Ένας τόπος που θυμίζει την πατρίδα

Απόσπασμα από βιβλίο του Florian Schmitz

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η πατρίδα και η φυγή είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται ο Florian Schmitz στο βιβλίο του «Erzähl mir von Deutschland, Soumar» (Μίλα μου για τη Γερμανία, Σουμάρ). Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του γερμανού μπλόγκερ και δημοσιογράφου, που πλέον κατοικεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Η Μαριάννα Τσάτσου μετέφρασε για το diablog.eu ένα απόσπασμα στα ελληνικά.

Ένας Γερμανός που αφήνει την πατρίδα του απογοητευμένος. Ένας Σύριος που παλεύει να ξεφύγει απ’ τον πόλεμο. Συναντιούνται σ’ ένα πλοίο. Ακολουθούν ατελείωτες συζητήσεις μεταξύ τους και έτσι, γεννιέται μια ασυνήθιστη φιλία που ανοίγει νέες προοπτικές και για τους δυο τους. Ο συγγραφέας Florian Schmitz βλέπει πλέον από μια νέα σκοπιά τη χώρα του, αυτή τη φορά μέσα από τα μάτια του πρόσφυγα Σουμάρ, ο οποίος αναζητεί μια νέα πατρίδα στο γερμανικό έδαφος.

«Ούτε για τον Σουμάρ είναι εύκολη η ζωή στη Γερμανία. Απ’ τη μία έρχεται αντιμέτωπος με προκαταλήψεις και φόβους, ενώ απ’ την άλλη γνωρίζει την ανθρωπιά και την προθυμία των πολιτών να βοηθήσουν. Δεν σταματά, όμως, ποτέ να σκέφτεται θετικά. Δείχνει εμπιστοσύνη στην πατρίδα μου και την αποδέχεται όπως είναι. Μια πατρίδα που εγώ ποτέ δεν είχα δει υπό αυτό το πρίσμα και που άρχισα να την καταλαβαίνω καλύτερα μέσα από τα μάτια ενός ξένου».

Πρόκειται για ένα βιβλίο που προσφέρει πολλά ερεθίσματα για στοχασμό και ταυτόχρονα ασχολείται με τα θέματα της προσφυγιάς και της πατρίδας από μια ολότελα καινούργια οπτική.

Florian Schmitz und Soumar Abd Ullah
Florian Schmitz και Soumar Abd Ullah, ©diablog.eu

Ένας τόπος που θυμίζει την πατρίδα

«Είμαι κατενθουσιασμένος», μου γράφει ο Σουμάρ στο Facebook. Είναι Νοέμβρης. Στη Γερμανία έχουν ήδη πιάσει τα μεγάλα κρύα, στο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν έχει ξεσπάσει η γρίπη των πτηνών και στην Ελλάδα ο κόσμος ελπίζει ότι η Γερμανία θα υποχωρήσει τελικά στο ζήτημα του περιβόητου κουρέματος του χρέους. Ο ενθουσιασμός του Σουμάρ δεν προέρχεται όμως από τίποτα απ’ όλα αυτά. Πριν από λίγες εβδομάδες έφτασε επιτέλους η επιστολή που αδημονούσε να λάβει εδώ και καιρό· έλεγε, λοιπόν, με κάθε τύπο και επισημότητα ότι είχε γίνει δεκτό το αίτημά του για χορήγηση ασύλου και ότι του επιτρεπόταν να παραμείνει στη Γερμανία για τρία έτη. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να μετακινείται ελεύθερα εντός του χώρου Σένγκεν, μιας και διέθετε πλέον τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα.

Είχε έρθει, λοιπόν, η στιγμή για ένα ταξίδι προς τη Θεσσαλονίκη. Μιας και με είχε φιλοξενήσει εφτά φορές τους τελευταίους 11 μήνες, επιτέλους θα κατάφερνα να του ανταποδώσω τη φιλοξενία. Μέσα σε αυτό το διάστημα λόγω της εγκατάστασής μου στην Ελλάδα χρειάστηκε να επιβιβαστώ σε 18 αεροπλάνα που με μετέφεραν από, μέσω ή προς τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, το Αμβούργο και τη Βρέμη. Για μένα αυτά τα ταξίδια υπήρξαν τις περισσότερες φορές κουραστικά, μέρος μιας γενικότερης ρουτίνας· για τον Σουμάρ, όμως, είναι η πρώτη φορά από τότε που έφυγε από τη Συρία που του επιτρεπόταν να ταξιδέψει αεροπορικώς. Στη Συρία είχε πετάξει τρεις-τέσσερις φορές από τη Δαμασκό προς το Χαλέπι και αντίστροφα και μια τελευταία φορά από τη Βηρυτό προς τη Σμύρνη. Ύστερα, ήρθε η φυγή προς την Ευρώπη· το διαβατήριό του τον καθιστούσε persona non grata, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις αεροπορικές εταιρείες. Τώρα, λοιπόν, ο Σουμάρ θα επιβιβαζόταν σε ένα αεροπλάνο στο Αμβούργο, όπως πολλοί άλλοι πολίτες του δυτικού κόσμου, θα πετούσε προς την Αθήνα, ύστερα θα μετεπιβιβαζόταν σε ένα άλλο αεροπλάνο και θα συνέχιζε για Θεσσαλονίκη. Η αντίθετη διαδρομή από την Αθήνα προς τη Βρέμη ως πρόσφυγας το καλοκαίρι του 2015 είχε διαρκέσει δέκα ολόκληρες ημέρες και του είχε στοιχίσει περίπου σχεδόν 2000 ευρώ. Αντίθετα τώρα, η πτήση από το Αμβούργο προς την Αθήνα θα διαρκούσε λιγότερο από τρεις ώρες και μου είχε κοστίσει περίπου 100 ευρώ.

Και εγώ ήμουν εξίσου ενθουσιασμένος, αν και κάπως αναστατωμένος ταυτόχρονα. Από τη μία, χαιρόμουν που του επιτρεπόταν πλέον να ταξιδεύει αεροπορικώς και έτσι θα είχα την ευκαιρία να του δείξω το σπίτι μου, αλλά από την άλλη αυτό το ταξίδι μου δημιουργούσε και κάποια ανησυχία, μιας που δεν θεωρούνταν ακριβώς πολίτης της Δύσης. Ανησυχούσα μήπως κάποιος υπάλληλος της συνοριακής φρουράς στην Αθήνα θεωρούσε ύποπτα τα έγγραφά του και αποφάσιζε να τον κρατήσει στο αεροδρόμιο και έτσι, το ταξίδι προς τη Θεσσαλονίκη έληγε άδοξα. Είχα συντάξει, λοιπόν, μια πρόσκληση από εμένα για τον Σουμάρ και είχα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να της δώσω έναν κάπως επίσημο τόνο. Κανένα δικαστήριο του κόσμου δεν θα έκανε δεκτό ένα τέτοιο έγγραφο, αλλά ήλπιζα να μας βοηθήσει κάπως ο συμβολισμός του εγχειρήματος. Και φυσικά, είχα ενημερώσει φίλους στην Αθήνα που δουλεύουν με πρόσφυγες και έχουν συχνή επαφή με τις αρχές να βρίσκονται σε επιφυλακή για παν ενδεχόμενο.

Buch-Cover: Erzähl mir von Deutschland, Soumar - Florian Schmitz

Στις 17:30 λαμβάνω, λοιπόν, το μήνυμα ότι έφτασε στην Αθήνα και κανείς δεν είχε ελέγξει τα χαρτιά του. Στις 21:00 έρχεται και δεύτερο μήνυμα ότι το αεροπλάνο είναι έτοιμο να αναχωρήσει προς Θεσσαλονίκη. Περίπου 20 λεπτά αργότερα μπαίνω στο αυτοκίνητό μου με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο, το οποίο εδώ και έναν περίπου χρόνο έχει περάσει στην ιδιοκτησία της γερμανικής Fraport, η οποία αγόρασε κοψοχρονιά αυτό και 13 ακόμα ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια, υποσχόμενη ιδιαιτέρως χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και επικερδείς συναλλαγές για την επιχείρηση. Κατά τις 22:20 ανοίγει η πύλη της περιοχής ασφαλείας του αεροδρομίου. Ανάμεσα στους διάφορους επιχειρηματίες που επέστρεφαν από κάποιο επαγγελματικό ταξίδι διακρίνω τον Σουμάρ, δυο περίπου κεφάλια κοντύτερο από οποιονδήποτε άλλον γύρω του, αλλά κομψό, φρεσκοξυρισμένο και πανευτυχή να σέρνει τη βαλίτσα-τρόλεϊ· ηρέμησα αμέσως.

«Δεν σε τσέκαρε κανείς;» τον ρωτάω ενώ περπατάμε προς το αυτοκίνητο.

«Όχι, όλα πήγαν μια χαρά. Στην Αθήνα κάτι μου είπε μια γυναίκα και της εξήγησα στα αγγλικά ότι δεν είμαι Έλληνας· αλλά εκείνη συνέχισε να μου μιλάει στα ελληνικά».

Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου αυτό το ενδεχόμενο. Με αυτή τη μεσογειακή φυσιογνωμία του μπορούσε πανεύκολα να περάσει για Έλληνας. Αυτή η κυρία μάλλον τον είχε περάσει για συμπατριώτη της με περσική καταγωγή· υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στην Ελλάδα άλλωστε. Εδώ δεν ξεχωρίζουν τόσο έντονα οι πρόσφυγες όσο στη Γερμανία, που τους προδίδουν τα ρούχα, η φτώχια και η ταλαιπωρία τους. Γεωγραφικά, μόνο η Τουρκία παρεμβάλλεται μεταξύ Συρίας και Ελλάδας. Η Κύπρος πάλι βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τις συριακές ακτές. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για αποστάσεις μακρινές που οτιδήποτε ξένο μοιάζει εξωτικό, αλλά για κάτι πιο οικείο.

«Είχε πολύ κρύο τις τελευταίες μέρες. Είναι πιο ζεστά εδώ απ’ ότι στη Γερμανία;» τον ρωτάω.

«Πολύ πιο ζεστά! Στην Αθήνα την έβγαλα την περισσότερη ώρα έξω από το αεροδρόμιο, να καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο».

Ήταν εμφανές ότι είχε συνηθίσει τις θερμοκρασίες της Γερμανίας και γι’ αυτό του φαινόταν τώρα γλυκό το κλίμα με 12 βαθμούς θερμοκρασία. Εγώ, πάντως, είχα ξεπαγιάσει.

Στο σπίτι τον περίμενε ένα ακόμα εγκάρδιο καλωσόρισμα. Τα παιχνίδια και τα χάδια μεταξύ του Σουμάρ, που θα λαχταρούσε να έχει και ο ίδιος έναν σκύλο, και του Νώντα, του ημίαιμου ελληνικού ποιμενικού μου, που τον είχε πρωτοδεί επάνω στο πλοίο πάνω από ένα χρόνο πριν και είχαν γίνει αμέσως φίλοι, δεν είχαν τελειωμό. Παραγγείλαμε σουβλάκια και ήπιαμε Μύθο τσουγγρίζοντας μεταξύ μας και ευχόμενοι τα καλύτερα για το ταξίδι αυτό· μας περίμεναν τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη και μία στην Αθήνα. Ο Σουμάρ βρισκόταν και πάλι στον Νότο – μόλις 1400 περίπου χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του, πολύ πιο κοντά δηλαδή από την απόσταση Βρέμη-Βαρκελώνη.

YouTube

Mit dem Laden des Videos akzeptieren Sie die Datenschutzerklärung von YouTube.
Mehr erfahren

Video laden

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για το κέντρο. Του έδειξα το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, προτού στρίψουμε δεξιά προς τη Ροτόντα, ένα ρωμαϊκό κτίσμα του 3ου αιώνα μ.Χ. που έχει χρησιμοποιηθεί ως τόπος λατρείας των αρχαίων θεών, αλλά και ως τζαμί και χριστιανική εκκλησία. Το εν λόγω κτίσμα είναι, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, η παλαιότερη εκκλησία του κόσμου που λειτουργεί ακόμη. Τον Σουμάρ τον ενδιέφεραν τελείως άλλα πράγματα όμως.

«Μα, είναι ίδια με τη Λαττάκεια!» αναφωνεί.

Η Λαττάκεια είναι μια πόλη που βρίσκεται στις συριακές ακτές. Ο Σουμάρ είχε ζήσει πολλά χρονιά εκεί και στην Ταρτούς.

«Είναι ίδια, πραγματικά! Τα κτίρια, οι καφετέριες, αλλά και αυτή η θαλασσινή αύρα είναι χαρακτηριστική!»

Ε, ναι, Βρέμη μου, πώς να το κάνουμε, μπορεί να έχεις για έμβλημά σου το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες της πλάσης, αλλά δεν μπορείς να συναγωνιστείς τη Λαττάκεια. Κατευθυνόμαστε προς την πλατεία Αριστοτέλους για να συναντήσουμε μια φίλη μου, συνιδιοκτήτρια ενός μικρού, αλλά ιδιαιτέρως προσεγμένου δισκοπωλείου· το Stereodiscs είναι πόλος έλξης για τους μυημένους στη μουσική. Αν βρίσκαμε εκεί τη Μέμα, τότε θα ήταν σίγουρα και ο Ziggy μαζί της, ένα μικροκαμωμένο μαύρο μπασταρδάκι που τριγυρίζει μόνο του. Αντί για μια σύντομη συνάντηση όμως, καταλήγουμε να πίνουμε καφέ, να καπνίζουμε και να συζητάμε όλοι μαζί επί τέσσερις περίπου ώρες. Από τον τρόπο που μιλούσαν αυτοί οι δύο μεταξύ τους καταλάβαινες τι είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αυτές οι δύο χώρες. Ο Σουμάρ μας λέει ένα ανέκδοτο, το οποίο γνωρίζει και η Μέμα, αλλά σε μια κάπως διαφορετική εκδοχή. Αλλά και στο φαγητό υπήρχαν πολλές συνδέσεις· μιλούν για τις ίδιες συνταγές, τις οποίες προφέρουν απλά με διαφορετικό όνομα. Είναι πολύ ωραίο να βλέπω τον Σουμάρ να μιλάει για τόσα θέματα ως ελεύθερος και πολυπρισματικός άνθρωπος που καταφέρνει να βρίσκει πάντα ένα σημείο επαφής με τον κάθε άγνωστο, αν και εκείνος δεν αντιμετωπίζει ποτέ κανέναν έτσι. Αποχαιρετούμε τη Μέμα και παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο προς το σπίτι. Ως συνήθως, ο Όλυμπος και η απέναντι ακτή του Θερμαϊκού Κόλπου έχουν καλυφθεί από μια ομίχλη που θα νόμιζε κανείς ότι μπροστά μας υπάρχει μόνο το ανοιχτό πέλαγος. Ο ήλιος που έδυε έλουζε τον κόλπο και την πόλη, κάνοντάς τα να μοιάζουν σαν παλιά οικογενειακή φωτογραφία. Φαινόταν αμυδρά πίσω από τα σύννεφα και μόνο σε ορισμένα σημεία έπεφταν κάποιες ακτίνες του στο νερό.

«Έχεις ξαναδεί τέτοιο φως;» τον ρωτάω.

«Ναι, το ξέρω πολύ καλά» αποκρίνεται εκείνος συλλογισμένος.

«Από πού;»

«Από την πατρίδα μου, τη Συρία».

Ο Florian Schmitz, γενν. το 1980 στο Datteln/Ruhrgebiet, σπούδασε Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία, Ισπανική και Λατινοαμερικάνικη Φιλολογία στο Βερολίνο και τη Μαδρίτη. Έχει εργαστεί, μεταξύ άλλων, στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Τύπου. Από το 2014 εργάζεται ως συντάκτης για τη γερμανική ραδιοφωνία και άλλα μέσα. Ζει στη Θεσσαλονίκη και το Βερολίνο.

Επισκεφθείτε το μπλογκ του Florian Schmitz: http://eudyssee.net

Κείμενο: Florian Schmitz, Απόσπασμα από το βιβλίο του Florian Schmitz κατόπιν ευγενικής παραχώρησης του εκδοτικού riva-Verlag, Μετάφραση: Μαριάννα Τσάτσου.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε