Τα μικρά μυστικά των ρούχων και των ρολογιών

Η Έλενα Παλλαντζά για το καινούργιο μυθιστόρημα της Ευσταθίας Ματζαρίδου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η συνεργάτιδα του diablog.eu Έλενα Παλλαντζά συνάντησε την Ευσταθία Ματζαρίδου στην Κολωνία και συζήτησαν για τα μικρά μυστικά των ΡΟΥΧΩΝ απ’ όπου η Έλενα μετέφρασε (σε συνεργασία με την Κάρολιν Μάντερ) για το diablog.eu το πρώτο κεφάλαιο.

Η Ευσταθία Ματζαρίδου γεννήθηκε το 1962 στην Ορεστιάδα. Σπούδασε Ψυχολογία στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε τις σπουδές της στην Ψυχολογία και τη Συμβουλευτική Οικογενειών στη Γερμανία, όπου έζησε και εργάστηκε επί χρόνια. Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα (Ένας κόμπος όλα, εκδ. Μεταίχμιο και Τα ρούχα, εκδ. Σμίλη). Από το 2006 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, επιστρέφει όμως συχνά στην Κολωνία που θεωρεί δεύτερη πατρίδα της.

portraet einer lächelnden frau vor grünen Bäumen

Τι είναι ΤΑ ΡΟΥΧΑ;

ΤΑ ΡΟΥΧΑ αφηγούνται το τέλος μιας σχέσης. Είναι τα μοναδικά τεκμήρια ενός έρωτα που έχει λάβει πλέον τέλος. Μια γυναίκα και ένας άντρας ξεδιπλώνουν εκ των υστέρων την κοινή τους ζωή και μιλούν για τα βιώματα που τους καθόρισαν.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος μιλάει η γυναίκα και στο δεύτερο ο άντρας. Γιατί αυτή η αφηγηματική επιλογή;

Και ο άντρας και η γυναίκα μιλούν σε πρώτο πρόσωπο για τα ρούχα και τα αξεσουάρ του άλλου που λάτρεψαν ή μίσησαν. Aυτό εξασφαλίζει μια αμεσότητα. Ο καθένας εκθέτει ανεπηρέαστα τη δική του σκοπιά. Τα αντικείμενα λειτουργούν ως ένα έμμεσο διαγνωστικό μέσο της προσωπικότητάς τους. Αντανακλούν τις ανάγκες και τις ελλείψεις των δυο πρωταγωνιστών, τα όσα ένιωθαν και δεν τολμούσαν να πουν μέσα στη σχέση αποφεύγοντας τις συγκρούσεις ή τα όσα τόλμησαν να εκστομίσουν προκαλώντας τις συνέπειες. Από ιστορία σε ιστορία οι χαρακτήρες χτίζονται σπονδυλωτά.

Το λόγο, λοιπόν, έχει η μνήμη;

Τα ρούχα και τα αξεσουάρ λειτουργούν ασφαλώς ως ορόσημα μνήμης. Γίνονται σύμβολα μέσα στον κοινό και τον μη κοινό χρόνο. Είναι συχνά απομεινάρια, λησμονημένα την ώρα του χωρισμού, που παίζουν τώρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις αναμνήσεις της γυναίκας και του άντρα αντίστοιχα και συνιστούν τον κεντρικό άξονα της εξομολογησής τους.

Ρολόγια, καμπαρντίνες, φανελάκια, το κίτρινο μαγιό, το μοβ φόρεμα, τα σκουλαρίκια, μοιάζουν να αποκτούν σώμα και αίσθημα, γίνονται εικόνες, διάλογοι, χαρά, έρωτας, θλίψη, πόνος. Ήταν αυτός ο στόχος σου;

Με ενδιέφερε τα ρούχα και τα αξεσουάρ του ζευγαριού να γίνονται εν τέλει τα ίδια αφηγητές. Να εξιστορούν με χρώματα, ίνες και ύφανση το ρέοντα χρόνο που άλλαξε τη σχέση. Όλα υπάρχουν εκεί μέσα, αιχμαλωτισμένα στο χρόνο, και αναδύονται: άγχη, φοβίες, ενοχές, θυμός, αγάπη και σεξουαλική έλξη, οσμές, βλέμματα, συγκρούσεις, το μητρικό και πατρικό πρότυπο που εισέβαλαν ανταγωνιστικά στη φαντασιακή ζωή του ζευγαριού, η αισθητική, οι διατροφικές συνήθειες, τα παιχνίδια εξουσίας και πάνω απ’ όλα η σφοδρή επιθυμία να αλλάξει ο ένας τον άλλον και να τον κάνει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.

Που είναι ίσως και η απάντηση στο μεγάλο Γιατί του τέλους της σχέσης;

Το Γιατί του χωρισμού απασχολεί, όπως φαίνεται, ακόμα τους δυο ήρωες. ΤΑ ΡΟΥΧΑ διαβάζονται ως μια αναψηλάφηση και μια πορεία αυτογνωσίας και κατανόησης του εαυτού.

buchcover

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΜΑΤΖΑΡΙΔΟΥ, ΤΑ ΡΟΥΧΑ

Μέρος 1ο: Η ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Η δικιά μας σχέση σταμάτησε, όπως τα ρολόγια την ώρα της πτώσης των αεροπλάνων, κι αν, όπως λέει ο Αριστοτέλης, χρόνος είναι η κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον, εμείς είμαστε πια άχρονοι, γιατί δεν έχουμε μέλλον.

Συχνά, τα έβαζες με το χρόνο, σαν να ήταν αντίπαλός σου, και έτρεχες ασταμάτητα, σαν να σε κυνηγούσε, ή πείσμωνες και έμενες ακινητοποιημένος, βυθισμένος σ’ ένα κρεβάτι μέρα νύχτα, και λούφαζες, αφήνοντάς τον να κυλά αδιάφορα, κάνοντας έτσι αντίσταση· φυσιολογική σχέση, όσο ήμασταν μαζί, δε θυμάμαι να είχες. Έτσι διαδέχονταν οι φάσεις κυνηγητού τις φάσεις ακινητοποίησης, και για όλα έφταιγε ο χρόνος.Αν δεν είχαν εφεύρει οι άνθρωποι το χρόνο, έλεγες, θα ήταν χαλαροί, ράθυμοι, λιγότερο φιλόδοξοι και κατά συνέπεια πιο ανθρώπινοι, ούτε που θα μετρούσαν το χρόνο και ούτε θα υπήρχε άγχος γήρατος και θανάτου. Όλα τα κακά της ανθρωπότητας οφείλονταν σ’ αυτή τη σχέση των ανθρώπων με το χρόνο, να προλάβουν δουλειές, οικογένειες, να προλάβουν να μεγαλουργήσουν, κι όλα αυτά σε συγκεκριμένο χρόνο. Γι’ αυτό, μόλις σε γονάτιζε το άγχος να προλάβεις στην ώρα σου κάτι, αρνιόσουν πεισματικά να μετράς το χρόνο και προτιμούσες τότε τα χρονόμετρα που είναι σχεδιασμένα να μηδενίζουν το χρόνο, έπαιρνες ένα κερί, φυτίλι ή σχοινί που καιγόταν με σταθερή ταχύτητα και έβαζες μπρος το χρονόμετρο. Όταν, πάλι, έπεφτες στο κρεβάτι, τα ρολόγια έπρεπε να εξαφανιστούν, έμπαιναν στα συρτάρια, κατέβαιναν απ’ τους τοίχους, και τότε πάθαινα πανικό εγώ, που ήθελα να ελέγχω το χρόνο. Όχι, δε με καταδίωκε ούτε τον πολεμούσα, τον είχα απλώς υπό έλεγχο, για να μην μου τη φέρει, σου έλεγα, άρα, μου έλεγες, τον φοβάσαι· ακόμη κι αν τον φοβάμαι, μπορώ να τον αντιμετωπίσω, απαντούσα. Σε τέτοιες κρίσεις δεν ήθελες να ξέρεις ούτε καν αν είναι μέρα ή νύχτα, τα ρολά ήταν κατεβασμένα και οι κουρτίνες τραβηγμένες· είμαι στον τάφο μου, έλεγες, δε θέλω να ακούγεται φύλλο. Αυτό ήταν το άλλο σου φλερτ με το θάνατο, και αυτό το σταμάτημα των ρολογιών σε βοηθούσε να τον σκηνοθετείς.

O κύκλος μέρας και νύχτας ρυθμίζει στον άνθρωπο το βιολογικό του ρολόι, που φαίνεται να είναι αρκετά ακριβές, δεδομένου πως συχνά ξυπνάμε λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Εγώ ποτέ δεν άφηνα το ξυπνητήρι να με ξυπνήσει. Το πρόβλημα, μου έλεγες, ήταν ότι το συναγωνιζόμουν, όπως συναγωνιζόμουν και σένα κι όπως συναγωνιζόμουν τον καθένα – συγκρινόμουν, καλύτερα –, κι έτσι έπρεπε να το προλαβαίνω, εγώ αυτό κι όχι αυτό εμένα· άπαξ και με προλάβαινε το ρολόι, έλεγες, θα αμφισβητούνταν η πρωτιά μου, και τουλάχιστον μια πρωτιά αδιαφιλονίκητη την ήθελα. Εσένα, πάλι, δε σε ένοιαζαν οι άλλοι καθόλου, μπορούσαν όλοι να σε προσπερνάνε. Όχι μόνο δεν τους έβρισκες καλύτερους, αλλά και τους έβγαζες κι άχρηστους, γιατί δεν ήταν αρκετά ευγενείς κι αρκετά διακριτικοί, και ήταν οπωσδήποτε και διεφθαρμένοι – όσοι στριμώχνονταν και βιάζονταν και καταλάμβαναν οποιοδήποτε πόστο ήταν διεφθαρμένοι. Εσύ σεβόσουν απόλυτα όλους και πάνω απ’ όλα το χρόνο, ποτέ δεν τον πίεζες, δεν πιεζόσουν να τελειώσεις σπουδές, να αναλάβεις δουλειές, υποχρεώσεις· εγώ έτρεχα και σε τραβούσα, κι εσύ με τραβούσες προς τα πίσω, να μείνω ακίνητη, καθηλωμένη στο κρεβάτι. Αχ, εκείνες τις Κυριακές, τις ασήκωτες, βαριές Κυριακές, που σηκωνόσουν μεσημέρι ή απόγευμα απ’ το κρεβάτι και έπρεπε να μείνω ένα κουβάρι στην αγκαλιά σου, για να μη σου χαλάσω τον ύπνο, κι αφού ξυπνούσαμε, περνούσαμε το υπόλοιπο της ημέρας μαχμουρλήδες και μουτρωμένοι –το ίδιο και τις γιορτές, το ίδιο και τις σχόλες. Επιγραμματικά, θα σου πω ότι όταν ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος, δε χρειάζεται, δε νιώθει το χρόνο, η απομάκρυνση απ’ την ευτυχία δημιουργεί το χρόνο, και γι’ αυτό κι εσύ, που ένιωθες να σε κυνηγάει ο χρόνος και αμυνόσουν διαρκώς, δεν ήσουν ευτυχισμένος, και σ’ αυτό ευθύνομαι κι εγώ, δεν ήμουν επαρκής για να σε κάνω ευτυχισμένο, η ανεπάρκειά μου σε καθιστούσε δυστυχή και επομένως σκλάβο του χρόνου.

ziffernblaetter von uhren

Κάποιες φορές και για μένα ο χρόνος κολλούσε, σταματούσε, γιγαντωνόταν. Ναι, τις νύχτες που αργούσες να επιστρέψεις, εκείνες οι μικροσκοπικές γραμμούλες γίνονταν τεράστιες, χοντρές μαύρες γραμμές, κορδέλες δυστυχίας, πένθους και αγωνίας, γιατί φανταζόμουν ότι κάτι σου συνέβη, κάτι τρομερό, τελεσίδικο, σκοτώθηκες μέσα στη νύχτα. Φανταζόμουν ότι θα μου τηλεφωνήσουν ώρα την ώρα από κάποιο αστυνομικό τμήμα, κάποιο νοσοκομείο, να περάσω απ’ το νεκροθάλαμο για ταυτοποίηση νεκρού, και πάγωνα ολόκληρη, πάγωνε κι ο χρόνος, κι έμενα έτσι μουδιασμένη απ’ την παγωνιά, σαν να με παρέσυρε χιονοστιβάδα και λούφαζα μέσα στο χιόνι περιμένοντας να έρθεις σαν το σκύλο του αγίου Βερνάρδου να με ανακαλύψεις και να με ζεστάνεις με την ανάσα σου, για να αρχίσει το αίμα μου να κυκλοφορεί και να με επαναφέρεις εσύ στη ζωή, ώσπου, χωρίς την αίσθηση του χρόνου πια, άκουγα το κλειδί στην πόρτα. «Ακόμη δεν κοιμήθηκες!», μου έλεγες, και ευγνώμων πια που εμφανίστηκες ζωντανός και θα κοιμόμασταν και πάλι μαζί και που γλίτωσα απ’ τη χιονοστιβάδα, δε διεκδικούσα ούτε καν εξήγηση που με έμπλεξες σ’ αυτή την περιπέτεια με το χρόνο.

Ένας τρόπος για να βγάζεις τη γλώσσα στο χρόνο και να τον γελοιοποιείς ήταν η συλλογή ρολογιών σου και η συλλογή γνώσεων σχετικά με την ιστορία τους. Ήξερες την ιστορία των πρώτων ρολογιών, τα υδραυλικά και τα ναυτικά και τα ηλιακά, και ποιος τα πρωτοεμπνεύστηκε και πώς φτάσαμε από τα ρώσικα εκείνα ρολόγια στα ελβετικά, αυτά τα έργα τέχνης. Είχα εμπλουτίσει κι εγώ τη συλλογή σου με ένα ρολόι τσέπης, ένα ρώσικο ρολόι τσέπης, αγορασμένο απ’ την Πετρούπολη, και τώρα, αν μπορώ να έχω κι εγώ μια άποψη για τα ρολόγια σου, σου λέω ότι έβρισκα τα ρώσικα τσέπης μερακλίδικα κι αρχοντικά, πιο αρχοντικά από εκείνα τα εγγλέζικα που μου θύμιζαν Άγγλους ευγενείς σε κυνήγι αλεπούδων με τα σκυλιά τους, που μέχρι να τους φέρουν αυτά το κυνήγι, βγάζουν και ξαναβγάζουν βαριεστημένα τα ρολόγια τους απ’ τη τσέπη κι ελέγχουν το χρόνο – ούτε ικανοί για κυνήγι δεν ήταν αυτοί οι Άγγλοι ευγενείς με τα ρολόγια τους προστατευμένα στις τσέπες τους. Ενώ τα ρώσικα, εκτός των άλλων, ήταν και ανθεκτικά στο κρύο· αυτό τουλάχιστον μου έμεινε απ’ τις δουλεμένες φάτσες των ανθρώπων, που είχαν βγάλει όλο το βιος τους για ξεπούλημα πάνω στο παγωμένο ποτάμι, εκεί που περιφέρονταν τα τουριστικά λεωφορεία, δοκιμάζοντας την αντοχή του πάγου.

Μου πήρε χρόνο να καταλάβω ότι η συλλογή ρολογιών σου ακολουθούσε τους κανόνες του χρηματιστηρίου και του ιπποδρόμου, του τζόγου γενικώς, και ότι κανένας δεν μπορεί να μας εγγυηθεί για την αξία που θα έχει το ρολόι μας στο μέλλον, γιατί η αγορά αλλάζει από μέρα σε μέρα, αλλά και γιατί η εμπορική αξία ενός ρολογιού καθορίζεται από τη μόδα της κάθε εποχής και κυρίως από την τρέλα του κάθε συλλέκτη να πληρώνει πολύ πιο πάνω από την αντικειμενική του αξία, αρκεί να αποκτήσει το ρολόι που λαχταρά. Γι’ αυτό και έτρεχες στις δημοπρασίες. Και με κουβαλούσες μαζί σου. Χρειάζομαι ένα γούρι, έλεγες, κι εγώ καμάρωνα, γιατί μπορούσα να σου φανώ χρήσιμη και μάλιστα τόσο χρήσιμη· αν είσαι μαζί μου, έλεγες, θα πετύχω καλή τιμή, δε θα πέσω πάνω σε κάποιο γρουσούζη. Οι χώροι των δημοπρασιών είχαν μια ιερότητα, οι μυρωδιές των χαλιών, η επιβλητικότητα των έργων τέχνης, οι αντίκες με την παλαιότητά τους και την ιστορία που κουβαλούσαν, τα πάθη και οι πόθοι που έκρυβε κάθε αντικείμενο δημοπρασίας που το ξεφορτώθηκαν οι κληρονόμοι ή πουλήθηκε για χρέη, ή απλώς οι συλλέκτες έχασαν το ενδιαφέρον τους πια γι’ αυτό. Έμπαινα και έπιανα μια θέση που να μπορώ να παρατηρώ όλα τα κομμάτια κι όλους τους ενδιαφερόμενους, που νευρικοί άλλαζαν διαρκώς θέση, χωρίς όμως να χάνουν απ’ τα μάτια τους το αντικείμενο του πόθου τους. Εκεί μέσα διακυβεύονταν επιθυμίες και συγκρούονταν πάθη. Χτυπούσε το σφυρί κι άρχιζε η προσφορά. Περίμενες πάντα τους ανυπόμονους να κάνουν την προσφορά τους, να εκτιμήσεις τις δυνατότητές τους και μετά να σηκώσεις ψύχραιμα το χέρι και να πεις μια τιμή που δε θα προλάβει ο άλλος να αντιδράσει και με το ένα, με το δύο και με το τρία έβγαινες νικητής. Άρπαζες τότε για ένα λεπτό το χέρι μου και συνθλιβόταν στην τεράστια παλάμη σου – πίστευα ότι με χρειαζόσουν μόνο και μόνο γι’ αυτό το σφίξιμο του χεριού και νιώθαμε το χέρι μου κι εγώ ασυναγώνιστοι. Μετά από τέτοιες νίκες μέναμε να απολαύσουμε τα μούτρα των άλλων και τις υπόλοιπες προσφορές, χωρίς εφιδρώσεις. Όταν όμως οι προσφορές ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ το βαλάντιό σου ή κάποιος προλάβαινε τις αντιδράσεις σου, με βουτούσες απ’ το χέρι και βγαίναμε έξω σαν κυνηγημένοι· αν και το χέρι μου πάλι σου ήταν απαραίτητο, τα μούτρα σου και η σιωπή σου με έκαναν να νιώθω ανεπιθύμητη.

spiegelung im schaufenster

Το μέγεθος της συλλογής σου το αγνοούσα, έλεγες ότι υπάρχουν κι άλλα κομμάτια στο σπίτι σου – αυτό με πλήγωνε, αλλά και σε καθιστούσε ύποπτο, πώς μπορούσες να μην ελέγχεις ανά πάσα στιγμή τη συλλογή σου; Τα ανέφερες στο τηλέφωνο, όταν μιλούσες με το φίλο σου τον Ν., αλλά ποτέ δε σιγουρεύτηκα αν ήταν αλήθεια ή ήθελες απλά να του τη βγεις, γιατί είχε κι αυτός την ίδια τρέλα. Αντρικοί ανταγωνισμοί, σκεφτόμουν. Έτσι ποτέ δε γνώρισα το Vacheron και το Breitling Skyracer, ούτε το άλλο, που είχε ένα καντράν εμπνευσμένο από κατάστρωμα πλοίων και το χρώμα του άλλαζε ανάλογα με το φως από γκρι σε μαύρο, ακόμα και πράσινο· είναι ένα Ωμέγα, έλεγες, αξίζει ένα μπράβο στην Ωμέγα που διαλέγει ένα έντονο μοτίβο που δε γίνεται πρακτικά με το χέρι, έτσι δίνει αξία στην τεχνική της. Αφού αναφερόσουν σε τέτοιες λεπτομέρειες, σίγουρα θα υπάρχουν αυτά τα ρολόγια, σκεφτόμουν· δε με εμπιστεύεται αρκετά ούτε και νιώθει το σπίτι μας σπίτι του, αλλιώς, αν ήμουν η γυναίκα της ζωής του, θα είχε κουβαλήσει όλα τα ρολόγια του. Και μεμιάς έπεφτε η διάθεσή μου κι έλεγες τότε, τι έπαθες πάλι, σ’ έπιασαν τα κυκλοθυμικά σου, και ήμουν εγώ το πρόβλημα της σχέσης κι όχι εσύ που δε μ’ εμπιστευόσουν κι εμπιστευόσουν μόνο τη μάνα σου· εμένα, όταν έπρεπε να λείψεις για καιρό, δε μ’ άφηνες ποτέ μόνη με τα ρολόγια σου. Τα πήγαινες στο σπίτι σου –το σπίτι μας δεν ήταν αρκετά ασφαλές, έλεγες. Εγώ μπορούσα να τα πλησιάσω μόνο τις ώρες που ήσουν στη δουλειά. Άνοιγα, λοιπόν, με προσοχή συρτάρια, κουτιά, χαρτιά και τα μελετούσα, προσπαθώντας να μην αλλάξω τη σειρά τους και τη θέση τους, για να μην αντιληφθείς ότι ήμουν μια θαυμάστρια των ρολογιών σου – που δεν ήμουν κανονικά, γιατί τα μισούσα, ναι, τα μισούσα ένα ένα, γιατί αποσπούσαν την προσοχή σου και το θαυμασμό σου και τα χάιδευες και τα μιλούσες κι έτρωγες τις ώρες σου μ’ αυτά, ενώ θα έπρεπε να τις τρως μαζί μου και να αφιερώνεσαι σε μένα, αντί να αφιερώνεσαι σ’ αυτά.

Στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου δεν είχαμε ποτέ ρολόγια, ρολόγια τοίχου, ρολόγια με κούκους, ούτε και οι παππούδες μου είχαν από κείνα τα ρολόγια τσέπης που τα ανοίγουν οι μεγάλοι σαν κουτιά πολύτιμα και φαίνονται μαζί σπουδαίοι και σοφοί, δεν είχαμε ούτε σοφούς ούτε σπουδαίους στην οικογένειά μου. Το μόνο ρολόι που θυμάμαι ήταν της γιαγιάς μου, από κείνα τα ρολόγια κομοδίνου με τις δυο καμπάνες ξυπνητήρια που, όταν χτυπάνε για να σε ξυπνήσουν, πετάγεσαι ως το ταβάνι απ’ τον τρόμο και που το τικ τακ τους ρημάζει τα νεύρα σου. Και, τελικά, η γιαγιά μου ήταν η μόνη σπουδαία της οικογένειας, έτσι νομίζαμε όλοι μας. Εσύ αυτή την ανυπαρξία ρολογιών στο σπίτι μας αδυνατούσες να την κατανοήσεις· μα δε σας χρειαζόταν η ώρα; ρωτούσες. Στα χωριά, σου έλεγα, ο χρόνος υπολογίζεται απ’ τη φωτεινότητα της μέρας κι απ’ τις φωνές των ζώων κι απ’ την κούραση του σώματος.

wecker und uhren

Με τη συλλογή σου έκανες φιγούρα και στον πατέρα μου, που μη μπορώντας να αποκτήσει ένα, λάτρευε τα Ωμέγα σου και θεωρούσε όλα τα ρολόγια περιουσιακά στοιχεία, έτσι που πέθανε με την ιδέα ότι θα παντρευόμουν έναν μεγιστάνα του πλούτου κι όταν του έλεγα ότι δεν είσαι, μου έκλεινε πονηρά το μάτι· άνθρωπος που μπορεί κι αγοράζει τόσα ρολόγια, έχει μεγάλη περιουσία, μου έλεγε, δε σου το λέει, για να μην τον θέλεις για τα λεφτά του. Αυτό που δεν περίμενα ποτέ ήταν να χαρίσεις ένα από τα Ωμέγα σου στον πατέρα μου, δε θυμάμαι ποιο, μπορεί να ήταν και το πιο ασήμαντό σου, αλλά ήταν Ωμέγα, και μάλιστα όταν δε θα μπορούσε ούτε να σ’ ευχαριστήσει ούτε και να το ευχαριστηθεί. Του το χάρισες όταν ήταν πεθαμένος, ναι, του το βάλαμε στον τάφο του, όπως κάτι βασιλιάδες που τους θάβανε με τα κτερίσματά τους. Έτσι θάφτηκε κι ο πατέρας μου, με ένα Ωμέγα, σαν βασιλιάς, και με συγκίνησες και σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτή σου την κίνηση, να αναβαθμίσεις τον πατέρα μου μετά θάνατον, αλλά να, τώρα που το σκέφτομαι, ενοχλούμαι, να είναι ο πατέρας μου δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη, λιωμένος, και στον καρπό του, στο κόκαλο που έχει απομείνει απ’ τον καρπό του, να κρέμεται το αγαπημένο σου Ωμέγα κι εσύ να μην είσαι πια στη ζωή μου, μέρος απ’ τη ζωή μου, αλλά ανάμνηση.

Κείμενο: Ευσταθία Ματζαρίδου. Απόσπασμα από το μυθιστόρημά της ΤΑ ΡΟΥΧΑ, Εκδ. Σμίλη. Φωτογραφίες: Αγγελική Λάλου.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε