Ελληνικό κρασί – μια εξαγωγική επιτυχία

Συνέντευξη με τον Χρήστο Τζιώλη, οινέμπορο

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Τέλος του 1977 ήρθε στο Βερολίνο για να σπουδάσει χημεία. Αυτό δεν είχε συνέχεια, γιατί η πόλη που «ποτέ δεν κοιμάται» ήταν γεμάτη πειρασμούς. Αντ΄ αυτού άνοιξε με φίλους του το εστιατόριο «Ρετσίνα» και άρχισε να ασχολείται με το διεθνές χονδρεμπόριο κρασιού. Το «Ρετσίνα» αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν, ακόμα και από οινολογική σκοπιά. Σήμερα το κατάστημα κρασιού «Cava» που διατηρεί, θεωρείται κεντρικό σημείο διάθεσης εκλεκτών κρασιών από την ηλιόλουστη Ελλάδα.

Από πότε υπάρχει η «Κάβα» και ποια είναι η ιστορία της;

Η Κάβα υπάρχει απ’ το 1997. Το σκεπτικό ήταν να φέρω ποιοτικό ελληνικό κρασί στη γερμανική αγορά. Πριν, είχα μεν σχέση με το κρασί, δούλευα ωστόσο στη χοντρική, δηλαδή, τροφοδοτούσα μ’ ένα φίλο μου Γερμανό εδώ στο Βερολίνο εστιατόρια και ξενοδοχεία με κρασιά γαλλικά, γερμανικά, αυστριακά. Ήταν μία δουλειά που κάναμε μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Όταν έπεσε το τείχος φέραμε και κρασιά από την Καλιφόρνια, από την Αυστραλία και από αλλού.

Με τον καιρό μ’ έπιασε κάπως και το πατριωτικό. Πάντα κοιτούσα τί γίνεται στην Ελλάδα κάθε φορά που κατέβαινα για διακοπές. Παρακολούθησα 2-3 χρόνια την εξέλιξη και ξεκίνησα τότε με 10 ή 12 οινοποιεία απ’ όλη την Ελλάδα. Σήμερα που μιλάμε έχω πάνω από 45 οινοποιεία στο πρόγραμμα, από την Κρήτη μέχρι τη Μακεδονία. Τα διαλέγω ο ίδιος, τους ξέρω όλους προσωπικά, έχω σχέση απευθείας μαζί τους, γιατί νομίζω ότι είναι το πιο βασικό, όταν θέλεις να βγάλεις στην αγορά ένα προϊόν ποιοτικό.

Christos Tziolis
Christos Tziolis, Weinhändler

Πρέπει να ξέρεις βασικά τι κάνει ο παραγωγός, πώς δουλεύει – γιατί το ποιοτικό έχει και την τιμή του. Και το μεγάλο πρόβλημα που είχα, γι αυτό το σκέφτηκα και αρκετά, ήταν ότι ο Γερμανός ήξερε, όσον αφορά το κρασί από την Ελλάδα, τη ρετσίνα, τη Δεμέστιχα, το ημίγλυκο Σάμου, τη Μαυροδάφνη. Και όταν πήγαινε στα ελληνικά εστιατόρια για 15-20 χρόνια κι έβλεπε συνέχεια τα ίδια κρασιά και ξαφνικά έρχεται κάποιος και του λέει «ξέρετε υπάρχουν και καλύτερα κρασιά ελληνικά», δεν το πιστεύει.

Πώς εξηγείτε την αγάπη των Γερμανών για τη ρετσίνα;

Υπάρχουν δύο κατηγορίες. Τη μία αποτελούν οι συνειδητοί πότες ρετσίνας που σήμερα είναι πάνω από 60. Μιλάμε δηλαδή για ανθρώπους που ξέρουν την Ελλάδα από το 1965 και μετά, και που πίναν τότε στην Ελλάδα μια καλή ρετσίνα. Τη ζητούσαν και τη ζητάνε ακόμη, αλλά θέλουν την κλασική ρετσίνα, που σήμερα είναι δύσκολο να τη βρείς. Και η άλλη κατηγορία είναι αυτοί που πάνε στα ελληνικά εστιατόρια και επειδή βλέπουν μόνο ρετσίνα και τίποτα άλλο, δοκιμάζουν, τους αρέσει και μετά πίνουν χωρίς να έχουν κάποιο κριτήριο ή σκεπτικό από πίσω.

Στο δικό σας πρόγραμμα έχετε ποιοτική ρετσίνα;

Έχω τρεις μικρούς παραγωγούς, που κάνουν ρετσίνα όπως παλιά. Αναγκαστικά πρέπει να’ ναι μικροί, γιατί παλιά η ρετσίνα γινόταν με Σαββατιανό, ενώ σήμερα κάνουν ρετσίνα με διάφορες άλλες ποικιλίες. Στο βασικό πρόγραμμά μου ανήκουν τα ξηρά κρασιά,τα ποιοτικά και όχι η ρετσίνα ή ο ημίγλυκος, γιατί έπρεπε ο κόσμος να δει ότι η Ελλάδα δεν έχει μόνο κρασί μαζικής παραγωγής αλλά και ποιοτικά καλύτερα κρασιά που είναι και ανταγωνίσιμα.

Έχετε επισκεφτεί όλα τα οινοποιεία, με τα οποία συνεργάζεστε;

Weinkorken

Ναι, και τηλεφωνιόμαστε τακτικά όσον αφορά το έτος παραγωγής ή τις διάφορες μεταβολές που γίνονται. Έχουμε επαφή και το βασικό είναι ότι δεν θέλω να απογοητευτούν οι πελάτες που επιλέγουν συγκεκριμένα κρασιά, τα οποία πραγματικά αγαπούν. Γιατί εκτός απ΄ τη λιανική τροφοδοτώ και τα καλά γερμανικά εστιατόρια που ενδιαφέρονται, αλλά και τους λίγους Έλληνες εστιάτορες που ενδιαφέρονται να δείξουν κάτι καλύτερο. Γιατί το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι προωθούν την μαζική παραγωγή, που είναι και το πιο εύκολο. Δεν είναι επαγγελματίες, όχι μόνο όσον αφορά το κρασί αλλά και την κουζίνα. Έχουν μείνει στα κλασικά, κολλήσανε σε στάνταρ τιμοκαταλόγους.

Από τις ποικιλίες σταφυλιών ποια είναι η αγαπημένη σας;

Αγαπημένες ποικιλίες δεν έχω. Θα σας πω όμως ότι οι ελληνικές ποικιλίες, οι καθαρές ή αυτόχθονες ελληνικές ποικιλίες είναι πάρα πολλές. Μερικές χάθηκαν, άλλες τις ανέσυραν πάλι τα τελευταία χρόνια. Αλλά οι βασικές ποικιλίες που αρέσουν στη γερμανική αγορά, δηλαδή στο γερμανικό γούστο, είναι το Μοσχοφίλερο, επειδή έχει οξύτητες και υπάρχουν και σε γερμανικά κρασιά, όπως για παράδειγμα στο Riesling. Επίσης, από λευκές ποικιλίες, αρέσει και το Ασύρτικο. Το Ασύρτικο, όποιος το δοκιμάσει και γνωρίζει από κρασί, θα το ξαναπιεί, γιατί σίγουρα μπορεί να συναγωνιστεί πολύ καλά ξένα κρασιά.

Επίσης μια καινούρια ποικιλία των τελευταίων χρόνων, η «Μαλαγουζιά», αρέσει και αυτή. Αντίθετα, σαν τον «Ροδίτη» για παράδειγμα, μια επίσης ενδιαφέρουσα ποικιλία που συνδέεται πολύ καλά με την ελληνική κουζίνα, υπάρχουν κρασιά και εδώ στη Γερμανία στην κατηγορία αυτή, οπότε δεν έχει τόση πέραση όσο το Ασύρτικο, για παράδειγμα. Στα κόκκινα κρασιά, έχουμε το «Αγιορείτικο», γιατί είναι απαλό κρασί και το Ξινόμαυρο επίσης, που εντυπωσιάζει εκείνους που πίνουν ευχάριστα πιο γεμάτα κρασιά.

Το ελληνικό κρασί έχει δηλαδή πλέον διεθνώς πέραση και βρίσκει φίλους παντού.

Φίλους βρίσκει πράγματι παντού. Εγώ αυτό που κατάφερα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια ήταν να πείσω τους μερακλήδες του κρασιού, τους γνώστες, ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν κάνει μόνο αυτά που ήξεραν ή άκουσαν, τα στάνταρ που λέμε, αλλά ότι σήμερα γίνεται μια ποιοτικά διαφορετική δουλειά που πρέπει όμως και να την δείξουμε. Δεν φταίει ο κόσμος εδώ. Φταίμε εμείς οι ίδιοι που δεν κάναμε τίποτα για την προβολή του ελληνικού κρασιού. Όταν σαν χώρα δείχνεις πάντα τα ίδια, πώς θα του έρθει του άλλου η ιδέα ότι στην Ελλάδα παράγονται και άλλα κρασιά;

Zwei Flaschen Rotwein in edlen Holzkisten

Οι Ιταλοί τα δείξανε, και το φτηνό και το καλό τους το κρασί. Γι αυτό είναι και πολύ πιο μπροστά από εμάς. Αυτό που μπορείς να κάνεις, είναι να καλλιεργείς μία συγκεκριμένη πελατεία, στην οποία έχει ξυπνήσει ήδη το ενδιαφέρον – δηλαδή που διαβάζει περιοδικά κρασιού, διαβάζει τις εφημερίδες, ψάχνει στο ίντερνετ, πίνει κρασιά από διάφορες χώρες. Αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και τους οινοχόους («σομελιέ» στη γλώσσα του κρασιού), τους έχω προσεγγίσει μέσω εκθέσεων και του τύπου.

Ειδικά, στο Βερολίνο έχουν πυκνώσει οι εκθέσεις κρασιού. Εσείς συμμετέχετε;

Όσον αφορά τις εκθέσεις, έχω ξεκινήσει μαζί με άλλους 10 συναδέλφους Γερμανούς μια πρωτοβουλία που τη λέμε Weinbund (Ένωση κρασιού). Ο ένας έχει ιταλικά κρασιά, ο άλλος γαλλικά, ο άλλος ισπανικά, κι εγώ έχω τα ελληνικά. Μια φορά το χρόνο κάνουμε μια παρουσίαση όπου γίνονται και διάφορα σεμινάρια. Έχουμε συνεργασία μεταξύ μας.

Στο Βερολίνο έχει γίνει στο μεταξύ γνωστό ότι οι πιο σοβαροί και αυτοί με το πολύ καλό πρόγραμμα είμαστε εμείς του Weinbund. Αν κάποιος ζητά κάτι συγκεκριμένο, αν μου πει ένας πελάτης δηλ. ότι ψάχνει για παράδειγμα το τάδε γαλλικό κρασί, θα τον στείλω στον συγκεκριμένο συνάδελφο που το ’χει. Ανάλογα θα πράξει ένας συνάδελφος με τα ελληνικά κρασιά.

Το Νοέμβρη γίνεται η ετήσια παρουσίαση κρασιού της “Ενωσης Κρασιού”. Περισσότερες πληροφορίες: www.weinbund-berlin.de και www.cava-griechischerwein.de.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε