγώ έψαχνα ίχνη ζωής, ίχνη του παρελθόντος. Κάποια στιγμή βλέπω ένα κιούπι κεραμικό, μακρόστενο, μεσαίου μεγέθους. Ήταν όμως ξαπλωτό σε μια πεζούλα και άλλα κομμάτια κοντά. Πατέρα, τί είναι αυτό; Ο πατέρας μετακίνησε μια πέτρα πλακέ που ήταν σαν σκέπασμα του δοχείου και είδαμε κάτι γραμμένο. Διαβάσαμε, Λουκάς 19.. (αρχές του 20ου αιώνα). Ήταν σίγουρα ο παππούς του πατέρα μου και αυτό το κιούπι ήταν κυψέλη μελισσών. Τον ανακάλυψα το θησαυρό.

tongefäss im garten
Κυκλαδίτικο υψέλι, ©Αρχείο Θ. Σκαμπαβίρια

«Η μελισσοκομία είναι βαθιά ριζωμένη, πατροπαράδοτη. Το τυπικό, μονόμπουκο, κυκλαδίτικο υψέλι, δεσπόζει ή πιο σωστά κυριαρχεί. Πήλινα, θυλακωμένα όλα μέσα στις μελισσότρυπές τους, που δημιουργημένες μέσα στις ξερολιθιές-αναβαθμίδες, μοιάζουν να εξαϋλώνονται και να εξαφανίζονται από τα μάτια του καλού παρατηρητή. Μια σχεδόν απόλυτη παραλλαγή στο τοπίο.» (Θανάσης Μπίκος, γεωπόνος, Σίκινος: «Ο θόρυβος της ησυχίας». Περιοδικό Μελισσοκομική επιθεώρηση, Μάιος/Ιούνιος 2006, σελίδα 150)

…η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν΄ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ΄χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα…

Μια άγρια αίσθηση της φύσης, τα κοφτερά από το αλάτι βράχια, ο δυνατός αέρας στα μελτέμια, κάνουν τη Σίκινο δυσπρόσιτη και τη ζωή δύσκολη. Έχει ομορφιές κρυμμένες, αλλά και σπάνιες. Πρέπει να κοπιάσεις για να τις βρεις. Όμως είναι μοναδικές. Όπως η ύπαρξη ενός μικρού κυκλάμινου σε μια περιοχή με κοφτερά βράχια και καθόλου χλωρίδα.

safranblüte im fels
Κρόκος ή σαφράνι, ©Αρχείο Xρ. Φρονίστα

Η Σίκινος ανήκει στα νησιά της Άγονης Γραμμής, στο σύνολο νησιών των Κυκλάδων με τα βράχια, χωρίς φυτά και δέντρα με τον ήλιο, τα άσπρα σπιτάκια και τα μπλε παράθυρα. Σαν αυτά που βλέπουμε στις καρτ ποστάλ.

Η Σίκινος έχει κρυφές σπηλιές, που τις ανακαλύπτεις ψάχνοντας κάπου να ξαποστάσεις και να ξεκουραστείς από τον ήλιο. Ο αέρας, η θάλασσα, η λιγοστή ζωή. Είσαι εκτεθειμένος και πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου απέναντι στα άγρια καιρικά φαινόμενα. Τη στιγμή που στέκεσαι όρθιος και φυσάει δυνατά ο αέρας και καταφέρνεις να σταθείς στο ίδιο σημείο, αισθάνεσαι ότι είσαι ο άρχων του τόπου, ότι είσαι πιο δυνατός και από τη φύση την ίδια. Αφού στέκεσαι, αντέχεις. Ένας καπετάνιος μπροστά στα λυσσασμένα κύματα και στα άγρια φυσικά φαινόμενα που σου επιτίθενται. Ο Ιούλιος Βερν και το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα». Έψαχνα τα μυστικά τους στη φύση της Σικίνου. Έχει κάτι μαγικό, κάτι μυστικό που αν το δεις, θέλεις να πας πιο μέσα, να ανακαλύψεις κι άλλο.

O βυθός. Το μπλε της θάλασσας. Το απέραντο μπλε, το βλέπεις και δε σταματάει πουθενά. Χιλιάδες λέξεις ξεχύνονται μπροστά σου σαν τα κύματα. Και συνεχίζουν στο απέραντο. Όσο σε στηρίζει η γη, άλλο τόσο σε στηρίζει η θάλασσα. Φίλος σου ο κάβουρας στα βράχια, οι μικρές γαρίδες και ο κοκοβιός. Ο αχινός ελέγχει πού δεν πρέπει να πατήσεις και σου χαράζει μονοπάτι στο βυθό της θάλασσας. Το σαλάχι, το γοπί, το μπαρμπούνι κι ο ροφός. Αλλά και η σμέρνα, το χταπόδι κρυμμένα σε τρύπες για να σου ξυπνάει το φόβο για το άγνωστο. Πάλι η φαντασία μου οργιάζει. Ποιά ναυάγια, ποιοί άνθρωποι, η υποβρύχια ζωή… Η ηρεμία του βυθού, η απέραντη γαλήνη, η προστασία του νερού. Και πάλι φτιάχνεις με τη φαντασία σου σπίτια και πόλεις ολόκληρες στο βυθό της θάλασσας, άγνωστες από τους άλλους, αλλά εσύ ξέρεις. Πάλι ανακάλυψες ένα θησαυρό.

Στα μπλόκια. Οι πρώτοι έρωτες και οι παντοτινοί. Τελικά ερωτεύτηκες το αγόρι ή το αστέρι ή το φως του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα, που έπεφτε πάνω στα σώματά σας εκείνο το βράδυ δίπλα στη σπηλιά;

Στο Κάτεργω είναι το σπίτι μας. Είναι λίγο μακριά από τα άλλα σπίτια και τα άλλα παιδιά. Στις ώρες της μοναξιάς έκανα καταδύσεις στη θάλασσα. Βράχια, βυθός με ζωντανά χρώματα, αχινοί, ανακαλύψεις κοχυλιών, κελύφη αχινών και κελύφη χελωνών, δαγκάνες και κελύφη από καβούρια, κοχύλια-γουρουνάκια, όστρακα με σεντέφι για να κάνω κολιέ. Βασική μου ασχολία η αντοχή της αναπνοής μου και πόσο βαθιά μπορούσα να πάω. Άλλοτε πηγαίναμε εκδρομές σε άλλες παραλίες. Προς το Γρέγο με βάρκα πας Διαλισκάρι, Αη Γιώργη, Μάλτα, και μετά Μαύρη Σπηλιά, με τα τιρκουάζ νερά. Προς το Γαρμπή για Φολέγανδρο, το Κάτεργω, τα Τρία πηγάδια, ο Άγιος Παντελεήμονας, τα Σαντορινέικα, ο Καράς, ο Άη Γιάννης και μετά βόλτα από πίσω. Περνάς την Καρδιώτισσα και τα Δυο Βράχια, το ΄να μοιάζει με πλοίο και το άλλο με δελφίνι και πας για βορινά.

felsformation im meer
Ο Κάραβος, ένα από τα Δυο Βράχια, ©Θ. Σκαμπαβίριας

Άγρια κατάδυση των βουνών προς τη θάλασσα. Θαρρείς πως αν ρίξεις μια πετρούλα απ’ την κορφή των βουνών, θα κυλήσει αμέσως προς τα κάτω μέχρι τη θάλασσα. Επειδή ο αέρας είναι συχνότερα βοριάς, φυσάει πολύ δυνατά. Εκεί βορινά είναι το μυστικό. Από κει ανέβαιναν παλιά οι πειρατές, εκεί και το παλιό λιμάνι. Σκαλιά, πεζούλες, αρχαίοι οικισμοί μυστικά του παρελθόντος κρύβονται πάνω στο χώμα. Έχει παντού σημάδια, αρκεί να θέλεις να τα δεις.

…φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Κείμενο: Χριστίνα Φρονίστα. Φωτογραφίες: Χριστίνα Φρονίστα, Θεόδωρος Σκαμπαβίριας. Επιμέλεια: Α. Τσίγκας. Ποίηση: Poll, Οδυσσέας Ελύτης από Το άξιον εστί / H Γένεσις.
Η Χριστίνα Φρονίστα είναι ηθοποιός και τραγουδίστρια που ζει στο Βερολίνο, περισσότερες πληροφορίες: www.christina-fronista.de.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε