Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)
Ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη Μίρκο Χάινεμαν ανιχνεύει το παρελθόν της οικογένειάς του. Η γιαγιά του Αλεξάνδρα ήταν Πόντια από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Ο Γερμανός συγγραφέας και δημοσιογράφος ταξίδεψε για έρευνα στο Ορντού, τον τόπο καταγωγής της, για να σχηματίσει ιδία εικόνα. Διαβάστε στο diablog.eu ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που μετέφρασε στα ελληνικά ο Σπύρος Μοσκόβου.
Είναι Αύγουστος του 1917 και το μάζεμα των φουντουκιών έχει αρχίσει στο Ορντού, στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, κάπου κοντά στα αρχαία Κοτύωρα, όπου μαζί με 110.000 Τούρκους ζουν και 18.000 Έλληνες, μέχρι το 1915 και 12.000 Αρμένιοι. Αυτή η χρονιά δεν είναι σαν τις άλλες, ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι πια κοντά, οι Ρώσοι έχουν καταλάβει την Τραπεζούντα, η Υψηλή Πύλη βρίσκεται στο πλευρό των Γερμανών. Στις 17 του μηνός το βράδυ ρωσικά πολεμικά βομβαρδίζουν το Ορντού, όπου βρίσκεται αποθήκη πυρομαχικών και αεροδρόμιο.
Οι Έλληνες της πόλης νομίζουν ότι οι Ρώσοι έχουν έρθει για να τους προστατεύσουν, όταν καταλαβαίνουν τι γίνεται ξεσπά πανικός, τρέμουν μήπως έχουν κι αυτοί την τύχη των Αρμενίων δυο χρόνια πριν, χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στο λιμάνι ζητώντας βοήθεια από τα πολεμικά. Οι Ρώσοι ανεβάζουν σε βάρκες όσους μπορούν, τους μεταφέρουν στα πλοία, τους φυγαδεύουν, ανάμεσα τους και τη δεκαπεντάχρονη Αλεξάνδρα που πριν τραπεί σε φυγή αφήνει τις παντόφλες της στην εξώθυρα για να τις βρει μόλις επιστρέψει. Δεν θα γυρίσει ποτέ.
Εκατό χρόνια μετά θα φθάσει στο Ορντού ο εγγονός της, ο Γερμανός δημοσιογράφος Μίρκο Χάινεμαν, αναζητώντας τα ίχνη της οικογένειας. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 η Αλεξάνδρα είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά της στην Καβάλα, η κόρη της παντρεύτηκε Γερμανό, γιος τους είναι ο Μίρκο. Το δικό του ταξίδι θα τον φέρει στα χώματα των Ελλήνων του Πόντου, όπου μέσω της έρευνας θα ξαναζωντανέψουν οι διωγμοί των Αρμενίων και των Ελλήνων την εποχή, κατά την οποία μέσα από τη διαλυόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία γεννιόταν με ωδίνες η σύγχρονη Τουρκία.
Το οδοιπορικό του Χάινεμαν στον τόπο και τον χρόνο κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Οι τελευταίοι των Βυζαντινών. Ο διωγμός των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας» (εκδόσεις Ch.Links). Ο συγγραφέας συναντά στο σημερινό Ορντού μια συμπαθητική δασκάλα, την Εζγκί, που τον φέρνει σε επαφή μ’ έναν πρόθυμο ξεναγό, τον Τανσέλ. Έτσι αρχίζει η ανακάλυψη του παρελθόντος.
Ο Τανσέλ έρχεται με τα πόδια. Πρέπει να πλησιάζει τα πενήντα, πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά, καρό πουκάμισο και τζιν. Μου σφίγγει προσεκτικά το χέρι. Τα αγγλικά του είναι πολύ καλά. Είναι ένας «από τους τέσσερις ή πέντε ανθρώπους στο Ορντού, που ενδιαφέρονται για την ιστορία του τόπου», λέει με κάτι στη φωνή του που εκφράζει λύπη. Δεν περνάνε παρά λίγα μόνο λεπτά και ανακαλύπτουμε πολλά κοινά. Η οικογένεια του Τανσέλ έχει παρόμοια ιστορία προσφυγιάς με τη δική μου, προς την αντίθετη κατεύθυνση όμως. Η γιαγιά του ήταν μουσουλμάνα, είχε ζήσει μέχρι το 1923 στην Ελλάδα και μετά αναγκάστηκε να μετοικίσει στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών.
Μόλις του λέω που ακριβώς στην Ελλάδα κατέληξε η δική μου οικογένεια μετά τη φυγή, ανασηκώνει τα φρύδια. Η γιαγιά του καταγόταν από τη Δράμα, μια πόλη της Μακεδονίας, μπορεί πενήντα χιλιόμετρα μακριά από την Καβάλα, όπου είχε εγκατασταθεί η δική μου οικογένεια. Ξέρω καλά αυτή την περιοχή, με τα παγωμένα ποτάμια που στροβιλίζονται μέσα από βαθιά φαράγγια. Δίπλα τους πυκνά δάση κωνοφόρων που σκαρφαλώνουν ψηλά στην οροσειρά της Ροδόπης. Εκεί, κι από τις δυο πλευρές των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, ζουν οι Πομάκοι, ένα ορεσίβιο μουσουλμανικό φύλο που μιλά μια βουλγαρική διάλεκτο. Ο Τανσέλ με παρακολουθεί με προσοχή. Δεν έχει πάει ποτέ εκεί.
Η απόσταση ανάμεσά μας δίνει τη θέση της σ’ ένα συναίσθημα οικειότητας. Είναι σαν να γνωριζόμαστε από πολύν καιρό. Γυρίζω προς τη μεριά της Εζγκί, που παρακολουθεί τη συζήτηση χαμογελώντας πίσω από το γραφείο της, και την ευχαριστώ με μια ένθερμη χειρονομία. Όταν χωρίζουμε, με φιλά στα μάγουλα, μια στο αριστερό και μια στο δεξιό.
«Θα σου δείξω το Ορντού, όπως ήταν παλιά», λέει ο Τανσέλ.
Ξεκινάμε με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Πρώτος σταθμός μας είναι η παλιά γέφυρα, από την οποία περνούσε κάποτε ο εμπορικός δρόμος προς την Τραπεζούντα. Τότε βρισκόταν έξω από τα σύνορα του δήμου, σήμερα είναι ενσωματωμένη στο ανατολικό τμήμα της νέας πόλης. Είναι μια παραδοσιακή καμαρωτή γέφυρα χτισμένη σύμφωνα με τον κλασσικό οθωμανικό ρυθμό, με επένδυση από ανοιχτόχρωμη αμμόπετρα. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για την ηλικία ή την ιστορική σημασία της. Ο Τανσέλ ξέρει ότι ήταν χαραγμένη πάνω της μια επιγραφή σε αραβικό αλφάβητο, όπως το συνήθιζαν οι Οθωμανοί:
«Καλότυχος να ναι σ’ ό, τι κάνει όποιος διαβαίνει αυτή τη γέφυρα.»
Όσο προχωρούμε, συναντούμε κτήρια όλο και πιο χαμηλά και πιο παλιά. Οι δρόμοι γίνονται καλντερίμια. Μπροστά μας υψώνεται το βουνό του τόπου. Το λένε όπως και στην Τραπεζούντα Μπόζτεπε που σημαίνει απλά «δασόφυτος λόφος». Είναι πράγματι κατάφυτος με δέντρα και φουντουκιές. Στην κορφή του διακρίνω ένα σταθμό τελεφερίκ. Τα βαγονάκια του μετακινούνται στον ουρανό κρεμασμένα σαν μικρά μαργαριτάρια από ένα αόρατο καλώδιο και χάνονται πίσω από τις στέγες. Ο σταθμός προορισμού πρέπει να βρίσκεται κάπου στην παραλία.
Ο Τανσέλ δείχνει ένα γιαπί. Πίσω από τις μπλεγμένες σκαλωσιές διακρίνεται η σιλουέτα μιας μικρής εκκλησίας.
«Ήταν κάποτε ελληνική εκκλησία», λέει. «Ήταν όμως προτεσταντική, όχι ορθόδοξη.»
Δεν είχα ακούσει τίποτα μέχρι τότε για κάποια προτεσταντική-ελληνική κοινότητα. Δύσκολα εξάλλου θα μπορούσα να φανταστώ πως θα μπορούσαν να συνυπάρξουν άλλα δόγματα δίπλα στην ορθόδοξη Εκκλησία. Αργότερα έμαθα ότι ένας Αμερικανός ιεραπόστολος είχε καταφέρει να εδραιώσει τον προτεσταντισμό στην Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα. Από κει άλλοι ιεραπόστολοι τον διέδωσαν στη Μικρά Ασία. Μέσω του λιμανιού της Σμύρνης η διδασκαλία μεταλαμπαδεύτηκε προς Ανατολάς μέχρι την περιοχή του Πόντου.
Σύμφωνα με το 20. Yüzyilda Ordu, ένα χρονικό του Ορντού κατά τον εικοστό αιώνα που βασίζεται σε οθωμανικές στατιστικές, το 1915 ζούσαν στην πόλη 1.200 μέλη του προτεσταντικού δόγματος. Αναγράφονται ως ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα, δεν θεωρούνται δηλαδή «Ρουμ», Ρωμαίοι, όπως χαρακτήριζαν τους ορθόδοξους Έλληνες οι Οθωμανοί. Η στατιστική αναγράφει ως «Ρουμ» 18.000 άτομα. Απεναντίας στο Ορντού ζούσαν 111.000 μουσουλμάνοι, στους οποίους συγκαταλέγονταν εκτός από του Τούρκους οι Τσερκέζοι και οι Γεωργιανοί μουσουλμάνοι, που μετά τον Πόλεμο του Καυκάσου τον 19ο αιώνα είχαν εκδιωχθεί από τη Ρωσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το χρονικό αναγράφει ως «Ερμένι», Αρμενίους, 12.000 άτομα. Κατά συνέπεια πριν από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο οι χριστιανοί ήταν κάτι παραπάνω από το 20 τοις εκατό των κατοίκων του Ορντού.
Τα μέλη της προτεσταντικής-ελληνικής κοινότητας ζούσαν προφανώς στους πρόποδες του Μπόζτεπε, στο Ντυζ Μαχαλέ, τον «ίσιο μαχαλά» – μια συνοικία με μακρούς, ολόισιους δρόμους, στους οποίους βρίσκονται πολλά μαγαζιά και εργαστήρια. Το γεγονός ότι οι προτεστάντες δεν έμεναν στην παλιά πόλη επιτρέπει το συμπέρασμα ότι είχαν εγκατασταθεί στο Ορντού σε μεταγενέστερη εποχή. Ο Τανσέλ μου διηγείται για τον Έλληνα ζαχαροπλάστη στο Ντυζ Μαχαλέ που τον φώναζαν «Φιντανγκιουρίς», «το φυντάνι ο Γιώργης». Η φήμη του μπακλαβά του έφτανε πολύ πέρα από τα σύνορα του Ορντού. Ο σημαντικότερος εμπορικός δρόμος της πόλης φέρει μέχρι σήμερα στην καθομιλουμένη το όνομά του: «Φιντανγκιούρ».
«Οι εγκατεστημένοι από παλιά Έλληνες και Αρμένιοι ζούσαν στην παλιά πόλη, πάνω στην πλαγιά», λέει ο Τανσέλ. «Εκεί θα πάμε τώρα.»
Μου κάνει νεύμα να πάρουμε ένα ανηφορικό σοκάκι. Ανεβαίνουμε ίσια κατά τον λόφο μέχρι που φτάνουμε σ’ ένα στενό γεφυράκι πάνω από ένα ρυάκι. Από κάτω μας, κάπου μέσα στα ψηλά χόρτα, ακούω το νερό να μουρμουρίζει σιγανά.
Μόλις περνάμε το πρώτο ύψωμα, αντικρίζουμε ένα αρχαϊκό σκηνικό. Γερμένα σπίτια κολλημένα κυριολεκτικά σε απότομες πλαγιές, όπου αναδεύονται κουρέλια από σύννεφα. Οι πεζούλες είναι πνιγμένες στο πράσινο. Στα αριστερά ορθώνεται το Μπόζτεπε. Εκεί ψηλά διακρίνω σκουρόχρωμα ξύλινα σπιτάκια, ίσως καλύβες βοσκών. Από το βουνό κατεβαίνουν ρυάκια που διατρέχουν όλη την παλιά πόλη. Περνούν μέσα από στενά φαράγγια με πυκνή βλάστηση που καταλήγουν μαιανδρικά στα στενά μονοπάτια.
«Μετά απ’ αυτή τη γέφυρα αρχίζει το Τασμπάσι», λέει ο Τανσέλ και σηκώνει το χέρι. «Αυτή είναι η παλιά ελληνική συνοικία.»
Ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου. Όλα είναι ακόμα εδώ! Δεν έχει αλλάξει το παραμικρό. Οι δρόμοι της συνοικίας είναι στενοί και λιθόστρωτοι, απλά ξύλινα σπίτια εναλλάσσονται με πέτρινες αρχοντικές κατοικίες. Τα περισσότερα κτήρια προέρχονται από την οθωμανική περίοδο. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί τις εισόδους μήπως δει ένα ζευγάρι παντόφλες. Τις παντόφλες που άφησε εκεί η Αλεξάνδρα μέσα στο φευγιό. Πριν από εκατό χρόνια.
Αναγνωρίζει κανείς τα σπίτια των μουσουλμάνων από τον εξώστη, «τζούμπα», που προεξέχει πάνω από τον δρόμο, λέει ο Τανσέλ. Πολλά σπίτια είναι άδεια, ανάμεσά τους και αρχοντικά. Σταματάμε μπροστά σ’ ένα τριώροφο κτήριο με νεοκλασική πρόσοψη, χτισμένο κοντά στην πλαγιά. Εδώ έζησε ο Κωστής, λέει ο Τανσέλ, ένας πλούσιος Έλληνας έμπορος που πουλούσε φουντούκια, πρόβατα και πατάτες. Το κτήριο ανήκει στον δήμο και σιγά-σιγά καταρρέει.
Τα σπίτια που είναι κολλητά το ένα με το άλλο αφήνουν σ’ ένα σημείο ένα κενό. Κι εκεί μια στενή στριφογυριστή σκάλα κατεβαίνει την πλαγιά. Στους πρόποδες βρίσκεται ένα εντυπωσιακό κτήριο με τρούλο που εξωτερικά διατηρείται ακέραιο. Τα σταυροειδή ανοίγματα στα καθίσματα και ο τρούλος δείχνουν ότι θα πρέπει να υπήρξε κάποτε ορθόδοξη εκκλησία. Το μόνο που λείπει είναι ο σταυρός στον τρούλο. Μου έρχονται στον νου οι διηγήσεις της μητέρας μου: ακριβώς πίσω από την εκκλησία, στην οποία πήγαινε κάθε Κυριακή η γιαγιά μου, πρέπει να ήταν το σχολείο της. Εκεί όμως αντικρίζω μόνο έναν άδειο χώρο, στρωμένο με μπετόν, με διπλωμένες καρέκλες και τραπέζια. Όντως, εκεί βρισκόταν παλιά ένα σχολικό κτήριο, επιβεβαιώνει ο Τανσέλ. Ήταν ετοιμόρροπο. Ο Τανσέλ θυμάται ακόμα την κατεδάφισή του. Σήμερα το οικόπεδο ανήκει σ’ έναν πλούσιο κάτοικο του Ορντού, που οργανώνει εκεί ιδιαίτερες εκδηλώσεις. Είναι λοιπόν προφανές ότι στεκόμαστε μπροστά στην εκκλησία, όπου βαφτίστηκε κάποτε η γιαγιά μου. Από πίσω η βαθυγάλαζη θάλασσα απλώνεται μέχρι τον ορίζοντα.
Ξέρω από τη μητέρα μου ότι τα καλοκαίρια η γιαγιά μου κατέβαινε μπροστά από το σχολείο στη θάλασσα για να κολυμπήσει. «Κινούνταν σβέλτα σαν δελφίνι», μου έλεγε. Σε κάτι παλιές φωτογραφίες, που μου δείχνει αργότερα ο Τανσέλ, διακρίνει κανείς ότι εκεί, όπου σήμερα εκτείνεται ο παραλιακός δρόμος με τις τέσσερις λωρίδες του, η σκάλα δίπλα στον ναό οδηγούσε κατ’ ευθείαν στην πλαζ. Αυτή τη σκάλα πρέπει να κατέβαινε η γιαγιά μου.
Λίγα σκαλιά πιο κάτω από μας κάθονται σ’ ένα παγκάκι και συζητούν τρεις κοπέλες. Ο ήλιος λάμπει στα πρόσωπά τους, γελούν. Η μια από τις τρεις γυναίκες έχει ρίξει ατημέλητα ένα μαντήλι στο κεφάλι της, οι άλλες δυο έχουν τα μαλλιά τους ακάλυπτα. Ένας γλάρος κράζει. Φιντανγκιούρ, Κωστής, η ελληνική εκκλησία, πιο πέρα η Μαύρη Θάλασσα – ακριβώς εδώ πρέπει να βρισκόταν το σπίτι των προγόνων μου. Μια συγκινητική στιγμή που θέλει να διαρκέσει για πάντα.
Κείμενο: Mirko Heinemann. Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου. Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Die letzten Byzantiner. Die Vertreibung der Griechen vom Schwarzen Meer. Eine Spurensuche. Berlin, Ch. Links Verlag 2019. Φωτογραφίες: Αρχείο του Mirko Heinemann.
Ο Μίρκο Χάϊνεμαν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966 από Ελληνίδα μητέρα και Γερμανό πατέρα. Μεγάλωσε στο Μενχενγκλάντμπαχ και ζει σήμερα στο Βερολίνο. Ως ανεξάρτητος συντάκτης σχεδιάζει ένθετα σε εφημερίδες και περιοδικά όπως Die Zeit, Handelsblatt, Capital, Die Welt και WirtschaftsWoche και εργάζεται για έντυπα μέσα ενημέρωσης όπως taz, Das Parlament, FAZ και για το ραδιόφωνο όπως τον σταθμό Deutschlandfunk. Έχει λάβει το Βραβείο Δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Pall Mall.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)