Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου

Τραγούδι & Στίχοι του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες τραγουδιστές και τραγουδοποιούς των τελευταίων 20 χρόνων. Στα πλαίσια της τρέχουσας ευρωπαϊκής του περιοδείας εμφανίζεται στις 9/3 στο Essigfabrik στην Κολωνία, στις 13/3 στο Βερολίνο στο SO 36 και στις 17/3 στο Das Schloss του Μονάχου (αφίσα βλέπε παρακάτω). Θεωρείται ο πρωταγωνιστής της νέας αβανγκάρντ στην ελληνική μουσική σκηνή. Το μουσικό του φάσμα αρχίζει από τους ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς τζαζ και περνά από το post-rock στην ελληνική δημοτική μουσική και στις λαϊκές μπαλάντες. Μαζί με το εντυπωσιακό του οκταμελές συγκρότημα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με τραγούδια από το πλούσιο ρεπερτόριό του, αλλά και από το τελευταίο του άλμπουμ «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου». Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος δράττεται της ευκαιρίας να εκφράσει τον θαυμασμό για τον «Θανάση» και η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ μεταφράζει μερικούς στίχους του. Για να δείτε το βίντεο κλιπ για τη φετινή ευρωπαϊκή περιοδεία κάντε κλικ εδώ.

Η φωνή του μοιάζει ακατέργαστη – πολύ συχνά ακροβατεί, λες, στα όρια της παραφωνίας. Η προφορά του λέει όλη την αλήθεια για την καταγωγή του – γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έχει επιλέξει να ζει σ’ ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου.

Κι όμως, τα τραγούδια του μοιάζουν πιο αληθινά όταν τα λέει ο ίδιος. Κι αυτό είναι μάλλον παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πως κάποια πρωτακούστηκαν από φωνές τόσο μεγάλες όσο του Νίκου Παπάζογλου και του Σωκράτη Μάλαμα.

Όταν παίζει, κάθε άλλο παρά δεξιοτέχνη θυμίζει – έχεις την αίσθηση ότι είναι κάποιος που μετά βίας έχει μάθει το κομμάτι. Ταυτοχρόνως, η σκηνική του παρουσία έχει κάτι στατικό και άκαμπτο – θυμίζει ντροπαλό μαθητή που έχει σηκωθεί να πει το πρώτο του ποίημα στη γιορτή του σχολείου…

Κι όμως, οι συναυλίες του, ιδίως για όσους ξέρουν τα τραγούδια του -και είναι πια πολλοί-, εξελίσσονται συχνά σε ένα μεθυστικό πανηγύρι.

begeistertes Publikum

A Select
Τη στιγμή που ανοίγω την πόρτα
η ψυχή ανεβαίνει στα δόντια.
Το κρεβάτι στρωμένο από άγνωστα χέρια
μου θυμίζει πως είμαι ένας ξένος κι εγώ.
Αδειανός και μέθυσος γέρνω
σε λευκά, τριμμένα σεντόνια.
Με δαγκώνει ο ύπνος σαν βαμπίρ στον αυχένα
πριν προλάβω να βάλω στον καθρέφτη φωτιά.
Μακριά, στου ονείρου τις όχθες,
η χροιά του ήχου που φτάνει
απ’ τον δρόμο όπου αδειάζουν τα σκουπίδια ταιριάζει
με τον ήχο της σφαίρας που περνάει ξυστά.
Ξαφνικά ανοίγω τα μάτια
για να βρω χαρτί και μολύβι.
Συμπαγής επιστρέφω στον κρυστάλλινο κόσμο
με το σάλιο στην άκρη των χειλιών να γλιστρά.

Publikum

Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, για κείνους που αγαπούν τη μουσική του έγινε ο Θανάσης –σκέτο, κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στο μακρύ του επώνυμο. Το πιθανότερο είναι πως το κοινό του τον έχρισε μέλος μιας εκλεκτής παρέας που περιλαμβάνει τον Μάρκο, τον Μίκη, τον Μάνο, τον Νιόνιο… Μιλάω για καλλιτέχνες που το έργο τους είχε ισχυρό και ευδιάκριτο σήμα, και σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική μουσική των περασμένων δεκαετιών.

Με τον τελευταίο, τον Διονύση Σαββόπουλο, η συγγένειά του είναι πιο ευδιάκριτη. Γράφουν και οι δυο μουσική και στίχους και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Η συνεργασία τους στον «Σαμάνο», πριν από λίγα χρόνια, ήρθε να πιστοποιήσει πως ο σπόρος που φύτεψε ο πρώτος στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με τον «Μπάλο» του, έγινε κοτζάμ δέντρο με πυκνή φυλλωσιά και γλυκούς καρπούς σαν τον «Βραχνό προφήτη» και την «Αγρύπνια» του δεύτερου.

Papakonstantinou im Konzert
Konzert im SO 36, 2012, ©montecruzfoto.org

Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, γι´ αυτούς θα σου μιλήσω
Σαν άνθρωποι γεννήθηκαν, μα δίχως να το ξέρουν
γινήκαν όχθες ποταμού, πιο κάτω θα εξηγήσω
Τα όνειρα τους τα ´τρωγε της φτώχιας το σκουλήκι
Τα βράδια μάτια ορθάνοιχτα, η χώρα της ανάγκης
απλώνει το βρωμόχερο, ζητά μπροστά το νοίκι
Κι έρχεται η στιγμή, που λες, να φύγουν κι ό,τι γίνει
κι αν όπως τρέμεις το χαμό σε λυπηθεί το κύμα
στη Λαμπεντούζα βρίσκεσαι, ή και στη Μυτιλήνη
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, στο βάσανο του δρόμου
Παντού συρματοπλέγματα, μα αλήθεια ποιος πιστεύει
πως με τα φράγματα κρατά την ώσμωση του κόσμου
Ελλάδα, χώρα της ντροπής, και γι´ άλλους κρύο σπίτι
ξέχασες που ´ναι ιερό το βλέμμα του ικέτη
Τώρα πια οι μισάνθρωποι σε σέρνουν απ´ τη μύτη
Η ξενιτιά είναι θάνατος, κι άμα δε βγάζεις άκρη
για ρώτα τα τραγούδια σου, εκείνα της Καρπάθου
και τ´άλλα τα ηπειρώτικα, που φέρνουνε το δάκρυ
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ έχουν καρδιά μεγάλη
Βλέπουν το τραίνο νά ´ρχεται και δίχως να το νιώσουν
γίνονται όχθες και κυλά της ανθρωπιάς ποτάμι

H μουσική του έχει παππούδες πανηγυρτζήδες, βιολιτζήδες και λαουτιέρηδες από τη μια κι από την άλλη ρεμπέτες μπουζουξήδες. Έχει γονείς το λαϊκό και το έντεχνο, αλλά, σαν κάθε επαναστατημένο παιδί που τιμά την εφηβεία του λοξοκοιτάει προς το ροκ.  Το εντυπωσιακό με την περίπτωσή του είναι πως αυτές οι μουσικές καταβολές, χωνεμένες δημιουργικά, είναι διαρκώς και ταυτοχρόνως παρούσες στους ρυθμούς και τις μελωδίες του.

Στους μουσικούς του δρόμους διασταυρώνονται το απώτερο με το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν της ελληνικής μουσικής: το ροκ, προσπερνώντας βγάζει το καπέλο του στην παράδοση˙ το λαϊκό στέκεται σεβαστικά, πριν βγάλει πειραχτικά τη γλώσσα του στο έντεχνο˙ οι ανίερες αυτές συναντήσεις δημιουργούν ένα μουσικό κράμα που ακούγεται ταυτοχρόνως κατακαίνουργο όσο και αναγνωρίσιμο, ένα είδος λυτρωτικής εθνικής μουσικής συμφιλίωσης…

Mann mit Mikrofon, Konzert

Ο χαρτοκόπτης – Βάια
Και κουβαλάμε τις αμαρτίες μας
όπως το λάδανο στα γένια τους οι τράγοι.
Κι ύστερα ψάχνουμε ένα τραγούδι
να πει στους άλλους τη συγνώμη μας.
Ακόμα κι αν μιλά για τον έρωτα,
ακόμα κι αν οι στίχοι του
είναι τσιγκέλια σε χασάπικο
ή σιδηροτροχιές που καθρεφτίζουν το φεγγάρι.
Ένα τραγούδι, κόκκινο, τυφλό,
ένα τραγούδι αγκάθινο στεφάνι,
ένα στασίδι άβολο
κάτω απ´ τον τρούλο των τύψεων,
ένα τραγούδι χαρτοκόπτη
για τις άκοπες σελίδες μας.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την ποίησή του. Τη μια στιγμή, πιστός στην παράδοση των μεγάλων τροβαδούρων, είναι αφηγηματικός – όταν διηγείται, ας πούμε, την ιστορία του φωτογράφου των Τρικάλων Α. Μάνθου, που στα 1923 δέχεται νυχτιάτικα την επίσκεψη ενός τρομερού ληστή που πήρε την απόφαση να φωτογραφηθεί, ή όταν εξιστορεί τον θρύλο ενός γέρο-πλάτανου που τρομοκρατεί τους μηχανοδηγούς στην κοιλάδα των Τεμπών, γιατί «ήταν άνθρωπος παλιά κι είχε παιδιά στην ξενιτιά»… Και την άλλη ώρα μπολιάζει τους στίχους του με γερές δόσεις υπερρεαλισμού, όταν, ας πούμε, δίνει τον λόγο στο τελευταίο τσιγάρο που καπνίζει λίγο πριν εκτελεστεί ο μεξικανός επαναστάτης Φορτίνο Σαμάνο, ή όταν τραγουδάει την ομορφιά μιας πεταλούδας που τρέφεται με το δηλητήριο των φρούτων του πάθους, σκοτεινή ομορφιά που γεφυρώνει ανέλπιστα τα φαράγγια των Σιου με τον Σμόλικα.

Οι πηγές της έμπνευσής του ξαφνιάζουν – το λιγότερο. Η πρωτοτυπία και η θεματολογική ποικιλία των στίχων του δεν έχουν προηγούμενο στο ελληνικό τραγούδι. Εδώ οφείλει να προσθέσει κανείς ένα ακόμα εντυπωσιακό στοιχείο: ο έρωτας, πηγή ανεξάντλητη για όλες τις τέχνες, απουσιάζει εκκωφαντικά από το στιχουργικό του σύμπαν – μια απόπειρα καταστατικής διαφοροποίησης από τον συρμό, κατά πάσα πιθανότητα, που αφήνει περιθώρια μονάχα για κάποιες έμμεσες αναφορές στο ζήτημα.

Όπως συνέβη στο παρελθόν, όταν, για παράδειγμα, ο Θεοδωράκης μελοποιούσε Ρίτσο, Ελύτη και Σεφέρη, όταν ο Μικρούτσικος μελοποιούσε ποιήματα του Καββαδία, έτσι και στην περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου: το συναρπαστικό μουσικό του ιδίωμα ανοίγει τον δρόμο για την ποίησή του –ποίηση αυτόφωτη και απαιτητική – που φτάνει πρώτα στις καρδιές κι έπειτα στα στόματα χιλιάδων ανθρώπων, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο – το τοπικό γίνεται παγκόσμιο: η φωνή του υψώνεται από τη Λάρισα, ενώνεται με τη φωνή του Λόρκα για να μαστιγώσουν όσους κρατούν κλειστά τα μάτια, ξαγρυπνά μαζί με τον Φερνάντο Πεσόα στη Rua da Bella Vista, με τα χέρια γιορτάζει τη λάσπη αντάμα με τον Νίκο Καρούζο, τραγουδάει μαζί με τον Οκτάβιο Πας για τον κόσμο που αλλάζει όταν φιλιούνται δυο….

Τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τον ανακάλυψα αργά – όταν το 2000 έβγαλε τον πέμπτο δίσκο του, τον «Βραχνό Προφήτη». Δυο χρόνια αργότερα, μετά και την «Αγρύπνια», έγραψε τη μουσική για την ταινία του Ν. Γραμματικού «Βασιλιάς». Είχα την τύχη να τον συναντήσω, καθώς είχα συνεργαστεί στη συγγραφή του σεναρίου. Αιφνιδιάστηκα από το γεγονός ότι η εντύπωση που σου άφηνε το πρόσωπο ταυτιζόταν απόλυτα μ’ εκείνη που αποκόμιζες από τη δουλειά του. Αν έπρεπε να τη συνοψίσω, θα επέλεγα δυο στίχους από τον «Διάφανο», ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια του:

«…Τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαλλιέχο,

Άλλο αδερφό δεν έχω…»

Konzertplakat

Μέλη:
Θανάσης Παπακωνσταντίνου (λαούτο, μπουζούκι και φωνητικά)
Δημήτρης Μυστακίδης (κιθάρα, λαούτο)
Ματούλα Ζαμάνη (φωνητικά)
Κώστας Παντελής (ηλεκτρική κιθάρα)
Σωτήρης Ντούβας (τύμπανα)
Κώστας Χριστοδούλου (κίμπορντ)
Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα και φλούγκελχονρ)
Αντώνης-Γιώργος Μαράτος (μπάσο)

Φωτό: Christos Diamantis, montecruzfoto.org

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε